|
ΕΠΙΛΟΓΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|
Με τον τίτλο «Λαϊκός πολιτισμός:
Αφιέρωμα στην παραδοσιακή ενδυμασία των κατοίκων του Ν. Σουλίου
αρχές του 20ου αιώνα» οργανώθηκε η παρούσα εργασία
από τους μαθητές της Γ΄ Τάξης του Γυμνασίου Ν. Σουλίου στα
πλαίσια του σχολικού μαθήματος της τοπικής Ιστορίας και των
Πολιτιστικών Προγραμμάτων. Για την ολοκλήρωση της εργασίας
συνεργάστηκαν:
-
Αβραμίδου Χαρίκλεια,
φιλόλογος, καθηγήτρια του Γυμνασίου Ν. Σουλίου
-
Μεσάικος Δημήτριος, Φιλόλογος,
Διευθυντής του Γυμνασίου Ν. Σουλίου.
Ομάδα
εργασίας από τους μαθητές της Γ΄ Τάξης :
- Αβοκάτου
Δήμητρα
- Αβραμπάκη Ευαγγελία
- Βρέττας
Θεοφάνης
- Γιδουλίδου Δήμητρα
- Γκόγκα
Μαρία
- Γκόγκας
Δημήτριος
- Γκόγκας
Παναγιώτης
- Γραμμένου Ελένη
- Δεδούση
Βαΐα
- Δεληγιάννης Γεώργιος
- Καραγκιόζη Μαρία
- Καραγκιόζης Παναγιώτης
- Κεραμιδάρη Κωνσταντίνα
- Κοντού
Ευφροσύνη
- Νικολούδη Παναγιώτα
Σε κάθε προσπάθεια καταγραφής της
ιστορίας μιας τοπικής κοινωνίας πέρα από άντληση πληροφοριών από
διάφορες πηγές, απαραίτητη και με ιδιαίτερη βαρύτητα είναι η
βοήθεια των ατόμων που κατάγονται και ζουν στο συγκεκριμένο
τόπο.
Έτσι αυτή η μικρή προσπάθεια δεν
θα είχε ευοδωθεί, αν δεν υπήρχε ουσιαστική βοήθεια των
Νεοσουλιωτών.
Μας εμπιστεύτηκαν
προσωπικές τους στιγμές, σπάνιες φωτογραφίες από το οικογενειακό
τους αρχείο, μας άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια και την καρδιά
τους.
Γι΄ αυτούς τους λόγους
τους ευχαριστούμε πολύ και τους αφιερώνουμε την παρούσα εργασία
μας.
Στην εποχή μας ο σεβασμός και η
προσήλωση στις παραδόσεις αποτελούν κύριο γνώρισμα των
πολιτισμένων λαών. Όσο περισσότερο εξελίσσονται οικονομικά και
πνευματικά οι λαοί αυτοί, τόσο πιο επιτακτική νιώθουν την ανάγκη
να αγκαλιάσουν με στοργή το παρελθόν τους. Η «επιστροφή στις
ρίζες» είναι σήμερα ένα σύνθημα παγκόσμιο που αποκτά όλο και
μεγαλύτερη απήχηση. Ακόμη και καθεστώτα που προήλθαν από ριζικές
κοινωνικές ανατροπές διαφυλάσσουν με αξιοζήλευτη ευλάβεια ότι
σχετίζεται με την ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου τους.
Η χώρα μας διαθέτει μια πλούσια
λαϊκή παράδοση και μια από τις κυριότερες εκφράσεις της είναι
αναμφίβολα η παραδοσιακή ενδυμασία. Ριζωμένη βαθιά, μέσα στα
πανάρχαια χρόνια, η ελληνική φορεσιά αφέθηκε στην επίδραση της
ιστορίας, του περιβάλλοντος, των θεσμών, των ηθών και των
εθίμων, για να καταλήξει σε αναρίθμητες ποικιλίες που δύσκολα
μπορούν να ομαδοποιηθούν από ένα μη ειδικό, αφού παρουσιάζουν
διαφορές ακόμη και στην ίδια περιοχή.
Παρατηρώντας τις πάμπολλες
παραλλαγές της ελληνικής φορεσιάς, τα φανταχτερά τους χρώματα,
τη λεπτοδουλειά των στολιδιών, την προσπάθεια για πρωτοτυπία και
ιδιαιτερότητα, βλέπει κανείς να καθρεπτίζεται επάνω τους αδρά ο
χαρακτήρας του λαού μας.
Θέλοντας λοιπόν και εμείς να
τονώσουμε και να ενισχύσουμε την καταβαλλόμενη, τα τελευταία
ιδίως χρόνια, προσπάθεια για μια συστηματική γνωριμία, μελέτη
και προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, θα προσπαθήσουμε
με την παρούσα εργασία μας, στα πλαίσια του σχολικού μαθήματος
της Τοπικής Ιστορίας και των Πολιτιστικών Σχολικών
Δραστηριοτήτων, να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε, στο μέτρο
των δυνατοτήτων μας, την ομορφιά της Παραδοσιακής μας
ενδυμασίας, όπως αυτή συναντάται στο χωριό μας, στο Νέο Σούλι,
στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Ο
Διευθυντής Η Καθηγήτρια
Μεσάικος Δημήτριος
Αβραμίδου Χαρίκλεια
Με τον όρο ενδυμασία εννοούμε το
σύνολο «των ενδυμάτων» που απαρτίζουν την εξωτερική εμφάνιση του
ανθρώπου, ενώ ο όρος «ένδυμα» καλύπτει κάθε αντικείμενο
κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό, κατεργασμένο ή όχι, αν
ικανοποιεί τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιείται.
Έχει ενδιαφέρον η μελέτη των
ενδυματολογικών συνηθειών ενός λαού ή μιας εποχής ή κάθε
μεμονωμένου ατόμου, γιατί η ένδυση είναι φορτισμένη με τις
ποικίλες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές
συνθήκες, υπό τις οποίες ζει ο άνθρωπος. Ντυνόμαστε, βέβαια, για
λόγους πρακτικούς αλλά στη διαδικασία της ένδυσης κυριαρχούν οι
κοινωνικοί λόγοι που αρχικά φαίνονται ως δευτερεύοντες.
Διαλέγουμε τη φορεσιά μας για να γίνουμε ελκυστικοί στους φίλους
μας, σε όλους αυτούς με τους οποίους θέλουμε να συνεργαστούμε,
και σεβαστοί στους αντιπάλους μας, σε όλους αυτούς στους οποίους
θέλουμε να επιβληθούμε.
Κάθε ελληνική τοπική φορεσιά είναι
ένα σύνολο ενδυμάτων το οποίο χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων
που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία
: ντύνει δηλαδή και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη
που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φοράει στους τρίτους,
παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη
συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής
πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία
που προσφέρει μια «στολή». Η στολή βασίζεται στην παράδοση και
στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη «μόδα» που
βασίζεται στην αλλαγή.
Οι παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές
πρέπει να άρχισαν να διαμορφώνονται έτσι όπως τις γνωρίζουμε,
κατά τα μέσα του 17ου και 18ου αιώνα. Οι
αποκλειστικές σχεδόν πληροφορίες που έχουμε για την αρχή
τουλάχιστον αυτής της περιόδου, είναι τα κείμενα των ξένων
περιηγητών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα. Μέσα από τα χρονικά τους
μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες άλλοτε ορθές και άλλοτε
ανακριβείς, που βοηθούν να αποκαταστήσουμε και να
παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ελληνικής ενδυμασίας.
Παράλληλα, κάθε είδους φιλολογικό, ιστορικό, νομικό κλπ κείμενο
μπορεί να αποτελέσει πηγή πληροφοριών.
Η ιστορία της ενδυμασίας στον
ιστορικό ελληνικό χώρο αρχίζει για τους ενδυματολόγους κάπου
γύρω στο 1500 π.Χ. Πρόκειται για τις φορεσιές του
αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού που δίνουν μια χαρούμενη νότα στην
παγκόσμια ιστορία του ενδύματος.
Τα αρχαϊκά ρούχα (600 – 480 π.Χ.
περίπου), στον ίδιο χώρο είναι τυλιχτά. Ένα τεμάχιο υφάσματος,
υφασμένο ειδικά σε ένα πλατύ όρθιο αργαλειό, τυλίγεται και
στερεώνεται γύρω από το κορμί, έχοντας το στημόνι στο φάρδος του
υφάσματος.
Η κλασική περίοδος (5ος
π.Χ. αι.) δεν φέρνει τίποτα το καινούριο στη βασική δομή των
καθιερωμένων ρούχων.
Στους πρώτους χριστιανικούς
χρόνους και με την εξάπλωση του στενού οριζόντιου αργαλειού,
κάνει την εμφάνισή του ένα ένδυμα που συντίθεται από περισσότερα
από ένα τεμάχια υφάσματος, η «δαλματική». Το ένδυμα αυτό επέζησε
στις τοπικές ελληνικές φορεσιές ως εσωτερικό ένδυμα, το
«πουκάμισο».
Μεγάλος σταθμός για την εξέλιξη
της γυναικείας φορεσιάς υπήρξε στα νεότερα χρόνια ο ερχομός
(1837) της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας, της Αμαλίας. Έξυπνη
γυναίκα, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον
παραξενοντυμένο λαό της. Δημιούργησε λοιπόν ένα ρομαντικό
φαλκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως το εθνικό
ελληνικό κοστούμι με την ονομασία «Αμαλία». Ένα φόρεμα στο
βιεννέζικο στιλ της εποχής «Biedermeier»
με μπούστο «καβαδιού» και πάνω του το νησιώτικο «ζιπούνι»,
βασιλικά κεντημένο. Το πατροπαράδοτο «φέσι» της παντρεμένης στο
κεφάλι ή το «καλπάκι» της ανύπαντρης, με την προσθήκη του
καθολικού μαύρου «βέλου» για την επίσκεψη στην εκκλησία. Τη
φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελεύθερα κι ακόμα στα
τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια, μέχρι και το Βελιγράδι. Παράλληλα με
την πρωτοβουλία της βασίλισσας Αμαλίας και ο βασιλιάς Όθων
καθιέρωνε ως ένδυμα της αυλής τη «φουστανέλα», φορεσιά που
φορούσαν στα προεπαναστατικά χρόνια οι κλέφτες και οι αρματολοί,
και που σύντομα θα γινόταν η επίσημη αντρική ενδυμασία των
αγροτικών πληθυσμών όλης σχεδόν της Ελλάδας.
