1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

Συνέντευξη από τον κ. Κυριακόπουλο Γεώργιο του Θεολόγη, κάτοικο Ν. Σουλίου που το 1942 μαζί με άλλους αρκετούς Νεοσουλιώτες οδηγήθηκε ως «Ντουρντουβάκι» στη Βουλγαρία.

 

Έχουμε ακούσει από τους παππούδες μας αρκετές φορές τη λέξη Ντουρντουβάκια. Και μάλιστα ότι και εσείς ήσασταν ένας από αυτούς που ονομάζονται ντουρντουβάκια. Τι σημαίνει ντουρντουβάκια;

Χάρις συντομίας λέγεται ντουρντουβάκια, κανονικά στη Βουλγαρική λέγεται ντρούντουβα βοϊνίκ, δηλαδή στρατιώτες σκαπανέων, είναι τα τάγματα σκαπανέων.

 

Πότε έγιναν αυτά τα γεγονότα;

- Στις 2 Μαΐου 1942 μας ειδοποίησαν να κατέβουμε κάτω στην Κοινότητα. Μας ζητούσε ο πρόεδρος ο οποίος ονομαζόταν Βοροσήλωφ. Πήγαμε εκεί και μας ανακοίνωσε ότι στις 5 Μαΐου το πρωί πρέπει να είμαστε συγκεντρωμένοι. Μας διάβασε τα ονόματα ποιοι να είμαστε, πόσοι να είμαστε και είμαστε συγκεντρωμένοι κάτω στη γέφυρα του Αγίου Δημητρίου. Να έχουμε μαζί μας ένα κουτάλι, ένα πιάτο ή καραβάνα εάν έχουμε, εσώρουχα και ένα σκέπασμα  και για τέσσερις μέρες φαγητό, ψωμί και φαγητό.

 

Πώς σας συγκέντρωσαν, πόσους από το χωριό και ποιους, αν θυμάστε;  

- Στις 5 Μαΐου κατεβήκαμε κάτω στην γέφυρα εκεί. Ήρθε ο πρόεδρος, μας διάβασε τα ονόματα και ήμασταν έτοιμοι για δρόμο, να πάρουμε το  δρόμο για το σιδηρόδρομο. Εγώ δεν ήμουν μαζί με τους άλλους από την πρώτη ώρα. Η μητέρα μου με παρακίνησε να περάσω πρώτα από την εκκλησία να ανάψω ένα κερί στην Παναγιά, γιατί οι Βούλγαροι με το παλιό εορτολόγιο γιόρταζαν τον Άγιο  Γιώργη και επειδή είχα την ονομαστική μου γιορτή πέρασα από την εκκλησία, άναψα ένα κερί και αποχαιρέτισα τους δύο παπάδες, τους ιερείς, τον παπά Κων/ντίνο, Κων/νο Οικονόμου και τον παπά Νικόλα, Καρύδας το επίθετό του, ο οποίος με είχε βαπτίσει. Όταν έφευγα από την εκκλησία, πριν βγω, ο παπα-Κωνσταντίνος με φώναξε και γύρισα να δω τι μου ζητάει και αυτός μου έδειξε την Παναγιά και μου είπε «η Παναγιά μαζί σου». Έφυγα και πήγα κάτω για να βρω και τους άλλους. Πριν φτάσω κοντά στα άλλα τα παιδιά, καμιά 10 μέτρα μακριά, ρώτησε ο Βοροσήλωφ ο πρόεδρος γιατί κλαίνε οι γυναίκες. Οι άντρες δεν ήταν εκεί. Οι άντρες ήταν πιο κάτω προς την κατηφόρα και μέχρι τα αποχωρητήρια του Δημοτικού Σχολείου, παραταγμένοι στο ανατολικό μέρος του δρόμου. Και εκείνη την ερώτηση που έκανε ο πρόεδρος, ανέλαβε ο πατέρας μου Θεολόγης Κυριακόπουλος να τον εξηγήσει γιατί κλαίνε οι γυναίκες. Και άρχισε να του λέει, στα βουλγαρικά βέβαια που τα γνώριζε αρκετά καλά, επειδή έπαιρνε εργάτες από τα βουλγαροχώρια. Και όταν άκουσαν οι γυναίκες, γιατί δεν γνώριζαν βουλγαρικά, όταν άκουσαν τη λέξη Κάρναμπατ, άρχισαν να μαζεύονται κοντά στον πατέρα μου και τότε οι χωροφύλακες τράβηξαν τα περίστροφα, μη τυχών γίνει κανένα επεισόδιο. Βλέποντας εμένα που πλησίασα, μου φωνάζει, έλα ρε Γιώργο να αποχαιρετιστούμε και να φύγειs, χωρίς να γνωρίζει και αυτός ότι με τη λέξη που είπε «να αποχαιρετιστούμε» θα τον πήγαιναν στη Δράμα, στιs φυλακές γιατί έδωσε την εξήγηση και είπε στον πρόεδρο ότι κάτω από εκείνη την άσπρη την πέτρα, που είναι πεσμένη, έχει 170 άτομα που πέθαναν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Κάρναμπατ και στο Κίτσεβο και γι΄ αυτό κλαίνε οι γυναίκες. Αφού τον αποχαιρέτισα τον πατέρα μου και τράβηξα να φύγω, τελευταία στην άκρη της γέφυρας στεκόταν η γριά η κουμπάρα μου Αικατερίνη Λιόλιου και η σύζυγος του Μακεδονομάχου Μπεντούλη Γιώργη, η οποία ήταν θεία της μάνας μου, του Μιχαλούση η αδερφή. Με αγκάλιασαν, με φίλησαν και η θεία η Βαγγελή, του Μιχαλούση η αδελφή, άρχισε να κλαίει. Έφυγα από εκεί και κάτω από 20 μέτρα άρχιζε η παράταξη των ανδρών. Όλοι οι χωριανοί άντρες μας αποχαιρετούσαν. Και όταν φτάσαμε κάτω στο Δημοτικό Σχολείο, στο τέρμα της αυλής τελείωσε η παράταξη και φύγαμε από κει και φτάσαμε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό των Σερρών στις 11.00. Στις 11.30 θα ερχόταν το τρένο. Μαζί μας ήταν τα παιδιά από το Άγιο Πνεύμα. Ήρθε το τρένο και μπήκαμε μέσα. Μας βάλανε μέσα στα βαγόνια ανά 45-50 άτομα. Από το χωριό μας ήμασταν 24 άτομα, καθ΄ αυτού Νεοσουλιώτες και ένα παιδί είχαμε από τα Γρεβενά, το οποίο ήταν τσοπάνος στο Δημήτριο Δαβίτη. Και κλείστηκε και εκείνος εδώ και τον πήραν και εκείνον ντουρντουβάκι. Τώρα ποιοι ήμασταν. Θα ξεκινήσω από πάνω, από τον Μπατσιανάδκο :

1. (Εγώ) Γιώργος Κυριακόπουλος (το 42 κλάση)

2. Νιζάμης Αντώνιος

3. Μίνος Στέργιος

4. Φασούλας Νίκος  (αυτοί οι τρεις είναι της κλάσεως του 41)

5. Σπλήνας Βασίλειος

6. Δεδούσης  Μιχάλης (του 42)

7. Πελτέκης  Βασίλειος (του 41)

8. Αδριανός Στέργιος

9. Σμηλιάνης Αθανάσιος

10. Πατραμάνης Νικόλαος

11. Καραγκιόζης Θεοφάνης (του 42)

12. Δεδούσης Κων/ντίνος (κλάσεως του 38) – από την άλλη μεριά του χωριού ήταν :

13. Παπαδόπουλος Σάββας

14. Νίκας (Ζήσης) Ζήκας

15. Τσακίρης Κων/ντίνος  (της κλάσεως 42)

16. Γκαρίπης Βασίλειος (της κλάσεως 40)

17. Βρέττας Χρήστος

18. Παντζάρης Γεώργιος

19. Αβραμπάκης Βασίλειος  (της κλάσεως 29 ο Αβραμπάκης, οι άλλοι είναι του 41)

20. Παπακωνσταντίνου Γεώργιος

21. Κυριακόπουλος Χρήστος (του 41)

22. Δάνογλου Κων/ντίνος

23. Φιλέντας Αθανάσιος  (του 42)

24. Λιούσας Θεμιστοκλής του Ζαχαρίου (κλάσεως του 41).

25. Και ο Ζήσης, το επίθετό του δεν γνωρίζω, από τα Γρεβενά. Όλοι αυτοί είναι 25 άτομα.

