1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

Συνέντευξη από την Κομσή Χρυσούλα

1. Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης (ονοματεπώνυμο, ηλικία…)

Λέγομαι Κομψή Χρυσούλα, είμαι 59 ετών και ζω στο Νέο Σούλι Σερρών.

2. Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένειά σας;

Το 1967 τον Αύγουστο, ήρθε η αδερφή μου από τη Γαλλία με άδεια και είχα μία «αφραγκία» που ήμασταν τόσο χάλια και παρακάλεσα, αν θέλουν, να με πάρουν μαζί τους. Ήμουν 18 χρονών. Έτσι πήγα σαν τουρίστας, χωρίς συμβάσεις, χωρίς τίποτα. Και εκεί τακτοποιήθηκε το θέμα μου.

3. Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα, γενικότερα, αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι, ειδικότερα;

Χειρότερα δεν μπορούσε να συμβεί, γιατί ήταν δικτατορία. Δουλειές δεν είχε, τα καπνά δεν πήγαιναν καλά, και σαν νέα, ήθελα να φύγω από αυτήν την κατάσταση, γι’ αυτό και έφυγα.

4. Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γαλλία;

Η αδερφή μου ερχόταν με άδεια πάντα με το λεωφορείο. Όλοι οι Έλληνες μαζί κατέβαιναν με λεωφορείο.

5. Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Φυσικά. Γιατί, όταν πας για δουλειά, πριν σε προσλάβουν, σε περνούν από ιατρικές εξετάσεις. Και εγώ έφτασα Κυριακή, Δευτέρα πήγα, ρώτησα για δουλεία και με πήραν το απόγευμα και δούλεψα.

6. Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ’ όσον γίνατε δεκτή στη Γαλλία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον; Θα σας παρακαλούσαμε να αναφερθείτε και στο πρόβλημα της ξένης γλώσσας.

Το κυριότερο ήταν αυτό η γλώσσα. Αλλά μέσα στο εργοστάσιο είχε πολλές Ελληνίδες, που για να μάθουμε τη δουλεία, μας έβαζαν μαζί με Ελληνίδα και μας εξηγούσαν και τα μαθαίναμε όλα αυτά.Tο πρόβλημα ήταν πρώτον που δεν ξέραμε τη γλώσσα, το δεύτερο που πήγα Κυριακή σας λέω έφτασα. Δευτέρα και δούλεψα απόγευμα και έχασα το δρόμο το βράδυ και δεν ήξερα από πού να γυρίσω στο σπίτι, γιατί ήταν η πρώτη φορά. Όταν κατεβαίνεις σε μια πόλη με 11.000 κατοίκους νύχτα αποπροσανατολίζεσαι. Δεν ήξερα το δρόμο και με έψαχναν.

7. Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Στο Πουτσεροϊ, 27 χιλιόμετρα μακριά από τη Λεόν.

8. Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, όπου εγκατασταθήκατε;

Παντού, από Χαλκιδική είχε, από Σταυρό, από το Άγιο-Πνεύμα είχε που ήταν οι πιο πολλοί. Είχε 100 οικογένειες μόνο από το Άγιο-Πνεύμα .

9. Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά (τι δουλειές έκαναν) οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γαλλία;

Εκεί, στο μέρος που ήμουν εγώ, είχε 2 εργοστάσια. Το ένα ήταν που έβγαζε παπούτσια, πλαστικά παπούτσια και το άλλο ήτανε που έβγαζε βαριά βιομηχανία. Είχε χυτήριο, είχε telephonic, αυτά τα τηλέφωνα που έχουμε τώρα, το μπλε. Τα δούλευα εγώ. Τα περνούσα χαρτί απάνω με μηχανές. Μαγαζιά είχαν οι παλιοί αυτοί που πήγαν το 22, αυτοί άνοιξαν δικά τους μαγαζιά, παντοπωλεία, ό,τι ήθελες. Είχε Έλληνες πολλούς.

10. Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους;

Αυτό ήταν το σημαντικότερο, γιατί υπήρχε εκκλησία, υπήρχε κατηχητικό και αίθουσα που κάναμε τις εθνικές γιορτές, όπως τώρα την 25η Μαρτίου. Βάζαμε ποιήματα, κάναμε χορό. Αυτή ήταν η διασκέδαση στη Γαλλία. Εκεί δεν διασκέδαζαν να τρέχουν στις καφετέριες. Δεν είχε τέτοια πράγματα εκεί. Η διασκέδαση μας ήταν αυτή στις εθνικές γιορτές, και το Πάσχα που πηγαίναμε στην εκκλησία και μετά από την εκκλησία το Πάσχα μαζευόμασταν, ψήναμε το αρνί έξω, γιατί εκεί τα σπίτια ήταν χαμηλά, δεν ήταν πολυκατοικίες, όπως εδώ. Ψήναμε αρνί όλοι μαζί και ήταν πάρα πολύ ωραία.

11.Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Υπήρχε σχολείο το οποίο είχε δάσκαλο, τον παπά, δηλαδή ήταν παπαδάσκαλος. Εκεί τα σχολεία δεν λειτουργούσαν μέχρι μία και μισή, όπως εδώ, αλλά μέχρι τις τέσσερις. Έμεναν εκεί όλη μέρα, έτρωγαν εκεί, τα μαθήματα εκεί, και είχαν ένα Σάββατο ελεύθερο και το Σάββατο γινόταν εκεί ελληνικό μάθημα. Γι’ αυτό, ναι, όλοι έφευγαν στην πατρίδα, γιατί όταν μεγάλωναν τα παιδιά τους υπήρχε πρόβλημα (λόγω έλλειψης ελληνικών σχολείων) έπρεπε να μείνεις εκεί. Έμειναν πολλές οικογένειες εκεί, εφ΄οσον μεγάλωσαν τα παιδιά τους εκεί, σπούδασαν, έκαναν οικογένειες κι έπιασαν δουλειές, δεν μπορούσαν να κατεβούν.

12. Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

To 1974. Έφυγα επί δικτατορίας και μόλις έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο εκείνο τον μήνα είχα έρθει εδώ και έτυχα την επιστράτευση μόλις φτάσαμε.

13. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Τα ευχάριστα ήταν ότι όταν είχαμε μια εθνική γιορτή. Μαζευόμασταν όλοι οι Έλληνες και πηγαίναμε σε άλλη πόλη που είχε μεγαλύτερη αίθουσα, γιατί εμείς είχαμε μια μικρή. Το βράδυ όμως είχε χορούς, μέχρι την Άννα Μούσκουρη που τραγουδούσε σε χορούς. Και μάλιστα θυμάμαι στη Γρενόβη που πηγαίναμε είχε πιο μεγάλη οργάνωση από Έλληνες. Ήταν πιο μεγάλη πόλη και είχε τεράστια αίθουσα, όπως είναι τώρα τα κέντρα και ερχόταν Έλληνες τραγουδιστές όχι ξένοι. Όταν τραγουδούσε η Άννα Μούσκουρη ήταν το πιο ευχάριστο. Τόσο χορό ρίξαμε που πέσαμε κάτω από κούραση, και μετά δεν είχαμε αυτοκίνητο να γυρίσουμε, με ταξί πηγαίναμε. Μας πήγανε φουρνιές φουρνιές και μετά μέσα στο κρύο περιμέναμε να έρθει να μας πάρει. Παγώσανε τα πόδια μας να περιμένουμε και όμως δεν είπαμε «γιατί ήρθαμε», περάσαμε πολύ καλά. Μετά η εκκλησία, δεν μας έλειπε, αφού τη Μεγάλη Παρασκευή μας έδιωχναν, δεν μας κρατούσαν στις δουλειές. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχουμε Μεγάλη Παρασκευή και να μην μας πουν, φύγετε τώρα, πάτε στην εκκλησία. Μέχρι τις έξι και μισή δουλεύαμε και μετά μας έδιωχναν για Μεγάλη Παρασκευή. Και αυτήν την γιορτάζουν πολύ, ειδικά τη Μεγάλη Παρασκευή. Πολύ σπάνια να συμπέσει μαζί το Πάσχα με τους Καθολικούς. Μερικές φορές έπεφτε μαζί και μερικές όχι. Αλλά το καλό ήταν που σεβόταν τη θρησκεία μας, τα έθιμά μας και ό,τι και αν ζητούσαμε, όποια μέρα ζητούσαμε άδεια να πάμε σε τέτοιες εκδηλώσεις ήταν πάρα πολύ συνεργάσιμοι και μας πρόσεχαν πιο πολύ από τους Γάλλους. Εγώ είχα τον άντρα μου, το συχωρεμένο, που δούλευε σε βαριά δουλειά σε χυτήριο και είχε κάνει μια εγχείριση και πήγα στον προϊστάμενο, γιατί σε μένα ερχόταν σύρματα και έβγαιναν καλούπια. Πήγα στο δικό μου αφεντικό και του είπα ότι ο άνδρας μου έκανε μια βαριά εγχείριση και εκεί που δουλεύει είναι μια πολύ βαριά δουλειά. Τον ρώτησα αν μπορούμε να τον φέρουμε από τη μεριά μου, επειδή όμως εγώ ήμουν καλή εργάτρια και όπου με έβαζαν πήγαινα χωρίς κουβέντα, μου λέει φέρε να τον δούμε για να τον ρωτήσουν τα στοιχειώδη, αν ξέρει να κάνει αριθμητική και τον έβαλαν να κάνει δύο προσθέσεις, δύο αφαιρέσεις και τον προσέλαβαν αμέσως την άλλη μέρα. Έγινε αλλαγή, τον πήραν, γιατί όμως; Γιατί ήμασταν καλοί εργάτες. Σκέφτηκε ότι, αν δεν έπαιρνε τον άνδρα μου, θα έφευγα και εγώ. Όταν φεύγαμε μας ρωτούσαν γιατί φεύγετε; Δεν είστε ευχαριστημένοι; Σας κάναμε τίποτα; Σας είπε κανένας τίποτα; Όχι, λέω, έχουμε το παιδί και δεν μπορούμε να το αφήσουμε, γιατί είναι μικρό. Και όταν φύγαμε, μας έκαναν ολόκληρη γιορτή, μας έφεραν τούρτα, δώρο, εγώ ακόμα έχω ένα ρολόι που μου είχαν δώσει. Δηλαδή αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα ξεχάσεις γιατί δεν φύγαμε από πίκρα ούτε ήμασταν δυσαρεστημένοι. Ήμασταν πάρα πολύ καλά, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε παιδικό σταθμό που να αφήνεις τα παιδιά. Πολλές φορές αφήναμε και μισή ή μια ώρα το παιδί μόνο του και μια φορά κόντεψε να πέσει και να σπάσει τα μούτρα του όταν είχε ανεβεί στον νεροχύτη και αυτό δεν γινόταν άλλο και φύγαμε,

14. Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γαλλία;

Πολλά. Όταν είσαι έξω, φυσικά σου λείπουν. Πρώτα σου λείπουν οι δικοί σου άνθρωποι, οι γονείς. Ερχόμασταν με άδεια και λαχταρούσαμε πότε θα φτάσουμε να τους δούμε. Όταν φεύγαμε ήμασταν στενοχωρεμένοι. Το άλλο που μας έλειπε ήταν η γλώσσα, όταν πήγαινες στο γιατρό έπρεπε να έχεις διερμηνέα, του λέγαμε ελληνικά και αυτός μας τα εξηγούσε.

15. Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην Ελλάδα θυμάστε κάτι νοσταλγικά κάτι από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείπει τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα;

Όχι τίποτα το σοβαρό δεν μας συνέβη αλλά νοσταλγώ να πάω να δω τους παλιούς μου φίλους. Στη Γαλλία είχα Ιταλίδες, Ισπανίδες, Μαροκινές φίλες.

16. Έχετε ξαναπάει από τότε;

Όχι δεν πήγα αλλά, αν τώρα βγω με το καλό στη σύνταξη, το πρώτο ταξίδι που θα κάνω θα είναι στη Γαλλία, εκεί, όπου έζησα, να πάω να δω τους φίλους μου, όσους φυσικά είναι εν ζωή γιατί είχε κάποιους σε μεγάλη ηλικία. Είχε και από το Άγιο-Πνεύμα πολλούς και αν βρω τους ξένους αυτούς που ήξερα σαν συνεργάτες στο εργοστάσιο καλώς.

17. Από το Νέο Σούλι υπήρχαν άλλοι;

Ούτε ένας. Η αδερφή μου ήταν παντρεμένη στο Άγιο-Πνεύμα. Στο Άγιο-Πνεύμα ένας με τον άλλον πήγαν, όπως εγώ. Ερχόταν με άδεια, έπαιρναν και τον αδερφό.

18. Άδεια παραμονής πώς παίρνατε;

Πηγαίναμε στο εργοστάσιο και αν εκεί είχε δουλειά σε έβγαζε χαρτιά, γιατί ήταν ανάγκη. Τα σπίτια που μέναμε ήταν του εργοστασίου. Σε έδιναν μπογιές για να το βάψεις, όταν βούλωνε ο καπνοδόχος ερχόταν ειδικοί από το εργοστάσιο για να τον ξεβουλώσουν. Άμα έσπαγε το παράθυρο, αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι και πληρώναμε ένα συμβολικό ενοίκιο πολύ μικρό που το κρατούσαν από το μισθό μας. Εγώ έπαιρνα καλά χρήματα. Ήταν 1800 φράγκα τότε. Δηλαδή ήταν 58 δραχμές το φράγκο και δεν ήταν σαν το γερμανικό, που ήταν 170. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που φύγαμε γιατί το συνάλλαγμα δεν ήταν καλό. Λεφτά να βάλεις στην τράπεζα δεν είχε τόκο. Όταν πήγαμε, έπιπλα πήραμε από αυτούς που έφυγαν. Όχι από μαγαζί να πάρουμε καινούρια. Κρεβάτια, σόμπες, ό,τι είχαν το παίρναμε από τους άλλους. Πήγαμε με 0 δραχμές και άντε να στήσεις από την αρχή σπιτικό με κουτάλι και πιρούνι.

19. Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά σας βιώματα για τα οποία πιθανόν δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για Ελλάδα;

Εκεί που πήγα δεν ένιωσα ότι δεν αγαπούν την Ελλάδα. Ίσα-ίσα, αν τους έλεγες ότι είσαι Έλληνας, σε αγκάλιαζαν.

20. Αυτοί ήξεραν για την Ελλάδα;