Στα πεδινά, τα βουνίσια και τα
θαλασσινά χωριά εξακολουθούν να κυριαρχούν οι τοπικές φορεσιές,
που ακριβώς αυτή την εποχή φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται, λίγο
πριν αρχίσουν να καταργούνται με τη δεύτερη, πιο δυναμική,
εισβολή της δυτικής μόδας, την οποία καθιέρωσε η βασίλισσα Όλγα
με σύμμαχο τη βιομηχανική επανάσταση που άρχισε τότε να
διαφαίνεται και στον ελληνικό χώρο και που στην περίπτωση του
ενδύματος επισημαίνεται με τη ραπτομηχανή, τα «φιγουρίνια» και
τις «καλλιγραφίες», αλλά κυρίως με τις σχολές κοπτικής και
ραπτικής (τέλος 19ου αι.). Εισβάλλει έτσι και η
νεότερη ευρωπαϊκή μόδα στην Ελλάδα.
Με τον 20ο αι. και ήδη
στη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του γεννιέται ένα ρομαντικό
κίνημα για το κράτημα στις ρίζες. Ξεκινά από εμπνευσμένες
Ελληνίδες, όπως την Αγγελική Χατζημιχάλη, την Καλλιρόη Παρρέν
κ.ά., που φορούν ελληνοπρεπή φορέματα, κεντούν, υφαίνουν,
στολίζουν τα σπίτια τους με γνήσια κομμάτια λαϊκής τέχνης,
ανάκατα όμως κάποτε με αντικείμενα που θυμίζουν λίγη κλασική
Αρχαιότητα ή λίγο Βυζάντιο. Θέλουν να συνδέσουν με κάθε τρόπο
την αρχαία με τη νέα Ελλάδα.
Όλες οι γυναικείες φορεσιές του
τόπου μας έχουν ως βασικό ένδυμα το «πουκάμισο». Τυπολογικά όμως
ανήκουν σε δύο μεγάλες ομάδες. Οι φορεσιές της πρώτης, πάνω από
το πουκάμισο έχουν ενδύματα με σαφή βυζαντινή προέλευση σε
παραλλαγές της «δαλματικής», ενώ της δεύτερης έχουν ενδύματα με
αναγεννησιακή προέλευση με βάση το «φουστάνι». Η λέξη φουστάνι
κυριάρχησε σαν συνώνυμη με τη λέξη φόρεμα, αλλά προήλθε κι αυτή
από ένα ειδικό μπαμπακερό ύφασμα που κατασκευαζόταν στο
Fustat της Αιγύπτου. Άλλο ενδιάμεσο
ένδυμα είναι η «φούστα», που συχνά δεν είναι άλλο από ένα
φουστάνι που έχασε με τον καιρό το πανωκόρμι του.
Όλα τα παραπάνω ενδύματα
συμπληρώνονται πολλές φορές με διάφορα γιλέκα και ζακέτα, που
έχουν συχνά επένδυση από γούνα. Τη μέση τη ζώνει ένα ζωνάρι, που
τυλίγεται περισσότερες από μία φορές γύρω από τη μέση και κάποτε
την περιφέρεια, ή μια ζώνη ή και τα δύο.
Χαρακτηριστική στις γυναικείες
χωρικές φορεσιές είναι η ποδιά. Το τμήμα του σώματος που
καλύπτει προσφέρεται για διακόσμηση, γιατί παρέχει μια ενιαία
σχεδόν επιφάνεια. Στα πόδια φοριούνται πλεχτές, μπαμπακερές,
μάλλινες ή μεταξωτές κάλτσες, σε μήκος ανάλογο με το μήκος του
πουκάμισου.
Οι γυναικείες φορεσιές είναι
κατάφορτες από ποικίλα είδη κοσμημάτων, αργυρών και άλλων, που
στολίζουν το κορμί και το κεφάλι.
Τα κεφαλοκαλύμματα και τα
κεφαλοδέματα είναι περίπλοκα, κυρίως τα νυφικά. Στο σύνολό τους,
οι γυναικείες ελληνικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς
συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο
που φοριούνται τα διάφορα τμήματά τους και στα χίλια δυο
στολίδια που τις ποικίλλουν.
Η ελληνική λαϊκή φορεσιά,
ιδιαίτερα η γυναικεία, ήταν έργο των γυναικών. Όλα τα τμήματά
της, από τα καλύμματα του κεφαλιού ως τα υποδήματα,
κατασκευάζονταν, όπως και τα υλικά, επιτοπίως. Σιγά-σιγά
άλλαζαν μερικά τμήματα. Και προστέθηκαν αγοραστά (τσιμπέρια,
ζώνες, σειρήτια, μαντήλια κ.λ.π) που ήταν προϊόντα εργαστηρίων,
ώσπου η βιομηχανική ανάπτυξη παραμέρισε ολοκληρωτικά την
παραδοσιακή φορεσιά. Αυτή περιορίστηκε σε λίγες οπωσδήποτε
«κλειστές» κοινότητες (Σαρακατσάνοι, Βλάχοι κ.λ.π) ή ως γνώρισμα
ατομικής εμμονής στον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Οι ελληνικές αντρικές τοπικές
φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη διακόσμηση, έτσι
ώστε το βασικό τους σχήμα να μένει ξεκάθαρο.
Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις
γυναικείες φορεσιές, όπου τα τολμηρά χρώματα, η υπερβολική
μερικές φορές διακόσμηση και τα πολλά εξαρτήματα μπερδεύουν την
κυρίως γραμμή τους. Όλες οι αντρικές φορεσιές του ελληνικού
χώρου έχουν για εσώρουχα τη φανέλα και το σώβρακο και από καμιά
δεν λείπει το πουκάμισο, που, αν και παρόμοιο στην κοπή με το
γυναικείο, συνήθως είναι κοντό.
Αν παρατηρήσουμε τις αντρικές
φορεσιές κατά μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, θα δούμε ότι σε κάθε
περιοχή χαρακτηρίζονται οπτικά από κάποιο ιδιαίτερο τμήμα τους:
στη Θράκη επικρατεί το «πουτούρι», είδος σκουρόχρωμου μάλλινου
παντελονιού, στη Μακεδονία το μαύρο «μπενεβρέκι», «πανωβράκι» ή
«σαλβάρι», μάλλινο παντελόνι κι αυτό, και το «πουκάμισο»
φορεμένο ως βασικό ένδυμα, ενώ οι Βλάχοι, οι Σαρακατσάνοι, οι
κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας, οι Θεσσαλοί και οι Ηπειρώτες
φορούν ένα είδος κοντού μάλλινου, αμάνικου πανωφοριού που
συνήθως λέγεται «ντουλαμάς».
Όπως στις γυναικείες φορεσιές,
έτσι και στις αντρικές όλα τα παραπάνω ενδύματα συμπληρώνονται
με διάφορα γιλέκα και ζακέτα, φορεμένα το ένα πάνω στο άλλο, που
κουμπώνουν με διάφορους τρόπους, ώστε να μη κρύβει το ένα το
άλλο στα σημεία που παρουσιάζουν διακοσμητικό ενδιαφέρον.
Τη μέση τη ζώνει κάποιο ζωνάρι ή
ζώνη ή και τα δύο. Το χειμώνα φοριούνται πάνω από όλα διάφορα
μανικωτά παλτά ή κάπες, που συχνά έχουν κουκούλα.
Στα πόδια φοριούνται πλεχτές
κάλτσες ή υφασμάτινες περικνημίδες, σε μήκος ανάλογο με το μήκος
του εξωτερικού ενδύματος ή του παντελονιού.
Τα υποδήματα στους αγροτικούς και
ποιμενικούς πληθυσμούς δεν διέφεραν ριζικά ανάμεσα σε άντρες και
γυναίκες. Συχνά κατασκευάζονται πρόχειρα από τους ίδιους τους
χωρικούς από χοιρέδερμα ή βοϊδόδερμα και έχουν ολόγυρα περαστά
λουριά, που στη συνέχεια τυλίγονται για να στερεωθούν γύρω από
τον αστράγαλο και τη γάμπα. Αγοραστά υποδήματα δίνονται κυρίως
ως δώρα γάμου και μετά το 19ο αι. διαφέρουν ριζικά τα
αντρικά από τα γυναικεία. Τα πιο γνωστά υποδήματα στον ελληνικό
χώρο είναι τα «τσαρούχια», που το αρχικό τους όνομα ήταν «πίγγες».
Τα τσαρούχια στην πιο εξελιγμένη τους μορφή έχουν μεγάλες
φούντες και σόλες γεμάτες πρόκες και λέγονται «μαστορικά» ή «προκαδούρες».
Τα διάφορα κεφαλοκαλύμματα και τα
κεφαλοδέματα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν καθορισμένα από
τους Τούρκους σαν διακριτικά γνωρίσματα. Όλα είχαν ως βάση ένα
κόκκινο μαλακό σκούφο από πίλημα, το «φέσι». Μετά την
Απελευθέρωση τα κεφαλοκαλύμματα απλοποιήθηκαν. Στη Μακεδονία,
την Ήπειρο και τη Θράκη καθιερώθηκε η μαύρη βελούδινη ή γούνινη
αστραχάν τόκα, γνωστή επίσης με το όνομα «καλπάκι».
Οι πιο γνωστοί νησιώτες δεν έπαψαν
να φορούν φέσι και μετά την Απελευθέρωση. Όσοι το κατάργησαν,
επειδή τους θύμιζε την περίοδο της σκλαβιάς, φόρεσαν διάφορα
μαντίλια δεμένα γύρω από το κεφάλι με διάφορους τρόπους, όπως το
κρητικό «σαρίκι».
Τα κοσμήματα που στολίζουν τις
αντρικές φορεσιές είναι λίγα. Το πιο συνηθισμένο αντρικό στολίδι
είναι το αργυρό φυλαχτό, το «χαϊμαλί». Στο βορειοελλαδικό χώρο
και τα νησιά οι άντρες φορούν και χάντρινα κοσμήματα, που τους
τα κατασκευάζουν οι γυναίκες τους.
Μετά τη βιομηχανική επανάσταση και
τη σταδιακή εξομοίωση των τάξεων, τα αντρικά ρούχα απέκτησαν και
στην Ελλάδα μια αυστηρή γραμμή, που μόλις τα τελευταία χρόνια
τείνει να εκλείψει. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μάλιστα, η
δυτική μόδα και κυρίως οι στρατιωτικές στολές επιδρούν
αποφασιστικά στην παραδοσιακή φορεσιά, όπως π.χ. στη Μακεδονία
και την Κρήτη, όπου η κυλότα του ιππικού αντικατέστησε την
ντόπια βράκα.
