1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

Συνέντευξη από την κ. Αβοκάτου Μαρία
 

Η κ. Αβοκάτου με το μαθητή Γκόγκα Μανώλη

  1. Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.
  2. Λέγομαι Αβοκάτου Μαρία, είμαι κάτοικος Ν. Σουλίου και είμαι 69 χρονών.

  3. Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένειά σας;
  4. Στην αρχή πήγα μόνη μου στο Μόναχο και μετά από μία εβδομάδα ήρθε και ο σύζυγος. Εγώ πήγα με σύμβαση, ενώ ο σύζυγος ήρθε με πρόσκληση που του έκανε ο αδελφός του. Η υπεύθυνη από τις Σέρρες η κ. Κεχαγιά μου είπε να πάω πρώτα μόνη μου και να ζητήσω μια θέση στο Μόναχο χωρίς να πω πως ο άνδρας μου έχει πρόσκληση. Έτσι ακριβώς έγινε. Είχε μια θέση στο Μόναχο και ανέλαβα εργασία με ένα μάρκο την ώρα. Έπρεπε αναγκαστικά να μείνω στο Μόναχο, δεν μπορούσα να πάω σε άλλη φίρμα (εργοστάσιο). Δήλωσα στο Μόναχο, εκεί ήταν ο κουνιάδος μου και η συννυφάδα μου. Μετά από μία εβδομάδα ήρθε ο άντρας μου, βρήκαμε δικό μας σπίτι. Ο άνδρας μου πήγε στο εργοστάσιο που του είχαν πρόσκληση και εγώ έμεινα σ΄ ένα εργοστάσιο Keksfabrik (βιοτεχνία μπισκότων) στο οποίο έμεινα 18 μήνες. Επειδή όμως εκεί ήταν λίγα τα λεφτά 400 μάρκα το μήνα, έκανα τα χαρτιά μου σ΄ ένα Holz Institut (Ινστιτούτο για ξυλεία).

  5. Τι δουλειά ακριβώς κάνατε εκεί;
  6. Έκανα καθαριότητα. Έμεινα εκεί 27 χρόνια, 26 χρόνια δουλεμένα και ένα χρόνο λόγω υγείας. Βγήκα άρρωστη, δεν με δούλευαν πλέον τα χέρια και μετά από ένα χρόνο βγήκα σε σύνταξη. Στη δουλειά ήμουν ευχαριστημένη. Είχε 2 κτίρια από 45 άτομα. Ήμασταν 3 γυναίκες. Περάσαμε τόσο ωραία, τόσο καλά. Δύσκολες ώρες φυσικά αλλά η υπομονή κερδίζει τα πάντα. Σ΄ αυτή τη δουλειά ήδη τον πρώτο μήνα πήρα 700 μάρκα. Όταν επέστρεψα στο σπίτι ο άντρας μου πήρε το μισθό μου από την τράπεζα και τα άφησε πάνω στο μαξιλάρι για να δω πόσα πήρα τον 1ο μήνα. Μας έδιναν κάθε εβδομάδα 100 μάρκα. Ήταν λίγα, δεν ήταν πολλά, αλλά κάναμε υπομονή, γιατί εδώ ήμασταν φτωχοί. Στενοχώρια είχαμε, αφήσαμε τα παιδιά μας εδώ στη μάνα μου. Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια να αποχωριστείς τα παιδιά σου, αλλά είπαμε θα κάνουμε υπομονή, γιατί ήμασταν φτωχοί. Αγωνιστήκαμε και δουλέψαμε με όλη την καρδιά μας. Μετά από 18 μήνες φέραμε τα παιδιά μας στη Γερμανία. Τα έφερε ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος. Ο άντρας μου ήταν πάντα νυκτερινός και εγώ πρωινή και έτσι μας βόλευε να παίρνουμε και πηγαίνουμε τα παιδιά μέχρι να ξεκινήσουν το δρόμο τους. Είχε αρκετές δυσκολίες.

