1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

Συνέντευξη από την Κούντιου Ευαγγελία, σύζ. Νικολάου

Η Κούντιου Ευαγγελία, η καθηγήτρια Αβραμίδου Χαρίκλεια και οι μαθήτριες Πατραμάνη Στυλιανή και λιόλιου Θεανώ

 

1. Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης (όνομα, ηλικία….).

Λέγομαι Κούντιου Ευαγγελία, είμαι από το Νέο Σούλι και είμαι 70 χρονών.

2. Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένεια σας;

Στην αρχή φύγαμε 6 γυναίκες, οι οποίες είναι: η Στέλλα Πατραμάνη, η Μαγδαληνή Πατραμάνη, η Φωτεινή Κομψή, η Μαγδαληνή Ματάκου, η Στέλλα Παπανδρέου (η οποία δεν ήταν από το χωριό μας αλλά από την Οινούσσα) και εγώ. Πήγαμε στο Μόναχο της Γερμανίας με σύμβαση. Καθίσαμε ένα χρόνο στο Μόναχο και μετά πήγαμε στο Χέρνε (Herne) με την οικογένεια.

3. Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας, το Νέο Σούλι, ειδικότερα;

Η κατάσταση όταν φύγαμε εμείς ήταν πολύ χάλια, πάρα πολύ χάλια, γι αυτό και φύγαμε. Με ξένα λεφτά πήραμε τα εισιτήρια και με ξένα λεφτά ψωνίσαμε κάτι που μας χρειαζόταν για το δρόμο. Αφήσαμε 3 παιδιά εδώ μόνα με τους άνδρες. Ήταν ένα φριχτό συναίσθημα για μας, αφήσαμε 3 παιδιά και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Τα βλέπαμε να κλαίνε μέχρι που χαθήκαμε, δεν μας έβλεπαν άλλο να τσιρίζουν πίσω. Ήταν μικρά.Το μικρότερο παιδί έφευγε από το νηπιαγωγείο και γυρνούσε στο σπίτι γιατί ήθελε την μάνα του. Ο σύζυγος είχε καπνά. Τι πρώτα να κοιτάξει, τα παιδιά ή τα καπνά; Τα παιδιά μας τράβηξαν πάρα πολλά.

4. Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία;

Πρώτα πήγαμε στην Αθήνα και μετά πήγαμε με το τρένο ως το Μόναχο. Εκεί μας περίμενε διερμηνέας και μας πήγανε στη φίρμα Londenfrei ραπτικής. Αλλά ευτυχώς ήμασταν 6 γυναίκες μαζί και είχαμε μια παρηγοριά. Κάθε βράδυ κλαίγαμε και λέγαμε πού είναι τα παιδιά μας. Γράφαμε γράμματα και λέγαμε μαμά, μπαμπά, ό,τι είχε ο καθένας. Φύγαμε χιλιάδες βουνά μακριά και δεν μπορούσαμε να ξαναενωθούμε. Τόσο πολύ δεν πιστεύαμε να ξαναγυρίσουμε πίσω. Μετά όταν πήγαμε στο Χέρνε, τα πράγματα καλυτέρεψαν, αφού είχαμε την οικογένεια μας.

5. Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές εξετάσεις και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Στην Αθήνα μας πέρασαν από γιατρούς. Εκεί άρχισαν να μας εξετάζουν το αίμα, τα ούρα, τα δόντια, τα πάντα. Όποιος είχε τα δόντια του χαλασμένα ή κάτι είχε στο αίμα του, μια αρρώστια, δεν τον περνούσαν, τον γυρνούσαν πίσω. Μετά μας πήγαν στη Γερμανία και άρχισαν να μας ρωτάνε τι δουλειά ήξερε ο καθένας για να μας στείλουν σε φίρμες. Εμείς ξέραμε ραπτική και πήγαμε στην Londenfrei που ήταν η μεγαλύτερη φίρμα ραπτικής στο Μόναχο. Μετά πήγαμε στα Heim. Τα Heim ήταν σαν ξενοδοχείο, ένα μεγάλο κτίριο και εκεί μέσα μας έδωσαν ένα δωμάτιο για 6 άτομα, 6 γυναίκες μαζί σε ένα δωμάτιο με ένα μπάνιο. Όταν τελείωσε το συμβόλαιο που είχαμε για 1 χρόνο, άρχισε ο καθένας να ψάχνει για δικό του σπίτι.

6. Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιόν τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε αναφερθείτε και στα προβλήματα της ξένης γλώσσας.