Το Νέο Σούλι είναι κωμόπολη που
απέχει 8 χλμ. από την πόλη των Σερρών και αριθμεί 2.544
κατοίκους (απογραφή 2001). Ανήκει στα λεγόμενα Δαρνακοχώρια (Νέο
Σούλι, Άγιο Πνεύμα, Χρυσό, Εμμ. Παππάς, Πεντάπολη).
Από τις αρχαίες ονομασίες του
χωριού ήταν : «Οινούτσα» (Οινόεσσα), από τα πολλά αμπέλια και το
άφθονο κρασί που παρήγαγε, κάτι που συνεχίστηκε ως τα μέσα του
προηγούμενου αιώνα. Έτσι μνημονεύεται το χωριό στους κώδικες της
Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, στο «Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ»,
όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Κουντιάδης.
Κατά την Τουρκοκρατία ονομαζόταν «Σουμπάσκιοϊ»
ή «Σούμπασκιοϊ» που σημαίνει χωριό – έδρα του σουμπάσκι
(διοικητή) ή πιθανότερο νεροκεφαλοχώρι, (κιόϊ = κεφαλή, μπας =
νερό). Είναι γνωστό ότι το Νέο Σούλι διέθετε άφθονο και
χωνευτικό νερό.
|
Το Νέο Σούλι |
Η ονομασία Νέο Σούλι δόθηκε το
1926, όχι τυχαία. Οι Νεοσουλιώτες έδειξαν άφθαστο ηρωισμό τον
Ιούνιο του 1913 κατά την υποχώρηση των Βουλγάρων, μετά τη μάχη
Κιλκίς - Λαχανά.
Στρατοπέδευσαν στο ύψωμα «Μπουζιάρος»
όπου έστησαν σκηνές. Έτσι οι Βούλγαροι δεν τόλμησαν να
πλησιάσουν ανατολικά προς το Ν. Σούλι, γιατί βλέποντας τις
σκηνές, πίστεψαν πως ο ελληνικός στρατός τους απειλούσε με
κύκλωση.
Ο τότε μητροπολίτης Σερρών κ.κ.
Απόστολος ονόμασε το χωριό Νέο Σούλι και η πολιτεία επίσημα -
όπως είπαμε – καθιέρωσε τη νέα ονομασία το 1926.
Αρχαιολογικά ευρήματα ήρθαν στο
φως τα τελευταία χρόνια, κυρίως επιτύμβιες στήλες και επιγραφές
των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η ονομασία «Αγριάνστα»,
ίσως από τους αρχαίους Αγριάνες και το γλωσσικό ιδίωμα που
διατήρησε ατόφιες πολλές λέξεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα,
αποδεικνύουν ότι το Νέο Σούλι είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά
της περιοχής, όπου δέσποζε η Σίρις, από όπου και οι σημερινές
Σέρρες.
Ας αφήσουμε τον ντόπιο
Ιερομόναχο της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου π. Γαβριήλ
Κουντιάδη να μας «γνωρίσει» τους ανθρώπους της εποχής του :
«Πριν από του 1919 όλοι οι άνδρες του
Σουμπάσκιοϊ εφορούσαν σαλβάρια γρίζινα ή βρακιά από άσπρο ή
μαύρο χονδροπάνι με φαρδιά την σέλα. Εις την μέσην είχαν το
ζωνάρι το κόκκινο ή μαύρο και φαρδύ και εις την ράχιν εφορούσαν
το κοπαράνι από μαύρο γρίζο, και από κάτω τον αλατζένιον
ντουλαμάν και το πάνινο υποκάμισο με τα φαρδομάνικά του. Αλλά
από του 1919 και εντεύθεν ήρχισαν να φορούν μικροί και μεγάλοι
Ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, όπως εις τας πόλεις, με το παντελόνι, με
το σακάκι, με το γιλέκο, με το υποκάμισο το ζαφειρένιο, με το
κασκέτο ή καπέλο εις το κεφάλι, και με τες κάλτσες και τα
μποτίνια εις τα πόδια. Ολίγιστοι ευρίσκονται σήμερον με ταις
τσιάκαις των, με τα σαλβάρια των, και με τους ντουλαμάδες των.
Τα μικρά μάλιστα παιδιά του Σχολείου μανίαν έχουν δια τα
φράγκικα».
|
Φωτογραφία του 1957.
Εδώ ο Γκόγκας Μανώλης και Φασούλας Χρήστος
ντυμένοι με τις ανδρικές παραδοσιακές τοπικές
ενδυμασίες |
Ο π. Γαβριήλ Κουντιάδης
συνεχίζει : «Αι γυναίκες μόνο διατηρούν
οπωσδήποτε την παλαιάν ενδυμασία των, με το φουστάνι των το
αλατζένιο ή μεταξωτό, το οποίον αι ίδιαι το ράπτουν, με την
μηχανήν, με την ποδιά εμπρός και με το σιάλι εις την μέση, με
τον τζιουμπέν τον γρίζινον ή τσόχινον, και με το σιαμί
σκεπασμέναι εις το κεφάλι».
|
Φωτογραφία του 1938.
Εικονίζονται (από αριστερά): Γρηγοριάδης Αθανάσιος
(σκοτώθηκε από τους Βουλγάρους το 1944), Ουστριά
Στεργιανή, Καραγκιόζη Φανή, Χαλέμη Φανή,
Κυριακοπούλου Ελένη, Παντζάρη Φωτεινή, Χαλέμη
Στεργιανή, Μπέλαγρα Φωτεινή, Καραγιάννη Φωτεινή,
Κρυωνά Καλούδα, Βαγενά Φωτεινή, Παντούση Πασχαλία,
Παπακωνσταντίνου Χρυσάνθη, Μπεντούλη Χρυσάνθη,
Δάνογλου Αγγελική, Μπέγκου Παναγιώτα, Ζαμπάκη
Αποστολίνα, Γκαρίπη Καλούδα, Αναστασιάδου Αθανασία,
Δασκαλάκη Ελένη, Ράντος Σωτήρης (πρόεδρος
κοινότητας). Τα παραπάνω κορίτσια είναι μέλη της
Εθνικής Οργάνωσης Νέων (Ε.Ο.Ν.) |
|
Κάποιες ηλικιωμένες
γυναίκες στο Ν. Σούλι σε πείσμα των καιρών
συνεχίζουν να ντύνονται με την παραδοσιακή ενδυμασία
του χωριού. Εδώ κατηφορίζουν το λόφο του Προφήτη
Ηλία μετά από το πανηγύρι του προφήτη Ηλία στο
ομώνυμο εκκλησάκι στην κορυφή του λόφου |
|
Από αριστερά προς τα
δεξιά εικονίζονται οι κ. Σιώσου Ευαγγελία, Μπιρμπίλη
Ευλαμπία, Αναστασιάδου Βασιλική, Δάνογλου Μπουζή και
Βαΐδου Χρυσάνθη |
«Τα
κοριτσάκια από 7 έως 12 ετών, τα οποία συχνάζουν εις το Σχολείον,
είναι όπως τα κοριτσάκια των πόλεων, με κοντότερο φουστανάκι και
με ασκεπή την κεφαλήν», πάντοτε
σύμφωνα με τον π. Γαβριήλ Κουντιάδη, από το «Λεύκωμα του
Σουμπάσκιοϊ» στα 1925.
|
Φωτογραφία του
1955.Κοριτσάκια του Ν. Σουλίου ποζάρουν ανέμελα στο
φωτογραφικό φακό. Από
δεξιά (κάτω) : Ευαγγελία Μπεντούλη, Αθανασία
Γραμμένου, Ευαγγελία Γραμμένου, Πασχαλία Μαρμαρά,
(επάνω):Μαρίκα Μπεντούλη, Στέλλα Γραμμένου και Μαρία
Ευτυχίδου. |
|
Ενθύμιο του 1955.
Εικονίζονται από αριστερά οι : Ελένη Παντζάρη -
Σίκαλου, Ευαγγελία Μπεντούλη, Αποστολίνα Γραμμένου
και Ευαγγελία Ρακοβόλιου |
Τις πληροφορίες που παραθέτουμε
παρακάτω αντλήσαμε από το σύγγραμμα του Νεοσουλιώτη κ. Θεοφάνη
Χαλέμη με τίτλο : Ϊστορικά και Λαογραφικά Νέου Σουλίου Σερρών»
«Οι γυναίκες άσχετα από την
ηλικία στο παρελθόν φορούσαν την αρχαία παραδοσιακή τοπική
ενδυμασία η οποία αποτελείται από :
Ποδεία (κάλτσες) ως τα γόνατα
μαύρου χρώματος, το χειμώνα κατασκευασμένες από μαλλί, τις
υπόλοιπες εποχές του έτους βαμβακερές πλεγμένες με το χέρι από
τις ίδιες με καλτσοβελόνες. Έως την ηλικία των 40 ετών αυτές
είχαν και διάφορα σχέδια, στολίδια, τα οποία γίνονταν κατά το
πλέξιμο.
Υποδήματα ονομαζόμενα
«κουντούρια», από δέρμα, απλά, μαύρου χρώματος με χαμηλά
τακούνια. Κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών έως περίπου το
έτος 1918 κάποιες γυναίκες φορούσαν τσαρούχια, όπως και οι
άντρες. Μέσα στα σπίτια τους φορούσαν εμβάδες = παντούφλες.
Σκελέες βαμβακερές, λευκού
χρώματος, οι οποίες δένονταν στη μέση του σώματος με βρακοζώνες.
Οι σκελέες δένονταν κάτω από τα γόνατα με δύο υφασμάτινες
λουρίδες τις οποίες είχαν στο κάτω άκρο τους οι σκελέες και
ονομάζονταν «πατσιαλούκια» και μ΄ αυτό τον τρόπο συγκρατούσαν
και τις κάλτσες. Από το 1930 περίπου και μετά οι σκελέες δεν
δένονταν με «πατσιαλούκια». Αυτά αφαιρέθηκαν και οι κάλτσες
συγκρατούνταν με καλτσοδέτες, τελευταία μάλιστα και χωρίς
καλτσοδέτες.