 

 Πού και πώς σας μετέφεραν; Ποιες οι συνθήκες πορείας;

Τώρα για το σταθμό, που μας κατέβαζαν, είχαμε τρεις χωροφύλακες μαζί μας που μας φύλαγαν. Από το σταθμό που φύγαμε με το τρένο μας πήγαν στο Σιδηρόκαστρο στους στρατώνες του πεζικού και μας έκλεισαν μέσα στους θαλάμους. Εκεί μείναμε 5 μέρες. Στις 10 Μαΐου το πρωί μας έβγαλαν έξω, μας συγκέντρωσαν, μας έβαλαν  σε γραμμές και μας ξεκίνησαν για τον Παλιό Σταθμό Σιδηροκάστρου, που σήμερα λέγεται Χορτερό. Εκεί φτάσαμε κατά τις 12.00, πεζοί πάντοτε. Ήρθε το μικρό το τρενάκι, που το ονόμαζαν Ντεκοβίλ. Ανεβήκαμε στα βαγόνια τα οποία δεν ήταν κλειστά αλλά ανοιχτά και ξεκινήσαμε για τη Βουλγαρία. Όλη μέρα ταξιδεύαμε για τη Βουλγαρία. Όταν φτάσαμε στο σταθμό της Κρέσνας, εκεί στάθηκε το Ντεκοβίλ να βάλει νερό στη μηχανή και κάρβουνο, οπότε άρχισε να σουρουπιάζει. Μόλις εφοδιάστηκαν το νερό και τα κάρβουνα, οι στρατιώτες έβαλαν εφ΄όπλου λόγχη, μέχρι τότε δεν είχαν εφ΄ όπλου λόγχη, και μας είπαν να πλαγιάσουμε όλοι κάτω και να μην είναι κανένας όρθιος και ένας στρατιώτης καθόταν μπροστά και ο άλλος πίσω.

 

 Πότε φτάσατε στη Βουλγαρία και πού σας πήγαν εκεί; Πώς ήταν ο χώρος εκεί που μένατε;

Φτάσαμε κοντά κατά τις 12.00 στο Σιμιτλί. Εκεί μας κατέβασαν από το Ντεκοβίλ για να μας βάλουν στο μεγάλο τρένο που θα μας πήγαινε στην Πάνω Τζουμαγιά. Στις 12.30 με 1.00 η ώρα ξεκίνησε το τρένο και φτάσαμε στις 2.30 με  3.00 στην Πάνω Τζουμαγιά. Μας κατέβασαν και μας πήγαν πεζοί  σε κάτι παράγκες νεόκτιστες βέβαια. Πλαγιάσαμε εκεί και το πρωί 11 Μαΐου σηκωθήκαμε, πλυθήκαμε, φάγαμε λίγο πρωινό και μας είπαν τα μπαγάζια μας να τα φορτώσουμε επάνω σε δυο φορτηγά αυτοκίνητα και να κρατήσουμε μαζί μας φαγητό για όλη την ημέρα. Τα ρίξαμε τα μπαγάζια μας πάνω στα φορτηγά και αυτά έφυγαν. Εμείς πεζοί από εκεί τραβήξαμε δυτικά 30 χλμ. από εκεί πεζοί μέχρι το Τσάροβο Τσέρο. Τσάροβο Τσέρο σήμερα ονομάζεται Καμποχώρι. (Τσάροβο = καλαμπόκι, (Τσέρο = χωριό) έπρεπε να ονομάζεται Καλαμποκοχώρι. Φτάσαμε σουρούπιασμα. 12 χιλιόμετρα είναι το χωριό αυτό μέσα από τα Βουλγαρικά σύνορα προς τα Σκόπια. Εκεί βρήκαμε τα μπαγάζια μας ξεφορτωμένα όλα και ανέλαβαν δύο παιδιά να τα παίρνουν τα μπαγάζια, να φωνάζουν τα ονόματα που είχαμε γραμμένα επάνω σε ένα χαρτί και να τα παραλαμβάνουμε. Είχε σκοτεινιάσει καλά και μας έβαλαν αμέσως, δίπλα ήταν το σχολείο το δημοτικό και μας έβαλαν μέσα στις κάμαρες να πλαγιάσουμε. Το πρωί σηκωθήκαμε και μας πήγαν στο Τσάροβο Τσέρο στις παλιές στρατώνες τις Σερβικές. Μας έδωσαν ρόφημα τσάι και ένα κομματάκι τυρί, το οποίο είχε πάχος μισό πόντο, 5 χιλιοστά, πλάτος 2 πόντους και μήκος 4 πόντους. Αυτό ήταν το συμπλήρωμα και ψωμί μία κουραμάνα 400 γραμμάρια για μας τα Ντουρντουβάκια. Για τους στρατιώτες τους Βουλγάρους που μας φρουρούσαν, τους έδιναν και αυτούς ένα τέτοιο ψωμάκι αλλά το βράδυ τους έδιναν άλλο ένα, δηλαδή 1,5 ψωμί το 24ωρο, 600 γραμμάρια αυτοί, 400 εμείς. Από κει μας γύρισαν πίσω, μας πήγαν στο σχολείο που κάτω από το σχολείο 20 μέτρα ήταν το έργο το οποίο θα αναλαμβάναμε. Ήταν να κάνουμε επιχωμάτωση τον σιδηροδρομικό σταθμό. Θα ερχότανε γραμμή από τα Κότσανα. Διότι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μπαμπάδες μας, οι θείοι μας έφεραν τη γραμμή από την Οχρίδα μέχρι τα Κότσανα και ύστερα έγινε η ανακωχή το Σεπτέμβριο του 1918  και τότε σταμάτησε εκεί η γραμμή και πήραν το 42 το Μάιο εμάς, ύστερα από 24 χρόνια, να συμπληρώσουμε τα άλλα 86 χιλιόμετρα μέχρι την Πάνω Τζουμαγιά.

 

Ποιες οι συνθήκες διαμονής (διατροφή, υγειονομική περίθαλψη);

- Η διατροφή μας, όπως είπαμε, ήταν 400 γραμμάρια το 24ωρο κουραμάνα,  το πρωινό το ρόφημα είπαμε πώς γινόταν, το μεσημέρι πότε φασολάδα και πότε λαχανικά και το βράδυ βέβαια τα ίδια. Ανά χωριό, όπως ήμασταν τα άτομα, τόσες μερίδες έβαζαν στις χύτρες οι μάγειροι και πήγαιναν τα έπαιρναν από εμάς ορισμένοι που τους στέλναμε να πάρουν τη χύτρα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν τη διανομή αλλά και να πλύνουν μετά τη χύτρα. Το είχαμε με τη σειρά. Όταν έφτασε η σειρά μου για να πάω να πάρω το φαγητό και να κάνω διανομή, το φαγητό το έφερα αλλά αρνήθηκα να κάνω διανομή και πλησίασα τον ξάδερφό μου τον Χρήστο Κυριακόπουλο και του λέω ότι εγώ δεν θα κάνω διανομή, θα βάλω στη θέση μου τον Μιχάλη τον Δεδούση, γιατί; Διότι στο τέλος της διανομής περίσσευε περίπου μισή κουταλιά την οποία την έπαιρνε αυτός που έκανε τη διανομή, γιατί έπλενε τη χύτρα Ο Μιχάλης ο Δεδούσης ήταν ορφανός από πατέρα, ήταν 5 αδέλφια, 4 αγόρια και μια αδελφή, και δεν είχε μοίρα στον ήλιο, ένα λεβ, μπορώ να πω, δεν είχε στην τσέπη του, τουλάχιστο τη μισή κουταλιά να την παίρνει αυτός. Και εισηγήθηκα βέβαια στον ξάδερφό μου να τον βάλουμε μόνιμο διανομέα για να παίρνει τη μισή κουταλιά. Συμφώνησε ο ξάδερφός μου και αυτός εισηγήθηκε σε όλους τους συγχωριανούς μου, σε όλα τα παιδιά. Τον αφήσαμε μόνιμο για να πλύνει και τη χύτρα. Συμφώνησαν όλοι.

Εκεί που δουλεύαμε στο σχολείο πιο μπροστά, μια Κυριακή, κατά τις 20 Μαΐου θα ήταν, ήρθε ένα παιδί μικρό 9-10 χρονών, το οποίο ήταν Πομάκος. Έφερε 4 αυγά βρασμένα για να τα πουλήσει. Εγώ με τον ξάδερφό μου τον Κυριακόπουλο τα πήραμε τα αυγά και του λέμε το παιδί αν μπορεί να μας προμηθεύει κάθε Κυριακή από 42 αυγά, δηλαδή κάθε μέρα να τρώμε εμείς από 3 αυγά, γιατί δεν επαρκούσε το πρωινό το ρόφημα με το συμπλήρωμα που μας έδιναν. Κατά τις 10 η ώρα με 10.30 τα είχαμε τα αυγά στην τσέπη μας στη δουλειά παραβρασμένα, όπως ήταν και τα τρώγαμε, χωρίς ψωμί βέβαια, το ψωμί δεν υπήρχε. Και μας τα έφερνε. Συνάμα έμαθαν οι ζαχαροπλάστες, τώρα από το παιδί, από πού έμαθαν, δεν το ξέρω αυτό, και μας έφερναν κι αυτοί το πρωί γλυκό γάλα. Τώρα αν ήταν καθαρό το γάλα ή αν δεν ήταν, αυτό δεν το ξέρω. Εμείς βλέπαμε ότι ήταν άσπρο. Αν ήταν νερό στο γάλα ή γάλα στο νερό, αυτό το ήξεραν αυτοί. Το μεσημέρι άρχισαν αν μας φέρνουν και γιαούρτι. Εγώ με τον ξάδερφό μου παίρναμε το πρωί ένα κιλό γάλα γλυκό, το τρώγαμε από μισό  και το μεσημέρι πάλι το γιαούρτι τα ίδια. Αυτούς που τους πήραν από τους συγχωριανούς, τους πήραν πέρα στους Αλβανούς, που πήγαμε και εμείς ύστερα να δουλέψουμε, τους αγόραζαν μονάχα το μεσημέρι γιαούρτι και το τρώγανε το βράδυ αυτοί. Το γλυκό το γάλα το παίρνανε το πρωί.

