1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 





 




«Καλέσαμε εργατικά χέρια και ήρθαν άνθρωποι.»

ΜΑΞ ΦΡΙΣ, Ελβετός λογοτέχνης




Αφιερώνεται η παρούσα εργασία μας με τον τίτλο « οι Νεοσουλιώτες στη Διασπορά» σ ΄όλους εκείνους που «ζουν στα ξένα» και παραμένουν αισιόδοξοι «νοσταλγοί» της «μητέρας» γης.




Για την εργασία με τον τίτλο: «Οι Νεοσουλιώτες στη Διασπορά», συνεργάστηκαν:
1. Μεσάικος Δημήτριος , Φιλόλογος, Διευθυντής του Γυμνασίου Ν. Σουλίου
2. Αβραμίδου Χαρίκλεια, Φιλόλογος, καθηγήτρια του Γυμνασίου Ν. Σουλίου

Ομάδα εργασίας από τους μαθητές:
Σχολικό Έτος: 2006-07
Γ΄ Τάξη
1. Βαΐδου Άννα
2. Βενέτης Δημήτρης
3. Γκόγκας Μανώλης
4. Γκόγκας Σωκράτης
5. Κύρκος Μιχάλης
6. Λιόλιου Θεανώ
7. Λιούσα Μαγδαληνή
8. Μήλιος Βασίλης
9. Μπεντούλης Δημήτρης
10. Πατραμάνη Στέλλα
11. Τυμπανάρης Γιάννης
12. Χατζηδημητρίου Δημήτρης

Σχολικό Έτος: 2007-08
Γ΄ Τάξη
1. Αβραμπάκη Αθανασία
2. Αγοράκης Μιχαήλ
3. Βασιλείου Βασιλική
4. Μπάρμπας Κων/νος
5. Μπεντούλη Φανή
6. Παλιάτσιου Ελένη
7. Πατραμάνης Στέφανος
8. Σάββας Στέργιος
9. Τούρλιαρη Δήμητρα

Α΄ Τάξη
1. Βαΐδου Βασιλική
2. Γιαννούλης Νικόλαος
3. Κηπουρός Σωτήρης
4. Λιούσα Μαρία
5. Μάντσου Ελένη
6. Μπάρμπα Κων/να





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ 5

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α 7

ΠΟΡΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 9

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ 11
Ανθρώπινη μετανάστευση 11
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ – ΓΕΡΜΑΝΙΑ 13
Στο Μόναχο με τη «Γραμμή της Ελπίδας» 13
Από τις στοές των ορυχείων στις φάμπρικες της BMW 14
Στατιστικά στοιχεία για τους Έλληνες της Γερμανίας 15
Η εικόνα του Έλληνα σήμερα 16
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ - ΑΜΕΡΙΚΗ 17
Το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα 18
Στο Έλλις Άϊλαντ 19
Η περίοδος της εύκολης εγκατάστασης 23
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 24

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ 27
Κούντιου Ευαγγελία 27
Αβοκάτου Μαρία 33
Κομσή Χρυσούλα 51
Μπεντούλης Διαμαντής 60
Παπανδρέου Αθανάσιος 62
Γραμμένου Ειρήνη 66
Αλεξίου Αικατερίνη 70
Αναστασιάδου Αθανασία 76
Καραδημητρίου Ευαγγελία 81
Μπάρμπας Απόστολος 86
Λιούσας Παύλος 90
Γρέδη Παναγιώτα 94
Δαβίτης Νικόλαος 99
Τσούκαλος Βασίλειος 105
Τσούκαλος Στέργιος 112

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60 123

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ 131

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 135

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 143
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 149
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 151


Η γνώση χωρίς αγάπη δεν κολλά,,
αλλά αν η αγάπη έρχεται πρώτη,
σίγουρα η γνώση θα ακολουθήσει.
Υπάρχει αρκετός χρόνος να απαντήσουμε
στις ερωτήσεις των παιδιών.
Όταν αυτά ενδιαφέρονται αρκετά,
Θα τις κάνουν τα ίδια.


Τζων Μπάρροους



Η ομάδα εργασίας






Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Κόντρα στη φωνή του ποιητή που διατείνεται πως «καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα ’βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί», κάθε νέος άνθρωπος ονειρεύεται έναν τόπο άλλον από το δικό του• έναν τόπο πιο γενναιόδωρο στα όνειρα, στον οποίο μεταθέτει κάθε του προσδοκία για ένα καρποφόρο μέλλον. Η ενσάρκωση του «αμερικανικού ονείρου», όπως έχει επικρατήσει -όχι κατά τύχη- να ονομάζεται και εξακολουθεί -επίσης διόλου τυχαία- να καλλιεργείται διεθνώς με πάρα πολλούς τρόπους.
Με παρόμοια όνειρα ξεκινούσα κι εγώ το Σεπτέμβριο του 1967 για την Αθήνα, αποχαιρετώντας το χωριό μου, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τότε πως θα το κουβαλούσα για πάντα μαζί μου. Όχι ως κάτι το οποίο, όπως στο καβαφικό ποίημα, θα στοίχειωνε κάθε κατοπινό μου εγχείρημα και θα χρεωνόταν κάθε ενδεχόμενη αποτυχία• αντιθέτως, αυτό που -ασύνειδα- έφερα μέσα μου ήταν ο τόπος που με συνείχε και το μόνο μέρος στο οποίο μπορούσα νοσταλγικά να επιστρέφω κάθε φορά που κινδύνευα να χάσω τους στόχους και την ταυτότητά μου.
Μολονότι η δική μου φυγή έφτασε μόλις ως την Αθήνα και δεν κράτησε πολύ, παρακολούθησα μεγαλύτερους αλλά και συνομηλίκους μου που οι δικοί τους δρόμοι τους οδήγησαν άλλους στη Γερμανία, άλλους στο Βέλγιο, άλλους στη Γαλλία, άλλους στην Αυστραλία κι άλλους στην Αμερική. Μία ξενιτιά που εκτός από προσωπική επιθυμία, τις περισσότερες φορές ήταν έξωθεν επιβαλλόμενη• η μόνη για πολλούς λύση διαφυγής από ένα περιβάλλον στερήσεων και κακουχιών και ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Στο χωριό μου δεν υπήρχε σπίτι χωρίς ξενιτεμένο. Από κάπου έλειπε ο πατέρας, από αλλού η μάνα, ο γιος, η κόρη, ο αδερφός. Συχνά σ’ αυτούς που ’μέναν πίσω έφτανε η «πρόσκληση» από εκείνον που πρώτος άνοιξε το δρόμο.
Όταν η Φιλόλογος καθηγήτρια του σχολείου μας, κ. Αβραμίδου Χαρίκλεια, μου πρότεινε ως θέμα εργασίας «Οι Νεοσουλιώτες στη διασπορά», ανάμεικτα συναισθήματα συγκίνησης και ενθουσιασμού με έκαναν να δεχθώ αμέσως. Συναισθήματα των οποίων η ένταση αυξήθηκε, όσο η έρευνα προχωρούσε, μπροστά στην προθυμία και τη γενναιοδωρία των εκπατρισμένων συντοπιτών μου να μοιραστούν με εμάς τις εμπειρίες τους. Η ανταπόκριση στο κάλεσμά μας υπήρξε ένθερμη και άμεση. Μας άνοιξαν τα σπίτια τους αλλά και τις καρδιές τους. Μας ξενάγησαν στη ζωή τους και λυπόμαστε ειλικρινά που δεν μπορέσαμε να τους επισκεφθούμε όλους και να συμπεριλάβουμε στην εργασία ολόκληρο τον όγκο των εμπειριών που συλλέξαμε. Κάθε συνέντευξη υπήρξε μοναδική και, ακόμα κι αν δεν μπορέσαμε να την εκθέσουμε εδώ, έχει χαραχθεί για πάντα στις σελίδες της δικής μας καρδιάς. Τους ευχαριστούμε ολόψυχα.
Ευχαριστίες χρωστώ προσωπικά, εκτός από την κ. Αβραμίδου Χαρίκλεια για την άψογη συνεργασία μας και την ιδιαίτερη αγάπη της για το χωριό και τους κατοίκους του, και σε όλους τους συναδέρφους μου διδάσκοντες στο σχολείο μας, οι οποίοι πάντοτε αναλαμβάνουν με τη μεγαλύτερη προθυμία εξωδιδακτικές δραστηριότητες (Ιστοσελίδα του Σχολείου, Θέατρο, Προγράμματα Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικά Προγράμματα), που εμπλουτίζουν τις γνώσεις των μαθητών.
Φυσικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω και όλους τους μαθητές που συνέστησαν την ομάδα εργασίας και αφιέρωσαν πολύ από τον ελεύθερο χρόνο τους για τον κοινό αυτό σκοπό. Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό και ελπιδοφόρο να βλέπει κανείς νέα παιδιά να δίνονται με τόσο μεράκι σε ένα θέμα τόσο μακριά από τα προφανή ενδιαφέροντα της σημερινής νεολαίας. Ξεχωριστά θα ήθελα να αναφέρω τους μαθητές Αναστασιάδη Γεώργιο και Πατραμάνη Παναγιώτη, οι οποίοι, αν και δεν συμμετείχαν στην ομάδα εργασίας, αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην επεξεργασία του φωτογραφικού υλικού.
Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους που πρόθυμα μας συμπαραστέκονται και ενισχύουν πάντα ηθικά αλλά και οικονομικά όλες τις εκδηλώσεις μας:
1. το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Σχολείου μας,
2. το Δήμο Εμμανουήλ Παπά,
3. το Σύλλογο Γυναικών Νέου Σουλίου
Ο Νίκος Καζαντζάκης υποστηρίζει ότι ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του κι, όταν πια του έχει διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντάς τον να φτιάξει γέφυρες δικές του. Εμείς ως δάσκαλοι ευχόμαστε να έχουμε πετύχει στο δικό μας χρέος. Τώρα δε μας μένει παρά να ευχηθούμε στα παιδιά να βρουν τους δικούς τους δρόμους και να χτίσουν τις δικές τους γέφυρες με γερά υλικά που θα μπορέσουν να στηρίξουν τα όνειρά τους. Όποτε μας χρειαστούν, θα μας βρουν στο πλευρό τους.
Ο Διευθυντής

Μεσάικος Δημήτριος
Καθηγητής Φιλόλογος




Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α


Διασπορά, μετοικεσία, εποικισμός, μετανάστευση, ξενιτιά. Το ελληνικό λεξιλόγιο βρίθει από όρους που περιγράφουν τη μετακίνηση και την εγκατάσταση σε έναν άλλο τόπο, κατά κανόνα με κίνητρο την αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι Έλληνες είναι λαός με σημαντική «διασπορά», εγκατάσταση, δηλαδή σε συμπαγείς πυρήνες πέραν των συνόρων της χώρας τους.
Η παρούσα εργασία με την Γ΄ Γυμνασίου (σχολικό έτος: 2006-07 και 2007-08) στα πλαίσια της Τοπικής Ιστορίας και των Πολιτιστικών Σχολικών Δραστηριοτήτων έρχεται να προσθέσει ένα λιθαράκι στην πορεία όλων αυτών των Ελλήνων που ως «gastarbeiter» βρέθηκαν ξαφνικά από τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο στις φάμπρικες της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και όχι μόνο. Το κομμάτι αυτό της νεότερης ιστορίας της χώρας μας υπήρξε για όλους εμάς μια πρόκληση εφ’ όσον αποτελεί παρθένο έδαφος για όποιον καλοπροαίρετο ερευνητή.
Πιστεύοντας πως η Τοπική Ιστορία με τα συγκεκριμένα παραδείγματα κάθε περιοχής προκαλεί την περιέργεια των παιδιών και τα παρακινεί να ενδιαφερθούν και να γνωρίσουν από κοντά, να συμμετάσχουν ενεργά, επειδή είναι ένα κομμάτι από τη ζωή τους, κινηθήκαμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Έτσι πιστεύουμε πως καλλιεργούν το ενδιαφέρον για την ιστορία γενικά, αγαπούν τον τόπο τους και τους ανθρώπους του, ενδιαφέρονται για την πρόοδό του.
Ελπίζουμε πως μέσα από αυτή την ερευνητική - συλλογική εργασία οι μαθητές μας ανέλαβαν πρωτοβουλίες, ανέπτυξαν συναίσθημα ευθύνης και ένιωσαν τη χαρά και την ικανοποίηση της δημιουργικής εργασίας και της ανακάλυψης του καινούριου.
Γι’ αυτή την κατάθεση ψυχής των Νεοσουλιωτών, για την καλοσύνη και την προθυμία να ανταποκριθούν στο κάλεσμά μας και να μοιραστούν μαζί μας μέσα από συνεντεύξεις ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι της ζωής τους μακριά από την Ελλάδα τους ευχαριστούμε θερμά. Το φωτογραφικό υλικό καθώς και άλλα ντοκουμέντα που αποτελούν μαρτυρίες για τη ζωή και τη δράση τους υπήρξαν πολύτιμα.
Αφιερώνουμε την όλη μας προσπάθεια στον ελληνισμό της διασποράς που επί έξι αιώνες αφήνει το στίγμα του στα πέρατα του κόσμου και ιδιαίτερα στους συμπατριώτες μας Νεοσουλιώτες που ενίσχυσαν σε μεγάλο βαθμό τις τάξεις των αποδήμων στη δεκαετία του ΄60 μέχρι σήμερα.


Παιδαγωγική Ομάδα
Αβραμίδου Γ. Χαρίκλεια
Μεσάικος Ν. Δημήτριος
(Φιλόλογοι)







ΠΟΡΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η καταγραφή των Νεοσουλιωτών στη Διασπορά στο παρόν βιβλίο γίνεται από άτομα που γνώρισαν τη μετανάστευση στις απαρχές της αλλά και αργότερα.
Θεωρήσαμε πως καταγράφοντας μαρτυρίες και αναμνήσεις των ίδιων των μεταναστών βάλαμε κι εμείς, οι μαθητές του Γυμνασίου μας, με τον τρόπο μας ένα μικρό πετραδάκι για να συναρμολογηθεί το μωσαϊκό των Ελλήνων μεταναστών στη Διασπορά .
Το Νέο Σούλι του Νομού Σερρών είναι ένα χωριό της πολύπαθης Μακεδονίας μας που το άγγιξε και συνεχίζει να το αγγίζει αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας, που λέγεται Μετανάστευση.
Οι συνεντεύξεις μάς δόθηκαν από απλούς ανθρώπους του μόχθου, με τη γλώσσα του χωριού μας και τους ιδιωματισμούς της, με απλή παρατακτική σύνδεση των προτάσεων. Θεωρήσαμε πως αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο, γιατί έτσι το κείμενο είναι πιο ζωντανό και αυθεντικό, γι΄ αυτό δεν προχωρήσαμε σε παρεμβάσεις. Μέσα στο βιβλίο αυτό ακούγεται το κοινό παράπονο για τη φτώχεια στην Ελλάδα που έσπρωξε όλους αυτούς στο δρόμο της ξενιτιάς, για τα όνειρα που κουβαλούσαν χρόνια στη βαλίτσα τους, για το γυρισμό τους.
Όλες οι συνεντεύξεις εκφράζουν αποκλειστικά προσωπικές απόψεις, εμπειρίες και εκτιμήσεις. Ο κάθε αφηγητής αφηγείται τη δική του ιστορία και όλοι μαζί την ιστορία των Ελλήνων στη Διασπορά.
Οι συνεντεύξεις δεν είναι πολλές, αρκούν όμως για την καταγραφή του μοντέλου της μετανάστευσης από τη δήλωση στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας και τη διαδρομή με το θρυλικό πλοίο «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» στην Ιταλία και στη συνέχεια με το τρένο στο Μόναχο ή όπου αλλού. Σχεδόν κάθε μετανάστης αντικατοπτρίζεται σ΄ αυτές τις μαρτυρίες – αφηγήσεις, γιατί κάπως έτσι πήρε κι αυτός το δρόμο της ξενιτιάς με τη βαλίτσα γεμάτη όνειρα.
Η ξενιτιά ήταν πάντα συνυφασμένη με το γυρισμό. Σχεδόν κάθε μετανάστης έπλαθε και πλάθει το όνειρο του γυρισμού του, όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου.
Αυτοί οι άνθρωποι λένε πως «έχουμε την ανάγκη να τα διηγηθούμε, να τα πούμε σε κάποιον και να τα δούμε γραμμένα για να μην ξεχαστούν. Να διαβάζουν οι επόμενες γενιές τις ταλαιπωρίες των πρώτων μεταναστών».
Αξίζει εδώ να αναφερθεί αυτό που στο τέλος πολύ αυθόρμητα αναφώνησε η κ. Κατερίνα στη συνάντησή μας «Τώρα τα είπα όλα και ξαλάφρωσα. Είμαι σίγουρη πως το βράδυ θα ονειρευτώ τη Γερμανία».
Το θέμα αποτέλεσε για όλους μας πρόκληση, γιατί ήταν το αντικείμενό του παρθένο προς εξερεύνηση. Οι συνεντεύξεις δίδονταν σε μία ομάδα μαθητών με βάση κάποιο ερωτηματολόγιο που είχε συνταχθεί εξαρχής και πολλές φορές άλλαζε ή εμπλουτίζονταν κατά την περίσταση. Στη συνέχεια κάποιοι άλλοι μαθητές αναλάμβαναν το δύσκολο και κοπιαστικό έργο της απομαγνητοφώνησης και στο τέλος κάποιος απ΄ αυτούς τα κατέγραφε ηλεκτρονικά.
Πρόκειται για σύντομες αφηγήσεις στις οποίες οι μετανάστες αφηγούνται επώνυμα την προσωπική τους διαδρομή με πολύ συναισθηματισμό. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά που ξαφνικά βρέθηκαν σ΄ έναν άγνωστο κόσμο ή έμειναν πίσω και περίμεναν. Κάθε οικογένεια είχε τον «Οδυσσέα», την «Πηνελόπη» και τον «Τηλέμαχό» της. Μια Οδύσσεια ξετυλίγεται στη φτωχή Ελλάδα γύρω στα 1960 και στο Νέο Σούλι και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Με «Ιθάκη» ή χωρίς «Ιθάκη». Οι αφηγητές αναφέρονται στις συνθήκες της ζωής τους στην Ελλάδα και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Στη συνέχεια μας εξιστορούν τις δυσκολίες της προσαρμογής τους στον ξένο τόπο και σε έναν μηχανοποιημένο τρόπο εργασίας, το συνεχή αγώνα τους για τη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, τη μόνιμη νοσταλγία για τον τόπο τους, τη λαχτάρα της επιστροφής. Είναι λίγοι μόνο από τους χιλιάδες φτωχούς Έλληνες που εγκατέλειψαν την χωρίς προοπτικές ζωή στο χωριό και έφυγαν στα εργοστάσια του εξωτερικού με την ελπίδα να την καλυτερέψουν ως βιομηχανικοί εργάτες.




ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Μετανάστευση είναι η για διάφορους λόγους εγκατάλειψη του πατρικού εδάφους και γίνεται, είτε από ανθρώπους είτε από ζώα.
Οι λόγοι που γεννούν το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι ποικίλοι κι εξαρτώνται από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε δεδομένη χρονική περίοδο και στους τόπους διαμονής και στους τόπους αποδημίας. Μπορεί η μετανάστευση να έχει μόνιμο ή προσωρινό χαρακτήρα. Να είναι ηπειρωτική (όταν γίνεται προς τις χώρες της ίδιας ηπείρου) και υπερπόντια (όταν γίνεται από τη μια ήπειρο στην άλλη).

Ανθρώπινη μετανάστευση

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετανάστευση των ανθρώπων, που είναι φαινόμενο πανάρχαιο και που κάθε φορά καθορίζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Στα προϊστορικά ακόμη χρόνια, οι διάφορες ανθρώπινες φυλές ήταν αναγκασμένες να μεταναστεύουν από τον έναν τόπο στον άλλο, προσπαθώντας να επιβιώσουν. Από τα κρύα κλίματα πήγαιναν στα πιο ζεστά, από τα ορεινά στα πεδινά, από τα φτωχά σε καρπούς και κυνήγι στα περισσότερο πλούσια. Βλέπουμε λοιπόν πως ο κύριος λόγος που δικαιολογούσε τη σταθερή μετανάστευση στο παρελθόν ήταν η προσπάθεια επιβίωσης. Ο ίδιος λόγος ισχύει σε σημαντικό βαθμό και μέχρι σήμερα, που η μετανάστευση εμφανίζεται με καινούριες μορφές. Ενώ στα προϊστορικά χρόνια ήταν γενικό φαινόμενο η μετανάστευση, κι αναγκαστικό πολλές φορές, στην ιστορική πια εποχή αρχίζει να διαφοροποιείται, χωρίς να σταματά βέβαια. Τώρα, μεγάλες ομάδες ανθρώπων μεταφέρονται από τον ένα τόπο στον άλλο, μέσα στα πλαίσια κυριάρχησης πάνω στους συνανθρώπους τους και κατάκτησης καινούριων χωρών.
Αυτό ισχύει για τον αποικισμό από τους αρχαίους Έλληνες μεγάλων περιοχών της Μεσογείου, πράγμα που γενικεύεται κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους, υποβοηθούμενο από την κατακτητική πολιτική των Ελλήνων βασιλιάδων της εποχής αυτής. Φοβερά μεγάλη ήταν η μετανάστευση των Ευρωπαίων προς την Αμερική, Αφρική και Ασία, με την ανακάλυψη αυτών των ηπείρων και του φυσικού πλούτου που διέθεταν. Η μετανάστευση, που άρχισε αυτά τα χρόνια και συνεχίστηκε για αρκετούς αιώνες, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην όλη εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο κόσμος πήρε μια άλλη όψη κι οι ήπειροι αυτές έχασαν σε σημαντικό βαθμό το δικό τους καθαρό χαρακτήρα. Παράλληλα, τα αποτελέσματα αυτής της μετανάστευσης για τους λαούς των αποικιών ήταν μοιραία, γιατί ουσιαστικά οι μετανάστες μετέτρεψαν τους αυτόχθονες σε δούλους τους.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετανάστευση παίρνει καινούριες μορφές. Ο πόλεμος αυτός έριξε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης σε οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας προσπάθησε να αποφύγει σημαντικός αριθμός κατοίκων τους μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ, που δεν είχαν θιγεί άμεσα από την παγκόσμια σύρραξη και βάδιζαν σταθερά κι ανοδικά προς την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας. Παρόλα τα μέτρα που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις, η διαρροή των φτωχών Ευρωπαίων προς τη μεγάλη ήπειρο συνεχίστηκε και μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Καινούριο κύμα μετανάστευσης έχουμε στη διάρκεια και μετά τον πόλεμο αυτό, όπου χιλιάδες άτομα ξεκληρίστηκαν, ξεσηκώθηκαν και κυνηγήθηκαν από τους τόπους τους και μεταφέρθηκαν, είτε εθελοντικά είτε συχνά με τη βία, στα πιο απίθανα μέρη της γης. Το πρόβλημα της μετανάστευσης, που για την Ελλάδα είναι αρκετά σοβαρό, στη σύγχρονη εποχή είναι αρκετά πολύπλευρο κι ιδιόμορφο.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ευρώπη η Γερμανία και στην Αμερική οι ΗΠΑ κι ο Καναδάς, άρχισαν σιγά - σιγά να γίνονται οι παγκόσμιες αγορές εργατικής δύναμης, που εξασφαλίζονταν από τα φτωχά και οικονομικά καθυστερημένα κράτη, σαν την Ελλάδα, Ισπανία, Τουρκία, ορισμένα κράτη της Ασίας κ.ά. Η δυνατότητα απορρόφησης όλων αυτών των μισθωτών εργατών από αλλού, δόθηκε στις παραπάνω χώρες με την τεράστια οικονομικοτεχνική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι ΗΠΑ βγήκαν οικονομικά ενισχυμένες από τον πόλεμο και το ίδιο και η Γερμανία, η οποία παρότι νικήθηκε, κατόρθωσε μέσα σε λίγο διάστημα να γίνει μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης. Έτσι λοιπόν έχουμε το θαύμα της Γερμανίας, που άνοιξε τις πόρτες της στους μετανάστες από όλη την Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα αγοράς φτηνότερης εργατικής δύναμης. Τεράστιος αριθμός Ελλήνων, κυρίως από τις βόρειες αγροτικές περιοχές της χώρας μας, φεύγει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και πιο πολύ στη Γερμανία, ζητώντας δουλειά στις εκεί αγορές. Όσο η ζήτηση από τα κράτη αυτά ήταν μεγάλη, τότε τα προβλήματα αποκατάστασής τους ήταν σχετικά εύκολα, θα μπορούσαμε να πούμε, ενώ σήμερα όμως που η γενική κρίση θίγει και τη Γερμανία, μεγάλος αριθμός αναγκάζεται να επαναπατριστεί ή να παλεύει με διάφορους τρόπους να προσαρμοστεί στις καινούριες δυσκολίες. Ήταν τόσο σοβαρό το ζήτημα της μετανάστευσης για το ελληνικό κράτος, που άρχισε να απασχολεί και τις κυβερνήσεις, που προσπάθησαν να έρθουν σε μια συνεννόηση με τα κράτη που δέχονται τους μετανάστες. Με ειδικές συμβάσεις, που κλείνονται σε διακρατικό επίπεδο, ολόκληρες αποστολές στέλνονται για να δουλέψουν στα ξένα εργοστάσια. Το όφελος είναι, από μεν την πλευρά του κράτους που στέλνει τους μετανάστες, ότι λύνει κατά ένα μέρος το ζήτημα της ανεργίας κι από την δε πλευρά αυτού που δέχεται τους μετανάστες, ότι μπορεί να ελέγχει καλύτερα τον ξένο εργαζόμενο από ό,τι τον ντόπιο και να τον ανταμείβει λιγότερο από τον τελευταίο.




ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ – ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Οι συνεντεύξεις που ακολουθούν επιχειρούν τη διαδρομή των μεταναστών από τα καπνοχώραφα της φτωχής μεσογειακής μας χώρας μέχρι τις γραμμές παραγωγής των γερμανικών εταιρειών, από τον ευρύ οικογενειακό κύκλο στη μοναξιά των εργατικών εστιών, από τις συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές αποχαιρετισμού έως τη σταδιακή εγκατάσταση στη «δεύτερη πατρίδα» αλλά και την επιστροφή σ’ αυτήν.

Το θρυλικό φέρι μποτ «Κολοκοτρώνης» αναχωρεί από το λιμάνι του Πειραιά, γεμάτο με μετανάστες που ταξιδεύουν για το Μπρίντιζι της Ιταλίας, απ' όπου θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με το τρένο


Οι Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας, το μακρύ, δύσκολο ταξίδι, η εγκατάσταση στον «ξένο τόπο», τα σκληρά μεροκάματα, οι δυσκολίες προσαρμογής, αλλά και οι επιτυχημένοι και η διττή πολιτιστική ταυτότητα της «δεύτερης γενιάς», προβάλλουν ολοζώντανα μέσα από τις συνεντεύξεις και το φωτογραφικό υλικό των Νεοσουλιωτών της διασποράς που παρελαύνει στις παρακάτω σελίδες.

Στο Μόναχο με τη «Γραμμή της Ελπίδας»

«Στο βορρά της Ελλάδας δεν υπάρχει σχεδόν καμία οικογένεια που να μην την αφορά η μετανάστευση στη Γερμανία κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970», «Για εκείνους που κατάφερναν να αποκτήσουν την πολυπόθητη "πράσινη κάρτα", ξεκινούσε το ταξίδι στη Γερμανία είτε μέσω Πειραιά με το θρυλικό φέρι μποτ "Κολοκοτρώνης" για το Μπρίντιζι της Ιταλίας απ' όπου συνέχιζαν το ταξίδι τους με το τρένο, ή αργότερα με την έκτακτη αμαξοστοιχία από τη Θεσσαλονίκη. Οι ταξιδιώτες έφταναν στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μονάχου, στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει "Γραμμή της Ελπίδας". Από εκεί προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο».

Τα μαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα ονόμαζε «μεταφορές», έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη των περισσότερων μεταναστών.
Οι ειδικές αμαξοστοιχίες ήταν συνήθως υπερπλήρεις, καθώς μετέφεραν μέχρι και πάνω από 1.000 άτομα. Στη διάρκεια του ταξιδιού από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο που κρατούσε δυόμισι μέρες, πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους. Οι νεαρές συνοδοί διενεργούσαν ελέγχους μέσα στο τρένο και δασκάλευαν τους ταξιδιώτες πώς να χρησιμοποιούν το αποχωρητήριο, τους εφιστούσαν την προσοχή στην καθαριότητα και τους απαγόρευαν να πετούν σκουπίδια από το παράθυρο.
Μόνο κατά την ανασκόπηση των γεγονότων οι τότε μετανάστες θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτές οι «παραβάσεις των ορίων» θα αποτελούσαν για πολλούς από αυτούς τα θεμέλια της μελλοντικής τους ζωής.

Από τις στοές των ορυχείων στις φάμπρικες της BMW

Ειδικά στο ξεκίνημα, η στέγαση των μεταναστών εργατών ήταν συχνά πενιχρή και τα παραπήγματα προέρχονταν εν μέρει από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού, καθώς και μια καρέκλα ανά άτομο. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο, συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.
Οι Έλληνες μετανάστες εργάστηκαν ως επί το πλείστον στη μεταλλουργία, στον τομέα των ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών συσκευών, στη χημική βιομηχανία και στον κλάδο της υφαντουργίας. Η δουλειά στους κυλιόμενους διαδρόμους της βιομηχανίας απαιτούσε ταχύτατη προσαρμογή από αυτούς που προέρχονταν κυρίως από αγροτικές περιοχές. Ο ρυθμός των μηχανών επηρέαζε όλους τους τομείς της ζωής: οι σχέσεις μεταξύ των δύο συζύγων και η ανατροφή των παιδιών κυλούσαν στη «σκιά» της βάρδιας.
Οι μετανάστες βρέθηκαν και στο «μέτωπο» της εξόρυξης άνθρακα, που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Ο Σωτήρης Περετζούκας αναφέρει: «Μπαίναμε σε ομάδες στο ασανσέρ και αυτό το γιγάντιο σιδερένιο κλουβί ορμούσε με μεγάλη ταχύτητα στα βάθη της γης. "Σήμερα δεν θα δούμε την ανατολή του ηλίου", είπα στο φίλο μου. "Ξέχνα τον ήλιο, για μας υπάρχουν πλέον μόνο τα βάθη της γης, η σκόνη και η υγρασία". Όταν βγήκαμε, ήμασταν εξαντλημένοι από την κούραση, αλλά και ευχαριστημένοι που επιστρέψαμε στο φως, στη ζωή. Κατάμαυροι από το κάρβουνο, δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο».
Το όνειρο της συγκέντρωσης αρκετών χρημάτων μέσα σε δυο-τρία χρόνια, ώστε να μπορεί να ξεκινήσει η επιστροφή στην πατρίδα, έγινε πραγματικότητα για ελάχιστους μετανάστες. Αντ' αυτού, οι περισσότεροι προετοιμάστηκαν για παρατεταμένη διαμονή, έφεραν τις συζύγους τους ή παντρεύτηκαν στη Γερμανία.
Για πολλούς, η δουλειά στις βιομηχανίες αποτελούσε ένα είδος αλισβερίσι με την προοπτική της πρόσβασης στον πολλά υποσχόμενο κόσμο της κατανάλωσης. Έτσι, οι μετανάστες υιοθέτησαν τα σύμβολα στάτους της μεταπολεμικής Γερμανίας και στις πατρίδες τους. Οι λεγόμενοι «Λαζογερμανοί» μπορούσαν πλέον να περηφανεύονται ότι δουλεύουν στη Mercedes ή τη VW και ότι οδηγούσαν και έναν τέτοιο αυτοκίνητο.
Ειδικά εκείνες οι φωτογραφίες τις οποίες οι Έλληνες της διασποράς έστελναν στην πατρίδα έπρεπε ν' αντανακλούν αυτοπεποίθηση και επιτυχία, ειδάλλως δεν θα δικαιολογούνταν οι προσωπικές και οι οικογενειακές θυσίες λόγω της μετανάστευσης. Έτσι, όταν ερχόταν η ώρα των διακοπών στην πατρίδα, τα μεγάλα δώρα για τους συγγενείς ήταν πολύ συνηθισμένα. Σίγουρα, κάποιοι από τους μετανάστες ήταν άνθρωποι της περιπέτειας, στους οποίους το γερμανικό μάρκο ασκούσε μεγάλη γοητεία. Όμως για τους περισσότερους δεν ήταν τόσο το όνειρο του γρήγορου χρήματος όσο η δυνατότητα να τα βγάλει πέρα η οικογένεια με τα εμβάσματα. Κι αν ήταν δυνατόν, να χτίσουν ένα σπίτι στην πατρίδα, ν' ανοίξουν ένα μαγαζί και κατ' αυτό τον τρόπο να προετοιμάσουν την επιστροφή τους.

Παραγωγική μονάδα σε εργοστάσιο σωλήνων. Μόναχο 1960



Θυμάμαι…

«Μου είπε ένας: Μην είσαι χαζός. Έλα στη Γερμανία να βγάλεις λεφτά. Εσύ θα πατάς τα κουμπιά και οι μηχανές θα δουλεύουν από μόνες τους. Προερχόμασταν από απλές οικογένειες και φανταζόμασταν ένα λαμπρό μέλλον. Την απόφασή μας τη γιορτάσαμε με ολονύκτιο γλέντι».

προσθέτει κάποιος άλλος:

«Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ πριν. Κι έρχεται η μητέρα μου στο καράβι, στο λιμάνι του Πειραιά και ο Καζαντζίδης τραγουδούσε ένα τραγούδι, "Μανούλα εγώ θα φύγω στα ξένα, μην κλαις για μένα" κι η μάνα μου έκλαιγε κι έκλαιγε...»

Στατιστικά στοιχεία για τους Έλληνες της Γερμανίας

Πρόσφατη έρευνα της στατιστικής υπηρεσίας της Γερμανίας, επισημαίνει, όσον αφορά τους 315.000 Έλληνες μετανάστες στη χώρα αυτή, ορισμένα χαρακτηριστικά που αξίζει να αναφερθούν: κατ’ αρχήν αποτελούν τη δεύτερη μεταναστευτική ομάδα μετά τους Τούρκους, που έχει τόσο πολλά χρόνια διαμονής. Το 78% των Ελλήνων ζουν τουλάχιστον δέκα χρόνια στη Γερμανία, το 36% πάνω από 30 χρόνια και το 26% πάνω από 20.
Η πιο πολυπληθής ηλικία στον ελληνικό πληθυσμό της Γερμανίας είναι οι 25ρηδες και οι 40ρηδες με τρίτους στη σειρά τους 50ρηδες. Επιπλέον οι Έλληνες αποτελούν, μετά τους Ιταλούς, τη δεύτερη σε πληθυσμό μεταναστευτική ομάδα ευρωπαίων πολιτών με ποσοστό 19%, ενώ εξακολουθούν με 8,2% να διατηρούν την τέταρτη θέση μεταξύ των ξένων.
Τέλος, μόνον γύρω στους 12.000 ανέρχεται η «καθαρή μετανάστευση» από την Ελλάδα στη Γερμανία τα τελευταία δύο χρόνια. Δυστυχώς όμως δεν γνωρίζουμε πόσοι από τους 12.000 μετέβησαν για πρώτη φορά στη Γερμανία, είναι πραγματικά καινούργιοι μετανάστες και πόσοι πηγαίνουν μετά από ένα διάλειμμα κάποιων ετών και εμφανίζονται απλώς στην στατιστική ως καινούργιοι.