  7. Αυτό που μας αναφέρατε πως εσείς πήγατε στη Γερμανία με σύμβαση και ο σύζυγος με πρόσκληση, μπορείτε να μας το διευκρινίσετε;
  8. Ο κουνιάδος μου δούλευε σ΄ ένα εργοστάσιο – χυτήριο. Από εκεί μπορούσε μαζί με το αφεντικό να κάνει ένα χαρτί και να το στείλει στην Ελλάδα, ότι π.χ. «Καλούμε τον Αβοκάτο Ιωάννη, επειδή τον χρειαζόμαστε, για εργασία» Με σύμβαση πάλι δηλωνόμασταν εδώ στις Σέρρες σε ένα ειδικό γραφείο Συμβάσεων. Υπεύθυνη ήταν η κ. Κεχαγιά. Γράφτηκαν τότε πολλές γυναίκες, γράφτηκα κι εγώ. Δεν ήθελε ο άντρας μου να φύγουμε στη Γερμανία, αλλά εγώ του έλεγα : «ο αδελφός πώς πήγε, η συννυφάδα μου πώς είναι εκεί; Δημιουργήθηκαν, δες τι έκαναν, δες τι έφεραν; Γιατί να μην πάμε κι εμείς;» Και εδώ καλά ήμασταν, με τα καπνά, ένα μεροκάματο το βγάζαμε. Ζούσαμε καλά, αλλά είχαμε ένα φτωχικό σπιτάκι που μας άφησε η πεθερά μου η συγχωρεμένη. Άλλο δεν είχαμε και λίγα χωραφάκια. Από εδώ και από εκεί πήγα πρώτη εγώ και γράφτηκα σ΄ αυτό το γραφείο και με έστειλαν χαρτί ότι τάδε θα περάσεις από γιατρούς. Έτσι πήγαμε στην Αθήνα μαζί με τον άντρα μου, ήταν και 4 άλλες γυναίκες από το χωριό.

  9. Θυμάστε τα ονόματά τους;
  10. Ναι. ήταν η Βενέτη Ευαγγελία, η Στεργιανή Δεδούση, η Άννα Καραγκιόζη και εγώ. Από εδώ ξεκινήσαμε μαζί, περάσαμε από γιατρούς, μείναμε μαζί και ήρθε και ο άντρας μου στην Αθήνα για να μας κάνει παρέα.

  11. Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Ν. Σούλι ειδικότερα;
  12. Η κατάσταση ήταν φτωχή, δεν ήταν πλούσια. Όποιος ήταν φτωχός, ήταν φτωχός και όποιος ήταν πλούσιος, ήταν πλούσιος. Εμείς ήμασταν φτωχοί, δεν είχαμε τίποτε και ζούσαμε με τα καπνά. Φτωχικά ζούσαμε και γι΄ αυτό αποφασίσαμε να φύγουμε στη Γερμανία.

  13. Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία;
  14. Από εδώ φύγαμε με λεωφορείο μέχρι την Αθήνα και μετά πήραμε το καράβι προς την Ιταλία. Το καράβι λεγόταν «Κολοκοτρώνης». Ήταν το τελευταίο ταξίδι που έκανε και μετά το σταμάτησαν, γιατί ήταν ακατάλληλο. Το λέω και μουδιάζω. Αυτό έγινε 29 Ιουλίου το 1969.

  15. Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να εξασφαλίσει κανείς την άδεια παραμονής στην ξένη χώρα και ποιες ήταν αυτές;
  16. Στην Αθήνα περνούσαμε από γιατρό και κάναμε όλες τις εξετάσεις (αίμα, ούρα κλπ). Αν σου έβρισκαν κάτι δεν σε στέλνανε στη Γερμανία, σε γυρνούσαν πίσω στο χωριό σου. Εμείς κάναμε τις εξετάσεις, βγήκαν τα αποτελέσματα και μετά από δυο μέρες φύγαμε με καράβι για το Πρίντεζι της Ιταλίας. Από εκεί μας πήρε το τρένο και πήγαμε στο σταθμό του Μονάχου. Εκεί μας υποδέχθηκε ένας Έλληνας υπεύθυνος. Κατεβήκαμε από το τρένο και αυτός φώναζε ελληνικά, γιατί δεν ξέραμε γερμανικά. Όλοι μαζί με τις βαλίτσες μας κατεβήκαμε σε μία μεγάλη αίθουσα στο υπόγειο. Εκεί μας καλωσόρισαν και μας έδωσαν από μία μπανάνα, ένα σάντουιτς και ένα αναψυκτικό. Απ΄ όλο το καράβι και το τρένο μόνο εγώ έμεινα στο Μόναχο. Οι άλλοι φύγανε προς το Σάλσμπουργκ, Νυρεμβέργη, Φραγκφούρτη και βάλε. Εμένα ήρθε ο κουνιάδος μου μαζί με τη συννυφάδα μου και πήγαμε στο σπίτι τους. Ήρθε η υπεύθυνη μετά, φώναξε εμένα, συνεννοήθηκε η συννυφάδα μου στα γερμανικά και με πήρε με το αυτοκίνητο και με πήγε σε ένα σπιτάκι μαζί με άλλες 6 Ελληνίδες. Κάθε δωμάτιο είχε δύο κρεβάτια, κουζινούλα και μπάνιο. Δουλεύαμε σ΄ ένα μικρό εργοστάσιο που έφτιαχνε μπισκότα και διάφορα γλυκά και δίπλα ήταν τα δωμάτια που μένανε οι εργάτες (Heim). Εγώ έμεινα εκεί μέχρι να έρθει ο άντρας μου για να τακτοποιηθούμε. Δεν έμεινα πολύ εκεί, γιατί μόλις ήρθε ο άντρας μου σε 15 μέρες βρήκαμε σπίτι.