Ναι, αφού όταν πηγαίναμε με άδεια στην Ελλάδα μας ρωτούσαν τι θα τους φέρουμε. Όταν οι Έλληνες πήγαιναν με τα σπόρια πάνω αυτοί έλεγαν «τι είστε εσείς ποντίκια και τα τρώτε αυτά»;. Όταν όμως τα δοκίμαζαν, παραγγελία έκαναν να τους φέρουμε σπόρια. Θα πάτε, έλεγαν, να δείτε τον τσολιά, την Ακρόπολη. Όλα αυτά τα ήξεραν. Την ιστορία της Ελλάδας την ήξεραν, δεν τους ήταν άγνωστη. Δεν είχαμε κανένα παράπονο, αφού μας έδιναν τις καλύτερες δουλειές. Όλες τις ελαφριές δουλειές τις έκαναν οι Γάλλοι, εμείς θέλαμε τις βαριές δουλειές για να πληρωνόμαστε ακριβά. Εκεί δουλεύαμε με παραγωγή. Αν έβγαζες πιο πολλά, θα πληρωνόσουν ακριβά. Έπρεπε κάθε μέρα που τελειώναμε να συμπληρώνουμε ένα χαρτί που έλεγε πόσα μέτρα παραλάβαμε την προηγούμενη βραδιά και πόσα μέτρα κάναμε. Εγώ εκεί που ήμουνα κάναμε το καλώδιο για το τηλέφωνο, αυτό με το μπλε και το κόκκινο. Πάνω στο πλαστικό περνούσαμε χαρτί με νούμερα, με το 1,2,3,4. Μετά από αυτό το έπαιρναν και το πήγαιναν και το έκαναν όλοι μαζί μολύβι και το έστελναν για τα υπόγεια τηλέφωνα. Μια φορά ο υπεύθυνός μας είπε «Προσέχτε καλά, αυτά θα παν στην Ελλάδα. Οι Έλληνες αν βρουν κουσούρι θα μας τα επιστρέψουν πίσω». Μέχρι και στην Ελλάδα έστελναν αυτά τα καλώδια. Aυτό το εργοστάσιο λεγόταν Τelephonic, ήταν τεράστιο, είχε 3.000 εργάτες. Δεν ήταν μικρό εργοστάσιο. Ξεκινούσε από χυτήριο, μετά πήγαινε στο τεράζι που έβγαιναν για σβούρες υλικό. Μετά έβγαζαν το ψιλό το σύρμα, μετά πήγαινε στο πλαστικό, μετά ερχόταν σ’εμάς το τυλίγαμε με χαρτί και μετά όλο μαζί το έφτιαχναν ένα χοντρό με πολλά καλώδια και το περνούσαν από μολύβι. Το άλλο εργοστάσιο που είχε 1.500 εργάτες έφτιαχνε παπούτσια, λάστιχα και πάνινα παπούτσια. Την Κυριακή το απόγευμα πηγαίναμε βόλτα σε μια λιμνούλα με 5 ή 6 πάπιες. Παίρναμε τα παιδιά και πηγαίναμε εκεί. Δεν είχε ούτε παιδότοπους ούτε τίποτα. Εκεί τα ζευγάρια φωτογραφιζόταν και πιο πέρα είχε μια φάρμα με αγελάδες σε καταπράσινη περιοχή. Η Γαλλία έχει πολύ πράσινο. Δεν είχε ποτέ ξηρασία. Υπάρχουν το ποτάμια, οι λίμνες και έχει υγρασία. Εκεί είχε 10 στρέμματα με ηλεκτροφόρο σύρμα για να μην βγαίνουν οι αγελάδες. Χαζεύαμε εκεί και πηγαίναμε πολλές εκδρομές στη Γρενόβη, στη Λεόν, παντού. Μια φορά είχε έρθει ο ΠΑΟΚ και πήγαμε στο γήπεδο. Αυτά ήταν η διασκέδασή μας. Δεν είχε άλλα, ούτε καφετέρια ούτε τίποτα. Το βράδυ εκεί στις 10 δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, δεν είχε κόσμο. Αυτά μας έλειψαν. Γιατί οι Έλληνες διασκεδάζουν. Όταν ερχόταν εδώ απορούσαν. Οι Έλληνες δεν δουλεύουν καμιά φορά; Το μεσημέρι γεμάτα τα μαγαζιά, το βράδυ γεμάτα. Πότε δουλεύουν; Τη ζωή που κάνουμε εμείς, δεν την κάνει κανένας. Ούτε Γερμανός, ούτε Γάλλος. Αυτοί εδώ ήρθαν, βλέπουν και εξελίχθηκαν πιο πολύ. Σαν νέοι δεν είχε να πας κάπου. Αυτά ήταν ξένα.