Στο κυρίως σώμα, κατάσαρκα,
φορούσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους βαμβακερά εσώρουχα,
ονομαζόμενα «πουκάμισα» λευκού χρώματος και μακριά ως τους
αστραγάλους. Πάνω από τα πουκάμισα φορούσαν τις φούστες,
χρώματος ανοικτού καφέ και πάνω απ΄ αυτές τα φουστάνια, μακριά
ως τους αστραγάλους. Μπροστά και πάνω από τα φουστάνια ποδιές
δεμένες με ιμάντες στη μέση. Τα φουστάνια και οι ποδιές
κατασκευάζονταν από υφάσματα βαμβακερά, μάλλινα, βελούδινα, από
στόφα, τσόχα ή μετάξι. Οι κοπέλες και οι νέες γυναίκες του
χωριού ως την ηλικία περίπου των 40 ετών φορούσαν φουστάνια και
ποδιές διαφόρων χρωμάτων όπως βυσινί, ουρανί, καφεδί κλπ. Οι
ποδιές στο πάνω μέρος ήταν σουρωτές. Οι γυναίκες από 40 ετών και
πάνω, όπως και οι χήρες, ανεξαρτήτου ηλικίας, φορούσαν φουστάνια
και ποδιές μαύρου χρώματος.
|
Χαρακτηριστική
φωτογραφία των ενδυματολογικών συνηθειών στο Ν.
Σούλι. Εικονίζονται (από αριστερά) η Μαντέλα
Πασχαλία, Γκόγκας Θεόδωρος και (στη μέση) Γκόγκα
Αικατερίνη (Φωτογραφία εξωφύλλου) |
Τα φουστάνια μπροστά από το λαιμό
και έως τη μέση του σώματος ήταν σχιστά και έκλειναν εσωτερικά –
αφού πρώτα τα φορούσαν – με 5 έως 6 μεταλλικές κόπτσες ή
σούστες, χωρίς να φαίνονται αυτές εξωτερικά. Παλιότερα, περίπου
έως το έτος 1913, οι γυναίκες πάνω από τα φουστάνια και τις
ποδιές, στη μέση τους, φορούσαν δερμάτινες ή και υφασμάτινες
ζώνες με πόρπες από άργυρο, ονομαζόμενες «γιακομούκια».
|
Φωτογραφία του 1951.
Εικονίζονται (όρθιες από αριστερά) η Καλούδα Φιλέντα,
η Μαρία Παπαθεοδώρου, και (στη μέση καθιστή) η
Ευανθία Καραγκιόζη με την εγγονή της |
Πάνω από τα φουστάνια φορούσαν τις
κάπες, όπως και παλτά μακριά ως τους αστραγάλους, από μάλλινο
ύφασμα και σε μαύρο χρώμα. Τα πουκάμισα, οι φούστες, τα
φουστάνια και οι κάπες ήταν χωρίς «πέτα» και τα φορούσαν τις
καθημερινές και εργάσιμες ημέρες. Τις Κυριακές και γιορτές πάνω
από τα φουστάνια φορούσαν επίσημους τσιμπέδες, από βελούδο,
στόφα, τσόχα ή μετάξι, μαύρου ή σκούρου βυσινί χρώματος, χωρίς
«πέτα» και μακριές ως τους αστραγάλους. Τα μανίκια κοντά στους
καρπούς των χεριών έφεραν γύρω – γύρω ένα κέντημα από χοντρή
κλωστή, το λεγόμενο «γαϊτανάκι».
Στο κεφάλι οι νέες κοπέλες από
ηλικίας 18 περίπου ετών και οι γυναίκες ως την ηλικία περίπου
των 40 ετών φορούσαν κεφαλόδεμα, μαντήλια που ονομάζονταν «ταβλούδες»
ή και «σπαλέτα». Αυτά ήταν μεταξωτά με πολύχρωμα σταμπωτά άνθη,
συνήθως καφεδί ανοικτού χρώματος, λεμονί, πορτοκαλί και
περισσότερο ουρανί χρώματος, ενώ οι γυναίκες που ξεπερνούσαν την
παραπάνω ηλικία φορούσαν κεφαλόδεμα, μαντήλι, ονομαζόμενο «σιαμί»
και ήταν μαύρου χρώματος. Το ίδιο φορούσαν και οι χήρες
ανεξαρτήτου ηλικίας.
|
Φωτογραφία του 1951.
Τα μαλλιά, οι κοπέλες και οι γυναίκες, δεν τα έκοβαν
αλλά τα έκαναν πλεξούδες, κοτσίδες, κόσες, με
κορδέλες. |
|
Οι γυναίκες με τοπική
παραδοσιακή ενδυμασία. Παρατηρούμε τις πλεξίδες ως
κόμμωση στις γυναίκες καθώς και τα φλουριά στο
στήθος. Ο άνδρας ωστόσο με ευρωπαϊκή ενδυμασία από
το 1919 και εξής, αντίθετα από τις γυναίκες που
κάποιες απ΄ αυτές τη διατήρησαν ακόμη και ως σήμερα.
Από το 1950 και μετά όλες οι κοπέλες άρχισαν
να φορούν Ευρωπαϊκή ενδυμασία. |
Σήμερα υπάρχουν ακόμη αρκετές
ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες φορούν την παραδοσιακή τοπική
ενδυμασία του Ν. Σουλίου πιστές στις παραδόσεις.
|
Ηλικιωμένες γυναίκες
χορεύουν στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου.
Εικονίζονται (από αριστερά) : Μπάρμπα Στεργιανή,
Δάνογλου Μπουζή, Δαβίτη Βασιλκή, Πανταζή Αθηνά
|
Οι άνδρες από ηλικίας 18 ετών και
πάνω κατά το παρελθόν φορούσαν την αρχαία, λεβέντικη παραδοσιακή
τοπική ενδυμασία. Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από το
σύγγραμμα και πάλι του κ. Θεοφάνη Χαλέμη μεταφέρουμε τα εξής :
«Ποδεία (κάλτσες) ως τα γόνατα,
μαύρου χρώματος, τον μεν χειμώνα μάλλινες, τις υπόλοιπες εποχές
του έτους βαμβακερές πλεγμένες στο χέρι με καλτσοβελόνες από τις
γυναίκες της οικογένειας. Ως την ηλικία περίπου των 40 ετών
αυτές είχαν και διάφορα σχέδια (στολίδια), τα οποία γίνονταν
κατά το πλέξιμο.
Τα Υποδήματα ονομάζονταν
«τουλούμπες», κατασκευάζονταν από δέρμα και είχαν μαύρο χρώμα.
Κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών περίπου ως το 1950 φορούσαν
τσαρούχια («τσιρβούλια»). Αυτά ήταν χειροποίητα και τα
κατασκεύαζαν οι ίδιοι από δέρματα ζώων, όπως βοδιών, αλόγων,
γαϊδουριών και χοίρων ή τα αγόραζαν από εργοστάσια των Σερρών.
Αρκετές φορές, όταν φορούσαν τσαρούχια, φορούσαν ταυτόχρονα και
ποδόπανα ανάλογα με το είδος της εργασίας (όργωμα, καπνοφυτεία
κλπ) για να μην λερώνονται οι κάλτσες. Μέσα στο σπίτι φορούσαν
εμβάδες = παντούφλες.
Φορούσαν επίσης σκελέες
βαμβακερές, λευκού χρώματος, οι οποίες δένονταν στη μέση του
σώματος με βρακοζώνες. Οι σκελέες δένονταν κάτω από τα γόνατα
με δύο υφασμάτινες λουρίδες τις οποίες είχαν στο κάτω άκρο τους
οι σκελέες και ονομάζονταν «πατσιαλούκια» και μ΄ αυτό τον τρόπο
συγκρατούσαν και τις κάλτσες. Από το 1930 περίπου και μετά οι
κάλτσες συγκρατούνταν με καλτσοδέτες, τελευταία μάλιστα και
χωρίς καλτσοδέτες.
Σαλιβάραι ή Σαλβάραι (βράκαι ή
ποτούρια) κατασκαυάζονταν από υφάσματα βαμβακερά, μάλλινα ή από
τσόχα μαύρου πάντοτε χρώματος. Στο πάνω μέρος ήταν φαρδιές και
στο κάτω, κοντά στους αστραγάλους στενές. Στη μέση δένονταν με
βρακοζώνες υφασμάτινες.
Πάνω από τις σαλιβάρες ή
σαλβάρες στη μέση φορούσαν ζωνάρια κατασκευασμένα από μαλλί,
μαύρου χρώματος, μήκους περίπου δύο μέτρων και φάρδους περίπου
15 έως 30 εκατοστών.
Στο σώμα, κατάσαρκα, φορούσαν κατά
τη διάρκεια όλου του έτους μάλλινες φανέλες, λευκού χρώματος».
|
Φωτογραφία του 1957.
Κοντά στους νέους άνδρες που υιοθέτησαν την
ευρωπαϊκή ενδυμασία ξεχωρίζουμε τους δύο
ηλικιωμένους Νεοσουλιώτες (από αριστερά) Λιούσα
Θεολόγη και Γρηγοριάδη Γεώργιο, ντυμένους
παραδοσιακά |
Τα πουκάμισα ήταν βαμβακερά,
μαύρου χρώματος, χωρίς «πέτα» και με μανίκια. Πάνω από τα
πουκάμισα φορούσαν τους τουλαμάδες, βέστες ή γιλέκα,
κατασκευασμένα από βαμβακερά, μάλλινα ή τσόχινα υφάσματα, μαύρου
χρώματος. Αυτά μπροστά είχαν δύο μεγάλα θυλάκια και στην
αριστερή πλευρά ένα μικρό θυλάκιο για ρολόι τσέπης.
Τέλος πάνω από τους τουλαμάδες ή
τα γιλέκα ή τα βέστα φορούσαν τα κουπαράνια. Ήταν χιτώνια από
μαλλί ή τσόχα, με μανίκια και είχαν μαύρο χρώμα. Τα μανίκια
κοντά στους καρπούς των χεριών έφεραν γύρω – γύρω ένα κέντημα με
χοντρή κλωστή, τη λεγόμενη «γαϊτάνι».
Λαιμοδέτες και παλτά δε φορούσαν.
Στο κεφάλι φορούσαν κατά τη
διάρκεια όλου του έτους πίλους (καπέλα) μαύρου χρώματος. Οι νέοι
ως την ηλικία των 40 ετών φορούσαν το ίδιο στο κεφάλι και είχαν
ανοιχτό μαύρο χρώμα, καφεδί ή γκρι.
Οι άντρες από την ενηλικίωσή τους
από 18-20 ετών έφεραν μουστάκια.