Η υγειονομική περίθαλψη σχεδόν δεν υπήρχε. Ένα νοσοκόμο είχαμε, ο οποίος μας εξέταζε άμα είχαμε πυρετό και μας έδινε από ένα χάπι, σουλφαμιλίνη τη λέγανε.

  

Ποιες εργασίες εκτελούσατε και σε ποια μέρη;

- Η εργασία μας ήταν, όπως είπαμε, κάτω από το σχολείο σε 20 μέτρα. Εκεί ήταν ένας λοφίσκος γύρω στα 5 μέτρα, πλάτος στα 70 μέτρα και μήκος στα 120 μέτρα ύψος. Αυτόν το λόφο τον ισοπεδώσαμε και τα χώματα τα ρίξαμε πιο δυτικά για να κάνουμε την επιχωμάτωση της διαπλάτυνσης του σταθμού. Εκεί μείναμε 96 άτομα Έλληνες και είχαμε 24 βαγονάκια, των οποίων έπαιρνε η κουπάνα τους, δηλαδή η λεκάνη τους ένα κυβικό χώμα. Την ημέρα ρίχναμε γύρω στα 600 κυβικά χώμα. Το σκάβαμε, το φορτώναμε και άρχιζε από τα 50 μέτρα μέχρι τα 400 μέτρα που έγινε η επιχωμάτωση. Από κάτω πλευρά, προς Νότον,  υψώθηκε η επιχωμάτωση γύρω στα 8 μέτρα. Από πάνω ήταν μόλις 3 μέτρα.

Εκεί δουλέψαμε και κάπου 45.000 κυβικά χώμα σκάψαμε και μετακινήσαμε μέχρι τις 15 Ιουνίου. Από εκεί μας μετέφεραν σε ένα μέρος όπου μπροστά εργάζονταν Σερβοαλβανοί. Παρέλειψα να πω ότι εκεί που εργαζόμασταν τα 96 άτομα στα βαγονάκια, μια μέρα ήρθε ο Διοικητής εκεί στο λόχο και όπως μας είχαν στη γραμμή, πήρε ένα ζυγό, δηλαδή 24 άτομα για να τα πάει εκεί που δούλευαν οι Αλβανοί, γιατί εκεί έσερνε το βουνό και πλάκωσε 6 άτομα Αλβανούς, από τους οποίους 2 πέθαναν στον τόπο. Και τα πήγαινε εκεί πέρα τα 24 άτομα ο Διοικητής του λόχου ο Βούλγαρος, σε κάθε βαγόνι να έχει από ένα για να διευθύνει την κίνηση του βαγονιού.

Στις 15 Ιουνίου μας πήγαν όλους εμάς εκεί πέρα το βράδυ. Την ημέρα δουλεύαμε, σκάβαμε, φορτώναμε, και το βράδυ αφήναμε τα βαγονάκια. Εκεί έσερνε το βουνό από πάνω και τη γραμμή και τα βαγονάκια τα έκανε μαστίχα όλα και το πρωί μας πήγαιναν πριν την ώρα εργασίας, δηλαδή πριν τις 7 για να διορθώσουμε πρώτα τη γραμμή και μετά να αρχίσουμε το ωράριο. Το ωράριο δεν είχε άκρη. Πάντοτε το μεσημέρι στις 1 η ώρα αλλά το απόγευμα στο ηλιοβασίλεμα κοντά, κατά τις 7 η ώρα. Εκεί το χώμα δεν έβγαινε εύκολα, αν και ήταν μαλακό. Χτυπούσαμε τη σκαπάνη και μόλις βγάζαμε 3-4 δάχτυλα χώμα. Μη θέλοντας όμως, για να μη μπερδευόμαστε ο ένας με τον άλλο, αφήκαμε ραχούλες στη μέση, οπότε ύστερα από 3 ώρες πήγαμε κοντά στις ραχούλες να τις σκάψουμε, να τις πάρουμε και είδαμε ότι με το χτύπημα που κάναμε με το γκασμά σκορπούσε και γινόταν σαν χοντρό χαλίκι. Μόλις είδαμε αυτό, αρχίσαμε την άλλη μέρα να κάνουμε αυλάκια και να αφήνουμε ραχούλες, οπότε οι ραχούλες μας ευκόλυναν για να βγάζουμε πιο εύκολα το χώμα, για να έχουμε λίγη ξεκούραση. Εκεί γίναμε και γιατροί χειρούργοι, γιατί είχαμε πετροζουλήγματα στις φτέρνες. Τα παπούτσια που μας έδωσαν ήταν λαστιχένια, τα οποία στη δουλειά δεν μας άφηναν να τα φοράμε. Μονάχα ξυπόλυτοι τρέχαμε πίσω από τα βαγονάκια, επάνω στο αμμοχάλικο και πάθαμε πετροζουλήγματα. Για το πετροζούληγμα δεν υπήρχε ελεύθερος υπηρεσίας ή στο αναρρωτήριο να πάμε. Στραβός, κουτσός έπρεπε να πας στη δουλειά. Ο πόνος δεν υποφέρονταν. Βρήκαμε μια θεραπεία που μας βοήθησε πολύ. Αγοράζαμε ντομάτες που μας έφερναν κάποιοι χωρικοί από εκεί κοντά, τις βάζαμε στον ήλιο να παρωριμάσουν και το βράδυ όσοι είχαν πετροζούληγμα τις σκίζαμε, βάζαμε μια κουταλιά ζάχαρη. Ζάχαρη υπήρχε στα ζαχαροπλαστεία, που οι ζαχαροπλάστες μας έφερναν και την αγοράζαμε. Μετά θα πω για τους ζαχαροπλάστες τι έκαναν. Τη βάζαμε την ντομάτα από πάνω από το πετροζούληγμα και με ένα πανί τη δέναμε και το πρωί άνοιγε η πληγή και έβγαινε το πύο. Οπότε όποιος είχε το πετροζούληγμα και πήγαινε στο νοσοκόμο τον έκανε κάποια πλύση εκεί πέρα, τον έδενε με τον επίδεσμο αλλά από τη δουλειά δεν απαγόρευε. Ερχόταν πάλι στη δουλειά.

Από τις 15 Ιουνίου, που πήγαμε εκεί πέρα, δουλέψαμε γύρω στις 15-20 μέρες. Τελείωσε εκείνο το έργο εκεί, οπότε ο Ανθυπολοχαγός έφεδρος Βούλγαρος, μας έλεγε ότι τέτοιο μέρος, που κατέβασε το βουνό από πάνω, υπάρχει στη Σιούμεν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κατά καιρούς τη γραμμή την μετακινάει. Από αρχές Ιουλίου μας προχώρησαν πιο πέρα, εκεί όπου έχουμε και μια φωτογραφία. Τη γραμμή αυτή τελειώσαμε μέχρι τέλη Οκτωβρίου, μάλλον αρχές Οκτωβρίου που μας έδωσαν χειμωνιάτικα ρούχα. Με χειμωνιάτικα ρούχα είμαστε βγασμένοι φωτογραφία στην πλαγιά που τελείωσε εκείνο το έργο. Στη δουλειά αν έβρισκαν το παραμικρό σφάλμα, που δεν είχε, δεν υπήρχε σφάλμα, αλλά αιτία, αν υπήρχε κανένα σφάλμα, πόσες ξυλιές  θα έτρωγε εκείνος που έκανε το σφάλμα, δεν μπορούσαμε να το υπολογίσουμε. Αλλά το μεσημέρι, μετά από το συσσίτιο, τον τιμωρούμενο τον έβγαζαν στον ήλιο 1,5  ώρα. Είχε λουστάρια σιδερένια να τα κρατάει πάνω στις πλάτες με τα χέρια ή ένα καρότσι σιδερένιο. Οπότε σκεφτείτε τι αντοχή είχε ο τιμωρούμενος.