  17. Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ΄ όσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;
  18. Ήταν πολύ δύσκολα όσον αφορά τη γλώσσα. Το δύσκολο ήταν πώς θα προσαρμοστείς, πού πάει η συγκοινωνία, πώς θα πας εκεί, πώς θα πας από εδώ, έπρεπε όλα να τα γράφεις στο μυαλό αλλιώς δεν γινόταν. Εκτός αν τα είχες γραμμένα σε χαρτάκι και το έδειχνες και σου δείχνανε από πού θα πας. Την πρώτη μέρα που έπιασα δουλειά, ήρθε ο μαέστρος και μου λέει ; «Αβοκάτου, θα καθίσεις να καθαρίσεις». Αυτό μου το είπε στα γερμανικά κι εγώ κατάλαβα κάτι άλλο άσχημο. Τότε λέω με ύφος : «Nein», δηλαδή όχι. Αυτός γέλασε και έφυγε. Πήγε λίγο πιο πέρα σε μια ελληνίδα που τη λέγανε Σόφη, πόντια ήταν αυτή, και την έφερε σε μένα και αυτή γελούσε, γιατί του φέρθηκα έτσι. Εγώ με το μυαλό μου σκεφτόμουν πολλά, γιατί τότε είχαν ακουστεί πολλά στη Γερμανία, αλλά τελικά ήταν όλα ψέματα. Μας φέρθηκαν τόσο καλά οι Γερμανοί, μας έδιναν να καταλάβουμε πώς θα δουλέψουμε με νοήματα. Αν καταλάβαινες καλώς, αν όχι, ήσουν «τούβλο». Και έτσι σιγά-σιγά σήμερα με το καλημέρα, αύριο με το καλησπέρα, στην αρχή με τις απαραίτητες λέξεις, μετά με ποιο λεωφορείο θα πήγαινα και με ποιο θα γυρνούσα. Την πρώτη φορά ήρθε και με πήρε ο κουνιάδος μου, εγώ όμως έβαζα με το μυαλό μου σημάδια πού θα πήγαινα και πού θα κατέβαινα. Το άλλο Σάββατο ήταν να πήγαινα με την αδελφή της συννυφάδας μου στη συννυφάδα μου για να μην χαθώ. Αυτή όμως δεν με περίμενε. Εγώ πέρασα από το κτίριο που έμενε, την φώναξα αλλά αυτή είχε φύγει. Εγώ τώρα τι να κάνω; Έξω ήταν το λεωφορείο αυτό που είχα πάρει με τον κουνιάδο μου και κατέβηκα μόνη μου στη στάση και βρήκα το σπίτι. Καθώς ανέβαινα τη σκάλα, άκουσα τη συννυφάδα μου που έλεγε στον κουνιάδο μου : Άντε, Γιώργο, πάνε να πάρεις την Μαριγώ». Χτύπησα την πόρτα. Όταν άνοιξε η συννυφάδα μου έμεινε άγαλμα. «Καλά, λέει, για πρώτη φορά πώς ήρθες; Πρέπει να είσαι πολύ έξυπνη». Ε, μετά βρήκαμε σπίτι. Με τον άντρα μου μια Κυριακή πήγαμε και βρήκαμε το εργοστάσιο, είδαμε πώς θα πηγαίνουμε, γιατί ήταν λίγο μακριά. Παίρναμε το τραμ, κατεβαίναμε στο τέρμα και μετά πηγαίναμε λίγο με τα πόδια. Συνηθίζει μετά ο άνθρωπος. Εκεί κάθισα 18 μήνες. Μετά πήγα στο Holzinstitut, κάθισα πολλά χρόνια και έμαθα πολλά. Είχα μια γυναίκα Γερμανίδα που μου τα έλεγε τόσο καλά, που δεν είχα πρόβλημα και έτσι έμαθα καλά τα γερμανικά. Κάποια μέρα με χτύπησε ένα καρότσι έτσι, όπως ήμουν σκυμμένη και καθάριζα. Με χτύπησε στο κεφάλι. Δεν πήγα στο γιατρό αλλά σε μια βρύση και έβαλα κρύο νερό. Πήγα σπίτι και τα παιδιά μου είπαν να πάω στο γιατρό. Πήγα στο γιατρό και μου είπε ότι θα το γράψουμε σαν εργατικό ατύχημα και εγώ, επειδή δεν το κατάλαβα, του είπα, όχι. Μετά που πήγα στο σπίτι και με ρώτησαν τα παιδιά μου τι έγινε, τους είπα τι έγινε, τι μου είπε ο γιατρός και ότι εγώ του είπα όχι. «Λάθος ήταν αυτό, μαμά» μου είπαν τα παιδιά, «χτύπα ξύλο, αν πάθεις κάτι στο κεφάλι αύριο, μεθαύριο, όταν θα γεράσεις, αυτό έπρεπε να γραφεί». Πήγα την άλλη μέρα στο γιατρό, του ζήτησα συγγνώμη και του είπα να γραφτεί σαν εργατικό ατύχημα. Έτσι σιγά – σιγά τα μάθαμε όλα. Όχι τέλεια αλλά μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μια χαρά.