Η εικόνα του Έλληνα σήμερα

Η σημερινή εικόνα των Ελλήνων της Γερμανίας είναι περισσότερο σύνθετη απ' ότι αυτή ήταν στις αρχές της μετανάστευσης πριν 40 χρόνια. Ένα μέρος του ελληνισμού, έχει στραφεί σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με τα στοιχεία μιας έκθεσης, που παρουσίασε πρόσφατα ο υφυπουργός Οικονομίας, Ρέτσο Σλάουχ, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ο αριθμός των μεταναστευτικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 60%, ενώ σήμερα οι 260.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις των μεταναστών απασχολούν περισσότερους από 1.000.000 εργαζόμενους. Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Μανχάιμ, υπάρχουν 27.500 Έλληνες επαγγελματίες, έναντι 60.000 Τούρκων και 50.000 Ιταλών ελεύθερων επαγγελματιών. Το 15% των οικονομικά ενεργών Ελλήνων της Γερμανίας είναι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες. Το αντίστοιχο ποσοστό στους Ιταλούς είναι 13% και στους Τούρκους μόλις 5,8%.
Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες και Ιταλούς ελεύθερους επαγγελματίες, δραστηριοποιούνται στον τομέα της γαστρονομίας, και τα ελληνικά εστιατόρια είναι διασκορπισμένα, εκτός από τις πόλεις και σε ημιαστικές περιοχές αλλά και σε χωριά. Αξιοσημείωτη είναι και η οικονομική δραστηριοποίηση των Ελληνίδων της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μετανάστριες, οι Ελληνίδες δραστηριοποιούνται περισσότερο. Το ποσοστό τους ξεπερνά το 10% των οικονομικών ενεργών Ελληνίδων και κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με αυτό των Γερμανίδων, υπερτερεί δε έναντι όλων των άλλων μεταναστευτικών παροικιών.




ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ - ΑΜΕΡΙΚΗ
Σήμερα οι Απόδημοι Έλληνες (και οι δεύτερης και τρίτης γενιάς απόγονοι τους) στις ΗΠΑ ανέρχονται σε περισσότερους από 2.000.000. Άτομα που ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια από την πατρίδα για να πάνε στο άγνωστο μέρος για αυτούς, που ήταν η Αμερική. Σήμερα αυτά τα άτομα και οι απόγονοί τους είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδος στη μεγάλη αυτή υπερατλαντική χώρα, εξ αιτίας των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων τους. Όμως κανείς δεν ένιωσε τον πόνο του Έλληνα μετανάστη και αυτό τον «πόνο της ξενιτιάς ». Ήταν Έλληνες που ξενιτεύτηκαν και έγιναν Έλληνες απόδημοι, για μια καλύτερη ημέρα για την οικογένεια τους, για την πατρίδα τους, για την Ελλάδα τους.



Έχουν περάσει περισσότερα από 150 χρόνια όπου λίγοι Έλληνες, που προερχόντουσαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος, περνάγανε την πόρτα της Αμερικανικής Πρεσβείας ή του Προξενείου, για να καταθέσουν τα χαρτιά τους ώστε να ελεγχθούν ώστε να ανοίξει ή πόρτα για να εισέλθουν στο «μεγάλο όνειρό» τους που ήταν οι ΗΠΑ.
Σύμφωνα από τις πληροφορίες που προέρχονται από το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τα γραφόμενα του Σπύρου Κουζινόπουλου, δεν γνωρίζουμε πότε ήλθαν οι πρώτοι Έλληνες στις ΗΠΑ, αυτό όμως που πληροφορηθήκαμε είναι ότι ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το πόδι του στην Αμερική, ήταν κάποιος Θεόδωρος, που αποβιβάστηκε από το καράβι της ξενιτιάς, στην περιοχή της Φλόριδας στις 14 Απριλίου 1528 και προς τιμή του έχει φιλοτεχνηθεί ένα άγαλμα για τον πρώτο Έλληνα των ΗΠΑ στο Κλιαργουότερ της Φλόριδα, σε χώρο που παραχωρήθηκε από το Δήμο του Κλιαργουότερ.


Σύμφωνα από τις παραδόσεις από στόμα σε στόμα, έφτασαν στην Αλάσκα οι πρώτοι Ελληνομακεδόνες στις ΗΠΑ, ακολουθώντας Ρώσους που την κατείχαν μέχρι το 1867, οπότε την πώλησαν στις ΗΠΑ αντί επτά εκατομμυρίων δολαρίων. Ενώ σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ότι ο πρώτος κυβερνήτης της Αλάσκας ήταν ο Ευστράτιος Δελάρωφ και είχε στις φλέβες του αίμα Ελληνομακεδονικό.
Η πρώτη μαζική μεταφορά μεταναστών από την Ελλάδα στις ΗΠΑ καταγράφεται το 1767, όταν Βρετανοί ιδιοκτήτες φυτειών μετέφεραν συμβασιούχους συμπατριώτες μας εργάτες στην περιοχή της Φλόριδας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, από τις αρχές του 18ου αιώνα, εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη, κάποιος Δημήτρης που κατάγονταν από τη Μακεδονία. Εκεί, νυμφεύθηκε Αμερικανίδα από την οποία απέκτησε δέκα παιδιά, τους περιώνυμους Δημήτρηδες της Νέας Ορλεάνης, που διέπρεψαν σε πολλούς τομείς του δημόσιου βίου της Αμερικής.


Λίγο αργότερα, Έλληνες έμποροι άρχισαν να καταφθάνουν το 19ο αιώνα σε λιμάνια της χώρας. Το 1864, μία τέτοια ομάδα εμπόρων ίδρυσαν στη Νέα Ορλεάνη την πρώτη ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αμερικής. Υπολογίζεται ότι λίγο πριν το 1890 υπήρχαν λιγότεροι από 15.000 Έλληνες στις ΗΠΑ.

Το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα
Στις αρχές του 20ου αιώνα, εμφανίστηκε το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ και μόνο στην περίοδο 1890-1917, περίπου 450.000 Έλληνες έφτασαν στις ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο αυτή, περισσότεροι από δέκα τέσσερα εκατομμύρια Ευρωπαίοι πέρασαν στην Αμερική, αναζητώντας βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και των συνθηκών εργασίας. Εκείνο το μεταναστευτικό ρεύμα ανακόπηκε το 1917, ύστερα από την είσοδο της Αμερικής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην αρχή, η μετανάστευση από την Ελλάδα είχε προσωρινό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι ξενιτεύονταν για λίγα χρόνια και επέστρεφαν στις οικογένειές τους. Αργότερα η μετανάστευση έλαβε μόνιμο χαρακτήρα.


Ανάλογη ήταν η ροή προς την Αμερική μεταναστών από τη Μακεδονία, με την ιδιαιτερότητα πως μέχρι την απελευθέρωσή της, οι Έλληνες της Μακεδονίας έπαιρναν το δρόμο της φυγής ωθούμενοι όχι μόνο από οικονομικά αίτια, όπως οι Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και από πολιτικούς λόγους. Η απέχθεια των υπόδουλων Μακεδόνων προς το δυνάστη και τη βάρβαρη συμπεριφορά του, ενδυνάμωνε τον πατριωτισμό τους με συνέπεια να μην μπορούν να ανεχθούν περαιτέρω της καταπιέσεις. Κοντά σε αυτές, ήταν και η δράση των ένοπλων βουλγαρικών ληστρικών συμμοριών πριν και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, που δημιουργώντας ένα αίσθημα ανασφάλειας, οδηγούσε στη φυγή τους Έλληνες της Μακεδονίας.
Τα πρώτα ταξίδια προς το «Νέο Κόσμο» και σχεδόν μέχρι τις δεκαετίες 1950 -1960, γίνονταν ακτοπλοϊκώς, με διάσημα την εποχή τους ατμόπλοια όπως το «Πατρίς», το «Αθήναι», το «Μεγάλη Ελλάς», το «Θεμιστοκλής» κ.α. Το ταξίδι διαρκούσε τρεις εβδομάδες. Το κυρίαρχο στοιχείο στο πρώτο εκείνο μεταναστευτικό ρεύμα, ήταν η σαφής υπεροχή των ανδρών, καθώς οι τέσσερις στους πέντε μετανάστες ήταν άντρες και μόνο μία στους πέντε γυναίκα.
Από την περίοδο αυτή και μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έφτασαν στην Αμερική μόνο 30.000 Έλληνες, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία ήταν νύφες για τους εργένηδες, καθώς και οι σύζυγοι των μεταναστών που ήδη είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ.

Στο Έλλις Άϊλαντ
Οι περισσότεροι μετανάστες έφευγαν από την Ελλάδα ακτοπλοϊκώς, από τα λιμάνια της Πάτρας, της Καλαμάτας και του Πειραιά. Κάποιοι από τη Νάπολη ή το Παλέρμο της Ιταλίας και μερικοί από την Τεργέστη. Τα πλοία, αποβίβαζαν τους μετανάστες στο νησί Έλλις, στην είσοδο της Νέας Υόρκης. Εκεί γινόταν ιατρικός έλεγχος και έμπαιναν σε ολιγοήμερη καραντίνα, πριν διασκορπιστούν στη μεγάλη αυτή χώρα. Στις βιομηχανικές πόλεις του βορρά, (Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Σικάγο), οι μετανάστες εύρισκαν εύκολα δουλειά, χωρίς να δίνουν στόχο για ρατσιστικές αντιδράσεις. Με βάση τους αμερικανικούς νόμους, οι Αμερικανοί δέχονταν μόνο ανθρώπους που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στη χώρα τους. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου του 1907, έμπαιναν σοβαροί περιορισμοί: «Αι ακόλουθοι τάξεις αποκλείονται εκ των Ηνωμένων Πολιτειών: οι ηλίθιοι, οι ασθενείς το πνεύμα, επιληπτικοί, φρενοβλαβείς, οι επαίται, οι σωματικώς ελαττωματικοί, οι καταδικασθέντες επί κακουργήματι, οι πολύγαμοι, οι αναρχικοί, γυναίκες ερχόμεναι δι΄ ανηθίκους σκοπούς κ.α.»



Κανένας δεν μπορούσε να αποβιβασθεί στη Νέα Υόρκη αν προηγουμένως δεν υφίστατο τη διαδικασία του ελέγχου στο νησάκι Έλλις. Ο έλεγχος ήταν διοικητικός και ιατρικός. Οι γιατροί εξέταζαν κυρίως τα μάτια των μεταναστών για να διαπιστώσουν ότι δεν πάσχουν από τραχώματα, την κατάσταση του δέρματος της κεφαλής, το στόμα κτλ. Σε περίπτωση διάγνωσης ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας, ο μετανάστης παραπεμπόταν σε λεπτομερέστερη εξέταση. Αν τελικά αποδεικνυόταν ότι, πράγματι, έχει πρόβλημα υγείας δεν γινόταν δεκτός, η δε ατμοπλοϊκή εταιρεία που τον μετέφερε, είχε την υποχρέωση να τον επαναφέρει στην πατρίδα του. Σε αναζήτηση δουλειάς αφού περνούσε τις εξετάσεις του ELLIS o μετανάστης, είτε μεταφερόταν στη Νέα Υόρκη και εγκαταλειπόταν εκεί, είτε κατευθυνόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό για να συνεχίσει το ταξίδι του στο εσωτερικό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ήταν ένα: η εξεύρεση μιας «προσωρινής» δουλειάς, μέχρι να παρουσιαστεί η «ευκαιρία».

Ο μεγάλος όγκος των μεταναστών αποκλειόταν στις πόλεις και αρχικά προσπαθούσε να βρει καταφύγιο σε γνωστούς, συγγενείς και φίλους, που βρισκόταν καιρό εκεί και -λίγο ή πολύ- τους είχαν παρακινήσει σ' αυτήν την περιπέτεια. Οι νέες εκπλήξεις ήταν όμως δυσάρεστες: άλλες φορές οι γνωστοί αδιαφορούσαν τελείως (δεν περίμεναν δα να πάρει «τοις μετρητοίς» ο άλλος τα όσα είχαν γράψει και να «κουβαληθεί»), άλλοτε αδυνατούσαν και αυτοί οι ίδιοι να επιβιώσουν και το πολύ-πολύ να «τρύπωναν» το νεοφερμένο σε κάποια «δουλειά του ποδαριού» και άλλοτε φρόντιζαν, όσοι είχαν κατορθώσει να στήσουν κάποιο μαγαζί ή μικροεπιχείρηση (εστιατόριο, στιλβωτήριο, ανθοπωλείο κ.λπ.) να τον εκμεταλλευτούν αλύπητα γνωρίζοντας την αδυναμία του να αμυνθεί. Αν δεν είχε κανείς την «ευτυχία» του γνωστού, επιχειρούσε συνήθως να ακολουθήσει το «επιτυχημένο» (όπως του είχαν πει) επάγγελμα του μικρέμπορα (κυρίως του πλανόδιου μανάβη), ο κορεσμός όμως της αγοράς δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια κέρδους. Άλλοι πάλι αρκέστηκαν στην εύκολη λύση του ξενοδοχοϋπαλλήλου ή του λατζέρη, που -όπως σημειώνει ο Σ. Κανούτας- «δεν δύναται να υποφέρωσι τον μεμολυσμένον αέρα, την υγρασίαν και τας άλλας κακουχίας». Στις συνθήκες αυτές η αγωνία για επιβίωση μετατρεπόταν εύκολα σε πανικό και ο μετανάστης εγκατέλειπε τα όνειρά του για να αποκτήσει μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, σε οποιοδήποτε σημείο των ΗΠΑ, που τουλάχιστον θα του εξασφάλιζε ένα σταθερό, έστω και μικρό, μεροκάματο, καθώς και στοιχειώδεις συνθήκες ζωής. Την απελπισία και την αμάθειά του εκμεταλλεύτηκαν επιτήδεια διάφοροι τυχοδιώκτες (πράκτορες) που θησαύρισαν γρήγορα σε βάρος του. Γράφει ο Μ. Παπαγιαννάκης στο άρθρο του «Η μετανάστευσις εν Κρήτη» (1971).

«Ο μετανάστης καταφεύγει εις τινα πράκτορα, όστι τω ευρίσκει πράγματι εργασίας και επί αδρά αμοιβή, αλλ' επί δολίω σκοπώ όπως, μετά τινων ημερών εργασίαν, τον απολύση και διορίση άλλους, τους οποίους κατά τον ίδιο τρόπον μέλλει να εκμεταλλευθή». Τα παραπάνω είναι αρκετά για να δώσουν μια μικρή μόνο εικόνα των πρώτων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες μετανάστες, όταν πατούσαν στο έδαφος των ΗΠΑ. Έτσι είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί χιλιάδες από αυτούς «συμβιβάστηκαν» στο μεροκάματο του εργάτη λατομείων, του εργάτη σιδηροδρομικών γραμμών και του εργάτη εργοστασίου.

Ο μετανάστης που κατευθύνθηκε στα λατομεία, στα ανθρακωρυχεία και στα μεταλλεία (Νεβάδα, Γιούτα, Ουαϊόμιγκ, Κολοράντο, Καλιφόρνια) ήταν αναμφισβήτητα ο πιο άτυχος. Η ζωή του στα κολαστήρια αυτά ήταν ανυπόφορη, η εκμετάλλευση ανεξέλεγκτη, η εργασία εξουθενωτική και οι ελεύθερες ώρες λίγες και ανούσιες. Οι εργάτες ζούσαν στιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ο ένας πάνω στον άλλο, υποσιτίζονταν και δεν είχαν ούτε στοιχειώδη περίθαλψη και ασφάλεια. «Προχωρώντας» με το σιδηρόδρομο χιλιάδες Έλληνες μετανάστες ταλαιπωρήθηκαν χρόνια ολόκληρα στην εξαιρετικά κοπιαστική και κακοπληρωμένη δουλειά του εργάτη σιδηροδρόμων. Ήταν κάτι σαν πρόσφυγες, χωρίς μόνιμη κατοικία (κοιμόντουσαν στα βαγόνια του διαρκώς μετακινούμενου συνεργείου) και η επαφή τους με την «κοινωνική ζωή» ήταν καθαρά συμπτωματική (όταν η γραμμή περνούσε κοντά σε κατοικημένη περιοχή πήγαιναν ομαδικά να «καταθέσουν» τις πενιχρές τους οικονομίες σε εφήμερες διασκεδάσεις).