 

 

 

Πόσο καιρό μείνατε στη Βουλγαρία; Σας δίνανε ποτέ άδεια;

- Τον πρώτο χρόνο του 42 μας κράτησαν από 11 Μαΐου που μας έβαλαν στη δουλειά, στις 12 μάλλον, μέχρι τις 9 Νοεμβρίου. Στο ενδιάμεσο μας έδωσαν άδειες, από είκοσι μέρες αλλά κατά ομάδες. Από το χωριό μας έδωσαν σε πρώτη βάρδια πέντε άτομα. Πρώτον έδωσαν το Βασίλη Αβραμπάκη, επειδή ήταν οικογενειάρχης αυτός. Δεύτερον έδωσαν τον Βασίλειο Γκαρίπη. Ήταν ένα πολύ άξιο παλικάρι και στη δουλειά επάνω αναδείχτηκε παλικάρι. Τρίτον έδωσαν τον Γεώργιο Παντζάρη που κατάφερε να ξεγελάσει τον υποδεκανέα, ονομαζόμενο Στάνιος από το Ντόμπροτζαν. Τον ξεγέλασε με 500 ελληνικές δραχμές. Θα τον έφερνε ένα πεντακοσιάρικο, άμα τον έβαζε στην πρώτη άδεια. Τέταρτος ο Στέργιος Μίνος. Και αυτός ένας άξιος ήταν στη δουλειά επάνω και πέμπτον έδωκαν εμένα. Συνάμα προτού πάρουμε τις άδειες κατά 20 ημέρες, τέλη Ιουλίου, ο Πατραμάνης ο Νικόλας είχε κρυολογήσει και τον έπιασε μαλάρια. Επάνω στο κρυολόγημα τον έπιασε η επιδημία της μαλάριας, γιατί κρυολόγησε. Ήταν ιδρωμένος και πήγε και έκανε μπάνιο μέσα στο ποτάμι. Το ποτάμι ήταν ο Αξιός, ο Βαρδάρης ο λεγόμενος. Εκεί  μας πήγαιναν τις Κυριακές για να πλυθούμε. Και αφού κρυολόγησε τον έπιασε πυρετός, έφτασε μέχρι 40-41 πυρετό. Άρχισε να εξαντλείται. Τον έβλεπες το φαγητό του δεν το έτρωγε. Τον έπιασε ανορεξία. Είχαμε ένα παιδί, φοιτητής ιατρικής από την Αγγίστα, ονομαζόμενος Αθανάσιος Γκατζούλης. Είχα γνωριστεί με αυτόν πολύ καλά, γιατί ήταν συμμαθητής με τον Στέργιο Γκιουζέλη και γνωριστήκαμε καλά και τον ρώτησα ένα βράδυ που πηγαίναμε για τις παράγκες «τι μπορούμε να κάνουμε για το Νικόλα τον Πατραμάνη, που τον βλέπεις μπροστά σου που μόλις λίγο κουνιέται». «Δεν υπάρχει τίποτα. Δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε καθόλου. Αν δεν τον πάνε σε μια εβδομάδα στο Νοσοκομείο δεν πιστεύω να ζήσει περισσότερο». Εγώ τότε τον είπα ότι «αν θα τον πάρουμε βεντούζες, αν τον κάνουμε εντριβή με ένα άλειμμα που έχω και το πρωί τον βάλουμε ιώδιο για τη δουλειά που θα πάει, θα φέρουμε κανένα αποτέλεσμα»; Λέει «πού θα τα βρεις αυτά; Δεν υπάρχουν». Λέω «τα έχω εγώ. Μου τα έδωσε η μάνα μου, δυο βεντούζες, ένα άλειμμα». Αυτό το άλειμμα ήταν μείγμα κάμφουρας, υγρή αμμωνία, καθαρό πετρέλαιο και οινόπνευμα. 100 δράμια μαζεύονταν όλα αυτά σε ένα μισοκάρικο μπουκάλι. Από εκεί και πάνω τα άλλα εκατό δράμια ήταν λάδι. Λέει ο Γκατζούλης, «άμα τα έχεις αυτά, κάνε μια δοκιμή, ίσως και κάτι θα κάνουμε». Το βράδυ τον βάλαμε κάτω εγώ και ο Χρήστος ο ξάδερφός μου ο Κυριακόπουλος, τον πήραμε βεντούζες, τον τρίψαμε με το άλειμμα και τον σκεπάσαμε με το σκέπασμά του, την κάπα που είχε μαζί, του έριξα εγώ τη δικιά μου την κάπα από πάνω που είχα και εγώ κοιμήθηκα αγκαλιά με τον ξάδερφό μου με την δικιά του τη κάπα. Κατά τις 12 η ώρα ίδρωσε αυτός, ο Νικόλας, και μας φώναξε να σηκωθούμε γιατί ήταν μούσκεμα. Τον ρώτησα εγώ αν είναι ζεστός ακόμα ή κρύος. Μου είπε ότι είναι ζεστός. Μετά από μισή ώρα που κρύωσε, σηκωθήκαμε, ξυπνήσαμε και τον Παντζάρη και οι τρεις από μια πετσέτα, τον ξεγυμνώσαμε, τον σκουπίσαμε καλά. Τον πέρασα λαφριά λίγο οινόπνευμα και το πρωί που ξυπνήσαμε τον έβαλα ιώδιο σε όλο το πίσω μέρος και πήγε στο γιατρό για να πάρει αντιπιρίνη. Αντιπιρίνη για να πάρει θα πήγαινε εκεί κοντά στο γιατρό αλλά φοβόμασταν τη μυρουδιά του κάμφουρα  και της υγρής αμμωνίας. Γι΄ αυτό βάλαμε τον Παντζάρη να πάρει το θερμόμετρο από τον γιατρό και να τον βάλει. Ο Παντζάρης πήγε πήρε την αντιπιρίνη και του την έδωσε. Συνάμα δεν μας άφηναν από την αρχή να γράφουμε γράμματα στους συγγενείς μας ελληνικά. Τα γράφαμε βουλγαρικά. Ποιος ήξερε να γράφει βουλγαρικά; Και έτσι δίναμε την κόλλα στον στρατιώτη τον Βούλγαρο, κι αυτός έλεγε «τι να γράψω»; Ό,τι ήθελε. Έγραφε μέσα ψωμί, φαΐ έχουμε, είμαστε καλά, η δουλειά πηγαίνει καλά, αυτά. Εμείς δεν μας έφτανε το ψωμί. Α, ζητήσαμε να υπογράφουμε ελληνικά εμείς από κάτω για να ξέρουν ότι είναι δικό μας το γράμμα. Και γράφαμε από κάτω. Στείλτε παξιμάδια. Εδώ δεν καταλάβαιναν οι συγγενείς μας για την υπογραφή που λέγαμε, στείλτε μας παξιμάδια. Εμένα μου είχε δώσει ο πατέρας μου από εδώ που έφυγα ένα μπουκαλάκι ζουμό από λεμόνι, ένα κονδυλοφόρο, ο οποίος από μια μεριά ήταν από μολύβι, από την άλλη μεριά με πένα. Το ζωμό μου τον έδωσε για μελάνι τόπο. Δηλαδή με την πένα έγραφα στο κενό μέρος όλα τα συμβάντα, το οποίον ήταν διαφανές, για να το διαβάσουν μπορούσαν να το βάλουν στο γυαλί της λάμπας το βράδι ή το μεσημέρι στον ήλιο να βάλουν ένα γυαλί  και να το βάλουν από πάνω και άλλο γυαλί από πάνω να ζεσταθεί πολύ για να κοκκινίσουν τα γράμματα και να τα διαβάσουν. Στην υπογραφή που έπρεπε να βάλω εγώ από κάτω, έγραφα διάβασέ μου παρακάτω. Δεν γνώριζα ότι ο πατέρας μου ήταν φυλακή στη Δράμα. Αυτός μονάχα ήξερε το μυστικό. Οι αδελφές μου έπαιρναν το γράμμα και το πήγαιναν στο Ζαχαρόπουλο τον Αναστάση, τον Τασάκο. Αυτός ήξερε βουλγαρικά να διαβάζει. Διάβαζε αυτά που έγραφε ο στρατιώτης ο Βούλγαρος. Το παρακάτω δεν το ήξερε πώς να το διαβάσει. Όταν πήρα την άδεια και ήρθα κάτω, βρήκα τον πατέρα μου στη φυλακή, τον έφεραν από τη Δράμα. Εκείνες τις μέρες η μάνα μου κατέβασε ένα γράμμα στη φυλακή και το έδωσε στον πατέρα μου και του λέει, «ο Γιώργος στα γράμματα που στέλνει από πάνω γράφει διάβασε παρακάτω, τι να διαβάσω εγώ παρακάτω». Λέει, «άσε το γράμμα αυτό εδώ και εγώ θα το κανονίσω». Το βράδυ ο πατέρας μου  στην ηλεκτρική λάμπα, που ήταν μέσα στο θάλαμο, το έβαλε και διάβασε και έμαθε τα μυστικά Σε πέντε μέρες ήρθαμε εμείς κάτω και τα διηγηθήκαμε όλα. Του είπα ότι εγώ θα φύγω, θα περάσω κάτω μεριά από το Στρυμόνα. Και μου λέει «Πού θα πας; Ποιον θα βρεις γνωστό εκεί πέρα; Ξένος στον ξένο τόπο θα είσαι. Δεν θα φύγεις, γιατί αν θα φύγεις, ξέρεις καλά ότι η οικογένεια που θα αφήσεις πίσω θα υποφέρει. Όπως τότε που μας πήγαν με τη προδοσιά που μας έγινε για τα όπλα που μας πήγαν στο σταθμό της χωροφυλακής, τι σου είπα στο δρόμο, εάν θα ανοίξεις το στόμα σου γιος μου δεν θα είσαι. Πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα γυρίσουμε πίσω και στον τοίχο να σε στήσουν, είμαστε τα κουρμπάνια πλέον, να σκεφθείς τι άφησες πίσω, δυο αδελφές, τον αδελφό σου  ανήλικο, τη μάνα σου και τη γιαγιά σου 80 χρονών. Αυτοί πρώτα θα είναι τα θύματα και μετά μπορεί και όλο το χωριό. Και να σκεφτείς και τώρα αν θα φύγεις τι θα συμβεί στην οικογένεια και μπορεί να συνεχίσει και σ΄ όλο το χωριό». Έτσι έδωσα το λόγο μου ότι θα γυρίσω πίσω.