Μόλις πήγαμε, δυσκολευτήκαμε στη γλώσσα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, ευτυχώς είχαμε διερμηνέα Έλληνα και σε κάθε περίπτωση που είχαμε δυσκολίες τον καλούσαμε. Μερικές φορές καταλάβαιναν μερικές γυναίκες και συνεννοούμασταν, γιατί ήξεραν λίγα Γιουγκοσλάβικα και λίγα Βλάχικα που έμοιαζαν λίγο και συνεννοούμασταν. Μια άλλη που μας εξυπηρετούσε ήταν η Αβοκάτου Ελευθερία που ήταν η πρώτη που πήγε από το χωριό μας στη Γερμανία. Αρχίσαμε μετά η μία από την άλλη, όποια λέξη ήξερε, την έγραφε και έτσι ξεκινήσαμε να τα μαθαίνουμε. Οι γραμματικές μας γνώσεις ήταν του Δημοτικού αλλά είχαμε θέληση για να μάθουμε. Όχι ότι τα μαθαίναμε σωστά. Μας ήρθε κάτι σαν υποχρεωτικό. Έπρεπε να τα μάθουμε. Μετά όταν φέραμε τα παιδιά, ήταν δύσκολα, γιατί δεν είχε ελληνικό σχολείο στο Χέρνε. Έπρεπε να τα στείλουμε σε άλλη πόλη. Πηγαίναμε στη δουλειά και σκεφτόμασταν τα παιδιά μας από το σχολείο πού τα στείλαμε μακριά.

4 Ελληνικό ήταν το σχολείο;

Ήταν ένα κτίριο στο οποίο στεγαζόταν και το γερμανικό και το ελληνικό αλλά δεν είχε στην πόλη μας. Μετά από 3-4 χρόνια μαζεύτηκαν πολλά ελληνάκια και έκαναν σχολείο ελληνικό στο Χέρνε.

4 Υπήρχαν Έλληνες δάσκαλοι από την Ελλάδα;

Ναι υπήρχαν. Ήταν ο κύριος Καραδάνης και αργότερα ο κύριος Γαλάνης.

7. Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Στο Μόναχο και αργότερα στο Χέρνε που ακόμα εκεί είναι τα παιδιά μας. Η πόλη μας φάνηκε πολύ ωραία γιατί είχε ησυχία σε σχέση με το Μόναχο.

8. Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην περιοχή που εγκατασταθήκατε;

Στο Χέρνε ήμασταν περίπου 30 οικογένειες από το χωριό μας και ήμασταν σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Ήρθαν η μαμά μου, μετά τα αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου, γι αυτό πήγαμε πάνω, αλλιώς θα μέναμε στο Μόναχο .Ήταν τα ξαδέρφια μου πάνω και από το χωριό μας πολλά άτομα.

9. Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά (τι δουλειές έκαναν) οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στν Γερμανία;

Στην αρχή οι περισσότεροι έπιασαν δουλειά στην BMW και στο Σεάντε, που και εκεί δούλευαν στις πρέσες και πάλι για τα αυτοκίνητα. Εμείς δουλεύαμε σε ραπτική. Δούλευαν επίσης στην Opel, BMW, και στο Σεάντε περισσότερο οι άνδρες. Στα 3 αυτά εργοστάσια δούλευαν περισσότεροι από το χωριό μας άνδρες και γυναίκες. Δούλευαν και στη Boss. Έφτιαχναν ψυγεία, τηλεοράσεις και άλλα ηλεκτρικά είδη. Στη Boss έφτιαχναν εξαρτήματα από αυτοκίνητα, ενώ στην Opel, BMW έφτιαχναν ολόκληρα (αυτοκίνητα).

10. Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν οργανωμένος και πώς; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι κατά τη γνώμη σας αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στην γενέτειρά τους;

Τα πάντα είχαμε. Πηγαίναμε 30 χιλιόμετρα στο Dortmund για εκκλησιασμό, γιατί δεν είχε εκκλησία στο Χέρνε. Υπήρχε κοινότητα Ελληνική και Έλληνες κοινωνικοί λειτουργοί που μας εξυπηρετούσαν αν κάπου δυσκολευόμασταν με τα παιδιά. Αυτά δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τα χτυπούσαν τα γερμανάκια στο σχολείο ή δεν μας πλήρωναν. Μας εξυπηρετούσαν αυτοί, πήγαιναν στο σχολείο συζητούσαν και μετά τα παιδιά δεν είχαν πρόβλημα αλλά πάντα είχαμε πολύ καλό κοινωνικό λειτουργό, μας βοηθούσαν και δεν άφηναν να προχωρήσει ο ρατσισμός. Υπήρχε και ποδοσφαιρική ομάδα. Τα παιδιά άρχισαν να παίζουν με τα γερμανάκια και έκαναν παρέα και στο σχολείο. Υπήρχαν και από άλλες χώρες μετανάστες, όπως από Τουρκία, Τυνησία κ.τ.λ. Όταν πήγαμε ήμασταν μόνο εμείς. Εμείς, που ήμασταν στο Χέρνε, ήμασταν όλοι Έλληνες. Το Χέρνε ήταν καλή πόλη αλλά όχι τόσο μεγάλη όπως το Μόναχο. Η μοναξιά μας κρατούσε για να γυρίσουμε πίσω. Ο καθένας σκεφτόταν ότι δεν αξίζει να μαλώνει με κάποιον, κι ας μην ήταν αδέλφια στην ξενιτιά όλοι γινόταν. Είχαμε ένα μέρος δίπλα από την εκκλησία που το Σάββατο δεν είχαν δουλειά οι άνδρες, πήγαιναν καθόταν στα παγκάκια που υπήρχαν και έλεγαν «Πάμε πάνω στο Γουμενείο» (το ονόμασαν), γιατί μαζευόταν Έλληνες μονάχα για πολλά χρόνια, μετά άρχισαν να μπαίνουν στα καφενεία.