Ο Σ. Κανούτας αναφέρει ότι τα δυστυχήματα στη δουλειά ήταν συχνότατα. Σημειώνει: «Αλλά μη νομίση τις ότι αι εργασίαι αυταί είναι σταθεραί και μόνιμοι. Ένεκα πλείστων όσων λόγων και ποικίλων αιτιών και αφορμών, οι εταιρείαι αποβάλλουν λίαν συχνά τους εργάτας, οι οποίοι μέχρις ου εύρωσιν νέαν εργασίαν, εξοδεύουσι τας μικράς των οικονομίας...». Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων μεταναστών που παγιδεύτηκαν στις πόλεις, μετά από αγωνιώδεις και συνήθως αποτυχημένες προσπάθειες να "στηθεί" κάποια δουλίτσα, κατέφευγε στη βαριά βιομηχανία, τη μεγάλη χοάνη που κατάπινε όνειρα και φιλοδοξίες, τη μέγγενη που συνέτριβε αργάαργά κάθε σωματική και ψυχική αντοχή. Οι συνθήκες δουλειάς στις φάμπρικες των αμερικανικών μεγαλουπόλεων ήταν απάνθρωπες, η εργατική νομοθεσία απλός τύπος και η κοινωνική ασφάλιση κοροϊδία. Οι εργάτες δούλευαν 10-14 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή, σε αποπνικτική ατμόσφαιρα, κάτω από το άγρυπνο μάτι του επιστάτη, για λίγα δολάρια. Ειδικά για τους ξένους -που ήταν ανίσχυροι, αποκομμένοι και ευάλωτοι- επικρατούσε καθεστώς φοβερής αισχροκέρδειας, κυρίως ως προς τις γυναίκες και τα παιδιά. Ίσως ο μύθος για τον επιτυχημένο «θείο από την Αμερική» να έλκει τις ρίζες του από τη δράση της ολιγάριθμης κατηγορίας των Ελλήνων μεταναστών που κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κάποια δική τους μικροεπιχείρηση (συνήθως μαγαζί), η οποία -αν όχι τίποτ' άλλο- τους εξασφάλιζε μια ανθρώπινη επιβίωση. Χαρακτηριστικό όμως του μύθου -όπως και κάθε μύθου- είναι η υπερβολή. Οι περισσότερες ελληνικές μικροεπιχειρήσεις δεν ήταν παραγωγικές και εξελίξιμες και, αν δεν χρεοκοπούσαν γρήγορα, κατόρθωναν απλώς να διασωθούν ή και να αναπτυχθούν ελάχιστα (εισάγοντας τους δημιουργούς τους στη "μεσαία" κοινωνική τάξη). Αν και οι περιπτώσεις τέτοιων επιτυχημένων επιχειρήσεων είναι γενικά λίγες σε αντιστοιχία με τον κύριο όγκο των Ελλήνων μεταναστών. Ενώ φυσικά τα επόμενα χρόνια οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο.

Η περίοδος της εύκολης εγκατάστασης
Όταν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγιναν πιο ελαστικές οι διατάξεις για την εγκατάσταση στις ΗΠΑ προσφύγων και εκτοπισμένων, έφτασαν στις δύο πρώτες δεκαετίες από τον τερματισμό του πολέμου στην Αμερική περίπου 75.000 Έλληνες, ενώ τότε άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές για να σπουδάσουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Την περίοδο από το 1966 έως το 1979, όταν οι μεταναστευτικοί νόμοι επέτρεπαν την εύκολη εγκατάσταση στις ΗΠΑ στους συγγενείς των μεταναστών, περίπου 160.000 Έλληνες προστέθηκαν στην Ελληνοαμερικανική ομογένεια. Από τότε, η μετανάστευση από την Ελλάδα προς την Αμερική μειώθηκε σημαντικά, καθώς μόνο 40.000 Έλληνες κατέφθασαν στις ΗΠΑ τις δεκαετίες 1980 και 1990, ενώ έκτοτε κατ΄ έτος δεν ξεπερνούν τους 1.500 οι Έλληνες που εγκαθίστανται στην Αμερική, ενώ αντίθετα είναι πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός όσων ομογενών μας επαναπατρίζονται.

Τα πρώτα χρόνια, οι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ εργάζονταν άλλοι μεν ως εργάτες στους σιδηροδρόμους και στα μεταλλεία στις Δυτικές Πολιτείες, άλλοι ως υφαντουργοί και υποδηματοποιοί στις περιοχές της Νέας Αγγλίας και άλλοι ως λαντζέρηδες, πιατάδες ή μικροπωλητές στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Από το 1910 όμως και μετά, αρκετοί Έλληνες είχαν αρχίσει να γίνονται ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, κυρίως ζαχαροπλαστείων, ανθοπωλείων, μανάβικων, εστιατορίων κ.α.



Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες στις ΗΠΑ σημειώνουν μία σημαντική οικονομική, πολιτική και πολιτιστική άνοδο, διακρίνονται στην πολιτική, στις επιστήμες και στις τέχνες. Ο Μιχάλης Δουκάκης, γίνεται ο πρώτος άνθρωπος νοτιοευρωπαϊκής καταγωγής που κατάφερε να λάβει το χρίσμα του υποψηφίου προέδρου ενός από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα των ΗΠΑ, του Δημοκρατικού Κόμματος. Μερικοί Ελληνοαμερικανοί, όπως ο Πωλ Σαρμπάνης από το Μέριλαντ, ο Πωλ Τσόγκας από τη Μασαχουσέτη, η Ολυμπία Σνόου από το Μέϊν, πέτυχαν να εκλεγούν στην αμερικανική γερουσία. Πολλοί είναι οι ελληνοαμερικανοί βουλευτές, ενώ ο γιος μεταναστών από την Ήπειρο, Τζωρτζ Τένετ, τοποθετήθηκε ως αρχηγός της CIA.

Η προσφορά της Ελληνικής Ομογένειας στις ΗΠΑ στο οικογενειακό επίπεδο (προίκισαν αμέτρητες αδελφές), έχει καταγραφεί στα ανεπανάληπτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «Η σταχομαζώχτρα» και ο «Αμερικάνος». Στους εράνους, που τότε ήταν στην ημερήσια διάταξη, πρώτα-πρώτα απευθύνονταν στους «Αμερικάνους». Ενώ η βοήθεια προς τη μητέρα-πατρίδα σε πολλούς άλλους τομείς, ήταν τεράστια. Έφτιαξαν νοσοκομεία (από το ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης μέχρι το νοσοκομείο Κρεστένων και το αγροτικό ιατρείο Γκρέκα Ολυμπίας από το Μανώλη Φιλοκτήτη). Έστειλαν ασθενοφόρα. Επισκεύασαν εκκλησίες και κοινοτικές βρύσες. Έστησαν προτομές και κενοτάφια ηρώων. Στην Αμαλιάδα από τη διαθήκη του Παπαχριστόπουλου ιδρύθηκε η βιβλιοθήκη της πόλης. Στην ορεινή Πελοπόννησο δεν υπάρχει χωριό χωρίς κάποιο κοινωφελές έργο από δωρεές ομογενών.





ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

«…….Πάντα ονειρεύεσαι τον τόπο σου. Προσαρμόζεσαι σε μια ξένη χώρα, αλλά πάντα παραμένεις επισκέπτης»
Κούντιου Ευαγγελία


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Λέγομαι Κούντιου Ευαγγελία, είμαι από το Νέο Σούλι και είμαι 70 χρονών.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένεια σας;

Στην αρχή φύγαμε 6 γυναίκες, οι οποίες είναι: η Στέλλα Πατραμάνη, η Μαγδαληνή Πατραμάνη, η Φωτεινή Κομσή, η Μαγδαληνή Ματάκου, η Στέλλα Παπανδρέου (η οποία δεν ήταν από το χωριό μας αλλά από την Οινούσα) και εγώ.
Πήγαμε στο Μόναχο της Γερμανίας με σύμβαση. Καθίσαμε ένα χρόνο στο Μόναχο και μετά πήγαμε στο Χέρνε (Herne) με την οικογένεια

Η κ. Κούντιου Μαγδαληνή έμεινε πίσω με τα εγγόνια από το γιο και την κόρη της, που έφυγαν ως μετανάστες στη Γερμανία.



Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας, το Νέο Σούλι, ειδικότερα;

Η κατάσταση όταν φύγαμε εμείς ήταν πολύ χάλια, πάρα πολύ χάλια, γι αυτό και φύγαμε. Με ξένα λεφτά πήραμε τα εισιτήρια και με ξένα λεφτά ψωνίσαμε κάτι που μας χρειαζόταν για το δρόμο. Αφήσαμε τρία παιδιά εδώ μόνα με τους άνδρες. Ήταν ένα φριχτό συναίσθημα για μας, αφήσαμε τρία παιδιά και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Τα βλέπαμε να κλαίνε μέχρι που χαθήκαμε, δεν μας έβλεπαν άλλο, να τσιρίζουν πίσω. Ήταν μικρά. Το μικρότερο παιδί έφευγε από το νηπιαγωγείο και γυρνούσε στο σπίτι, γιατί ήθελε την μάνα του. Ο σύζυγος είχε καπνά. Τι πρώτα να κοιτάξει, τα παιδιά ή τα καπνά; Τα παιδιά μας τράβηξαν πάρα πολλά.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία;

Πρώτα πήγαμε στην Αθήνα και μετά πήγαμε με το τρένο ως το Μόναχο. Εκεί μας περίμενε διερμηνέας και μας πήγανε στη φίρμα Londenfrei ραπτικής. Ευτυχώς ήμασταν έξι γυναίκες μαζί και είχαμε μια παρηγοριά. Κάθε βράδυ κλαίγαμε και λέγαμε πού είναι τα παιδιά μας. Γράφαμε γράμματα και λέγαμε μαμά, μπαμπά, ό,τι είχε ο καθένας. Φύγαμε χιλιάδες βουνά μακριά και δεν μπορούσαμε να ξαναενωθούμε. Τόσο πολύ δεν πιστεύαμε να ξαναγυρίσουμε πίσω. Μετά όταν πήγαμε στο Herne τα πράγματα καλυτέρεψαν, αφού είχαμε πια την οικογένεια μας.

Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές εξετάσεις και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές, για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Στην Αθήνα μας πέρασαν από γιατρούς. Εκεί άρχισαν να μας εξετάζουν το αίμα, τα ούρα, τα δόντια, τα πάντα. Όποιος είχε τα δόντια του χαλασμένα ή κάτι είχε στο αίμα του, μια αρρώστια, δεν τον περνούσαν, τον γυρνούσαν πίσω. Μετά μας πήγαν στη Γερμανία και άρχισαν να μας ρωτάνε τι δουλειά ήξερε ο καθένας για να μας στείλουν σε φίρμες. Εμείς ξέραμε ραπτική και πήγαμε στην Londenfrei που ήταν η μεγαλύτερη φίρμα ραπτικής στο Μόναχο. Μετά πήγαμε στα Heim (εστίες ). Το Heim ήταν σαν ξενοδοχείο, ένα μεγάλο κτίριο και εκεί μέσα μας έδωσαν ένα δωμάτιο για έξι άτομα, έξι γυναίκες μαζί σε ένα δωμάτιο με ένα μπάνιο. Όταν τελείωσε το συμβόλαιο που είχαμε για ένα χρόνο, άρχισε ο καθένας να ψάχνει για δικό του σπίτι.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιόν τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε; Αναφερθείτε και στα προβλήματα της ξένης γλώσσας.

Μόλις πήγαμε, δυσκολευτήκαμε στη γλώσσα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, ευτυχώς είχαμε διερμηνέα Έλληνα και σε κάθε περίπτωση που είχαμε δυσκολίες τον καλούσαμε. Μερικές φορές καταλάβαιναν μερικές γυναίκες και συνεννοούμασταν, γιατί ήξεραν λίγα Γιουγκοσλάβικα και λίγα Βλάχικα που έμοιαζαν λίγο και συνεννοούμασταν. Μια άλλη που μας εξυπηρετούσε ήταν η Αβοκάτου Ελευθερία που ήταν η πρώτη που πήγε από το χωριό μας στη Γερμανία. Αρχίσαμε μετά η μία από την άλλη, όποια λέξη ήξερε, την έγραφε και έτσι ξεκινήσαμε να τα μαθαίνουμε.
Οι γραμματικές μας γνώσεις ήταν του Δημοτικού αλλά είχαμε θέληση για να μάθουμε. Όχι ότι τα μαθαίναμε σωστά Μας ήρθε κάτι σαν υποχρεωτικό. Έπρεπε να τα μάθουμε. Μετά όταν φέραμε τα παιδιά, ήταν δύσκολα, γιατί δεν είχε ελληνικό σχολείο στο Herne. Έπρεπε να τα στείλουμε σε άλλη πόλη.


Γυναίκες στη Γερμανία (1967). Η Κούντιου Ευαγγελία δεύτερη από αριστερά




Πηγαίναμε στη δουλειά και σκεφτόμασταν τα παιδιά μας από το σχολείο που τα στέλναμε μακριά.

Ελληνικό ήταν το σχολείο;

Ήταν ένα κτίριο στο οποίο στεγαζόταν και το γερμανικό και το ελληνικό αλλά δεν είχε στην πόλη μας. Μετά από 3-4 χρόνια μαζεύτηκαν πολλά Ελληνόπουλα και έκαναν ελληνικό σχολείο στο Herne.

Υπήρχαν Έλληνες δάσκαλοι;

Ναι υπήρχαν. Ήταν ο κύριος Καραδάνης και αργότερα ο κύριος Γαλάνης.

Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Στο Μόναχο και αργότερα στο Herne όπου ακόμα εκεί είναι τα παιδιά μας. Η πόλη μάς φάνηκε πολύ ωραία γιατί είχε ησυχία σε σχέση με το Μόναχο.

Επιτέλους όλη η οικογένεια μαζί στα 1971 στο Herne


Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην περιοχή που εγκατασταθήκατε;

Στο Herne ήμασταν περίπου 30 οικογένειες από το χωριό μας και μέναμε σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Ήρθαν η μαμά μου, μετά τα αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου, γι αυτό πήγαμε πάνω, αλλιώς θα μέναμε στο Μόναχο. Ήταν τα ξαδέρφια μου πάνω και από το χωριό μας πολλά άτομα.

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γερμανία;

Στην αρχή οι περισσότεροι έπιασαν δουλειά στην BMW και στο Σεάντε, που και εκεί δούλευαν στις πρέσες και πάλι για τα αυτοκίνητα. Εμείς δουλεύαμε σε ραπτική. Δούλευαν επίσης στην Opel, BMW και στο Σεάντε περισσότερο οι άνδρες. Στα τρία αυτά εργοστάσια δούλευαν περισσότεροι από το χωριό μας άνδρες και γυναίκες. Δούλευαν και στη Boss. Έφτιαχναν ψυγεία, τηλεοράσεις και άλλα ηλεκτρικά είδη. Στη Boss έφτιαχναν εξαρτήματα από αυτοκίνητα, ενώ στην Opel και στην BMW έφτιαχναν ολόκληρα αυτοκίνητα.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν οργανωμένος και πώς; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους;

Τα πάντα είχαμε. Πηγαίναμε 30 χιλιόμετρα στο Dortmund για εκκλησιασμό, γιατί δεν είχαμε εκκλησία. Υπήρχε κοινότητα Ελληνική και Έλληνες κοινωνικοί λειτουργοί που μας εξυπηρετούσαν, αν κάπου δυσκολευόμασταν με τα παιδιά. Αυτά δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τα χτυπούσαν τα γερμανάκια στο σχολείο ή δεν μας πλήρωναν. Μας εξυπηρετούσαν αυτοί, πήγαιναν στο σχολείο συζητούσαν και μετά τα παιδιά δεν είχαν πρόβλημα αλλά πάντα είχαμε πολύ καλό κοινωνικό λειτουργό, μας βοηθούσαν και δεν άφηναν να προχωρήσει ο ρατσισμός. Υπήρχε και ποδοσφαιρική ομάδα. Τα παιδιά άρχισαν να παίζουν με τα γερμανάκια και έκαναν παρέα και στο σχολείο. Υπήρχαν και από άλλες χώρες μετανάστες, όπως από Τουρκία, Τυνησία κ.τ.λ. Όταν πήγαμε ήμασταν μόνο εμείς. Εμείς, που ήμασταν στο Herne, ήμασταν όλοι Έλληνες. Ήταν καλή πόλη αλλά όχι τόσο μεγάλη όπως το Μόναχο. Η μοναξιά μας κρατούσε για να γυρίσουμε πίσω. Ο καθένας σκεφτόταν ότι δεν αξίζει να μαλώνει με κάποιον, κι ας μην ήταν αδέλφια, στην ξενιτιά όλοι γινόταν. Είχαμε ένα μέρος δίπλα από την εκκλησία που το Σάββατο δεν είχαν δουλειά οι άνδρες, πήγαιναν καθόταν στα παγκάκια που υπήρχαν και έλεγαν «Πάμε πάνω στο Γουμενείο» (έτσι το ονόμασαν), γιατί μαζευόταν Έλληνες μονάχα για πολλά χρόνια, μετά άρχισαν να μπαίνουν στα καφενεία.

Υπήρχαν Ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν γερμανικά σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Πήγαιναν σε γερμανικά σχολεία στα οποία διδάσκονταν ταυτόχρονα και ελληνικά, έτσι είναι και σήμερα.

Επομένως ήξεραν την μητρική γλώσσα καλά. Τα γερμανικά πώς τα μάθαιναν;
Κάνανε κάποια επιπλέον μαθήματα εκεί στη γερμανική γλώσσα;

Ναι, μετά από εκεί πήγαιναν στο γερμανικό σχολείο δύο φορές την εβδομάδα. Τώρα που είναι πιο λίγα τα Ελληνόπουλα γίνεται το αντίθετο.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Εμείς επιστρέψαμε το 1997. Ήταν να έρθουμε 1 Μαρτίου μόνιμα στην Ελλάδα αλλά ο σύζυγός μου πέθανε εντελώς ξαφνικά από καρδιά και επέστρεψα. Τα παιδιά μου βρίσκονται ακόμα πάνω, δεν μπορούν να φύγουν, γιατί έχουν δουλειές και τα παιδιά τους που σπουδάζουν.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Είχαμε και ευχάριστα. Παντρέψαμε τα παιδιά μας πάνω. Τα δυσάρεστα δεν θέλουμε να τα λέμε. Γνωρίσαμε Γερμανούς, κάναμε παρέα μαζί τους, δεν είχαμε προβλήματα.

Σύνταξη είχατε πάρει εσείς από τη Γερμανία;

Ναι έχω πάρει.

Σας είχε λείψει κάτι από Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Φυσικά μας έλειψε. Είχαμε γονείς. Ερχόμασταν με άδεια και έκλαιγε η μάνα και ο πατέρας. Μας έλειπε η Ελλάδα, το σπίτι μας, μας έλειπαν τα πάντα. Δεν είχαμε πόρους να ζήσουμε εδώ. Έπρεπε να δουλέψουμε.


Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την επιστροφή σας στην πατρίδα σας, θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί, ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκατέλειπε τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη ζωή;

Μ’ αρέσει η Γερμανία. Έχω φίλους εκεί και όταν πάω πάνω βρισκόμαστε, τα λέμε, πίνουμε καφέ, θυμόμαστε τα παλιά. Ήρθαν και οι Γερμανίδες εδώ, τις φιλοξενήσαμε, τις δείξαμε τα αξιοθέατα του τόπου μας και έμειναν κατενθουσιασμένες.

Τι έχετε να μας πείτε για το σύστημα υγείας;

Το σύστημα υγείας της Γερμανίας μ’ αρέσει. Δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα χάλια εδώ. Όταν πρωτοπήγα εδώ στις Σέρρες στο παλιό νοσοκομείο, είδα στους διαδρόμους καρότσια με σεντόνια να κρέμονται με αίματα και τέτοια χάλια. Δεν ήθελα να αρρωστήσω για να μην έρθω εδώ. Εκεί δεν είναι έτσι, ούτε είναι η κάθε πόρτα ανοιχτή για να βλέπεις τους αρρώστους να ξαπλώνουν.

Η φράση «όπου γης εκεί πατρίς» σημαίνει κάτι για εσάς;

Ναι, σημαίνει όσο καλά και αν περάσαμε μας αρέσει η Ελλάδα το μέρος που μεγαλώνεις. Πάντα ονειρεύεσαι το δικό σου μέρος. Προσαρμόζεσαι σε μία ξένη χώρα αλλά πάντα είσαι επισκέπτης.


Η Κούντιου Ευαγγελία με τη μαθήτρια Πατραμάνη Στέλλα



Μάρτιος 2007
Επιμέλεια Συνέντευξης:
Θεανώ Λιόλιου
Στέλλα Πατραμάνη
Μιχάλης Κύρκος




« ……..Ήμασταν πονεμένος λαός, ξενιτεμένος και έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και αγαπημένοι» .
Αβοκάτου Μαρία


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Λέγομαι Αβοκάτου Μαρία, είμαι κάτοικος Ν. Σουλίου και είμαι 69 χρονών.

Η οικογένεια Αβοκάτου



Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένειά σας;

Στην αρχή πήγα μόνη μου στο Μόναχο και μετά από μία εβδομάδα ήρθε και ο σύζυγος. Εγώ πήγα με σύμβαση, ενώ ο σύζυγος ήρθε με πρόσκληση που του έκανε ο αδελφός του. Η υπεύθυνη από τις Σέρρες η κ. Κεχαγιά μου είπε να πάω πρώτα μόνη μου και να ζητήσω μια θέση στο Μόναχο χωρίς να πω πως ο άνδρας μου έχει πρόσκληση. Έτσι ακριβώς έγινε. Είχε μια θέση στο Μόναχο και ανέλαβα εργασία με ένα μάρκο την ώρα. Έπρεπε αναγκαστικά να μείνω στο Μόναχο, δεν μπορούσα να πάω σε άλλη φίρμα (εργοστάσιο). Δήλωσα στο Μόναχο, εκεί ήταν ο κουνιάδος μου και η συννυφάδα μου.
Μετά από μία εβδομάδα ήρθε ο άντρας μου, βρήκαμε δικό μας σπίτι. Ο άνδρας μου πήγε στο εργοστάσιο που του είχαν κάνει πρόσκληση και εγώ έμεινα σ΄ ένα εργοστάσιο Keksfabrik (βιοτεχνία μπισκότων) στο οποίο έμεινα 18 μήνες. Επειδή όμως εκεί ήταν λίγα τα λεφτά, 400 μάρκα το μήνα, έκανα τα χαρτιά μου σ΄ ένα Holz Institut (Ινστιτούτο για ξυλεία).


Τι δουλειά ακριβώς κάνατε εκεί;

Έκανα καθαριότητα. Έμεινα εκεί 27 χρόνια, 26 χρόνια δουλεμένα και ένα χρόνο λόγω υγείας. Βγήκα άρρωστη, δεν με δούλευαν πλέον τα χέρια και μετά από ένα χρόνο βγήκα σε σύνταξη. Στη δουλειά ήμουν ευχαριστημένη. Είχε δύο κτίρια από 45 άτομα. Ήμασταν τρεις γυναίκες. Περάσαμε τόσο ωραία, τόσο καλά. Δύσκολες ώρες φυσικά αλλά η υπομονή κερδίζει τα πάντα. Σ΄ αυτή τη δουλειά ήδη τον πρώτο μήνα πήρα 700 μάρκα. Όταν επέστρεψα στο σπίτι ο άντρας μου πήρε το μισθό μου από την τράπεζα και τα άφησε πάνω στο μαξιλάρι για να δω πόσα πήρα τον 1ο μήνα.
Μας έδιναν κάθε εβδομάδα 100 μάρκα. Ήταν λίγα, δεν ήταν πολλά, αλλά κάναμε υπομονή, γιατί εδώ ήμασταν φτωχοί. Στενοχώρια είχαμε, αφήσαμε τα παιδιά μας εδώ στη μάνα μου. Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια να αποχωριστείς τα παιδιά σου, αλλά είπαμε θα κάνουμε υπομονή, γιατί ήμασταν φτωχοί. Αγωνιστήκαμε και δουλέψαμε με όλη την καρδιά μας. Μετά από 18 μήνες φέραμε τα παιδιά μας στη Γερμανία. Τα έφερε ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος. Ο άντρας μου ήταν πάντα νυκτερινός και εγώ πρωινή και έτσι μας βόλευε να παίρνουμε και να πηγαίνουμε τα παιδιά μέχρι να ξεκινήσουν το δρόμο τους. Είχε αρκετές δυσκολίες.


Η κ. Αβοκάτου με το γιο της στο σιδηροδρομικό σταθμό



Αυτό που μας αναφέρατε πως εσείς πήγατε στη Γερμανία με σύμβαση και ο σύζυγος με πρόσκληση, μπορείτε να μας το διευκρινίσετε;

Ο κουνιάδος μου δούλευε σ΄ ένα εργοστάσιο – χυτήριο. Από εκεί μπορούσε μαζί με το αφεντικό να κάνει ένα χαρτί και να το στείλει στην Ελλάδα, ότι π.χ. «Καλούμε τον Αβοκάτο Ιωάννη, επειδή τον χρειαζόμαστε, για εργασία» Με σύμβαση πάλι δηλωνόμασταν εδώ στις Σέρρες σε ένα ειδικό γραφείο Συμβάσεων. Υπεύθυνη ήταν η κ. Κεχαγιά. Γράφτηκαν τότε πολλές γυναίκες, γράφτηκα κι εγώ. Δεν ήθελε ο άντρας μου να φύγουμε στη Γερμανία, αλλά εγώ του έλεγα: «ο αδελφός σου πώς πήγε, η συννυφάδα μου πώς είναι εκεί; Δημιουργήθηκαν, δες τι έκαναν, δες τι έφεραν; Γιατί να μην πάμε κι εμείς;» Και εδώ καλά ήμασταν, με τα καπνά, ένα μεροκάματο το βγάζαμε. Ζούσαμε καλά, αλλά είχαμε ένα φτωχικό σπιτάκι που μας άφησε η πεθερά μου η συγχωρεμένη. Άλλο δεν είχαμε και λίγα χωραφάκια. Από εδώ και από εκεί πήγα πρώτη εγώ και γράφτηκα σ΄ αυτό το γραφείο και με έστειλαν χαρτί ότι την τάδε ημερομηνία θα περάσεις από γιατρούς. Έτσι πήγαμε στην Αθήνα μαζί με τον άντρα μου, ήταν και τέσσερις άλλες γυναίκες από το χωριό.

Θυμάστε τα ονόματά τους;

Ναι, ήταν η Βενέτη Ευαγγελία, η Στεργιανή Δεδούση, η Άννα Καραγκιόζη και εγώ. Από εδώ ξεκινήσαμε μαζί, περάσαμε από γιατρούς, μείναμε μαζί και ήρθε και ο άντρας μου στην Αθήνα για να μας κάνει παρέα.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Ν. Σούλι ειδικότερα;

Η κατάσταση ήταν φτωχή, δεν ήταν πλούσια. Όποιος ήταν φτωχός, ήταν φτωχός και όποιος ήταν πλούσιος, ήταν πλούσιος. Εμείς ήμασταν φτωχοί, δεν είχαμε τίποτε και ζούσαμε με τα καπνά. Φτωχικά ζούσαμε και γι΄ αυτό αποφασίσαμε να φύγουμε στη Γερμανία.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία;

Από εδώ φύγαμε με λεωφορείο μέχρι την Αθήνα και μετά πήραμε το καράβι προς την Ιταλία. Το καράβι λεγόταν «Κολοκοτρώνης». Ήταν το τελευταίο ταξίδι που έκανε και μετά το σταμάτησαν, γιατί ήταν ακατάλληλο. Το λέω και μουδιάζω. Αυτό έγινε 29 Ιουλίου το 1969.

Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να εξασφαλίσει κανείς την άδεια παραμονής στην ξένη χώρα και ποιες ήταν αυτές;

Στην Αθήνα περνούσαμε από γιατρό και κάναμε όλες τις εξετάσεις (αίμα, ούρα κλπ). Αν σου έβρισκαν κάτι δεν σε στέλνανε στη Γερμανία, σε γυρνούσαν πίσω στο χωριό σου. Εμείς κάναμε τις εξετάσεις, βγήκαν τα αποτελέσματα και μετά από δυο μέρες φύγαμε με καράβι για το Πρίντιζι της Ιταλίας. Από εκεί μας πήρε το τρένο και πήγαμε στο σταθμό του Μονάχου. Εκεί μας υποδέχθηκε ένας Έλληνας υπεύθυνος. Κατεβήκαμε από το τρένο και αυτός φώναζε ελληνικά, γιατί δεν ξέραμε γερμανικά. Όλοι μαζί με τις βαλίτσες μας κατεβήκαμε σε μία μεγάλη αίθουσα στο υπόγειο. Εκεί μας καλωσόρισαν και μας έδωσαν από μία μπανάνα, ένα σάντουιτς και ένα αναψυκτικό. Απ΄ όλο το καράβι και το τρένο μόνο εγώ έμεινα στο Μόναχο. Οι άλλοι φύγανε προς το Σάλσμπουργκ, Νυρεμβέργη, Φραγκφούρτη και βάλε. Εμένα ήρθε ο κουνιάδος μου μαζί με τη συννυφάδα μου και πήγαμε στο σπίτι τους. Ήρθε η υπεύθυνη μετά, φώναξε εμένα, συνεννοήθηκε η συννυφάδα μου στα γερμανικά και με πήρε με το αυτοκίνητο και με πήγε σε ένα σπιτάκι μαζί με άλλες έξι Ελληνίδες. Κάθε δωμάτιο είχε δύο κρεβάτια, κουζινούλα και μπάνιο. Δουλεύαμε σ΄ ένα μικρό εργοστάσιο που έφτιαχνε μπισκότα και διάφορα γλυκά και δίπλα ήταν τα δωμάτια που μένανε οι εργάτες (Heim). Εγώ έμεινα εκεί μέχρι να έρθει ο άντρας μου για να τακτοποιηθούμε. Δεν έμεινα πολύ εκεί, γιατί μόλις ήρθε ο άντρας μου σε 15 μέρες βρήκαμε σπίτι.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ΄ όσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;

Ήταν πολύ δύσκολα όσον αφορά τη γλώσσα. Το δύσκολο ήταν πώς θα προσαρμοστείς, πού πάει η συγκοινωνία, πώς θα πας εκεί, πώς θα πας από εδώ, έπρεπε όλα να τα γράφεις στο μυαλό αλλιώς δεν γινόταν. Εκτός αν τα είχες γραμμένα σε χαρτάκι και το έδειχνες και σου δείχνανε από πού θα πας. Την πρώτη μέρα που έπιασα δουλειά, ήρθε ο μαέστρος και μου λέει ; «Αβοκάτου, θα καθίσεις να καθαρίσεις». Αυτό μου το είπε στα γερμανικά κι εγώ κατάλαβα κάτι άλλο άσχημο. Τότε λέω με ύφος: «Nein», δηλαδή όχι. Αυτός γέλασε και έφυγε. Πήγε λίγο πιο πέρα σε μια Ελληνίδα που τη λέγανε Σόφη, πόντια ήταν αυτή, και την έφερε σε μένα και αυτή γελούσε, γιατί του φέρθηκα έτσι. Εγώ με το μυαλό μου σκεφτόμουν πολλά, γιατί τότε είχαν ακουστεί πολλά στη Γερμανία, αλλά τελικά ήταν όλα ψέματα. Μας φέρθηκαν τόσο καλά οι Γερμανοί, μας έδιναν να καταλάβουμε πώς θα δουλέψουμε με νοήματα. Αν καταλάβαινες καλώς, αν όχι, ήσουν «τούβλο». Και έτσι σιγά-σιγά σήμερα με το καλημέρα, αύριο με το καλησπέρα, στην αρχή με τις απαραίτητες λέξεις, μετά με ποιο λεωφορείο θα πήγαινα και με ποιο θα γυρνούσα. Την πρώτη φορά ήρθε και με πήρε ο κουνιάδος μου, εγώ όμως έβαζα με το μυαλό μου σημάδια πού θα πήγαινα και πού θα κατέβαινα. Το άλλο Σάββατο ήταν να πήγαινα με την αδελφή της συννυφάδας μου στη συννυφάδα μου για να μην χαθώ. Αυτή όμως δεν με περίμενε. Εγώ πέρασα από το κτίριο που έμενε, την φώναξα αλλά αυτή είχε φύγει. Εγώ τώρα τι να κάνω; Έξω ήταν το λεωφορείο αυτό που είχα πάρει με τον κουνιάδο μου και κατέβηκα μόνη μου στη στάση και βρήκα το σπίτι. Καθώς ανέβαινα τη σκάλα, άκουσα τη συννυφάδα μου που έλεγε στον κουνιάδο μου: Άντε, Γιώργο, πάνε να πάρεις την Μαριγώ». Χτύπησα την πόρτα. Όταν άνοιξε η συννυφάδα μου έμεινε άγαλμα. «Καλά, λέει, για πρώτη φορά πώς ήρθες; Πρέπει να είσαι πολύ έξυπνη». Ε, μετά βρήκαμε σπίτι. Με τον άντρα μου μια Κυριακή πήγαμε και βρήκαμε το εργοστάσιο, είδαμε πώς θα πηγαίνουμε, γιατί ήταν λίγο μακριά. Παίρναμε το τραμ, κατεβαίναμε στο τέρμα και μετά πηγαίναμε λίγο με τα πόδια. Συνηθίζει μετά ο άνθρωπος. Εκεί κάθισα 18 μήνες. Μετά πήγα στο Holzinstitut, κάθισα πολλά χρόνια και έμαθα πολλά. Είχα μια γυναίκα Γερμανίδα που μου τα έλεγε τόσο καλά, που δεν είχα πρόβλημα και έτσι έμαθα καλά τα γερμανικά. Κάποια μέρα με χτύπησε ένα καρότσι έτσι, όπως ήμουν σκυμμένη και καθάριζα. Με χτύπησε στο κεφάλι. Δεν πήγα στο γιατρό αλλά σε μια βρύση και έβαλα κρύο νερό. Πήγα σπίτι και τα παιδιά μου είπαν να πάω στο γιατρό. Πήγα στο γιατρό και μου είπε ότι θα το γράψουμε σαν εργατικό ατύχημα και εγώ, επειδή δεν το κατάλαβα, του είπα, όχι. Μετά που πήγα στο σπίτι και με ρώτησαν τα παιδιά μου τι έγινε, τους είπα τι έγινε, τι μου είπε ο γιατρός και ότι εγώ του είπα όχι. «Λάθος ήταν αυτό, μαμά» μου είπαν τα παιδιά, «χτύπα ξύλο, αν πάθεις κάτι στο κεφάλι αύριο, μεθαύριο, όταν θα γεράσεις, αυτό έπρεπε να γραφεί». Πήγα την άλλη μέρα στο γιατρό, του ζήτησα συγγνώμη και του είπα να γραφτεί σαν εργατικό ατύχημα. Έτσι σιγά – σιγά τα μάθαμε όλα. Όχι τέλεια αλλά μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μια χαρά.

Το Πάσχα γιορτάζεται με τον πατροπαράδοτο τρόπο


Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας στο Μόναχο και στην ευρύτερη περιοχή;
Είχε αρκετούς Έλληνες από διάφορα χωριά. Και από το χωριό μας είχε, αλλά λίγα άτομα. Μετά φύγαμε όλοι εμείς. Η συννυφάδα μου έφυγε το 1965 από την Ελλάδα. Τότε ήταν ακόμη πιο δύσκολα γι΄ αυτούς που ήταν από τους πρώτους.
Όταν πήγαμε εμείς το 1969 το Μόναχο ήταν κατεστραμμένο από τον πόλεμο. Τώρα, αν το δεις, είναι άλλο πράμα. Τότε οι δρόμοι ήταν κατεστραμμένοι, τα σπίτια βομβαρδισμένα αλλά σιγά-σιγά μαζεύοντας μετανάστες που δούλευαν άρχισαν να γίνονται όλα. Ένα τραμ είχαν και λεωφορεία αλλά όχι όπως αυτά που έχουν τώρα. Σιγά-σιγά με πολλή δουλειά και πολλή ξενιτιά γίνανε όλα.


Με τον καιρό πολλές εργάτριες εισχώρησαν στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Εδώ η κ. Αβοκάτου επί του έργου.



Εκεί που δουλεύατε ήταν δημόσια υπηρεσία;

Ήταν Πανεπιστήμιο στο οποίο γινόταν επεξεργασία του ξύλου, δηλαδή πώς ψήνονταν, πώς καιγόταν με χημικά κλπ. Όλοι ήταν καθηγητές, γιατροί, επιστήμονες που έφτιαχναν πειράματα σχετικά με τα ξύλα.