  19. Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας στο Μόναχο και στην ευρύτερη περιοχή;

Είχε αρκετούς Έλληνες από διάφορα χωριά. Και από το χωριό μας είχε, αλλά λίγα άτομα. Μετά φύγαμε όλοι εμείς. Η συννυφάδα μου έφυγε το 1965 από την Ελλάδα. Τότε ήταν ακόμη πιο δύσκολα γι΄ αυτούς που ήταν από τους πρώτους. Όταν πήγαμε εμείς το 1969 το Μόναχο ήταν κατεστραμμένο από τον πόλεμο. Τώρα, αν το δεις, είναι άλλο πράμα. Τότε οι δρόμοι ήταν κατεστραμμένοι, τα σπίτια βομβαρδισμένα αλλά σιγά-σιγά μαζεύοντας μετανάστες που δούλευαν άρχισαν να γίνονται όλα. Ένα τραμ είχαν και λεωφορεία αλλά όχι όπως αυτά που έχουμε τώρα. Σιγά-σιγά με πολλή δουλειά και πολλή ξενιτιά γίνανε όλα.

11. Εκεί που δουλεύατε ήταν δημόσια υπηρεσία;

Ήταν Πανεπιστήμιο στο οποίο γινόταν επεξεργασία του ξύλου, δηλαδή πώς ψήνονταν, πώς καιγόταν με χημικά κλπ. Όλοι ήταν καθηγητές, γιατροί, επιστήμονες που έφτιαχναν πειράματα σχετικά με τα ξύλα.

12. Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες στην πόλη σας;

Άλλος εργάζονταν στην BMW άλλος στην ΜΑΝ. Η ΜΑΝ έκανε φορτηγά, είχε χυτήρια που κάνανε τα σίδερα. Κάποιοι άνοιξαν εστιατόρια ή μανάβικα. Ανάλογα τι ήθελε να κάνει ο καθένας.

13. Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο Ελληνισμό; Ήταν και πόσο οργανωμένος;

Είχαμε δύο εκκλησίες, είχαμε σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο Συλλόγους ποδοσφαίρου, Χορευτικούς Συλλόγους (Ηπειρώτικους, Ποντιακούς, Βλάχικους, Θρακιώτικους).

14. Τι ήταν και είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας, κρατούσε ενωμένους τους Έλληνες και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους;

Ήμασταν πονεμένος λαός, ξενιτεμένος λαός και έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και αγαπημένοι για να λέει ο ένας στον άλλο τον πόνο του. Όπου και να είμαστε, ό,τι και να είμαστε, ήμασταν όλοι αγαπημένοι. Ένας ξένος γινόταν αδελφός σου, γιατί είχες πόνο, ήσουν ξενιτεμένος. Κάτι να σου συνέβαινε, πήγαινες στο γνωστό, γιατί υπήρχε αγάπη απ΄ όλους.

15. Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Τα παιδιά στο δημοτικό κάνανε 6 ώρες ελληνικά και 2 ώρες γερμανικά. Στην αρχή είχε μόνο δημοτικό. Εγώ όταν πήρα το γιο μου το Χρήστο, που είναι το 1964 γεννηθείς, πήγαινε Β΄ Δημοτικού. Μετά δημιουργήθηκε και Γυμνάσιο. Αντίθετα για το μεγάλο μου γιο, το Γρηγόρη, δυσκολευτήκαμε, γιατί δεν είχε Γυμνάσιο.

16. Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Όταν φτάσαμε σε ηλικία να πάρουμε σύνταξη, πήραμε απόφαση να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Όχι οριστικά, γιατί πάλι ξενιτεμένοι είμαστε, γιατί παραμένουμε δηλωμένοι στη Γερμανία. Στην Ελλάδα ήρθαμε τον Μάρτιο του 2000 αλλά, όταν θέλουμε, πάμε στη Γερμανία και καθόμαστε γύρω στις 6 εβδομάδες. Έχουμε επίσης και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

17. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Δεν είχα κανένα δυσάρεστο γεγονός, ήμουν ευχαριστημένη, γιατί είχα μαζί τα παιδιά μου. Μετά έκανα νύφες και εγγόνια και ήμουν ευχαριστημένη που ζούσα εκεί. Όπου και να πήγα, σε όποιο σπίτι και να έμεινα, ήμασταν αγαπητοί από όλους.

18. Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Μου έλειψε το κλίμα της Ελλάδας. Εκεί είχε κρύο. Θυμάμαι το 1969 που πρωτοπήγα στη Γερμανία, το μήνα Αύγουστο, είχε χιόνι.

19. Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην πατρίδα, θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείψει τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα;

Το καλό που υπήρχε στη Γερμανία και το θυμάμαι, ήταν η ιατρική περίθαλψη και η καθαριότητα. Τώρα μου λείπουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Δόξα τω Θεώ είμαστε καλά. Στη Γερμανία δουλεύαμε 8 ώρες στο εργοστάσιο και από 2 ώρες extra (μια δεύτερη δουλειά). Αυτό γινόταν πολλά χρόνια. Από τη δεύτερη δουλειά περίσσευαν κάποια χρήματα. Ο άντρας μου κάθε βράδυ πήγαινε και καθάριζε μια τράπεζα. Εγώ δούλεψα κάποια χρόνια extra αλλά μετά έκανα εγχείρηση στα πόδια μου και περιορίστηκα μόνο στο 8ωρο, ωστόσο πληρωνόμουν καλά. Ο στόχος μας ήταν να μαζέψουμε κάποια χρήματα για να ζήσουμε μια άνετη ζωή. Εκεί ήμασταν όλοι μαζί. Χριστούγεννα – Πάσχα μαζευόμασταν με τα παιδιά και τα εγγόνια. Τώρα μου λείπουν πολύ, ειδικά τα εγγόνια μου. Έρχονται για διακοπές αλλά τον υπόλοιπο καιρό είμαστε μόνοι εγώ με τον άντρα μου. Αυτό είναι πολύ δύσκολο.

20. Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά βιώματα για το οποίο δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για την Ελλάδα;

Πολλοί βουλευτές ήρθαν στη Γερμανία. Όλοι έταξαν, όλοι είπαν πολλά αλλά δυστυχώς έμεινα μόνο στα λόγια. Δεν έκαναν τίποτα για τα παιδιά, για τα σχολεία τους και για όσα υποσχέθηκαν. Ό,τι γίνεται, γίνεται κυρίως χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία των γονέων.

 

 

Ακολουθούν διάφορα χαρτιά και φωτογραφίες της οικογένειας Αβοκάτου.

 

 

Το ζεύγος Αβοκάτου

Η Οικογένεια Αβοκάτου

Η κ. Αβοκάτου

 

 

Στο εργοστάσιο

Από εκδήλωση στη Γερμανία

 

Απρίλιος 2007

 

Επιμέλεια συνέντευξης:

1. Γκόγκας Μανώλης

2. Βενέτης Δημήτριος