Από το έτος 1919 και μετά οι νέοι
άρχισαν να φορούν Ευρωπαϊκή ενδυμασία, δηλαδή παντελόνια,
γιλέκα, χιτώνια, σακάκια και έπαυσαν να φορούν ζωνάρια.
Ο τελευταίος άντρας που φορούσε
την παλιά παραδοσιακή τοπική ενδυμασία πέθανε το 1975.
|
Οικογενειακή
Φωτογραφία του 1925 της οικογένειας Θεοφάνη Δεδούση.
Ο Δεδούσης
Θεοφάνης επέζησε κατά την ομηρεία 1917-18, δε
γλίτωσε όμως κατά την επόμενη βουλγαρική κατοχή
(1941-44). Οι Βούλγαροι έκαψαν ζωντανή τη γυναίκα
του μαζί με άλλα τέσσερα μέλη της οικογένειάς του
στο σπίτι του στην «Παλουπκάδα», ενώ τον ίδιο με
τέσσερα από τα παιδιά του τον σκότωσαν, αφού τον
βασάνισαν φρικτά (Μάρτιος 1944).
(Νεοσουλιώτες Όμηροι Βουλγάρων 1917-18,
Ανάτυπο από τον 15ο τόμο των «Σερραϊκών
Χρονικών», Αναστ. Μπέγκος, Αθήνα 2004). |
Η προφορική ιστορία έχει
μεγάλη παιδαγωγική σημασία για τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών
μηχανισμών που παράγουν την ιστορική γνώση και διαμορφώνουν τις
σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, την ανάπτυξη της ιστορικής
συνείδησης, την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων «εκ των έσω»,
την ανθρωποποίηση της ιστορίας, την καλλιέργεια της ερευνητικής
διάθεσης σε σχέση με τους κοινωνικούς μηχανισμούς μάθησης, την
αναγνώριση των επιρροών που ασκούνται στα άτομα, στη συσχέτιση
των ενδιαφερόντων των μαθητών, την καλύτερη γνωριμία του
δασκάλου με τους μαθητές του, την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
κλπ. (Hudson & Santora
2003, Ingram P. 1999, Niemeta 1983, Siler 1996, Stradling 2001,
Whitman 1999, 2002 & 2004).
Οι συνεντεύξεις που ακολουθούν
δόθηκαν κυρίως από τις γιαγιάδες των μαθητών της Γ΄ Γυμνασίου
στα εγγόνια τους. Είναι επώνυμες και προσπαθήσαμε να τις
καταγράψουμε αυτούσιες διατηρώντας το ύφος και το λεξιλόγιο που
χρησιμοποιήθηκε κάθε φορά, γιατί πιστεύουμε πως έτσι διατηρούν
την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια του προφορικού λόγου.
1. Ποια είναι τα βασικά μέρη που
αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά στο Ν. Σούλι
;
Φουστάνι
: Φόρεμα μεταξωτό ή αλατζένιο, μακρύ που φτάνει μέχρι τον
αστράγαλο.
Φούστα
: Μάλλινη ή πουκαμίσα μακριά που φοριέται κάτω από το φουστάνι.
Ποδιά
: Φοριέται μπροστά από το φουστάνι και είναι κεντημένη με ζωηρά
χρώματα.
Σιάλι
(ζώνη) : Στερεώνεται στη μέση.
Σιαμί
: Μαντήλα – κεφαλόδεσμος.
Τζιουμπές ή τζιμπές
: Πανωφόρι από τσόχα που ήταν επίσημο, ενώ το υφασμένο στον
αργαλειό ήταν το καθημερινό.
Φλουριά
: Αυτά τα είχαν κρεμασμένα στο στήθος αλλά μόνο οι παντρεμένες.
(Από αριστερά)
Γκόγκα Βασιλική και
Μαλάκου Στέλλα με παραδοσιακές ενδυμασίες του Ν.
Σουλίου
|
(Από αριστερά)
Κούντιου Χρυσούλα και
Γκόγκα Βασιλική |
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή
ανδρική φορεσιά στο Ν. Σούλι;
Πουκάμισο
: Άσπρο, βαμβακερό, με μανίκια και μακρύ μέχρι το γόνατο.
Εσώβρακο
: Έφθανε κάτω από τα γόνατα και δένονταν με τα «πατσιαλίκια».
Γιλέκο
: Ήταν χοντρό, μαύρο και μάλλινο.
Φέσι
: Μπλε φέσι στο κεφάλι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αργότερα
τραγιάσκα ή κασκέτο.
Ζανάρι («ζναρ»)
: στερεώνονταν στη μέση και ήταν μαύρο ή κόκκινο.
Κάλτσες
: Χοντρές, μάλλινες, πλεγμένες στο χέρι και με διάφορα σχέδια.
Τσαρούχια (τσιρβούλια)
: Ήταν φτιαγμένα από δέρμα ζώου, συνήθως γουρουνιού.
Σαλβάρι
: Είχε φαρδιά σέλα, ήταν από μαύρο ή γκρίζο «σαγιάκι» υφασμένο
στον αργαλειό.
Κοπαράνι
: Πανωφόρι μαύρο ή γκρίζο.
Ντουλαμάς
: Είδος γιλέκου, αλατζένιος, φοριούνταν κάτω από
το κοπαράνι.
Συνέντευξη της κ. Βαΐδου Χρσυάνθης
Επιμελήθηκε η μαθήτρια Γιδουλίδου
Δήμητρα
|
Η κ. Βαΐδου Χρυσάνθη |
1. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή
γυναικεία φορεσιά στο Ν. Σούλι ;
Τα βασικά μέρη μιας γυναικείας
φορεσιάς ήταν τα εξής : Το φουστάνι, η ποδιά, η στόχα (κάπα), το
τσεμπέρι και τα φλουριά.
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή
αντρική φορεσιά στο Ν. Σούλι ;
Οι αντρικές φορεσιές παλιά
λέγονταν σαλιβάρες. Οι σαλιβάρες αποτελούνταν από το γιλέκο, ένα
άσπρο πουκάμισο, ένα ζωνάρι σε χρώμα μαύρο ή βυσινί, η βράκα, τα
τσιράπια (κάλτσες) και οι τουλούμπες (υποδήματα).
|
Η κ. Αβοκάτου Μάρθα με
την εγγονή της Αβοκάτου Δήμητρα |
3. Ποιες
ήταν οι πρώτες ύλες και από πού τις προμηθεύονταν;
Χρησιμοποιούσαν υφάσματα, όπως
μάλλινα, μεταξωτά, βελούδα και ταφτά, τα οποία αγόραζαν από
υφασματοπωλεία.
4. Ποιος
και με ποιο τρόπο κατασκεύαζε τις φορεσιές;
Υπήρχε μια γυναίκα στο χωριό που
ήταν μοδίστρα και τα έραβε με το χέρι ή στη μηχανή. Αργότερα
υπήρξαν και άλλες μοδίστρες, όπως η κ. Ζωΐτσα (Ζίτσα).
5.
Ποια χρώματα
συνηθίζονταν στις ενδυμασίες;
Συνηθίζαμε να φοράμε φορέματα στα
εξής χρώματα: καφέ, μπλε, βυσινί και πράσινο.
6.
Συμπεριλάμβανε η ενδυμασία και κάποια
διακοσμητικά που την συμπλήρωναν και ποια ήταν αυτά;
Τη φορεσιά συμπλήρωνε η ποδιά, το
τσεμπέρι, οι πόρπες (ζώνες) στη μέση και τα φλουριά στο στήθος,
που τα φορούσαν μόνο οι παντρεμένες.
7.
Υπήρχε καθημερινή και επίσημη – γιορτινή,
κι αν ναι, τι ήταν αυτό που τις διαφοροποιούσε;
Για επίσημη ενδυμασία
χρησιμοποιούσαν φορέματα από ταφτά μεταξωτό, βελούδο και τσιρβόλ,
που ήταν λεπτό καλοκαιρινό ύφασμα. Καθημερινά φορούσαν βαμβακερά
φορέματα σε σκούρα χρώματα. Όσες γυναίκες ήταν από εύπορη
οικονομικά οικογένεια φορούσαν φορέματα από ταφτά ή βελούδο.
Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου η οικονομική και κοινωνική
εξέλιξη των κατοίκων του Ν. Σουλίου επέτρεψε έτσι ώστε να
εξισωθούν οι περισσότερες ως προς αυτό τον τομέα.
8.
Υπήρχε κάποιο διακριτικό σημείο αναφορικά
με την ενδυμασία που να ξεχωρίζει μια παντρεμένη από μια
ελεύθερη κοπέλα και ποιο ήταν αυτό;
Οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν
σκούρα χρώματα και φλουριά στο στήθος, ενώ οι ελεύθερες κοπέλες
φορούσαν ανοιχτόχρωμα χρώματα, όπως το κόκκινο, ήταν κεντημένα
και δε φορούσαν φλουριά.
9.
Από πότε άρχισε να υπεισέρχεται και ο
ευρωπαϊκός τρόπος αμφίεσης και η μόδα στο χωριό, με αποτέλεσμα
να περιθωριοποιήσει την παράδοση;
Οι γυναίκες του χωριού άρχισαν από
το 1968 πλέον να ντύνονται με ευρωπαϊκό τρόπο.
Τη συνέντευξη έδωσε στις 17/2/2006
η κ. Αβοκάτου Μάρθα στην εγγονή της Αβοκάτου Δήμητρα.
1.
Ποια είναι τα βασικά
μέρη που αποτελούν μια τυπική γυναικεία φορεσιά στο Ν. Σούλι;
Οι γυναίκες στο Ν. Σούλι φορούσαν
ένα μακρύ φόρεμα, όποιο χρώμα επιθυμούσαν. Στη μέση στερεώνονταν
με μια ποδιά κεντημένη στο κάτω μέρος της ή με κίτρινη δαντέλα.
Στο κεφάλι φορούσαν ένα μαύρο «σιαμί» ή «ταβλούδα», η οποία ήταν
κεντημένη και χρωματιστή. Μετά από χρόνια έβγαλαν το σιαμί και
το αντικατέστησαν με τα τσιμπέρια. Τα παπούτσια ήταν πεζά
(χαμηλά) και μαύρα. Το χειμώνα πάνω από το φόρεμα φορούσαν ένα
πανωφόρι από μαύρη τσόχα. Είχε μανίκια και ήταν για επίσημες
στιγμές. Τις καθημερινές φορούσαν κάπα που ήταν επίσης μαύρη,
αλλά χωρίς μανίκια. Το τσόχινο πανωφόρι είχε πιο ψιλό ύφασμα,
αντίθετα από την κάπα που ήταν χοντρή.
|
Η κ. Καρύδα Στέλλα με
τον εγγονό της Θεοφάνη Βρέττα. |
2.