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες στην πόλη σας;
Άλλος εργάζονταν στην BMW άλλος στην ΜΑΝ. Η ΜΑΝ έκανε φορτηγά, είχε χυτήρια που κάνανε τα σίδερα. Κάποιοι άνοιξαν εστιατόρια ή μανάβικα. Ανάλογα τι ήθελε να κάνει ο καθένας.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο Ελληνισμό; Ήταν και πόσο οργανωμένος;

Είχαμε δύο εκκλησίες, είχαμε σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο Συλλόγους ποδοσφαίρου, Χορευτικούς Συλλόγους (Ηπειρώτικους, Ποντιακούς, Βλάχικους, Θρακιώτικους).


Στην ενορία της Salvadorkirche κατά τη διάρκεια βάπτισης (1971). Η εκκλησία δόθηκε δωρεά από τους Γερμανούς στην Ορθόδοξη ελληνική κοινότητα.





Άνδρες και γυναίκες με παραδοσιακές ενδυμασίες από το Ν. Σούλι και τα υπόλοιπα Νταρνακοχώρια σε συλλαλητήριο για να μην καταργηθούν τα ελληνικά σχολεία της αλλοδαπής.





Οι Αβοκάτος Γρηγόριος, Φιλέντας Νικόλαος, Αβοκάτος Χρήστος και Τσάγκας Απόστολος σε συλλαλητήριο στο Μόναχο.


Τι ήταν και είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας, κρατούσε ενωμένους τους Έλληνες και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους;

Ήμασταν πονεμένος λαός, ξενιτεμένος λαός και έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και αγαπημένοι για να λέει ο ένας στον άλλο τον πόνο του. Όπου και να είμαστε, ό,τι και να είμαστε, ήμασταν όλοι αγαπημένοι. Ένας ξένος γινόταν αδελφός σου, γιατί είχες πόνο, ήσουν ξενιτεμένος. Κάτι να σου συνέβαινε, πήγαινες στο γνωστό, γιατί υπήρχε αγάπη απ΄ όλους.

Κοπή της βασιλόπιτας από τον μητροπολίτη Γερμανίας κ. Αυγουστίνο τον Ιανουάριο του 1981. Αριστερά ο κ. Αβοκάτος Γρηγόριος ως πρόεδρος του συλλόγου Σερραίων στο Μόναχο.



Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Τα παιδιά στο δημοτικό κάνανε 6 ώρες ελληνικά και 2 ώρες γερμανικά. Στην αρχή είχε μόνο δημοτικό. Εγώ όταν πήρα το γιο μου το Χρήστο, που είναι το 1964 γεννηθείς, πήγαινε Β΄ Δημοτικού. Μετά δημιουργήθηκε και Γυμνάσιο. Αντίθετα για το μεγάλο μου γιο, το Γρηγόρη, δυσκολευτήκαμε, γιατί δεν είχε Γυμνάσιο.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Όταν φτάσαμε σε ηλικία να πάρουμε σύνταξη, πήραμε απόφαση να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Όχι οριστικά, γιατί πάλι ξενιτεμένοι είμαστε, γιατί παραμένουμε δηλωμένοι στη Γερμανία. Στην Ελλάδα ήρθαμε τον Μάρτιο του 2000 αλλά, όταν θέλουμε, πάμε στη Γερμανία και καθόμαστε γύρω στις 6 εβδομάδες. Έχουμε επίσης και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.


Η κ. Αβοκάτου Mαρία βραβεύεται με το συμβολικό ποσό των 500 DM καθώς συμπλήρωσε 25 χρόνια στην εταιρεία Holzinstitut.





Ο κ. Αβοκάτος Ιωάννης αποχωρώντας από την ενεργό δράση με το αναμνηστικό δώρο του και το γεύμα που παρέθεσε προς τιμή των συναδέλφων του.





Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Δεν είχα κανένα δυσάρεστο γεγονός, ήμουν ευχαριστημένη, γιατί είχα μαζί τα παιδιά μου. Μετά έκανα νύφες και εγγόνια και ήμουν ευχαριστημένη που ζούσα εκεί. Όπου και να πήγα, σε όποιο σπίτι και να έμεινα, ήμασταν αγαπητοί από όλους.

Περιήγηση σε εργοστάσιο αλατιού που μετατράπηκε σε μουσείο στο Salzburg (σύνορα Γερμανίας-Αυστρίας).





Εκδρομή των απασχολουμένων στην εταιρεία Holzinstitut στο βουνό για αναψυχή.



Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Μου έλειψε το κλίμα της Ελλάδας. Εκεί είχε κρύο. Θυμάμαι το 1969 που πρωτο-πήγα στη Γερμανία, το μήνα Αύγουστο, είχε χιόνι.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην πατρίδα, θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείψει τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα;

Το καλό που υπήρχε στη Γερμανία και το θυμάμαι, ήταν η ιατρική περίθαλψη και η καθαριότητα. Τώρα μου λείπουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Δόξα τω Θεώ είμαστε καλά. Στη Γερμανία δουλεύαμε 8 ώρες στο εργοστάσιο και από 2 ώρες extra (μια δεύτερη δουλειά). Αυτό γινόταν πολλά χρόνια. Από τη δεύτερη δουλειά περίσσευαν κάποια χρήματα. Ο άντρας μου κάθε βράδυ πήγαινε και καθάριζε μια τράπεζα. Εγώ δούλεψα κάποια χρόνια extra αλλά μετά έκανα εγχείρηση στα πόδια μου και περιορίστηκα μόνο στο 8ωρο, ωστόσο πληρωνόμουν καλά. Ο στόχος μας ήταν να μαζέψουμε κάποια χρήματα για να ζήσουμε μια άνετη ζωή. Εκεί ήμασταν όλοι μαζί. Χριστούγεννα – Πάσχα μαζευόμασταν με τα παιδιά και τα εγγόνια. Τώρα μου λείπουν πολύ, ειδικά τα εγγόνια μου. Έρχονται για διακοπές αλλά τον υπόλοιπο καιρό είμαστε μόνοι εγώ με τον άντρα μου. Αυτό είναι πολύ δύσκολο.

Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά βιώματα για το οποίο δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για την Ελλάδα;

Πολλοί βουλευτές ήρθαν στη Γερμανία. Όλοι έταξαν, όλοι είπαν πολλά αλλά δυστυχώς έμειναν μόνο στα λόγια. Δεν έκαναν τίποτα για τα παιδιά, για τα σχολεία τους και για όσα υποσχέθηκαν. Ό,τι γίνεται, γίνεται κυρίως χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία των γονέων.







Ακολουθούν διάφορα έγγραφα και φωτογραφίες της οικογένειας Αβοκάτου


Επιτύμβια στήλη του Ηλία Μαυριμιχάλη από τη Σπάρτη «ιππότη της βασιλικής τάξεως του Σωτήρος, ταγματάρχη και υπασπιστή της Α.Μ. Όθωνος- βασιλέως της Ελλάδος ». Μνημόσυνο στο Μόναχο της Βαυαρίας στη μνήμη του εκλιπόντος.



































Η κ. Αβοκάτου με το μαθητή Γκόγκα Μανώλη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.



Απρίλιος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Γκόγκας Μανώλης
2. Βενέτης Δημήτριος








«……. Χειρότερα δεν μπορούσε να συμβεί, γιατί ήταν δικτατορία. Δουλειές δεν είχε, τα καπνά δεν πήγαιναν καλά, αφραγκία και σαν νέα ήθελα να φύγω από αυτήν την κατάσταση».
Κομσή Χρυσούλα


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης (ονοματεπώνυμο, ηλικία…)

Λέγομαι Κομψή Χρυσούλα, είμαι 59 ετών και ζω στο Νέο Σούλι Σερρών.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένειά σας;

Το 1967 τον Αύγουστο, ήρθε η αδερφή μου από τη Γαλλία με άδεια και είχα μία «αφραγκία» που ήμασταν τόσο χάλια και παρακάλεσα, αν θέλουν, να με πάρουν μαζί τους. Ήμουν 18 χρονών. Έτσι πήγα σαν τουρίστρια, χωρίς συμβάσεις, χωρίς τίποτα. Και εκεί τακτοποιήθηκε το θέμα μου.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα, γενικότερα, αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι, ειδικότερα;

Χειρότερα δεν μπορούσε να συμβεί, γιατί ήταν δικτατορία. Δουλειές δεν είχε, τα καπνά δεν πήγαιναν καλά, και σαν νέα, ήθελα να φύγω από αυτήν την κατάσταση, γι’ αυτό και έφυγα.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γαλλία;

Η αδερφή μου ερχόταν με άδεια πάντα με το λεωφορείο. Όλοι οι Έλληνες μαζί κατέβαιναν με λεωφορείο.

Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Φυσικά. Γιατί, όταν πας για δουλειά, πριν σε προσλάβουν, σε περνούν από ιατρικές εξετάσεις. Και εγώ έφτασα Κυριακή. Δευτέρα πήγα, ρώτησα για δουλειά και με πήραν το απόγευμα και δούλεψα.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ’ όσον γίνατε δεκτή στη Γαλλία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον; Θα σας παρακαλούσαμε να αναφερθείτε και στο πρόβλημα της ξένης γλώσσας.

Το κυριότερο ήταν το πρόβλημα με τη γλώσσα. Αλλά μέσα στο εργοστάσιο είχε πολλές Ελληνίδες και για να μάθουμε τη δουλειά, μας έβαζαν μαζί με Ελληνίδα και μας εξηγούσαν και τα μαθαίναμε όλα αυτά.Tο πρόβλημα ήταν πρώτον που δεν ξέραμε τη γλώσσα, το δεύτερο που πήγα, Κυριακή σας λέω έφτασα, Δευτέρα δούλεψα απόγευμα και έχασα το δρόμο το βράδυ και δεν ήξερα από πού να γυρίσω στο σπίτι, γιατί ήταν η πρώτη φορά. Όταν κατεβαίνεις σε μια πόλη με 11.000 κατοίκους νύχτα αποπροσανατολίζεσαι. Δεν ήξερα το δρόμο και με έψαχναν.

Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Σ ένα χωριό, 27 χιλιόμετρα μακριά από τη Λεόν.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, όπου εγκατασταθήκατε;

Παντού, από Χαλκιδική είχε, από Σταυρό, από το Άγιο-Πνεύμα είχε που ήταν οι πιο πολλοί. Είχε 100 οικογένειες μόνο από το Άγιο-Πνεύμα .

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά (τι δουλειές έκαναν) οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γαλλία;

Εκεί, στο μέρος που ήμουν εγώ, είχε δύο εργοστάσια. Το ένα ήταν που έβγαζε παπούτσια, πλαστικά παπούτσια και το άλλο ήτανε που έβγαζε βαριά βιομηχανία. Είχε χυτήριο, είχε telephonic, αυτά τα τηλέφωνα που έχουμε τώρα.. Τα δούλευα εγώ. Τα περνούσα χαρτί απάνω με μηχανές. Μαγαζιά είχαν οι παλιοί, αυτοί άνοιξαν δικά τους μαγαζιά, παντοπωλεία, ό,τι ήθελες. Είχε Έλληνες πολλούς.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους;

Αυτό ήταν το σημαντικότερο, γιατί υπήρχε εκκλησία, υπήρχε κατηχητικό και αίθουσα που κάναμε τις εθνικές γιορτές, όπως τώρα την 25η Μαρτίου. Βάζαμε ποιήματα, κάναμε χορό. Αυτή ήταν η διασκέδαση στη Γαλλία. Εκεί δεν διασκέδαζαν να τρέχουν στις καφετέριες. Δεν είχε τέτοια πράγματα εκεί. Η διασκέδαση μας ήταν αυτή στις εθνικές γιορτές, και το Πάσχα που πηγαίναμε στην εκκλησία και μετά από την εκκλησία το Πάσχα μαζευόμασταν, ψήναμε το αρνί έξω, γιατί εκεί τα σπίτια ήταν χαμηλά, δεν ήταν πολυκατοικίες, όπως εδώ. Ψήναμε αρνί όλοι μαζί και ήταν πάρα πολύ ωραία.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Υπήρχε σχολείο το οποίο είχε δάσκαλο, τον παπά, δηλαδή ήταν παπαδάσκαλος. Εκεί τα σχολεία δεν λειτουργούσαν μέχρι μία και μισή, όπως εδώ, αλλά μέχρι τις τέσσερις. Έμεναν εκεί όλη μέρα, έτρωγαν εκεί, τα μαθήματα εκεί, και είχαν ένα Σάββατο ελεύθερο και το Σάββατο γινόταν εκεί ελληνικό μάθημα. Γι’ αυτό, ναι, όλοι έφευγαν στην πατρίδα, γιατί όταν μεγάλωναν τα παιδιά τους υπήρχε πρόβλημα (λόγω έλλειψης ελληνικών σχολείων) διαφορετικά έπρεπε να μείνεις εκεί. Έμειναν πολλές οικογένειες εκεί, εφόσον μεγάλωσαν τα παιδιά τους εκεί, σπούδασαν, έκαναν οικογένειες κι έπιασαν δουλειές, δεν μπορούσαν να κατεβούν.


Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

To 1974. Έφυγα επί δικτατορίας και μόλις έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο εκείνο τον μήνα είχα έρθει εδώ και έτυχα την επιστράτευση μόλις φτάσαμε.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Τα ευχάριστα ήταν ότι, όταν είχαμε μια εθνική γιορτή, μαζευόμασταν όλοι οι Έλληνες και πηγαίναμε σε άλλη πόλη που είχε μεγαλύτερη αίθουσα, γιατί εμείς είχαμε μια μικρή. Το βράδυ όμως είχε χορούς, μέχρι την Νανά Μούσκουρη που τραγουδούσε την προσκάλεσαν. Και μάλιστα θυμάμαι στη Γρενόβη που πηγαίναμε είχε μια μεγάλη κοινότητα από Έλληνες. Ήταν πιο μεγάλη πόλη και είχε τεράστια αίθουσα, όπως είναι τώρα τα κέντρα και ερχόταν Έλληνες τραγουδιστές όχι ξένοι. Όταν τραγουδούσε η Νανά Μούσκουρη ήταν το πιο ευχάριστο. Τόσο χορό ρίξαμε που πέσαμε κάτω από κούραση, και μετά δεν είχαμε αυτοκίνητο να γυρίσουμε, με ταξί πηγαίναμε. Μας πήγανε φουρνιές φουρνιές και μετά μέσα στο κρύο περιμέναμε να έρθει να μας πάρει τους υπόλοιπους. Παγώσανε τα πόδια μας να περιμένουμε και όμως δεν είπαμε «γιατί ήρθαμε», περάσαμε πολύ καλά. Μετά η εκκλησία, δεν μας έλειπε, αφού τη Μεγάλη Παρασκευή μας έδιωχναν, δεν μας κρατούσαν στις δουλειές. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχουμε Μεγάλη Παρασκευή και να μην μας πουν, φύγετε τώρα, πάτε στην εκκλησία. Μέχρι τις έξι και μισή δουλεύαμε και μετά μας έδιωχναν για Μεγάλη Παρασκευή. Και αυτοί την γιορτάζουν πολύ, ειδικά τη Μεγάλη Παρασκευή. Πολύ σπάνια να συμπέσει μαζί το Πάσχα με τους Καθολικούς. Μερικές φορές έπεφτε μαζί και μερικές όχι. Αλλά το καλό ήταν που σεβόταν τη θρησκεία μας, τα έθιμά μας και ό,τι και αν ζητούσαμε, όποια μέρα ζητούσαμε άδεια να πάμε σε τέτοιες εκδηλώσεις ήταν πάρα πολύ συνεργάσιμοι και μας πρόσεχαν πιο πολύ από τους Γάλλους. Εγώ είχα τον άντρα μου, το συχωρεμένο, που δούλευε σε βαριά δουλειά σε χυτήριο και είχε κάνει μια εγχείριση και πήγα στον προϊστάμενο, γιατί σε μένα ερχόταν σύρματα και έβγαιναν καλούπια. Πήγα στο δικό μου αφεντικό και του είπα ότι ο άνδρας μου έκανε μια βαριά εγχείριση και εκεί που δουλεύει είναι μια πολύ βαριά δουλειά. Τον ρώτησα αν μπορούμε να τον φέρουμε από τη μεριά μου, επειδή όμως εγώ ήμουν καλή εργάτρια και όπου με έβαζαν πήγαινα χωρίς κουβέντα, μου λέει φέρε να τον δούμε για να τον ρωτήσουν τα στοιχειώδη, αν ξέρει να κάνει αριθμητική και τον έβαλαν να κάνει δύο προσθέσεις, δύο αφαιρέσεις και τον προσέλαβαν αμέσως την άλλη μέρα. Έγινε αλλαγή, τον πήραν, γιατί όμως; Γιατί ήμασταν καλοί εργάτες. Σκέφτηκε ότι, αν δεν έπαιρνε τον άνδρα μου, θα έφευγα και εγώ. Όταν φεύγαμε μας ρωτούσαν γιατί φεύγετε; Δεν είστε ευχαριστημένοι; Σας κάναμε τίποτα; Σας είπε κανένας τίποτα; Όχι, λέω, έχουμε το παιδί και δεν μπορούμε να το αφήσουμε, γιατί είναι μικρό. Και όταν φύγαμε, μας έκαναν ολόκληρη γιορτή, μας έφεραν τούρτα, δώρο, εγώ ακόμα έχω ένα ρολόι που μου είχαν δώσει. Δηλαδή αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα ξεχάσεις γιατί δεν φύγαμε από πικρία ούτε ήμασταν δυσαρεστημένοι. Ήμασταν πάρα πολύ καλά, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε παιδικό σταθμό για να αφήνεις τα παιδιά. Πολλές φορές αφήναμε και μισή ή μια ώρα το παιδί μόνο του και μια φορά κόντεψε να πέσει και να σπάσει τα μούτρα του όταν είχε ανεβεί στον νεροχύτη και αυτό δεν γινόταν άλλο και φύγαμε.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γαλλία;

Πολλά. Όταν είσαι έξω, φυσικά σου λείπουν. Πρώτα σου λείπουν οι δικοί σου άνθρωποι, οι γονείς. Ερχόμασταν με άδεια και λαχταρούσαμε πότε θα φτάσουμε να τους δούμε. Όταν φεύγαμε ήμασταν στενοχωρεμένοι. Το άλλο που μας έλειπε ήταν η γλώσσα, όταν πήγαινες στο γιατρό έπρεπε να έχεις διερμηνέα, του λέγαμε ελληνικά και αυτός τα εξηγούσε.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην Ελλάδα θυμάστε κάτι νοσταλγικά κάτι από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείπει τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα;

Όχι τίποτα το σοβαρό δεν μας συνέβη αλλά νοσταλγώ να πάω να δω τους παλιούς μου φίλους. Στη Γαλλία είχα Ιταλίδες, Ισπανίδες, Μαροκινές φίλες.

