1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

Κύριε Μαρκόπουλε, έχουμε ακούσει ότι διατηρούσατε μία ωραία Ταβέρνα και ότι σ΄ αυτή την Ταβέρνα σας συνηθίζανε να γλεντάνε οι νεοσύλλεκτοι. Από πότε μέχρι πότε διατηρούσατε την Ταβέρνα;

-  Την Ταβέρνα την άνοιξα το 1958 αλλά τα γλέντια αυτά με τους νεοσύλλεκτους άρχισαν το 1963 ή το 1964.
Φυσικά τότε πήρα και ένα πικάπ και δισκάκια και με αυτά γλεντούσαν καμιά τρία - τέσσερα χρόνια και μετά το 1965 ή το 1967 πήρα ηλεκτρόφωνο και με το ηλεκτρόφωνο είχαν τρελαθεί περισσότερο. Δεν άφηναν τίποτα όρθιο, σπασίματα τα πάντα αλλά χωρίς καμιά φασαρία, χωρίς καβγάδες, χωρίς αυτά, γλεντούσαν ωραία.

 

Ποιες άλλες Ταβέρνες υπήρχαν στο χωριό; Τι θυμάστε γενικά για τα γλέντια αυτά εκείνης της εποχής;

-  Υπήρχαν και άλλες Ταβέρνες αλλά συγκεκριμένα για τους νέους ήταν σχεδόν η δικιά μου. Εγώ τους δεχόμουν με καλοσύνη, με χαρά και με αγαπούσαν τα παιδιά όλα, ερχόντουσαν σαν να ήταν δικό τους κτήμα.

 

Ο κ. Μαρκόπουλος στο μαγαζί του κάνει σουβλάκια

 

Πόσες φορές κάθε χρόνο ή ποια εποχή συγκεντρώνονταν νεοσύλλεκτοι για να γλεντήσουν;

-  Αυτοί από την ώρα που περνούσαν επιλογή, δεν περνούσε εβδομάδα που να μην κάνουν γλέντι, αλλά το μεγάλο τους το γλέντι ήταν όταν ήταν να φύγουν φαντάροι και επί το πλείστον έφευγαν την άνοιξη. Τη μέρα που έφευγαν φαντάροι, άνοιγα από το πρωί τις 5 ώρα, κτυπούσαν τις καμπάνες, μαζευόντουσαν όλοι εκεί γύρω, μπαμπάδες, μάνες, αδέλφια, γείτονες αλλά και τα κορίτσια των αγοριών, για να τους αποχαιρετήσουν όλοι μαζί.

 

Γιατί ήταν τόσο σημαντικό γεγονός; Αφορούσε μόνο τους νεοσύλλεκτους ή συμμετείχαν και οι κάτοικοι του χωριού;

-  Και άλλοι ερχόντουσαν αλλά την εποχή που ήταν να πάνε φαντάροι, τις μέρες αυτές ήταν σαν να ήταν το μαγαζί αγκαζαρισμένο σ΄ αυτούς. Δέκα μέρες πριν να φύγουν φαντάροι το μαγαζί ήταν φίσκα απ΄ αυτούς. Και πιο μπροστά από τότε που περνούσαν επιλογή, μέχρι να έρθει η ώρα να πάνε να καταταχτούν δεν έπαυαν να γλεντάν.

 

Τους δεχόσασταν στο μαγαζί σας με χαρά ή όχι και γιατί;

-  Δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Δεν είχε άλλο μαγαζί να πάνε, αναγκαστικά έπρεπε σε μένα να έρθουν. Να τους διώξω δεν μπορούσα, Με αγαπούσαν τόσο πολύ, ώστε με ξυπνούσαν από το σπίτι. Το πρωί όταν ήταν να πάνε φαντάροι, κτυπούσαν την πόρτα και άνοιγαν το μαγαζί από πολύ νωρίς.

 

Το κάνατε αναγκαστικά ή από ευχαρίστηση;

-  Από ευχαρίστηση, γιατί είχα ταυτιστεί με αυτά τα παιδιά. Κάθε χρόνο είχα συνηθίσει. Αλλά και τα παιδιά προτιμούσαν το δικό μου μαγαζί και πάντα τα περισσότερα γλέντια είχαν ταυτιστεί με τη δική μου ταβέρνα..

 

Πόσα άτομα περίπου είχε η κάθε «σειρά»; Ερχόντουσαν και από άλλα χωριά ή μόνο παιδιά του χωριού;

-  Ερχόντουσαν παιδιά μόνο από το χωριό μας. Όταν ήταν να πάνε φαντάροι ήταν περίπου 30-32 παιδιά κάθε σειρά, ήταν όλοι αγαπημένοι, κάθονταν και όλο το μαγαζί ήταν δικό τους. Έξω από το δρόμο δεν χωρούσε να περάσει άνθρωπος από χορό και από αυτά.

 

Πόσες μέρες πριν από την κατάταξη ξεκινούσαν τα γλέντια; Τι ατμόσφαιρα επικρατούσε;

-  Ατμόσφαιρα ήσυχη, χωρίς να κάνουν φασαρία. Τα παιδιά γλεντούσαν χωρίς να κάνουν ζημιές. Μαζευόταν κι όλο το χωριό, όταν γλεντούσαν τα παιδιά αυτά. Όπως είπα και πιο πάνω, μπαμπάδες, μάνες, φίλοι και γνωστοί αλλά και κορίτσια μαζεύονταν όλοι απέναντι στο δρόμο και παρακολουθούσαν πώς γλεντούσαν τα παιδιά. Έτσι Συμμετείχε όλο το χωριό στο γεγονός αυτό.