Ποια είναι τα βασικά
μέρη που αποτελούν μια τυπική αντρική φορεσιά στο Ν. Σούλι;
Οι άντρες φορούσαν σαλιβάρες και
στη μέση ένα ζωνάρι. Το ζωνάρι αυτό χρησίμευε και ως τσέπη. Εκεί
τοποθετούσαν την ταμπακέρα και τον καπνό, καθώς κάπνιζαν στριφτό
τσιγάρο. Επίσης έβαζαν και τα χρήματά τους μέσα σε πάνινη
σακούλα. Στο κεφάλι φορούσαν ένα μαύρο φέσι. Μετά από χρόνια
έβγαλαν τις σαλιβάρες και φόρεσαν παντελόνια, κυρίως οι νέοι
άνδρες.
3.
Ποιος και με ποιο
τρόπο κατασκεύαζε τις φορεσιές;
Τις φορεσιές τις έραβαν οι άντρες
σε ραφτάδες από τις Σέρρες, γιατί στο Ν. Σούλι δεν υπήρχαν.
Έπαιρναν τα μέτρα από τον ενδιαφερόμενο πελάτη και αυτός τις
έραβε. Στο χωριό μπορούσε κανείς να ράψει φουστάνια αλλά τις
τσόχες και τις κάπες τι έραβαν στις Σέρρες.
4.
Ποια χρώματα
συνηθίζονταν στις ενδυμασίες;
οι νεαρές γυναίκες μπορούσαν να
διαλέξουν όποιο χρώμα ήθελαν εκτός από την κάπα και την τσόχα
που ήταν κατά κανόνα μαύρες. Στους άντρες οι βράκες ήταν μαύρες
και τα πουκάμισα άσπρα.
5.
Συμπεριλάμβανε η
ενδυμασία και κάποια διακοσμητικά που την συμπλήρωναν και ποια
ήταν αυτά;
Οι γυναίκες φορούσαν πάνω από την
ποδιά ζώνη με μεγάλα διακριτικά ασημικά.
6.
Τι σημαίνει για σας
προσωπικά στις μέρες μας (αρχές του 21ου αι.) αυτή η
εμμονή στον παραδοσιακό τρόπο ένδυσης από ηλικιωμένες
Νεοσουλιώτισσες;
Πιστεύω πως μ΄ αυτό τον τρόπο
τιμούμε τους γονείς μας και μας αρέσει να τις βλέπουμε να φοράνε
την παραδοσιακή ενδυμασία.
Τη συνέντευξη έδωσε η κ. Καρύδα
Στέλλα στις 09 / 04 /2006 και επιμελήθηκε ο μαθητής Βρέττας
Θεοφάνης.
1. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική γυναικεία φορεσιά
στο Ν. Σούλι;
Μια τυπική γυναικεία φορεσιά
αποτελούνταν από ένα φουστάνι που από τη μέση και κάτω είχε
πιέτες. Στη μέση φορούσαν ποδιά και πάνω από το φόρεμα κάπα.
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική αντρική φορεσιά
στο Ν. Σούλι;
Μια τυπική αντρική φορεσιά
αποτελούνταν από μαύρη σαλιβάρα, άσπρο πουκάμισο και μαύρο
γιλέκο.
|
Η κ.
Παράχου Κωνσταντινιά με την εγγονή της Κεραμιδάρη
Κωνσταντίνα |
3. Ποιες
ήταν οι πρώτες ύλες και από πού τις προμηθεύονταν;
Η φορεσιά των ανδρών
κατασκευάζονταν από κασμίρ, ενώ των γυναικών τα υφάσματα ήταν
μάλλινα και τα πιο επίσημα από μαροκέν, κρεπ σατέν, ράντιο
(μεταξωτό), στόφα και βελούδο.
4. Ποιος
και με ποιο τρόπο κατασκεύαζε τις φορεσιές;
Σε ράφτες άντρες που υπήρχαν στις
Σέρρες πήγαιναν και άντρες και γυναίκες.
5. Ποια
ήταν τα χρώματα που συνηθίζονταν στις ενδυμασίες;
Στους άντρες χρησιμοποιούνταν μόνο
το μαύρο και το άσπρο χρώμα. Οι ηλικιωμένες γυναίκες φορούσαν τη
συνηθισμένη φορεσιά σε μαύρο χρώμα με ένα τσεμπέρι στο κεφάλι,
που ονομάζονταν σιαμί. Οι νέες φορούσαν απλά φουστάνια σε
διάφορα χρώματα.
6.
Συμπεριλάμβανε η ενδυμασία και κάποια διακοσμητικά που την
συμπλήρωναν και ποια ήταν αυτά;
Οι γυναίκες φορούσαν καθημερινά
τσεμπέρι που το έλεγαν σιαμί. Επίσημες μέρες και γιορτές
φορούσαν πάνω από το φόρεμα την τσόχα με μανίκι. Φορούσαν
φλουριά στο στήθος που ήταν ραμμένα και λέγονταν σαλιάρες. Οι
άντρες φορούσαν πάνω από τα σαλιβάρια ζωνάρια και τραγιάσκα.
Κρατούσαν στο χέρι κομπολόι από κεχριμπάρι.
7. Υπήρχε
κάποιο διακριτικό σημείο αναφορικά με την ενδυμασία που να
ξεχωρίζει μια παντρεμένη από μία ελεύθερη κοπέλα και ποιο ήταν
αυτό;
Οι ελεύθερες κοπέλες φορούσαν τις
ίδιες φορεσιές που φορούσαν όλες οι γυναίκες του Ν. Σουλίου,
αλλά δε φορούσαν μαντίλια. Όταν κάποια κοπέλα δεν είχε μαλλιά,
χρησιμοποιούσε ξένα, τα οποία μετά από επεξεργασία τα έφτιαχνε
πλεξούδες. Αυτά τα ξένα μαλλιά που υποκαθιστούσαν τα δικά της
λέγονταν «ξονομάλλια»
8. Από πότε
άρχισε να υπεισέρχεται και ο ευρωπαϊκό; Τρόπος αμφίεσης και η
μόδα στο χωριό, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιήσει την παράδοση;
Από τη δεκαετία του ΄50 άρχισε να
κερδίζει έδαφος ο ευρωπαϊκός τρόπος αμφίεσης και στο χωριό μας.
9. Ποιες
συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές)
διαμόρφωσαν τις ενδυματολογικές συνήθειες εδώ στο Ν. Σούλι και
πώς αυτές μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και έφτασαν μάλιστα
μέχρι τις μέρες μας;
Οι γυναίκες από ταπεινοφροσύνη και
σύμφωνες με την ηθική της εποχής θέλοντας να κρατούν μακριά από
την κοινή θέα τα μέρη του σώματός τους φορούσαν τα παραπάνω που
περιγράψαμε. Αυτή η παραδοσιακή φορεσιά μεταδόθηκε από γενιά σε
γενιά και έφτασε ως τις μέρες μας.
10. Τι
σημαίνει για σας προσωπικά στις αρχές του 21ου αι.
αυτή η εμμονή στον παραδοσιακό τρόπο ένδυσης, κάτι που
χαρακτηρίζει και πολλές ηλικιωμένες συγχωριανές μας;
Οι ηλικιωμένες συγχωριανές μας
κρατούν την παράδοση και αυτό το επιδιώκουν με κάθε μέσο, όπως
στη συγκεκριμένη περίπτωση μένοντας πιστές στον τρόπο
ενδυμασίας.
Τη συνέντευξη έδωσε η κ.
Κωνσταντινίδου Παράσχου Κωνσταντινιά στις 15 / 02/ 2006 στη
μαθήτρια Κεραμιδάρη Κωνσταντίνα.
1. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια παραδοσιακή γυναικεία
φορεσιά στο Ν. Σούλι;
Τα βασικά μέρη μιας γυναικείας
φορεσιάς στο Ν. Σούλι είναι τα εξής : Το φουστάνι, η ποδιά, το
τσεμπέρι και η τσόχα.
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια παραδοσιακή αντρική
φορεσιά στο Ν. Σούλι;
Τα βασικά μέρη μιας ανδρικής
φορεσιάς στο Ν. Σούλι είναι τα εξής : Η σαλιβάρα (παντελόνι), το
πουκάμισο, το γιλέκο, το ζωνάρι, τα τσιράπια (κάλτσες) και η
τραγιάσκα (καπέλο).
|
Η κ.Γκόγκα Βασιλική με
τον εγγονό της Γκόγκα Παναγιώτη |
3. Ποιες
ήταν οι πρώτες ύλες και από πού τις προμηθεύονταν;
Οι πρώτες ύλες για τη γυναικεία
φορεσιά ήταν μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα, μακροκέν ή σατέν για την
ποδιά και το τσεμπέρι και για το πανωφόρι τσόχα. Για την ανδρική
φορεσιά μάλλινο (γρίζο) για τη σαλιβάρα, χασέ για το πουκάμισο,
τσόχα για το γιλέκο και φανέλα για το ζωνάρι. Τα υλικά τα
προμηθεύονταν από τα υφασματοπωλεία.
4. Ποιος
και με ποιο τρόπο κατασκεύαζε τις φορεσιές;
Οι φορεσιές για τις γυναίκες τις
έραβαν οι μοδίστρες και για τους άντρες οι ραφτάδες.
5. Ποια τα
χρώματα που συνηθίζονταν στις ενδυμασίες;
Στις γυναικείες ενδυμασίες
επικρατούσε το μαύρο για τις ηλικιωμένες γυναίκες και για τις
νεότερες το μπλε, μπορντώ, λαδί και καφέ. Όσο για τους άντρες η
σαλιβάρα, το γιλέκο και το ζωνάρι ήταν μαύρα και το πουκάμισο
άσπρο.
6. Υπήρχαν
και κάποια διακοσμητικά που συμπλήρωναν την ενδυμασία και ποια
ήταν αυτά;
Τα διακοσμητικά για τις γυναικείες
φορεσιές ήταν τα φλουριά και για τους άντρες το ρολόι τσέπης.