11. Υπήρχαν Ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν γερμανικά σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Πήγαιναν σε γερμανικά σχολεία τα οποία ήταν ταυτόχρονα και ελληνικά, έτσι είναι και σήμερα

- Επομένως ήξεραν την μητρική γλώσσα καλά. Τα γερμανικά πώς τα μάθαιναν;

Κάνανε κάποια επιπλέον μαθήματα εκεί στη γερμανική γλώσσα;

Ναι, μετά από εκεί πήγαιναν στο γερμανικό σχολείο δύο φορές την εβδομάδα. Τώρα που είναι πιο λίγα τα Ελληνόπουλα γίνεται το αντίθετο.

12. Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Εμείς το 1997 ήταν να έρθουμε 1 Μαρτίου μόνιμα στην Ελλάδα αλλά ο σύζυγός μου πέθανε εντελώς ξαφνικά από καρδιά και επιστρέψαμε λόγω αυτού του δυσάρεστου γεγονότος. Τα παιδιά μου βρίσκονται ακόμα πάνω, δεν μπορούν να φύγουν γιατί έχουν δουλειές και τα παιδιά τους που σπουδάζουν.

13. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Είχαμε και ευχάριστα. Παντρέψαμε τα παιδιά μας πάνω. Τα δυσάρεστα δεν θέλουμε να τα λέμε. Γνωρίσαμε Γερμανούς, κάναμε παρέα μαζί τους, δεν είχαμε προβλήματα.

- Σύνταξη είχατε πάρει εσείς από την Γερμανία;

Ναι έχω πάρει.

 

14. Σας είχε λείψει κάτι από Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στην Γερμανία;

Φυσικά μας έλειψε. Είχαμε γονείς. Ερχόμασταν με άδεια και έκλαιγε η μαμά και ο μπαμπάς. Μας έλειπε η Ελλάδα, το σπίτι μας, μας έλειπαν τα πάντα. Δεν είχαμε πόρους να ζήσουμε εδώ. Έπρεπε να δουλέψουμε.

15. Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την επιστροφή σας στην πατρίδα σας θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί, ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκατέλειπε τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη ζωή;

Μ’ αρέσει η Γερμανία. Έχω φίλους εκεί και όταν πάω πάνω βρισκόμαστε, τα λέμε, πίνουμε καφέ, θυμόμαστε τα παλιά. Ήρθαν και οι Γερμανίδες εδώ, τις φιλοξενήσαμε, τις δείξαμε τα αξιοθέατα του τόπου μας.

- Εκεί πηγαίνετε σε γιατρούς;

Ναι πάω, όσα χρόνια ήμουν στην Γερμανία δεν άλλαξα γιατρό και τώρα πάω.

- Τι δεν σας άρεσε εδώ στο σύστημα υγείας;

Το σύστημα υγείας της Γερμανίας μ’αρέσει. Δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα χάλια εδώ. Όταν πρωτοπήγα εδώ στις Σέρρες στο παλιό νοσοκομείο, είδα στους διαδρόμους καρότσια με σεντόνια να κρέμονται με αίματα και τέτοια χάλια. Δεν ήθελα να αρρωστήσω για να μην έρθω εδώ. Εκεί δεν είναι έτσι, ούτε είναι η κάθε πόρτα ανοιχτή για να βλέπεις τους αρρώστους να ξαπλώνουν.

16. Η φράση «όπου γης εκεί πατρίς» σημαίνει κάτι για εσάς;

Ναι, σημαίνει όσο καλά και αν περάσαμε μας αρέσει η Ελλάδα το μέρος που μεγαλώνεις. Πάντα ονειρεύεσαι το δικό σου μέρος. Προσαρμόζεσαι σε μία ξένη χώρα αλλά πάντα είσαι επισκέπτης.

 

 

 

Η Κούντιου Ευαγγελία με τη μαθήτρια Πατραμάνη Στυλιανή

 

 

Γυναίκες στη Γερμανία (1967)

(Η δεύτερη από αριστερά η Κούντιου Ευαγγελία)

Η Πατραμάνη Στέλλα (Γερμανία 9/11/69)

Πίσω είναι σημειωμένα :

Είναι κορμί που δεν μιλεί

και σώμα δεν λυγιέται,

είναι και για ενθύμιο,

για να μην ξεχνιέται.

 

Μάρτιος 2007

Επιμέλεια Συνέντευξης:

Θεανώ Λιόλιου

Στέλλα Πατραμάνη

Μιχάλης Κύρκος