Απρίλιος του 1974. (Οι νεοσύλλεκτοι γλεντάνε και στο βάθος διακρίνεται ο κ. Μαρκόπουλος με την άσπρη ποδιά)

 

Ήταν δηλαδή ευχάριστα;

-  Πολύ ευχάριστα στο γλέντι. Αλλά γύρω έβλεπες τις μάνες και τις κοπέλες των παιδιών να είναι όλες βουρκωμένες που θα αποχωρίζονταν τα δικά τους πρόσωπα.

 

Υπήρχε μια συγκεκριμένη διαδικασία και κάποια έθιμα που τηρούσαν οι νεοσύλλεκτοι σ΄ αυτά τα γλέντια αποχαιρετισμού;

-  Τα έθιμα δεν ήταν σημαντικά. Ο κάθε νέος που ήταν να πάει φαντάρος είχε και μια κοπέλα. Η κοπέλα αυτή έπαιρνε τη φίλη της, η φίλη της έπαιρνε την αδελφή της και γινόντουσαν τα αποχαιρετιστήρια από εκεί. Άλλα έθιμα δεν είχε. Μόνο πριν φύγουν κτυπούσαν δυνατά τις καμπάνες και μαζευόντουσαν όλοι για να τους αποχαιρετήσουν.

 

Μπουκάλια σπάζανε, όπως και σήμερα;

-  Τότε έσπαζαν περισσότερο. Τρία καρότσια σπασμένα μάζευα κάθε φορά. Όπως είπα δεν άφηναν τίποτα όρθιο. Σπάζανε τα πάντα, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ακόμη και τα τραπέζια και τις καρέκλες. Φεύγοντας δεν έπρεπε να αφήσουν τίποτα στη θέση του.

 

Με τι μουσική διασκέδαζαν; Τραγουδούσαν κάποια συγκεκριμένα τραγούδια (δημοτικά ή της εποχής) οι νεοσύλλεκτοι;

-  Τα δημοτικά δεν τους άρεσαν. Όχι δεν τους αρέσαν, αλλά καλύτερα θέλανε τραγούδια της εποχής τους. Κι εγώ που ήμουν τόσο μερακλής και τους αγαπούσα, τους έκανα τα κέφια, και, όταν κατέβαινα στις Σέρρες για να ψωνίσω, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω στο δισκάδικο να διαλέξω τα καλύτερα τραγούδια, τα καλύτερα ρεμπέτικα, τα καλύτερα αυτά αλλά από δημοτικά όχι τόσο, όσο τραγούδια της εποχής εκείνης, δηλ. Καζαντζίδη και βάλε. Δεν πέρασε που να βγει τραγούδι καλό και να μην το πάρω. Έφτασα μέχρι πεντακόσια δισκάκια.

 

Θυμάστε κάτι το χαρακτηριστικό από όλα τα γλέντια των νεοσυλλέκτων που να σας έμεινε αξέχαστο;

-  Θυμάμαι ένα γλέντι, στο οποίο θα την πατούσα κιόλας. Από τα σπασίματα τα πολλά. Τότε υπόνομοι δεν υπήρχαν και τα νερά όλα ήταν στην επιφάνεια. Και έξω από το μαγαζί περνούσε ένα αυλάκι και εκεί μέσα πετάξανε σπασμένα μπουκάλια και δεν τα πρόσεξα να τα μαζέψω και τα ξημερώματα ένας χωρικός που πήγαινε στο χωράφι του, -και τον ευχαριστώ πολύ που δεν έκανε καταγγελία και τα κανονίσαμε από μόνοι μας καλά, - πάτησε το άλογό του ένα πάτο από σπασμένο μπουκάλι από ρετσίνα στο πέταλο ανάμεσα. Και το πρωί ήρθε ο άνθρωπος και μου λέει αυτό κι αυτό. Του λέω ότι όσα έξοδα κι αν κάνεις θα τα επιβαρυνθώ εγώ. Και ο άνθρωπος συμφώνησε. Κι αυτό θα το θυμάμαι. Από όλα τα σπασίματα αυτή μόνο η ζημιά έγινε. Άλλο τίποτα, καμιά ζημιά δεν θυμάμαι.

 

Απρίλιος του 1971. (Απαραίτητο πάντα στο γλέντι το νταούλι και ο ζουρνάς)


Δηλαδή όλα ήταν καλά;

-  Όλα ήταν καλά. Παράπονο δεν είχα από κανέναν ούτε από γειτόνους. Περάσαμε καλά. Από το 1958 που άνοιξα την ταβέρνα ήμουν τόσο αγαπητός μέσα στο χωριό και πέρασα καλά και με τα παιδιά και με τους γεροντάδες και με όλους.

Ευχαριστούμε

Νέο Σούλι 15 Ιουνίου 2006

 

Επιμέλεια συνέντευξης:

Μεσάικος Δημήτρης