21. Φίλους είχατε εκεί πέρα;

Πώς δεν είχα, αφού δούλευα με Ισπανίδες, Ιταλίδες, Πορτογαλλίδες, Μαροκιάνες. Στο διάλειμμα, όταν καθόμασταν να φάμε το πρωί από τις 8 ως τις 8.30 και το βράδυ από τις 7 ως τις 7.30 γιατί είχε δύο βάρδιες. Στα χυτήρια δεν σταματούσαν όλο το βράδυ και όταν τρώγαμε εκεί γελούσαμε και λέγαμε αστεία. Χαρακτηριστικά θυμάμαι μια Ιταλίδα που ήταν τόσο αστεία και συνέχεια γελούσαμε και μάθαμε ξένα να συνεννοούμαστε. Τους μάθαμε και κανένα ελληνικό. Ήταν πολύ καλά, είχαμε και φίλους και φιλενάδες αλλά μόνο μέσα στο εργοστάσιο. Έξω ήμασταν όλοι οι Έλληνες μαζί σε συγκροτήματα. Όσα δωμάτια δήλωνες, έπαιρνες. Ελεύθερη στη Γαλλία, στα 18 μου γνώρισα τον άντρα μου, στη Θεσσαλονίκη παντρεύτηκα αλλά την κόρη μου την γέννησα εκεί. Ήταν ένα νοσοκομείο που το είχανε καλόγριες στη Λεόν και εκεί την γέννησα το 72. Τώρα στην ταυτότητά της γράφει ότι είναι γεννημένη εκεί.

22. Η φράση «όπου γης εκεί πατρίς» σημαίνει κάτι για εσάς;

Α πα πα!!! Δεν μπορεί να γίνει πατρίδα σου, επειδή θα ζεις 10 χρόνια εκεί. Δεν ξέρω για άλλους μπορεί να ισχύει. Αλλά αν ήθελα να γίνει πατρίδα μου θα καθόμουν εκεί, δεν θα κατέβαινα στην Ελλάδα.

23. Θυμάστε κάποιους φίλους ή κάποιες φίλες σας από εκεί;

Μερικές φίλες τις θυμάμαι αλλά ο σκοπός είναι αν πάω εκεί θα τις βρω; Γιατί μερικοί έφυγαν στις πατρίδες τους, μερικοί μπορεί να μην ζουν. Όλοι πήγαν από δυσκολία. Εγώ όταν πήγα εκεί ήμουν με πλαστικές παντόφλες, δεν είχα παπούτσια. Δεν είχαν να μου πάρουν. Τότε εμείς κεντούσαμε την προίκα μας, μην βλέπετε εσείς τώρα που πάτε στα φροντιστήρια. Πήρα βερεσέ δυο καρέκλες και δεν είχα να πληρώσω. Όταν πήγα στη Γαλλία τον πρώτο μισθό τον έστειλα να τις πληρώσουν. Στέλναμε και στους γονείς, όταν είχε γιορτές.

24. Πώς επικοινωνούσατε;

Με γράμματα. Δεν είχε τηλέφωνο στα σπίτια. Ένα τηλέφωνο είχε στο τηλεφωνείο, το κεντρικό ή στην κοινότητα. Έχω μερικές φωτογραφίες από εκεί αλλά δεν κράτησα γράμματα. Ερχόμασταν κάθε χρόνο όλοι μαζί με το λεωφορείο, περνούσαμε ωραία γελώντας και τραγουδώντας . Και να θυμάστε ότι η ξενιτιά δεν είναι καλό πράγμα καλύτερα να είσαι στον τόπο σου.

 

 

 

Στη Γαλλία

 

 

 

Από τη ζωή στη Γαλλία

 

Με το λεωφορείο έρχονται με άδεια στην Ελλάδα