Έχετε ξαναπάει από τότε;

Όχι δεν πήγα αλλά, αν τώρα βγω με το καλό στη σύνταξη, το πρώτο ταξίδι που θα κάνω θα είναι στη Γαλλία, εκεί όπου έζησα, να πάω να δω τους φίλους μου, όσους φυσικά είναι εν ζωή γιατί είχε κάποιους σε μεγάλη ηλικία. Είχε και από το Άγιο-Πνεύμα πολλούς και αν βρω τους ξένους αυτούς που ήξερα σαν συνεργάτες στο εργοστάσιο καλώς.

Από το Νέο Σούλι υπήρχαν άλλοι;

Ούτε ένας. Η αδερφή μου ήταν παντρεμένη στο Άγιο-Πνεύμα. Στο Άγιο-Πνεύμα ένας με τον άλλον πήγαν, όπως εγώ. Ερχόταν με άδεια, έπαιρναν και τον αδερφό.

Άδεια παραμονής πώς παίρνατε;

Πηγαίναμε στο εργοστάσιο και αν εκεί είχε δουλειά σε έβγαζε χαρτιά, γιατί ήταν ανάγκη. Τα σπίτια που μέναμε ήταν του εργοστασίου. Σε έδιναν μπογιές για να το βάψεις, όταν βούλωνε ο καπνοδόχος ερχόταν ειδικοί από το εργοστάσιο για να τον ξεβουλώσουν. Άμα έσπαγε το παράθυρο, αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι και πληρώναμε ένα συμβολικό ενοίκιο πολύ μικρό που το κρατούσαν από το μισθό μας. Εγώ έπαιρνα καλά χρήματα. Ήταν 1800 φράγκα τότε. Δηλαδή ήταν 58 δραχμές το φράγκο και δεν ήταν σαν το γερμανικό, που ήταν 170. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που φύγαμε γιατί το συνάλλαγμα δεν ήταν καλό. Λεφτά να βάλεις στην τράπεζα δεν είχε τόκο. Όταν πήγαμε, έπιπλα πήραμε από αυτούς που έφυγαν. Όχι από μαγαζί να πάρουμε καινούρια. Κρεβάτια, σόμπες, ό,τι είχαν το παίρναμε από τους άλλους. Πήγαμε με 0 δραχμές και άντε να στήσεις από την αρχή σπιτικό με κουτάλι και πιρούνι.

Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά σας βιώματα για τα οποία πιθανόν δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για Ελλάδα;

Εκεί που πήγα δεν ένιωσα ότι δεν αγαπούν την Ελλάδα. Ίσα ίσα, αν τους έλεγες ότι είσαι Έλληνας, σε αγκάλιαζαν.

Αυτοί ήξεραν για την Ελλάδα;

Ναι, αφού όταν πηγαίναμε με άδεια στην Ελλάδα μας ρωτούσαν τι θα τους φέρουμε. Όταν οι Έλληνες πήγαιναν με τα σπόρια πάνω αυτοί έλεγαν «τι είστε εσείς ποντίκια και τα τρώτε αυτά»; Όταν όμως τα δοκίμαζαν, παραγγελία έκαναν να τους φέρουμε σπόρια. Θα πάτε, έλεγαν, να δείτε τον τσολιά, την Ακρόπολη. Όλα αυτά τα ήξεραν. Την ιστορία της Ελλάδας την ήξεραν, δεν τους ήταν άγνωστη. Δεν είχαμε κανένα παράπονο, αφού μας έδιναν τις καλύτερες δουλειές. Όλες τις ελαφριές δουλειές τις έκαναν οι Γάλλοι, εμείς θέλαμε τις βαριές δουλειές για να πληρωνόμαστε ακριβά. Εκεί δουλεύαμε με παραγωγή. Αν έβγαζες πιο πολλά, θα πληρωνόσουν ακριβά. Έπρεπε κάθε μέρα που τελειώναμε να συμπληρώνουμε ένα χαρτί που έλεγε πόσα μέτρα παραλάβαμε από την προηγούμενη βάρδια και πόσα μέτρα κάναμε. Εγώ εκεί που ήμουνα κάναμε το καλώδιο για το τηλέφωνο, αυτό με το μπλε και το κόκκινο. Πάνω στο πλαστικό περνούσαμε χαρτί με νούμερα, με το 1,2,3,4. Μετά από αυτό το έπαιρναν και το πήγαιναν και το έκαναν όλοι μαζί μολύβι και το έστελναν για τα υπόγεια τηλέφωνα. Μια φορά ο υπεύθυνός μας είπε «Προσέχτε καλά, αυτά θα παν στην Ελλάδα. Οι Έλληνες αν βρουν κουσούρι θα μας τα επιστρέψουν πίσω». Μέχρι και στην Ελλάδα έστελναν αυτά τα καλώδια. Aυτό το εργοστάσιο λεγόταν Τelephonic, ήταν τεράστιο, είχε 3.000 εργάτες. Ξεκινούσε από χυτήριο και συνέχιζε παρακάτω. Μετά έβγαζαν το ψιλό το σύρμα, μετά πήγαινε στο πλαστικό, μετά ερχόταν σ’εμάς το τυλίγαμε με χαρτί και μετά όλο μαζί το έφτιαχναν ένα χοντρό με πολλά καλώδια και το περνούσαν από μολύβι. Το άλλο εργοστάσιο που είχε 1.500 εργάτες έφτιαχνε παπούτσια, λάστιχα και πάνινα παπούτσια. Την Κυριακή το απόγευμα πηγαίναμε βόλτα σε μια λιμνούλα με 5 ή 6 πάπιες. Παίρναμε τα παιδιά και πηγαίναμε εκεί. Δεν είχε ούτε παιδότοπους ούτε τίποτα. Εκεί τα ζευγάρια φωτογραφίζονταν και πιο πέρα είχε μια φάρμα με αγελάδες σε καταπράσινη περιοχή. Η Γαλλία έχει πολύ πράσινο. Δεν είχε ποτέ ξηρασία. Υπάρχουν το ποτάμια, οι λίμνες και έχει υγρασία. Εκεί είχε 10 στρέμματα με ηλεκτροφόρο σύρμα για να μην βγαίνουν οι αγελάδες. Χαζεύαμε εκεί και πηγαίναμε πολλές εκδρομές στη Γρενόβη, στη Λεόν, παντού. Μια φορά είχε έρθει ο ΠΑΟΚ και πήγαμε στο γήπεδο. Αυτά ήταν η διασκέδασή μας. Δεν είχε άλλα, ούτε καφετέρια ούτε τίποτα. Το βράδυ εκεί στις 10 δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, δεν είχε κόσμο. Αυτά μας έλειψαν. Γιατί οι Έλληνες διασκεδάζουν.

Γλέντι μεταξύ φίλων στη Γαλλία. Η μουσική και ο χορός είναι για τους μετανάστες οι ισχυροί δεσμοί που συνεχίζουν να τους ενώνουν με την πατρίδα.



Όταν ερχόταν εδώ απορούσαν. Οι Έλληνες δεν δουλεύουν καμιά φορά; Το μεσημέρι γεμάτα τα μαγαζιά, το βράδυ γεμάτα. Πότε δουλεύουν; Τη ζωή που κάνουμε εμείς, δεν την κάνει κανένας. Ούτε Γερμανός, ούτε Γάλλος. Αυτοί εδώ ήρθαν, βλέπουν και εξελίχθηκαν πιο πολύ. Σαν νέοι δεν είχε να πας κάπου. Αυτά ήταν ξένα.

Φίλους είχατε εκεί πέρα;

Πώς δεν είχα, αφού δούλευα με Ισπανίδες, Ιταλίδες, Πορτογαλλίδες, Μαροκινές. Στο διάλειμμα, όταν καθόμασταν να φάμε το πρωί από τις 8 ως τις 8.30 και το βράδυ από τις 7 ως τις 7.30 γιατί είχε δύο βάρδιες συναντιόμασταν. Στα χυτήρια δεν σταματούσαν όλο το βράδυ και όταν τρώγαμε εκεί γελούσαμε και λέγαμε αστεία. Χαρακτηριστικά θυμάμαι μια Ιταλίδα που ήταν τόσο αστεία και συνέχεια γελούσαμε και μάθαμε να συνεννοούμαστε στα ιταλικά. Τους μάθαμε και κανένα ελληνικό. Ήταν πολύ καλά, είχαμε και φίλους και φιλενάδες αλλά μόνο μέσα στο εργοστάσιο. Έξω ήμασταν όλοι οι Έλληνες μαζί σε συγκροτήματα. Όσα δωμάτια δήλωνες, έπαιρνες. Ελεύθερη στη Γαλλία, στα 18 μου γνώρισα τον άντρα μου, στη Θεσσαλονίκη παντρεύτηκα αλλά την κόρη μου την γέννησα εκεί. Ήταν ένα νοσοκομείο που το είχανε καλόγριες στη Λεόν και εκεί την γέννησα το 72. Τώρα στην ταυτότητά της γράφει ότι είναι γεννημένη εκεί.

Η φράση «όπου γης εκεί πατρίς» σημαίνει κάτι για εσάς;

Α πα πα!!! Δεν μπορεί να γίνει πατρίδα σου, επειδή θα ζεις 10 χρόνια εκεί. Δεν ξέρω για άλλους μπορεί να ισχύει. Αλλά αν ήθελα να γίνει πατρίδα μου θα καθόμουν εκεί, δεν θα κατέβαινα στην Ελλάδα.

Θυμάστε κάποιους φίλους ή κάποιες φίλες σας από εκεί;

Μερικές φίλες τις θυμάμαι αλλά ο σκοπός είναι αν πάω εκεί θα τις βρω; Γιατί μερικοί έφυγαν στις πατρίδες τους, μερικοί μπορεί να μην ζουν. Όλοι πήγαν από δυσκολία. Εγώ όταν πήγα εκεί ήμουν με πλαστικές παντόφλες, δεν είχα παπούτσια. Δεν είχαν να μου πάρουν. Τότε εμείς κεντούσαμε την προίκα μας, μην βλέπετε εσείς τώρα που πάτε στα φροντιστήρια. Πήρα βερεσέ δυο τσιλέδες και δεν είχα να πληρώσω. Όταν πήγα στη Γαλλία τον πρώτο μισθό τον έστειλα να τις πληρώσουν. Στέλναμε και στους γονείς, όταν είχε γιορτές.

Αναμνηστική φωτογραφία στη Γαλλία μετά το μυστήριο της βάπτισης.



Πώς επικοινωνούσατε;

Με γράμματα. Δεν είχε τηλέφωνο στα σπίτια. Ένα τηλέφωνο είχε στο τηλεφωνείο, το κεντρικό ή στην κοινότητα. Έχω μερικές φωτογραφίες από εκεί αλλά δεν κράτησα γράμματα. Ερχόμασταν κάθε χρόνο όλοι μαζί με το λεωφορείο, περνούσαμε ωραία γελώντας και τραγουδώντας. Και να θυμάστε ότι η ξενιτιά δεν είναι καλό πράγμα καλύτερα να είσαι στον τόπο σου.

Έτοιμοι για αναχώρηση με λεωφορείο για άδεια στην Ελλάδα.













Επιμέλεια συνέντευξης:
Οι μαθητές της Γ΄ Τάξης Σχ .Έτους 2006-07

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Μεσάικος Δημήτριος






« ……..Δούλευα στη ΔΕΗ, έξω. Δουλεύαμε και με -20οc μέσα στο κρύο και στήναμε κολόνες ».
Μπεντούλης Διαμαντής


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Μπεντούλης Διαμαντής του Νικολάου και της Αθανασίας, έχω γεννηθεί το 1937 και είμαι κάτοικος Ν. Σουλίου.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνη ή με την οικογένειά σας;

Έφυγα στη Γερμανία τον Οκτώβριο του 1964 ως μετανάστης. Μας πήραν με το πλοίο «Κολοκοτρώνης» και μας κατέβασαν στην Ιταλία. Από Ιταλία με τρένο πήγαμε στο Κέντρο του Μονάχου και από εκεί με τρένο για την πόλη που θα εργαζόμασταν.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Ν. Σούλι ειδικότερα;

Από οικονομικής άποψης ήταν πολύ δύσκολα και αυτό μας έκανε να πάρουμε το δρόμο της ξενιτιάς. Εγκαταστάθηκα κοντά στο Ανόβερο.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ΄ όσον γίνατε δεκτός στη Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;

Καταρχήν το πιο δύσκολο πρόβλημα ήταν αυτό με τη γλώσσα. Μου λέγανε: «Φέρε το κουτάλι» και τους πήγαινα το πιρούνι. Εγώ δούλευα στη ΔΕΗ. Εκεί δυσκολεύτηκα στην εργασία μου. Μου λέγανε «φέρε εκείνο», σήκωνα κάποιο άλλο πράγμα, αν έκανε, καλώς, αν όχι, σήκωνα το άλλο και αν μου έλεγαν με το χέρι «ναι», τότε συνεννοούμασταν. Ήταν δύσκολη η κατάσταση με τη γλώσσα, γιατί δεν ξέραμε ούτε το καλημέρα. Και το φαγητό ακόμη γινόταν με δυσκολία, δεν ξέραμε τι να ψωνίσουμε. Είχαμε λίγα χρήματα από το μεροκάματο αλλά δεν ξέραμε τι να ψωνίσουμε για να φάμε.

Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες σας εντυπώσεις;

Στην αρχή εγκατασταθήκαμε σε μια μικρή πόλη στην περιοχή του Ανοβέρου. Δυσκολίες δεν είχαμε, γιατί μας είχαν βάλει κατευθείαν στη δουλειά. Στην αρχή δεν ξέραμε τίποτε, ήμασταν σαν τα «ζώα»

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιποι Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, όπου εγκατασταθήκατε;

Έλληνες υπήρχαν από τις Σέρρες, Δράμα, Θεσ/νίκη, Αθήνα, Λάρισα, Κρήτη και γενικά από όλη την Ελλάδα. Από το χωριό μας το Ν. Σούλι είχε μόνο μια οικογένεια.

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γερμανία;

Σύμφωνα με τα έγγραφα οι περισσότεροι πήγαιναν σε εργοστάσια. Εμείς από τα χωράφια ξαφνικά να βρεθούμε σε εργοστάσια ήταν πολύ δύσκολα, γιατί δεν ξέραμε. Ο αέρας μέσα στα εργοστάσια ήταν τεχνητός. Ευτυχώς εγώ ήμουν τυχερός, γιατί πήγα στη ΔΕΗ και δούλευα έξω. Δυσκολευτήκαμε το χειμώνα. Δουλεύαμε και με -20ο C μέσα στο κρύο και στήναμε κολόνες.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο Ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος;

Στην αρχή, όταν πήγαμε, υπήρχε μόνο ένας σύλλογος και μετά σιγά-σιγά κάναμε κοινότητα και οργανωθήκαμε. Ήταν από τις πρώτες κοινότητες που ιδρύθηκαν στη Γερμανία. Από κάποια άλλη πόλη ερχόταν ένας ιερέας και κάναμε Θεία Λειτουργία μία Κυριακή το μήνα. Σήμερα έχουν χτίσει εκκλησία, έχουν κοινότητα και ελληνικά σχολεία. Τα παιδιά των μεταναστών μαθαίνουν ελληνικά, ενώ πολλά πηγαίνουν και σε γερμανικό σχολείο. Είχαμε φτάσει να έχουμε 350 μαθητές, από την πρώτη ως την έκτη τάξη. Στη συνέχεια είχαμε γυμνάσιο, ακόμη και λύκειο. Πολλά παιδιά έχουν αποφοιτήσει, έχουν σπουδάσει και έγιναν επιστήμονες.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Οριστικά στην Ελλάδα επιστρέψαμε το 2001. Εφόσον πήραμε σύνταξη, τι να κάνουμε να μείνουμε σε ξένο κράτος; Τα μαζέψαμε και ήρθαμε στην πατρίδα μας.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Είχαμε και δυσάρεστα. Πολλοί συνάδελφοί μου είχαν πεθάνει στη Γερμανία. Είχαμε όμως και ευχάριστα. Τα παιδιά μας έκαναν γάμους και αυτό ήταν από τα ευχάριστα γεγονότα. Είχαμε αναπτύξει επίσης φιλία με αρκετούς Γερμανούς. Επισκεπτόμασταν τα σπίτια τους και αυτοί τα δικά μας και γενικά κάναμε καλή παρέα. Είχαμε βέβαια και Έλληνες φίλους, ωστόσο με τους Γερμανούς δεθήκαμε, γιατί ήμασταν μαζί στη δουλειά πολλές ώρες. Ακόμη και τώρα, όταν πηγαίνουμε στη Γερμανία, τους επισκεπτόμαστε και ανανεώνουμε τη φιλία μας.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Βεβαίως μας έλειψε κάτι από την Ελλάδα κατά την παραμονή μας στο εξωτερικό. Οι συγγενείς, τα αδέλφια μας, οι γονείς που αφήσαμε πίσω. Μέχρι που οι γονείς μας πέθαναν μόνοι τους στην Ελλάδα. Εγώ ο ίδιος δεν πρόλαβα να δω ούτε τον πατέρα μου ούτε τη μητέρα μου, γιατί έφθασα καθυστερημένα.