 

Ποιες σχέσεις δημιουργήσατε μεταξύ σας οι Έλληνες που ήσασταν εκεί αλλά και με τους Βουλγάρους;

Αλλά μεταξύ μας οι Έλληνες, όσοι ήμασταν, δεν εξαιρούσαμε από ποιο χωριό ήταν και ποιος ήταν. Γίναμε ένα σώμα, όχι δυο αδέλφια, αλλά ένα σώμα μια ψυχή. Δεν εξαιρούσαμε τίποτα. Το τι μπορούσαμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο ήταν άλλο πράγμα.

Οι Βούλγαροι τους πρώτους μήνες δεν μας μεταχειρίζονταν καθόλου καλά. Πολύ σκληρά και μετά βέβαια δεν μας καλομεταχειρίζονταν αλλά μετά από την άδεια που άρχισαν να μας δίνουν και γυρίσαμε πίσω κάπως είχαν μαλακώσει οι πιέσεις.

  

Θυμάστε χαρακτηριστικά στιγμιότυπα να μας αφηγηθείτε από τη διαμονή σας εκεί;

- Όταν γύρισα πίσω στις 10 Σεπτεμβρίου και δουλέψαμε μέχρι τις 20 που είπα στο τελευταίο μέρος εκεί που μας έβγαλαν τις φωτογραφίες τον Οκτώβριο μήνα, σηκώσαμε τις γραμμές και τις πήγαμε πιο ανατολικά σ΄ ένα μέρος να κατεβάσουμε ένα λόφο με 75% κλίση και ύστερα να ανεβάσουμε τα βαγόνια πιο πάνω, να κάνουμε επιχωμάτωση γύρω στις 35 μοίρες. Εκεί θα γινόταν επιχωμάτωση για να γίνει και η γέφυρα του ξηροποτάμου. Εκεί που κατεβάζαμε από πάνω με 75 μοίρες  γωνία, ανά  6 βαγονάκια ήταν πάντοτε, το πρώτο και το τελευταίο, δηλαδή το πρώτο και το έκτο, είχαν σιδερένια φρένα που τα έσφιγγαν όταν ξεκινούσαμε και τα άλλα τα τέσσερα, από δυο άτομα βέβαια πάντοτε, είχαμε ξύλινα λοστάρια, τα βάζαμε στις ρόδες και τα σφίγγαμε. Μόλις κοντεύαμε να φτάσουμε κάτω στην κοιλάδα, βγάζαμε τα φρένα, λύνονταν τα σιδερένια πιο μπροστά για να πάρουν την ορμή και τρέχαμε από πίσω  να τα σπρώξουμε, να τα ανεβάσουμε στις 40 μοίρες γωνία. Μια μέρα ο διοικητής του λόχου ο Βούλγαρος στεκόταν εκεί στην επιχωμάτωση, κάτω όμως στη βάση. Ήταν 1,5 μέτρο με 2 μακριά από τη γραμμή που κατέβαιναν τα βαγονάκια. Δεν πρόλαβαν από το πρώτο βαγονάκι και από το δεύτερο να σπρώξουν προς τα πάνω προς τις 40 μοίρες γωνία και τα άλλα βαγονάκια χτύπησαν και το τελευταίο βαγονάκι σηκώθηκε γύρω στα 4 μέτρα και έπεσε μπροστά στο Διοικητή, τον αξιωματικό του λόχου μας. Τώρα το πόσο ξύλο έφαγαν οι δύο πρώτοι που δεν πρόλαβαν να σπρώξουν τα βαγονάκια ήταν άγνωστο. Εάν τον πλάκωνε το χώμα, το βαγονάκι τον αξιωματικό, το τι θα συνέβαινε μονάχα ο θεός ξέρει. Ευτυχώς τη γλιτώσαμε. Σηκώθηκε ο Διοικητής και έφυγε αμέσως. Δεν είπε κουβέντα.

Εκεί κάτω που δουλεύαμε στο σχολείο, ε βέβαια καλά, όσοι είχαν λίγα χρήματα κάτι βρίσκανε, όπως βρήκαμε το γάλα, τα αυγά, το γιαούρτι, κάτι γινότανε. Οι άλλοι που δεν είχαν τι θα γινόταν; Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα ένα τέτοιο μεγαλόσωμο δέντρο το οποίο ήταν μηλιά, σαν πλάτανος, μπορεί να είχε πάνω από 200 κιλά μήλα. Μέχρι τον Άι-Απόστολο δεν τα πείραζαν γιατί ήταν τελείως άγουρα αλλά σε μια εβδομάδα μετά τον Άι-Απόστολο  την είχαμε εξαντλήσει. Τι γινόταν. Τα πρώτα 10-12 βαγόνια που έτρεχαν φορτωμένα προς τα κάτω, έριχναν πέτρες, σβόλους, χώμα να πέσουν τα μήλα. Τα άλλα δέκα βαγονάκια που πήγαιναν από πίσω τα μάζευαν. Και όταν τα αδειάζαμε κάτω, συνάμα και γυρνούσαν πίσω, τα έβαζαν ανά 2-3 για να πάρουν και οι προηγούμενοι που τα έριξαν. Αυτό ήταν το συμπλήρωμα της ημέρας. Τώρα ένα ξινό, ήταν βέβαια ξινά τα μήλα, ένα ξινό μήλο και αγουρωπό τι όφελος θα έφερνε. Αλλά φούσκωνε το στομάχι. Αυτό ήταν το καλό.

 

Πόσο καιρό καθίσατε στη Βουλγαρία;

- Είπαμε στις 10 Νοεμβρίου το πρωί στις 9 η ώρα στάθηκε η δουλειά. Στις 10 η ώρα το πρωί μας συγκέντρωσαν, μας έβγαλαν στο κεντρικό δρόμο από ένα μονοπάτι και επιστρέψαμε και οι 25 στο χωριό μας. Αλλά μας ξαναπήραν την άλλη χρονιά  από 1 Απριλίου μέχρι 3 Δεκεμβρίου, παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, αλλά σε διαφορετικό μέρος. Τη δεύτερη χρονιά μας μάζεψαν στο Σφετιβράτς, το σημερινό Σαντάνσκι. Εκεί δεν μας άφησαν να είμαστε όλοι μαζεμένοι οι χωριανοί αλλά σε κάθε λόχο από 4-5 άτομα. Ήμασταν 6 λόχοι, οπότε από 4 άτομα έπρεπε να είμαστε, αλλού ήταν 3, αλλού ήταν 5 και αλλού 4. Εγώ ήμουν στον 5ο λόχο μαζί με το Βασίλειο Αβραμπάκη, τον Στέργιο Μίνο, τον Αντώνιο Νιζάμη, τον Φασούλα Νικόλαο και εγώ, 5 άτομα. Εμάς μας έβαλαν δεύτερη χρονιά σε ένα ξηροποτάμι να κοσκινίζουμε το αμμοχάλικο, να βάζουμε ξεχωριστά την άμμο και ξεχωριστά το χαλίκι. Και ονομαζόμασταν λόχος γεφυροποιών, κάναμε τα μικρά γεφυράκια στη σιδηροδρομική γραμμή από Σιδηρόκαστρο μέχρι το Σιμικλή, διότι από το Σιδηρόκαστρο μέχρι το Σιμικλή είπαμε ήταν το Ντεκοβίλ, το μικρό τρενάκι. Μέχρι τις 5 Ιουνίου, δυο μήνες και κάτι δουλέψαμε εκεί. Σ΄ αυτούς τους δυο μήνες τη δεύτερη χρονιά κάπως πιο ελαφρυντικά ήταν τα μέτρα ασφαλείας. Έδωσαν άδειες στις μητέρες μας, όσες ήθελαν να έρθουν να δουν τα παιδιά τους επάνω.