7. Υπήρχε
καθημερινή και επίσημη-γιορτινή και, αν ναι, τι ήταν αυτό που
τις διαφοροποιούσε;
Υπήρχε η καθημερινή και η γιορτινή
ενδυμασία. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι η καθημερινή ήταν
κατασκευασμένη από χασέ ή φανέλα, ενώ η γιορτινή από μεταξωτό ή
ταφτά. Στους άντρες πάλι υπήρχαν μία καθημερινή και μία
καλή-γιορτινή.
8. Ποιες
συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές)
διαμόρφωσαν τις ενδυματολογικές συνήθειες εδώ στο Ν. Σούλι και
πώς αυτές μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και έφτασαν μάλιστα
μέχρι τις μέρες μας;
Φορώντας κανείς αυτές τις
παραδοσιακές φορεσιές κρατούσε τις παραδόσεις του χωριού. Από
την άλλη πλευρά και οικονομικοί λόγοι έπαιζαν ρόλο καθώς δεν
άλλαζαν συνεχώς τις φορεσιές τους.
9. Τι
σημαίνει για σας προσωπικά στις αρχές του 21ου αι.
αυτή η εμμονή στον παραδοσιακό τρόπο ένδυσης, κάτι που
χαρακτηρίζει και πολλές ηλικιωμένες συγχωριανές μας σήμερα;
Οι γιαγιάδες που συνεχίζουν να
ντύνονται με τα παραδοσιακά ρούχα του χωριού μας, μας θυμίζουν
τον παλιό καλό καιρό.
Τη συνέντευξη έδωσε η κ. Γκόγκα
Βασιλική στις 19 / 02 / 2006 στο μαθητή Γκόγκα Παναγιώτη.
1. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική γυναικεία φορεσιά
στο Ν. Σούλι;
Βασικά μέρη της γυναικείας
φορεσιάς του χωριού μας είναι :
Φουστάνι
μεταξωτό ή βαμβακερό μακρύ μέχρι τον αστράγαλο.
Φούστα
μάλλινη ή πουκαμίσα μακριά κάτω από το φουστάνι.
Ποδιά
κεντημένη για τις γιορτές ή απλή.
Σιάλι
(ζώνη) στη μέση (σήμερα δεν τη φοράνε).
Σιαμί
(μαντήλα) στο κεφάλι.
Τζιμπές
(πανωφόρι) από τσόχα, το επίσημο το φοράνε ακόμα και σήμερα,
παλιότερα υπήρχε και το καθημερινό υφασμένο στον αργαλειό (γκρίζινο).
Φλουριά,
τα οποία παλιότερα είχαν κρεμασμένα στο στήθος μόνο οι
παντρεμένες γυναίκες και οι νύφες στο γάμο τους. Τα φουστάνια
επίσης ήταν και σε χρώματα πιο έντονα.
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική αντρική φορεσιά
στο Ν. Σούλι;
Βασικά μέρη της αντρικής φορεσιά
είναι :
Φέσι
μπλε στο κεφάλι στα χρόνια της Τουρκοκρατίς και ύστερα τραγιάσκα
(κασκέτο).
Γιλέκο
χοντρό μάλλινο.
Πουκάμισο
άσπρο βαμβακερό με μανίκια, μακρύ μέχρι το γόνατο (κάτω από το
γιλέκο).
Ζωνάρι
στη μέση κόκκινο ή μαύρο.
Σώβρακο
που έφθανε μέχρι το γόνατο και δενότανε με τα «πατσιλίκια».
Κάλτσες
χοντρές μάλλινες, πλεγμένες στο χέρι.
Σαλιβάρια
ή σαλιβάρα (αντί για παντελόνι) με φαρδιά τη σέλα από μαύρο ή
γκρίζο «σαγιάκια» στον αργαλειό υφασμένη.
Κοπαράνι
(πανωφόρι) στη ράχη , μαύρο ή γκρίζο.
Ντουλαμάς
αλατζένιος (είδος γιλέκου), κάτω από το κοπαράνι.
3. Η
γυναικεία φορεσιά είναι απλή. Υπήρχαν κάποια διακοσμητικά και τι
είδους ήταν αυτά;
Η γυναικεία φορεσιά είναι γενικά
απλή, όπως φοριέται ακόμα και σήμερα. Παλιότερα τα φουστάνια
ήταν και σε χρώματα και στολιζόταν μόνο από κεντημένες ποδιές.
4. Ως
πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών του Ν. Σουλίου, τι έχετε να μας
πείτε σχετικά με τις δραστηριότητες του συλλόγου σας με σημείο
αναφοράς τον πολιτισμό καθώς και λίγα λόγια για την ιστορία και
τους γενικότερους στόχους του;
Οι δραστηριότητες του Συλλόγου
Γυναικών του χωριού μας περιλαμβάνουν ομιλίες (συνήθως από
γιατρούς, ψυχολόγους κ. ά.).
Γιορτάζουμε διάφορες γιορτές, όπως
τη γιορτή της μητέρας, τη γιορτή της γυναίκας.
Αναβιώνουμε τον «κρατσμά», στο
τέλος των εργασιών του καπνού, που είναι η βασική καλλιέργεια
των κατοίκων του χωριού, διοργανώνοντας γιορτή στην αίθουσα του
Συλλόγου με φαγητό και μουσική και οπωσδήποτε κρατσμά
(σιμιγδαλένιο χαλβά).
Τα τελευταία δύο χρόνια
αναβιώνουμε και το έθιμο με τις «στάβες», ένα έθιμο που δεν
σταμάτησε από τα παιδιά του χωριού. Δηλαδή ανάβουμε μια μεγάλη
φωτιά «στάβα» την Κυριακή των Απόκρεω με παραδοσιακούς χορούς σε
λαϊκό γλέντι.
Στο δυναμικό του Συλλόγου υπάρχουν
χορευτικά τμήματα από παιδιά και μεγάλες γυναίκες για τη
διατήρηση των παραδοσιακών χορών.
Η συνέντευξη δόθηκε στη αίθουσα
του συλλόγου των γυναικών του χωριού από την Πρόεδρο του
Συλλόγου Γυναικών του Ν. Σουλίου κ. Νάνου Πασχαλία αλλά και από
πολλές άλλες γυναίκες που έτυχε να είναι παρούσες.
|
Η Πρόεδρος του
Συλλόγου Γυναικών Ν. Σουλίου κ. Νάνου Πασχαλία |
1. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή
γυναικεία φορεσιά στο Ν. Σούλι ;
Όταν πήγαιναν στο σχολείο φορούσαν
ποδιές, μόλις γινόταν 13 χρονών φορούσαν φουστάνια.
Τα βασικά μέρη είναι : φουστάνια,
μπουλερά, ποδιές, τσιμπέρι.
2. Ποια
είναι τα βασικά μέρη που αποτελούν μια τυπική παραδοσιακή
αντρική φορεσιά στο Ν. Σούλι ;
Τα βασικά μέρη είναι : Σαλιβάρες,
γιλέκα, φέστα, ζωνάρια, καπέλα. Οι νέοι φορούσαν παντελόνια και
πουκάμισα.
|
Η κ. Λιούσα Αποστολίνα |
3. Ποιες
ήταν οι πρώτες ύλες και από πού τις προμηθεύονταν;
Είχαν τσόχες με γούνα. Όσες ήταν
εύπορες, όταν αρραβωνιάζονταν φορούσαν κοσμήματα, φλουριά και
ζωνάρια. Τα υφάσματα ήταν βαμβακερά και τα προμηθεύονταν από
μαγαζιά από τις Σέρρες.
4. Ποιος
και με ποιο τρόπο κατασκεύαζε τις φορεσιές;
Στο χωριό είχε ένα ράφτη. Για τις
γυναίκες ήταν ράφτρια η δασκάλα η κ. Ζωΐτσα, καθώς επίσης και η
Στέλλα Καμπούρη. Τις έραβαν με μηχανή του χεριού.
5.
Ποια χρώματα
συνηθίζονταν στις ενδυμασίες;
Συνηθίζαμε να φοράμε φορέματα στα
εξής χρώματα: βυσινί, πράσινο, καφέ, ουρανί. Αυτές που ήταν νέες
φορούσαν ανοιχτά χρώματα, ενώ οι μεγαλύτερες φορούσαν σκούρα..
6.
Συμπεριλάμβανε η ενδυμασία και κάποια
διακοσμητικά που την συμπλήρωναν και ποια ήταν αυτά;
Τη φορεσιά συμπλήρωναν τα φλουριά
στο στήθος, που τα φορούσαν μόνο οι παντρεμένες.
7. Από πότε
άρχισε να υπεισέρχεται και ο ευρωπαϊκός τρόπος αμφίεσης και η
μόδα στο χωριό, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιήσει την παράδοση;
Οι γυναίκες του χωριού άρχισαν από
το 1950 πλέον να ντύνονται με ευρωπαϊκό τρόπο.
8. Ποιες
συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές)
διαμόρφωσαν τις ενδυματολογικές συνήθειες εδώ στο Ν. Σούλι και
πώς αυτές μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και έφτασαν μάλιστα
μέχρι τις μέρες μας;
Δεν εξαρτιόταν οικονομικά η
ενδυμασία. Όλες οι γυναίκες ντύνονταν το ίδιο.
Συνέντευξη της κ. Λιούσα
Αποστολίνας
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η
μαθήτρια Καραγκιόζη Μαρία
|
Φωτογραφία του 1927.
Το ζεύγος του Θωμά και της Χρυσάνθης Παράσχου.
Αξιοπρόσεκτη η γυναικεία φορεσιά, με τα απαραίτητα
φλουριά «ντούμπλες» στο στήθος. |
Η ποιότητα των υφασμάτων ήταν
αυτό που ξεχώριζε τη νυφική από μια απλή καθημερινή φορεσιά. Οι
άντρες με το ευρωπαϊκό κουστούμι μια που η μόδα της Ευρώπης
έκανε την επέλαση της και στο Ν. Σούλι από το 1919 και μετά,
σύμφωνα με το Νεοσουλιώτη Ιερομόναχο π. Γαβριήλ Κουντιάδη
|
Φωτογραφία του 1929. Ο Σίμος Γραμμένος με την
αρραβωνιαστικιά του Αικατερίνη Φιλέντα.
Χαρακτηριστικά τα φλουριά που είναι ραμμένα μπροστά.
Αυτά τα πολύτιμα κοσμήματα εξαργυρώθηκαν
(πουλήθηκαν) αργότερα στα δύσκολα χρόνια που
ακολούθησαν κι έτσι τα θαυμάζουμε σήμερα μόνο απ΄
αυτές τις πανέμορφες φωτογραφίες. |
|
Νυφική φωτογραφία του
1931.