Η θεια μου η Μαγδαληνή, του Χρήστου η μάνα, και του Φασούλα του Νίκου η μάνα, η Αναστασία και του Παντζάρη του Γιώργου η μάνα,  ήρθαν πρώτες επάνω. Ένα πρωί, εκεί που βγήκαμε και ετοιμαζόμασταν για τη δουλειά πάνω από το λόχο, τις είδαμε να περνάν αυτές τρεις γυναίκες και εγώ γνώρισα τη μητέρα του Φασούλα, και του λέω του Φασούλα, «βρε Νίκο, η μάνα σου δεν είναι αυτή;» Και γύρισε και την είδε. Φωνάξαμε, σταθήκαν. Τότε πήγαμε εκεί, πίσω ερχόταν και ο Νιζάμης ο Κωνσταντίνος  για να δει το γιο του τον Αντώνη μαζί με τη γυναίκα του τη Φωτεινή. Αλλά πριν φωνάξουμε, εκείνη η Αναστασία παραπονέθηκε στη νύφη της τη Μαγδαληνή, γιατί ήταν νύφη και κουνιάδα, και λέει, έβλεπαν τα μέρη που δουλεύαμε και έλεγαν πώς τυραννούν οι βούλγαροι. Η Μαγδαληνή του Χρήστου η μάνα γυρνάει και  λέει στη κουνιάδα της, «Εσύ Τασιά, να μην στεναχωριέσαι, να μην κλαις, γιατί ο γιος σου είναι μαζί με το Γιώργο. Εγώ τι να πω που ο γιος μου είναι μακριά από το Γιώργο». Τώρα τι ήξερε η Μαγδαληνή για μένα, και πώς με φαντάζονταν, για βασιλιά, για στρατηγό, δεν το ξέρω. Αυτή τα ξέρει, γιατί ήθελε να είναι ο γιος της μαζί με μένα. Τέλος ήρθαν. Μάλλον μας άφησαν οι Βούλγαροι 2 ώρες το πρωί από τη δουλειά να δούμε τους συγγενείς μας και του Παντζάρη η μάνα και του Χρήστου η μάνα τράβηξαν πιο πάνω που ήταν ο 4ος λόχος και του Φιλέντα του Θανάση η μάνα, ήταν τρεις γυναίκες αυτές, και πήγαν και βρήκαν τα παιδιά τους.

Από τον Απρίλιο, 1 Απριλίου που μας πήραν, του Άι-Γιώργη την ημέρα ήρθε και η δικιά μου η μητέρα μαζί ξανά με το Κωνσταντίνο του Νιζάμη και  τη σύζυγό του τη Φωτεινή και την κόρη του Βασίλη του Αβραμπάκη, που τότε τα υποχρέωσαν και πήγαν σε βουλγαρικό σχολείο για ένα χρόνο και γνώριζε τα βουλγαρικά και την πήραν για διερμηνέα. Ήρθανε εκεί πέρα του Αγίου Γεωργίου την ημέρα, 5 Μαΐου. Κοιταχτήκαμε, μας έφεραν τρόφιμα, ψωμί βέβαια το κυριότερο, το είχανε σε παξιμάδια για να μη χαλάσουν και έφυγαν.

Στις 5 Ιουνίου άρχισαν να έρχονται φάλαγγες αναπήρων Γερμανοί, Αυστριακοί, περνούσαν από εκεί που δουλεύαμε εμείς. Και στις 5 Ιουνίου μας κατέβασαν στο Σιδηρόκαστρο, στον Παλιό Σταθμό που λέμε, που είναι σήμερα το Χορτερό, πάνω στα λατομεία και βγάζαμε την πέτρα, τη σπάζαμε για χαλίκι. Εκεί ήταν κάπως δύσκολα τα πράγματα, διότι το χαλίκι που σπάζαμε και το συγκεντρώναμε σε σωρούς εκεί πέρα το μετρούσαν πόσα κυβικά σπάζαμε κατά πέντε ομάδες που ήμασταν. Τρεις έσπαζαν και δυο κουβαλούσαν  με τα καρότσια. Εάν δεν συμπληρώναμε τα κυβικά που χρειάζονταν μέχρι το μεσημέρι, μετά το φαγητό μας έβαζαν να συμπληρώσουμε τα κυβικά. Το ίδιο γινόταν και το απόγευμα. Τρώγαμε και πηγαίναμε να συμπληρώσουμε τα κυβικά. Ύστερα, όταν τελείωσε το σπάσιμο τα κυβικά που ήθελαν αυτοί, έφεραν φορτηγά, τα φορτώναμε, και τα φορτηγά τα κατέβαζαν στον Παλιό Σταθμό Σιδηροκάστρου. Στη γραμμή  του Ντεκοβίλ είχε ανοιχτά βαγονάκια, τα αδειάζαμε εκεί  και από εκεί τα μετέφεραν προς τα πάνω στα σύνορα τα ελληνοβουλγαρικά και πιο πάνω στο βουλγαρικό έδαφος. Εκεί πάλι με τα καρότσια εμείς  τα αδειάζαμε σε σωρούς, πάλι με τα καρότσια τα απλώναμε στη γραμμή που είχαμε χαράξει και έβαλαν σε μερικά μέρη που είχε βράχο να χτυπάμε μακάπ, δηλαδή με τις βελόνες, αυτοί τα έλεγαν μακάπια, και έβαζαν τα φουρνέλα για να ανατινάξουν, να ισοπεδώσουν. Μέχρι τη γέφυρα του Στρυμόνα τη σιδηροδρομική,  μέχρι εκεί δουλέψαμε με τα μακάπια. Ισοπεδώσαμε το μέρος, στρώσαμε το χαλίκι, στρώσαμε τις τραβέρσες. Οι τραβέρσες ήταν εκεί η αιτία για να μας ξυλιάζουν. Τι γινόταν. Δεν μας άφηναν να βοηθήσουμε έναν που έπιανε την τραβέρσα επάνω στον ώμο για να τη μεταφέρει στη θέση που χρειάζονταν. Δεν μας άφηναν να τον βοηθήσουμε αλλά έπρεπε να την παίρνει μόνος τους  την τραβέρσα  60-70 κιλά, να την ρίχνει στον ώμο του και να την πηγαίνει μέχρι τα 150 μέτρα, από το ένα μέτρο μέχρι τα 150 μέτρα και από εκεί και πέρα άρχιζε άλλος σωρός  άλλα παιδιά να την μεταφέρουν. Εάν έβλεπαν ότι βοηθούσε ο ένας τον άλλο έτρωγαν και οι τρεις από 10-15 ξυλιές μέχρι 20. Στη στροφή εκεί, στη γέφυρα του Στρυμόνα, μας σταμάτησαν και μας έβαλαν, - ήρθε μια μέρα μια επιτροπή  γερμανική εκεί πέρα, αξιωματικοί που ήθελαν, συζήτησαν βέβαια με τους βουλγάρους αξιωματικούς, και ζητούσαν να γίνει πρώτα ο οδικός δρόμος, η στροφή εκεί πέρα και ύστερα να στρώσουμε χαλίκι για τη σιδηροδρομική γραμμή από εκεί και πάνω.

Εκεί τον Αύγουστο μήνα, από την Παναγιά, τον Δεκαπενταύγουστο μέχρι 15 Σεπτεμβρίου, ένα μήνα δουλεύαμε με βάρδιες, 24 ώρες το 24ωρο, τρεις βάρδιες. Αυτοί που δούλευαν παραμίνα για τα φουρνέλα, έπρεπε στο οκτάωρό τους να χτυπήσουν 5 παραμίνες, δηλαδή 20 τρύπες έπρεπε να κάνουν για να τα βάλουν τα φουρνέλα στο οκτάωρο. Το άλλο οκτάωρο ύστερα έπρεπε να μετακινήσουν τις πέτρες και τα χώματα με τα βαγονέτα και το τρίτο οκτάωρο πάλι τα ίδια ό,τι έκανε το πρώτο οκτάωρο.

Το πρωί όμως έπρεπε ο παλιός ο δρόμος, ο οδικός, να καθαριστεί, γιατί περνούσε η φάλαγγα η γερμανική που κατέβαζε πετρέλαια για την Καβάλα και για το σταθμό του Σιδηροκάστρου. Περνούσε και η φάλαγγα με τους τραυματίες. Τότε είδαμε τους Γερμανούς να έχουν στρατιώτες Ιταλούς  αιχμαλώτους που τους κατέβαζαν και αυτούς να δουλέψουν, να καθαρίσουν το δρόμο για να περνάνε τα γερμανικά αυτοκίνητα.  Σ΄ αυτό το διάστημα, που είδαμε τους Ιταλούς,  οι βουλγαρικές εφημερίδες έγραψαν ότι παρουσιάστηκαν Έλληνες αντάρτες στο Μιλάνο και μας έβριζαν οι Βούλγαροι. Συνάμα παρουσιάστηκαν και σε μας αντάρτες. Αυτόν που είχαμε από το Χρυσό, Πασχάλης Τράκας, τον είχαμε να μας κουβαλάει νερό, για μας και για το μαγειρείο, το βράδυ που έβοσκε το άλογο κάτω στο λιβάδι, τον παρουσιάστηκαν οι αντάρτες και τον ενημέρωσαν για να φύγουμε, να πάμε μαζί τους. Αλλά αυτό δεν μας το ανακοίνωσε. Αλλά μονάχα ένα παιδί από τα  Μικρό Σούλι, αυτό πώς έτυχε το βράδυ να πάει εκεί πέρα να πάρει νερό από την πηγή και το πήραν μαζί τους οι αντάρτες. Αφού τελείωσε η στροφή αυτή που λέμε, αρχίσαμε να συνεχίζουμε μέχρι τα σύνορα τα ελληνικά, επάνω στην Κούλα. Στρώσαμε το χαλίκι, τις τραβέρσες και μετά τις ράγες. Τις ράγες τις ξήλωσαν οι Βούλγαροι από το σταθμό του Χρυσού που πήγαινε μια γραμμή για το Τσάγεζλι (=Αμφίπολη). Και τις έφεραν εκεί πέρα εκείνες τις ράγες  να τις βάλουμε. 16 μέτρων η ράγια ζύγιζε 720 κιλά, τα οποία έπρεπε να τα σηκώνουν, στην αρχή μας είχαν 12 άτομα, ύστερα μας έκαναν 8 άτομα. Εκεί την πλήρωσαν αυτοί που ήταν ψηλοί, οι κοντοί  κάπως ελαφρά.  Και συνεννοηθήκαμε εμείς οι Έλληνες να χωριστούμε οι κοντοί και οι ψηλοί, για να μη πάθουν καμιά ζημιά οι ψηλοί, διότι σε ένα υψωματάκι π.χ. 50 πόντους αυτοί θα σήκωναν το βάρος, οπότε ήταν επόμενο να σακατευτούν στη μέση τους. Και μέχρι 15 Νοεμβρίου στρώσαμε τη γραμμή από τον Παλιό Σταθμό Σιδηροκάστρου μέχρι τη γέφυρα της Κούλας. Μετά μας πήραν και μας πήγαν ξανά πίσω για 20 μέρες περίπου στην έδρα που παρουσιαστήκαμε στην αρχή, στις παράγκες  εκεί να παραδώσουμε τα υλικά που είχαμε χρεωθεί τα φτυάρια, τους κασμάδες, αυτά.

 

Πότε γυρίσατε τελικά από τη Βουλγαρίας και πώς;

- Στις 3 Δεκεμβρίου, το απόγευμα μας κατέβασαν κάτω στη σιδηροδρομική γραμμή του Ντεκοβίλ, γιατί δεν εργάζονταν η μεγάλη γραμμή. Μας έφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Χορτερού σουρούπωμα, και μέχρι τις 2 η ώρα φυσούσε και ένας βοριάς και καθόμασταν απέξω στο σταθμό. Δεν είχε τρένο για τα Σέρρας. Στις 2 η ώρα ήρθε ένας Βούλγαρος αξιωματικός και τι έκανε με το σταθμάρχη, δεν ξέρουμε, τον υποχρέωσε και έβαλε τη βοηθητική μηχανή του σταθμού από εκεί πέρα και καμιά δεκαπενταριά βαγόνια, τα στοίχισε, ανεβήκαμε επάνω και μας έφεραν στους σταθμούς, όπου μπορούσαμε να κατεβούμε ο καθένας. Πρώτη στάση ήταν στο Μπρόσνικ, η δεύτερη στάση ήταν τα Σέρρας, ύστερα το Χρυσό, ο Γάζωρος, και από εκεί και πέρα μέχρι τη Δράμα. Γιατί από τη Θράκη δεν είχαμε παιδιά μαζί μας.

 

Θα θέλατε κάτι άλλο να προσθέσετε σε όλα αυτά που είπατε;

- Ένα λησμόνησα για την πρώτη χρονιά που πήραν μετά από μας τα 25 άτομα πήραν και μεγάλους, όπως λέει και το τραγούδι καλούν το 14 μέχρι το 21. Από τους μεγάλους δεν θυμάμαι πολλούς, λίγους, όπως είναι ο Βαγενάς ο Γιώργης, ο Αναστάσιος Μπάρμπας, ο Μαρούδας Θεόδωρος, ο Ζαχαρίας Παπαδόπουλος ή Παπαστεργίου, τους άλλους δεν τους θυμούμαι, και τον Πατραμάνη τον Δούκα, ύστερα που έγινε παπάς.

 

Αυτά που συνέβησαν στο χωριό μας, έγιναν τα ίδια και στα άλλα χωριά;

- Από τα άλλα τα χωριά μεγάλες ηλικίες δεν πήραν. Γιατί από το χωριό μας; Γιατί ο πρόεδρος ο Βούλγαρος που είχαμε, ήθελε να εκδικηθεί το χωριό μας, γιατί το χωριό μας και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο Μακεδονικό Αγώνα ήταν το προπύργιο. Δεν μπόρεσε να πατήσει βουλγαρικό τσαρούχι στο χωριό μας. Όπως το 1913 κατέβηκε ο Πανίτσας αρχικομιτατζής με τους άνδρες του τους Κομιτατζήδες να το κάψει το χωριό, παραμονές των Αγίων Αποστόλων του 1913. Κατέβηκε από πάνω από το Χιονοχώρι, όχι μέσα από το Χιονοχώρι, από το μονοπάτι, ερχόταν από πάνω από την Κάρα Μάνδρα. Στο δρόμο αντάμωσε ένα μαντρί βλάχικο, πήραν τον τσόμπανο τον Βλάχο να τους οδηγήσει να έρθουν στο Νέο Σούλι, γιατί δεν ήξεραν το δρόμο. Μόλις έφτασαν εκεί που είναι τώρα το υδραγωγείο, στο Ντρεβινίκο, εκείνη την ώρα σε ένα σπίτι κυκλοφόρησε ένα άτομο με λάμπα που ήταν απαγορευμένα και τους λέει ο βλάχος στον Μπανίτσα, «να εκεί που είναι το φως, εκεί είναι το χωριό». Και του λένε αυτοί «προχώρα». Πήραν την κατηφόρα, γιατί ο βλάχος τους είπε από την αρχή ακόμα, δεν μπορώ να σας πάω, γιατί το χωριό είναι οπλισμένο, φυλάγεται. Με τι φυλάγεται; Με τα λίγα όπλα που είχαν από το Μακεδονικό Αγώνα, ήταν λιγοστά βέβαια. Αλλά ο Ακίρμπεης ο Τούρκος, που τον έλεγαν και Γκιαούρ, γιατί ήταν λίγο φιλέλληνας, το σπίτι του ήταν εκεί που είναι η διακλάδωση Μ. Αλεξάνδρου και Φιλίππου στη γωνία εκεί, στο σπίτι του γύρω γύρω στην αυλή, στον περίγυρο είχε διάφορες κρυψώνες, μπουντρούμια, στα οποία είχε οπλισμό τουρκικό και επειδή ήταν λίγο Φιλέλληνας -τόσα χρόνια έζησαν οι Τούρκοι με τους Έλληνες - και μισούσε τους Βουλγάρους, ειδοποίησε στο χωριό μας να κατεβούν να πάρουν όπλα, όπως κατέβηκαν καμιά δεκαπενταριά. Και ο παππούς μου ο Γεώργιος Κυριακόπουλος που είχε την αποθήκη του Μακεδονικού Αγώνα όλα τα όπλα μέσα στο σπίτι που κάθομαι εγώ, κι ακόμα την έχουμε τώρα, τη μεταχειριζόμαστε για τα κρασιά που έχουμε, έστειλε το γιο του, τον πατέρα μου, δηλαδή το Θεολόγη, μοναχογιό. Και γυρίζοντας από του Ακίρμπεη το σπίτι, άτομα από τα βουλγαρόφωνα χωριά, από τη Ραχωβίτσα, από το Λάκκος, που ονομάζεται πλατεία του Φλωριά, ένα τέταρτο πάνω από το Μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου, από τη Μπάνιτσα, από την Ορεινή είχαν πιάσει την κορυφή του Αγιάννη, εκεί που είναι σήμερα ο σταθμός του ΟΤΕ και ήλεγχαν το δρόμο Σερρών – Δράμας, από τη Γαρδένια εκεί που στεγάζεται σήμερα μέχρι εδώ τα Αμμούδια, που είναι τώρα τα 13 Φεγγάρια μέχρι εκεί ελέγχονταν ο δρόμος από αυτούς. Στον Αγιάννη το ποταμάκι για να περάσουν ήταν γέφυρα πέτρινη. Δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί η γέφυρα συνεχώς βάλλονταν και πέρασαν μέσα από το νερό. Φοβήθηκαν να κατέβουν πιο κάτω, από τον κάτω δρόμο να έρθουν, που το λένε Μπίμπαση, γιατί ήταν του Μπίμπαση το τσιφλίκι τότε, είχε Βουλγαρικό στρατό, και γι΄ αυτό πέρασαν από εκεί. Η γιαγιά μου άρχισε να μαλώνει τον παππού μου, γιατί ο παππούς μου βέβαια ήταν σώγαμπρος στη γιαγιά μου, που έστειλε το γιο της μέσα στη φωτιά να σκοτωθεί. Τέλος αφού μπόρεσαν και ήρθαν σώοι, το χωριό το είχαν οχυρωμένο καλά.