Ο Σωτήρης Πανταζής με τη
σύζυγό του Αποστολίνα. |
Φωτογραφία της δεκαετίας
του 1940
Ο Καρύδας Νικόλαος με τη
σύζυγό του Δήμητρα. |
|
|
Νυφική φωτογραφία του
1943. Ο Μεσάικος Ναούμ με τη σύζυγό του Ευαγγελία |
|
Νυφική φωτογραφία του
1950.
Ο Ζαμπάκης Δημήτριος
με τη σύζυγό του Βασιλική.
|
Νυφική φωτογραφία του
1950.
Ο Αθανάσιος Ματάκος με
τη σύζυγό του Μαρία. Εδώ η νύφη φορά λευκό πέπλο στο
κεφάλι και κρατά λουλούδια στα χέρια. |
|
|
Νυφική φωτογραφία του
1955.
Ο Αβοκάτος Θεοφάνης
με τη σύζυγό του Μάρθα. Κι εδώ η νύφη με το λευκό
μακρύ πέπλο, απ΄ όπου κρέμονται δεξιά και αριστερά
τα «τέλια». Κατά τα άλλα η παραδοσιακή φορεσιά του
Ν. Σουλίου.
|
Νυφική φωτογραφία.
Ο Αβοκάτος Δημήτριος
με τη σύζυγό του Φανή. |
|
|
Φωτογραφία του 1924. Η
Οικογένεια Τσιμπίση (Αναστασιάδη) Γεωργίου |
Φωτογραφία του 1970.
Η Καραγκιόζη Ευανθία
μπροστά στο Ηρώο του Ν. Σουλίου
|
Φωτογραφία του 1950.
Αβραμπάκη Ευαγγελία |
Φωτογραφία του 1954.
Η Σούλα Παπασωκράτη με
παραδοσιακή φορεσιά. |
Εικονίζονται (από
αριστερά) :
Αβοκάτος Θεοφάνης, Δεδούση
Μάρθα, Φασούλα Μαρίκα και Φασούλας Στέργιος |
Φωτογραφία του 1957.
Πανταζή Ευαγγελία,
Λιόλιου Αικατερίνη, Χαλέμη, Γρέδης Χρήστος και Δεδούση
Αποστολίνα. Πλύσιμο ρούχων στην κοινοτική βρύση, γραφική
σκηνή από έναν κόσμο που έφυγε για πάντα.
|
Φωτογραφία του 1965.
Νεοσουλιώτες, μικροί και
μεγάλοι κατά τη διάρκεια εξόρμησης του κατηχητικού σε
κάποιο μοναστήρι με λεωφορείο της εποχής |
Φωτογραφία του 1952.
Σχολική εκδρομή των
μαθητών του Ν. Σουλίου στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου
Θεσ/νίκης. |
Φωτογραφία του 1953.
Συντροφιά από νέες σε
αναμνηστική φωτογραφία στην περιοχή «Μπαλουπκάδα» του Ν.
Σουλίου. |
Η Πασχαλία και η Φανή
Κωνσταντινίδου με το τοπικό γυναικείο ένδυμα και το
χαρακτηριστικό κεφαλόδεσμο. |
|
Οικογένεια Βασιλείου
Μπεντούλη.
Πίσω από το ξεθώριασμα
και τη φθορά του χρόνου μας έρχονται μηνύματα
ελπίδας και αισιοδοξίας. Τούτο το αγκωνάρι της
προγονικής κληρονομιάς μάς χρειάζεται σαν αποκούμπι
για αυτοσυγκέντρωση και περισυλλογή. |
|
Γραφική φωτογραφία με
τις Γεωργία και Χρυσούλα Κύρου σ΄ ένα λιθόστρωτο
καλντερίμι του Ν. Σουλίου του χθες. |
|
Μέσα από το τραγούδι
και το χορό μπορούμε ν΄ αντιληφθούμε τη δομή και τη
λειτουργία του κοινωνικού συστήματος της
παραδοσιακής κοινωνίας στη Μακεδονία (Ν. Σούλι) |
"Μέσ΄ στ΄Αϊ- Γιωργιού
τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι. Το πανηγύρι ήταν
πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος. Δώδεκα δίπλες ο χορός κι
εξηνταδυό τραπέζια, και χίλια ψένονται σφαχτά σ΄ όλο
το πανηγύρι. Κι οι γένοντες παρακαλούν, τάζουν στον
Αϊ- Γιώργη (Ακριτικό τραγούδι 9ου μ. Χ.
αι.) |
Απαραίτητα λαϊκά
μουσικά όργανα, το νταούλι και ο ζορνάς. Πλήθος
κόσμου παρακολουθεί. |
|
Η
μαθήτρια Αβοκάτου Δήμητρα φωτογραφίζεται μπροστά από
παλιό σπίτι «του Γιουργούσ΄ το Μαγαζί», απέναντι από
το Γυμνάσιο με αυθεντική φορεσιά της γιαγιάς της. Η
γιαγιά της θυμάται στην όψη της εγγονής τη νεότητά
της και η εγγονή καμαρώνει. |
|
Ο
μαθητής Γκόγκας Δημήτρης σε κρήνη του αύλειου χώρου
της κεντρικής εκκλησίας του χωριού που είναι
αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η κρήνη έχει
εντοιχισμένη επιτύμβια στήλη της Ρωμαϊκής εποχής με
καβαλάρη και δύο ανάγλυφες μορφές άνδρα και
γυναίκας. |
|
Οι μαθητές Αβοκάτου
Δήμητρα, Γκόγκας Δημήτριος και Δεδούση Βαΐα ξέθαψαν
από τα σεντούκια παραδοσιακές φορεσιές από τις
γιαγιάδες και τους παππούδες τους. Φωτογραφίζονται
μπροστά από αρχοντικό ανακαινισμένο σήμερα από τον
ιδιοκτήτη του κ. Ζαχαρόπουλο Τάσο |
|
Οι
μαθητές Αβοκάτου Δήμητρα και ο Γκόγκας Δημήτριος
δίπλα στο τζάκι του σπιτιού της κ. Στεργιούδα Ζωής |
|
Η
μαθήτρια Αβοκάτου Δήμητρα μπροστά στο κατώφλι της
εισόδου της τριώροφης οικίας της κ. Στεργιούδα Ζωής.
Διακρίνεται η ξύλινη εξώθυρα με περίτεχνο μεταλλικό
κιγκλίδωμα |
|
Οι
μαθήτριες Αβοκάτου Δήμητρα και Δεδούση Βαΐα με την
ιδιοκτήτρια ενός τριώροφου σπιτιού, την κ.
Στεργιούδα Ζωή, που με προθυμία, απλότητα και
ζεστασιά μας υποδέχτηκε και μοιράστηκε νοσταλγικά
μαζί μας ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος.
Ζωντάνεψαν μαζί της για λίγο πρόσωπα και χώροι
αγαπημένοι, το χθες με το σήμερα στο Ν. Σούλι και
την ευχαριστούμε πολύ γι΄ αυτό |
|
Μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου, μέλη του χορευτικού
συγκροτήματος Ν. Σουλίου σε εκδήλωση στην Αθήνα
(Στάδιο Φιλίας και Ειρήνης) το Σεπτέμβριο του2005,
όπου συμμετείχαν χορευτικά συγκροτήματα απ΄ όλη την
Ελλάδα. Εικονίζονται από αριστερά (κάτω) : Γκόγκα
Μαρία, Νικολούδη Παναγιώτα, Αβοκάτου Δήμητρα και
(πάνω): Αβραμπάκη Λία, Δεδούση Βαία και Σάββα
Θεοχαρούλα. |
|
Το
χορευτικό συγκρότημα του Ν. Σουλίου. Εδώ σε εκδήλωση
του πολιτιστικού Συλλόγου στο οικογενειακό κέντρο
"Κομπολόι" |
«Μέσα από την εργασία αυτή μας
δόθηκε η ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά στον πολιτισμό εκείνης
της εποχής. Μάθαμε πράγματα τα οποία δεν ξέραμε για την
παραδοσιακή ενδυμασία του χωριού μας.
Ήταν μία πολύ ωραία διαδικασία και
την απολαύσαμε όλοι μας, αν και μερικές φορές κουραζόμασταν
λίγο, ωστόσο ήταν κάτι πολύ διασκεδαστικό και ωραίο.
Αβοκάτου Δήμητρα, μαθήτρια Γ΄
Τάξης Γυμνασίου
«Από τη συνέντευξη που πήρα από τη
γιαγιά μου έμαθα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που τα αγνοούσα
ως τώρα σχετικά με την τοπική ενδυμασία και όχι μόνο στο χωριό
μου το Ν. Σούλι. Οι εμπειρίες που αποκόμισα είναι μοναδικές».
Βρέττας Θεοφάνης, μαθητής Γ΄
Τάξης Γυμνασίου
«Νιώθω χαρούμενη που συμμετείχα σ΄
αυτή την εργασία, γιατί μας βοήθησε να μάθουμε πράγματα για το
χωριό μας αλλά και για την παλιά ζωή σ΄ αυτό. Πιστεύω πως πολλά
πράγματα δεν θα τα μαθαίναμε αν δεν ασχολούμασταν μέσω της
εργασίας μ΄ αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο».
Κεραμιδάρη Κωνσταντίνα, μαθήτρια
Γ΄ Τάξης Γυμνασίου
-
Κουντιάδης παπά – Γαβριήλ
«Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ χωρίου της περιφέρειας Σερρών», Θεσ/νίκη
1925.
-
«Ελληνικές φορεσιές», Εκδοτική
Αθηνών, κείμενα Ι. Παπαντωνίου.
-
«Ιστορικά και Λαογραφικά Νέου
Σουλίου Σερρών», Θεοφάνης Χαλέμης, Θεσ/νίκη 2002.
-
«Πάπυρος LAROUSSE BRETANNICA», Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 23ος,
σ. 168-181.
-
«Αρχαία Ελλάδα: Ο τόπος και οι
άνθρωποι (Ανθολόγιο), ΥΠΕΠΘ, σχολικό εγχειρίδιο της Β΄
Γυμνασίου.
-
Προσωπικές συνεντεύξεις
κατοίκων Ν. Σουλίου.
-
Συλλογή παλιού φωτογραφικού
υλικού μέσα από ιδιωτικά οικογενειακά αρχεία.
-
Πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό
από την ομάδα εργασίας.
Μεταφορά - προσαρμογή εργασίας στο
διαδίκτυο:
Αθανασιάδης Αθανάσιος
|