Τώρα για τον Μπανίτσα που λέγαμε, μόλις από το υδραγωγείο άρχισαν και κατέβαιναν προς τα κάτω, εκείνη τη στιγμή ένα γαϊδουράκι, που το έστειλε η Παναγιά που λέω εγώ, στα χαρακώματα που ήταν στα μνήματα του Αγ. Γεωργίου, έξω από το σπίτι που κάθομαι εγώ και μέχρι επάνω στις αχυρώνες, εκεί στον Αη Γιώργη, βγήκε να βοσκήσει ένα γαϊδουράκι που έμεινε από νωρίς, βέβαια Ιούνιος μήνας, τέλη Ιουνίου κοντά Ιούλιος, τα χόρτα έχουν ξηραθεί, ήταν ζόρικο και ένας από το χαράκωμα φοβήθηκε και πυροβόλησε. Αφού πυροβόλησε ένας, το χαράκωμα άναψε όλο. Άρχισαν να πυροβολούν. Εκεί που είναι, τώρα βέβαια είναι καινούργια σπίτια εκεί πάνω, τότε ήταν του Φιλέντα του Κώστα η αχυρώνα, είχε δυο πλατάνια και δέντρα. Ένα βόλι χτύπησε ένα κλωνάρι και το κλωνάρι κρεμάστηκε. Συνάμα είχε λίγο φεγγαράκι, φυσούσε και λίγος αέρας και έβλεπαν αυτοί που κουνιούνταν το κλωνάρι και έλεγαν «Α! πηγαίνουν στον αχυρώνα να κρυφτούν» και έριχναν. Συνάμα με τους πυροβολισμούς που άρχισαν ο Μπανίτσας λέει το Βλάχο «από τόσο μακριά μας ανακάλυψαν και πυροβολούν». Ο Βλάχος για να τον ξεφορτωθεί, γυρνάει και του λέει : «Και πού ξέρουμε αν δεν έχει καμιά ομάδα εδώ κοντά και έδωσε το σύνθημα προς τα κάτω και άρχισαν να πυροβολούν αυτοί;» Κι έτσι γύρισαν πίσω και το χωριό γλίτωσε. Μετά 2-3 μέρες στέλνεται μια άλλη ομάδα στρατιώτες από εκεί που ήταν στρατοπεδευμένο το πεδινό πυροβολικό το βουλγαρικό στον Εμ. Παππά, μια πυροβολαρχία εκεί πέρα. Στάλθηκαν 8 άτομα Βούλγαροι στρατιώτες ως ελεγκταί, ως παρατηρηταί μάλλον για να δουν αν εδώ υπάρχει πραγματικά ελληνικός στρατός. Γιατί πριν από τον Απόστολο, όπως άρχισε η οπισθοχώρηση των Βουλγάρων από το Λαχανά μαζεύτηκαν οι προύχοντες του χωριού και προτού οπλιστεί βέβαια το χωριό έβγαλαν μια απόφαση «τα γεννήματα που ήταν γινωμένα, τα σπαρτά να τα μαζέψουν για να μη τα βρουν ο Βουλγαρικός στρατός στον κάμπο και τα κάψει». Τα μάζεψαν στ΄ αλώνια στην Αγράνστα, στις Βρύσες, εκεί ήταν οι αχυρώνες, εκεί τα μάζεψαν ο καθένας τα δικά του και έπαιξαν μια σκηνοθεσία. Ο δάσκαλος ο Κυριακόπουλος, που ήταν και δάσκαλος βέβαια και ήξερε και γράμματα περισσότερα, έκανε την πρόταση να ρίξουν επάνω στις θυμωνιές τα καπνόπανα για να δείχνουν για στρατιωτικά αντίσκηνα. Συμφώνησαν όλοι και έκαναν αυτό. Εφόσον τα μάζεψαν τα δεμάτια όλα αυτά, έκαναν τη δουλειά αυτή. Έβγαλαν και την απόφαση «δεν θα βγει κανένας από το χωριό να πάει ούτε στη δουλειά ούτε για την πόλη των Σερρών αλλά ούτε και να περάσει μέσα κανένας ξένος. Έτσι για να μη ξέρουν τι γίνεται στο χωριό».

Ο Βουλγαρικός στρατός περνούσε από το δρόμο Σερρών – Δράμας από κάτω και έβλεπε τις σκηνές και γι΄ αυτό έστειλε από τη Ντουβίστα ο αξιωματικός αυτός στρατιώτες να ανιχνεύσουν αν πράγματι υπάρχει στρατός. Οι 8 Βούλγαροι κατά τις 10 η ώρα μια μέρα, 11 η ώρα, πόσο ήταν, κατά κεφαλή ερχόταν από τη Ντουβίστα και έφτασαν στον Προφήτη Ηλία το ύψωμα. Εκεί που είναι τώρα τα 3 νεόκτιστα σπίτια, του πρώην Δημάρχου και 2 άλλοι που έχουν. Μόλις έφτασαν εκεί πέρα τους είδαν από την Αγριάνστα που ήταν επί 24ωρου βάσεως το φυλάκιο εκείνο, μέρα νύχτα. Εκείνη την ώρα ήταν ο Ιατρού και ο Δοντάκης, Μακεδονομάχοι αυτοί, και ο Μαναζής Κωνσταντινίδης και ο πατέρας μου. Ήταν και ο Χουλιούμης Δημήτριος, που υπηρέτησε στο Τουρκικό στρατό, βάση το Τουρκικό Σύνταγμα του 1908 που έγινε. Έφερε όμως μαζί του και το όπλο με την ξιφολόγχη και τους έκανε ασκήσεις. Εκεί πέρα μόλις είδαν τους Βουλγάρους που ερχόταν προς τα κάτω, προς το χωριό τους φώναξαν να σταματήσουν. Οι Βούλγαροι γύρισαν να δουν από πού προέρχεται η φωνή. Εκείνη την ώρα γυάλισε η ξιφολόγχη του Χουλιούμη στον ήλιο, είδαν αυτοί που γυάλισε και υποψιάστηκαν πράγματι ότι υπάρχει στρατός και γύρισαν να φύγουν. Τους κυνήγησαν αυτοί. Εκείνη την ώρα βέβαια ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί. Είχε πάει ο Βασίλης Ντίμτσιος ή Φίτσιος να τον αντικαταστήσει για να έρθει στο σπίτι για κάποια δουλειά που τον ζητούσε το σπίτι. Είχε φτάσει εκεί που είναι τώρα τα σπίτια του Ρεσίτη και του Βούλκου, τότε άρχισαν οι πυροβολισμοί και το τροχάδην προς τα πέρα. Μέχρι το Ζουρλή, το δρόμο Χρυσού – Αγ. Πνεύματος μέχρι εκεί βρήκαν τους 6 σκοτωμένους, 2 μάλλον εκεί στη Βρύση πήγαν να πιουν νερό και εκεί απέθαναν. Οι άλλοι 2 πρόλαβαν, έφυγαν και φτάσαν στη Ντουβίστα. Τους είπαν τα καθέκαστα. Αμέσως ο Ταγματάρχης διέταξε να ζέψουν τα κανόνια, τα άλογα και να φύγουν. Ούτε το συσσίτιο πήραν, άδειασαν τα καζάνια και έφυγαν από το δρόμο από το Δαφνούδι επάνω για την Ντοπρούπολη και πέρασαν στη Βουλγαρία μέσα. Αυτά τώρα για την πυροβολαρχία τα κατέθεσε ένας Βούλγαρος στρατιώτης που πρώτος τραυματίστηκε πίσω στη χαράδρα της Ασημίνας αλλά στο λόφο τον άλλο που λέγεται Γορίλας. Εκεί τον πρόλαβαν μισοπεθαμένο. Τον πήραν για να τον φέρουν πίσω και τον ρωτούσαν πώς και τι ερχόταν. Είπε τα καθέκαστα αλλά μέχρι του Σίκαλου τον αχυρώνα τον έφεραν κοντά στο χωριό, εκεί ξεψύχησε και τελείωσε. Τι άλλο να πω; Για τα Ντουρντουβάκια είναι αυτά και μπήκαν και λίγα από τον Μακεδονικό Αγώνα, το 1913 μάλλον.

 

Ντουρντουβάκια (Φωτογραφικό αρχείο Γ. Κυριακόπουλου)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

  

Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη

Τη συνέντευξη επιμελήθηκαν:

Ο Διευθυντής του σχολείου: Μεσάικος δημήτριος

Οι μαθητές της Β΄ Τάξης: 1. Αναστασιάδης Γεώργιος και 2. Πατραμάνης Πάνος