Μάιος 2007

Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Μπεντούλης Δημήτρης
2. Τυμπανάρης Γιάννης





«…………Εκείνο που ήταν αναντικατάστατο ήταν η φύση, ο καλός καιρός, ο γαλάζιος ουρανός και η θάλασσα και φυσικά τα συγγενικά πρόσωπα που αφήσαμε πίσω μας».
Παπανδρέου Αθανάσιος


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Λέγομαι Αθανάσιος Παπανδρέου, είμαι 59 χρονών και κατάγομαι από την Οινούσσα.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνος ή με την οικογένειά σας;

Το 1970 μετανάστευσα στη Γερμανία μόνος μου. Στη Γερμανία παντρεύτηκα και έκανα την οικογένειά μου.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι ειδικότερα;

Επικρατούσε η δικτατορία, δεν υπήρχε δημοκρατία, υπήρχε καταπίεση και φτώχεια, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε και μεταναστεύσαμε.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβασή σας στη Γερμανία;

Μέσω Ιταλίας πήγαμε στη Γερμανία. Μέχρι Ιταλία με το πλοίο και μετά μέχρι το Μόναχο με το τρένο και από το Μόναχο μέχρι τη Νυρεμβέργη της Γερμανίας με λεωφορείο.

Χρειαζόταν να γίνουν κάποιες ειδικές ιατρικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα; Και ποιες ήταν αυτές;

Εμείς τότε στη Γερμανία πήγαμε με σύμβαση. Οι αγροτικές περιοχές δεν είχαν δικαίωμα να παν στην Γερμανία. Γι’αυτό γίναμε κάτοικοι Αθηνών. Αφού βγήκαν τα χαρτιά μας περάσαμε ιατρικές εξετάσεις. Έπρεπε να ήμασταν 100% υγιείς και δυνατοί και προπαντός νέοι. Νέοι και δυνατοί προσλαμβάνονταν σαν εργάτες.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτός στην Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον; Θα σας παρακαλούσαμε να αναφερθείτε για το πρόβλημα της γλώσσας.

Οι πρώτες δυσκολίες στη Γερμανία ήταν το σπίτι. Δεν υπήρχαν σπίτια. Η δεύτερη δυσκολία ήταν η προσαρμογή στο περιβάλλον. Όταν πηγαίναμε για ψώνια δεν ξέραμε τη γλώσσα, συνεννοούμασταν με νοήματα και σιγά – σιγά προσαρμοστήκαμε. Στη Γερμανία υπήρχαν και παλαιότεροι μετανάστες, οι οποίοι ήξεραν τα γερμανικά. Υπήρχαν μαγαζιά ελληνικά, παντοπωλεία ελληνικά και με τον καιρό προσαρμοστήκαμε στο νέο μας περιβάλλον το γερμανικό.



Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Αρχικά εγκαταστάθηκα σε μια κωμόπολη της Γερμανίας στο Ηerzogenaurach. Εκεί το εργοστάσιο που δούλευα έβγαζε ποδοσφαιρικά ενδύματα, φόρμες και τα λοιπά. Λεγόταν Adidas.
Ήταν πολύ καλά. Υπήρχαν εκσυγχρονισμένες εγκαταστάσεις και σιγά – σιγά ενταχθήκαμε στη δουλειά. Με δυο βάρδιες δουλεύαμε.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτατη περιοχή που εγκατασταθήκατε;

Όταν φύγαμε στη Γερμανία από εδώ από την Ελλάδα, φύγαμε σχεδόν όλοι οι Σερραίοι ηλικίας από 21 μέχρι και 23 χρονών. Νέα παιδιά. Ήταν από το Χρυσό, το Δραβίσκο, την Οινούσσα, το Νέο Σούλι. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα. Εκεί που εγκατασταθήκαμε βρήκαμε σχεδόν από όλη την Ελλάδα συνομηλίκους, συναδέλφους που δουλεύαμε στη Γερμανία μαζί.

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γερμανία;

Στη Γερμανία οι πρώτοι μετανάστες ήταν κυρίως βιομηχανικοί εργάτες. Φυσικά στα επόμενα χρόνια άρχισαν να πηγαίνουν στις σχολές τα παιδιά τους και να γίνονται και τεχνίτες και ελεύθεροι επαγγελματίες, να ανοίγουν δικά τους μαγαζιά και τα λοιπά. Σήμερα υπάρχουν και επιστήμονες ακόμα μετά από πολλά χρονιά οι οποίοι γεννήθηκαν εκεί στη Γερμανία και δραστηριοποιήθηκαν εκεί.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε κοινότητα ή εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι κατά την γνώμη σας αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στην γενέτειρα τους;

Οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή για να κρατήσουν τα ήθη και τα έθιμα τους και τις τοπικές παραδόσεις ίδρυσαν διάφορους τοπικούς συλλόγους. Εγώ σαν νέος δραστηριοποιήθηκα και ήμουν από τα πρώτα μέλη που ίδρυσαν τον μακεδονικό σύλλογο. Διετέλεσα 10 χρόνια πρόεδρος του μακεδονικού συλλόγου. Στη συνέχεια υπήρχαν και οι κοινότητες που ασχολούνταν με όλο τον ελληνισμό. Έκανα 7 χρόνια πρόεδρος της κοινότητας και 20 χρόνια μέλος διοικητικού συμβουλίου. Οι δραστηριότητες ήταν για τα ήθη και τα έθιμα, την κουλτούρα του ελληνισμού, για την γλώσσα ,για την εξυπηρέτηση του ελληνισμού σε διάφορα προβλήματα. Γενικά ο ελληνισμός είναι πολύ δεμένος, είναι απαραίτητοι αυτοί οι σύλλογοι στον ελληνισμό.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν γερμανικά σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Στη Νυρεμβέργη υπήρχαν καθαρά ελληνικά σχολεία και νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Φοιτούσαν σε όλα τα σχολεία μαζί στα πρώτα χρόνια γύρω στα 2.000 παιδιά Στη συνέχεια σιγά-σιγά μειώνονταν, φεύγαμε μερικοί γονείς πίσω στην Ελλάδα, άλλοι έστελναν τα παιδιά τους σε γερμανικά σχολεία. Σήμερα στη Νυρεμβέργη, υπάρχουν 800 παιδιά που φοιτούν σε σχολεία, πάλι σε όλες τις βαθμίδες (δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου). Τα παιδιά που φοιτούσαν εκεί πέρα όσα τελείωναν το λύκειο και είχαν δυνατότητα να γυρίσουν στην Ελλάδα, να σπουδάσουν, να μπουν στο πανεπιστήμιο, άλλοι μπαίνανε σε γερμανικά πανεπιστήμια και συνέχιζαν τις σπουδές τους εκεί όλοι μαζί.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο δυσάρεστο ή ευχάριστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Επειδή ασχολήθηκα πολλά χρόνια με τους μαζικούς φορείς, με τις κοινότητες και με τους συλλόγους οι ευχάριστες εμπειρίες μου είναι πολλές και μπορώ να αναφέρω μερικές. Καταρχήν η ευχάριστη εμπειρία μου ήταν η ανταπόκριση των Ελλήνων στις δραστηριότητες που αναπτύξαμε εκεί πέρα στη Γερμανία και συγκεκριμένα με τον μακεδονικό σύλλογο. Όταν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα συγκεντρώσαμε 35 λεωφορεία και πήγαμε στο συλλαλητήριο της Βόνης για να διαδώσουμε υπέρ της Μακεδονίας, ήταν μια ευχάριστη εμπειρία. Ευχάριστες στιγμές είχαμε στις εκδρομές που κάναμε με τον μακεδονικό σύλλογο, πήγαμε στη Βουδαπέστη, Γαλλία, Γερμανία όπου υπήρχε μια ελληνική αδελφότητα. Η μεγαλύτερη ευχάριστη στιγμή ήτανε όταν σαν υπεύθυνος της επιτροπής από την Γερμανία, ήρθα εδώ στις σεισμόπληκτες περιοχές και μεταφέραμε διάφορα δώρα, χρήματα σε όλες τις περιοχές της Κοζάνης και των Γρεβενών και μετά στο Αίγιο. Ήταν διάφορες στιγμές τις οποίες έχω μαγνητοσκοπήσει και βλέποντας τα βίντεο θυμάμαι νοσταλγικά εκείνες τις παρά πολύ ευχάριστες στιγμές.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα στην διάρκεια παραμονής σας στη Γερμανία;

Από την Ελλάδα το κυριότερο που μας έλειπε ήταν ο καλός καιρός, η ατμόσφαιρα, γενικά η Ελλάδα. Εμείς στη Νυρεμβέργη που ήμασταν σχεδόν είχαμε μεταφέρει μια μικρή Ελλάδα εκεί πέρα, μια μικρή πόλη. Εκεί στη Νυρεμβέργη είχαμε δικές μας εκκλησιές, δικά μας μαγαζιά, δικά μας σχολεία, είχαμε τα πάντα δικά μας, είχαμε τους δικούς μας συλλόγους, γι’ αυτό αισθανόμασταν Έλληνες μακριά από την πατρίδα μας. Εκείνο όμως που ήταν αναντικατάστατο ήταν η φύση, ο καλός καιρός, η καλή ατμόσφαιρα, ο γαλάζιος ουρανός και η θάλασσα ήτανε αυτά που μας λείπανε από την Ελλάδα και φυσικά τα συγγενικά πρόσωπα τα οποία είχαμε αφήσει πίσω μας.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην πατρίδα σας θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείψει την χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα;

Ύστερα από τόσα χρονιά που έζησα στη Γερμανία είναι δύσκολο να προσαρμοστώ εδώ στην Ελλάδα, γιατί εκεί υπήρχε ένα σύστημα λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού πολύ διαφορετικό από εδώ. Εκείνο που νοσταλγώ είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν τα ιατρικά θέματα, υπήρχε μια καλή σειρά, τέλεια εξυπηρέτηση σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς. Αντίθετα εδώ υπάρχει ταλαιπωρία.

Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά σας βιώματα για το οποίο πιθανόν δεν έγινε λόγος και που αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για Ελλάδα;

Αυτό που έχω να πω σε αυτήν την ερώτηση είναι ότι οι Έλληνες μετανάστες δεν έχουν ακόμη το πολιτικό δικαίωμα του «εκλέγειν», δεν έχουν την δυνατότητα να εκλέξουν από εκεί που ζουν τους βουλευτές της χώρας τους και έτσι αναγκάζονται να έρχονται με τα αυτοκίνητά τους και στο δρόμο δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Μετά οι κοινότητες θα πρέπει να αναγνωριστούν με νόμους, ώστε να χρηματοδοτούνται, είναι ένα πρόβλημα το οποίο παλεύει ο Έλληνας να το υλοποιήσει η πατρίδα. Ένα άλλο πρόβλημα που πρέπει να αναφέρω είναι ό, τι έχει σχέση με τα σχολεία μας εκεί πάνω. Τα σχολεία μας είναι μεν ελληνικά αλλά δεν έχουν την κατάλληλη αντιμετώπιση που έχουν τα σχολεία που έχουν εδώ πέρα. Αργούν να πάρουν τα βιβλία και έτσι δημιουργούνται κάποια προβλήματα. Οι δάσκαλοι θα πρέπει να είναι πιο καλά εκπαιδευμένοι και προετοιμασμένοι εκεί που έρχονται, στο περιβάλλον στο οποίο θα ζήσουν.

Η φράση «όπου γης εκεί πατρίς» σημαίνει κάτι για εσάς;

Λοιπόν, η ερώτηση «όπου γης εκεί πατρίς» όσα πολλά χρόνια και να περάσουνε, μπορεί να αισθάνεσαι όπου γης πατρίς αλλά η πατρίδα καμιά φορά δεν ξεχνιέται. Το να προσαρμόζεσαι εκεί στο περιβάλλον δεν σημαίνει ότι είναι και η πατρίδα σου. Αποκτάς νέους φίλους εκεί, όταν ζεις πολλά χρόνια, νοσταλγείς να τους δεις, αλλά το νερό πάντα πηγαίνει στην πατρίδα. Ο Έλληνας παραμένει πάντα Έλληνας.

Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Γκόγκας Σωκράτης:
2. Βαΐδου Άννα
3. Λιούσα Μαγδαληνή

Ηλεκτρονική Επεξεργασία:
1. Χατζηδημητρίου Δημήτρης
2. Μήλιος Βασίλης






«…………Οι Έλληνες στο εξωτερικό είναι πιο πατριώτες από τους εδώ, πιο δεμένοι μεταξύ τους και περήφανοι για την καταγωγή τους»

Γραμμένου Ειρήνη

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Γραμμένου Ειρήνη. Γεννήθηκα το 1968 και κατοικώ στο Νέο Σούλι.

Ποια είναι η οικογενειακή σας κατάσταση;

Είμαι παντρεμένη με τον Αλεξίου Σωτήρη εδώ και 24 χρόνια. Έχω 4 αγόρια, το Γιώργο 22, το Θανάση 20, το Δημήτρη 15 και το Βασίλη 10 χρονών.

Ποια σχολική μόρφωση έχετε;

Έχω τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο Ν. Σουλίου.

Πότε πήγατε στη Γερμανία, πού και πόσα χρόνια μείνατε εκεί;

Πήγα το 1984 στο Αμβούργο και έμεινα στη Γερμανία 22 χρόνια..

Πού εργαστήκατε;

Στην αρχή δεν εργαζόμουν λόγω των παιδιών. Ο σύζυγος κατέβηκε στο χωριό με άδεια από τη Γερμανία, παντρευτήκαμε και πήγαμε μαζί. Είχαμε καφενείο στο οποίο εργάζονταν ο σύζυγος. Σ΄ αυτό έρχονταν αποκλειστικά Έλληνες μετανάστες αλλά και κάποιοι μετανάστες από άλλες χώρες π.χ. Τούρκοι.

Τι σας έκανε να πάτε στη Γερμανία; Είχατε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς – σχέδια;

Όταν παντρεύτηκα, ήμουν μόλις 16 χρονών, επομένως ακολούθησα το σύζυγο, που ήδη έμενε και εργαζόταν στη Γερμανία.

Με ποιο τρόπο πήγατε στη Γερμανία;

Πήγαμε με το αυτοκίνητο μέσω Γιουγκοσλαβίας. Έκανα για πρώτη μου φορά ένα τόσο μεγάλο ταξίδι μέσα από την Γιουγκοσλαβία, την Αυστρία και τέλος τη Γερμανία.

Ποιες οι πρώτες εντυπώσεις από τη Γερμανία;

Μου άρεσε πολύ. Είχα ξαναπάει νωρίτερα στο Bochum της Γερμανίας μαζί με τον αδελφό μου ως μαθήτρια της Β΄ Τάξης του Δημοτικού, όπου ήταν οι γονείς μου. Μείναμε εκεί για ένα χρόνο και επιστρέψαμε στη γιαγιά στο χωριό. Το μόνο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν αυτό της γλώσσας. Όταν έμεινα έγκυος θα έπρεπε συνεχώς σε κάθε επίσκεψη στο γυναικολόγο να παίρνω μαζί τον άντρα μου ή την κουνιάδα μου που έκαναν τον διερμηνέα. Ευτυχώς ο κύκλος του άντρα μου αποτελούνταν αποκλειστικά από Έλληνες και αυτό διευκόλυνε την κατάσταση. Ωστόσο το πρόβλημα παρέμενε. Η παρακολούθηση γερμανικών εκπομπών και περισσότερο, όταν τα παιδιά ξεκίνησαν το σχολείο με βοήθησε πολύ, γιατί μαζί μ΄ αυτά μάθαινα κι εγώ. Τα παιδιά στις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού παρακολουθούσαν γερμανικά και μία ώρα την ημέρα τη μητρική τους γλώσσα. Συγκεκριμένα στα ελληνικά διδάσκονταν Γλώσσα, Ιστορία και Θρησκευτικά.

Υπήρξε κάτι στη Γερμανία που να θαυμάσατε, κάτι που να σας απογοήτευσε; Βρήκατε κάτι καλό;

Το Αμβούργο μου άρεσε ιδιαίτερα. Δεν είχε πολυκατοικίες, είχε μεγάλους δρόμους, πολλά δέντρα και πάρκα. Κάτι που θαύμασα ήταν το μετρό. Το είδα για πρώτη φορά και το Αμβούργο έχει τέτοιου είδους υπόγειες συγκοινωνίες.

Ποια εργασία κάνατε; Ήσασταν ευχαριστημένη από την εργασία σας; Υπήρχε κάτι που να σας δημιουργούσε δυσκολίες;

Εργάστηκα ως καθαρίστρια μόνο τα δύο τελευταία χρόνια, όταν τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Καθάριζα μία σχολή αξιωματικών του ναυτικού που είχε 3 ορόφους. Ήμουν ευχαριστημένη. Ήταν όλοι τους πολύ ευγενικοί, μου μιλούσαν στον πληθυντικό, με υπολόγιζαν. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, βλέπουν περιφρονητικά τη δουλειά της καθαρίστριας και όποιον την κάνει. Οι αξιωματικοί στη σχολή αυτή, όταν μάθαιναν ότι είμαι Ελληνίδα, μου μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τη χώρα μας, ήταν ενθουσιασμένοι και πολλοί από αυτούς ήρθαν στην Ελλάδα ως τουρίστες αλλά και για επαγγελματικούς λόγους με το πολεμικό ναυτικό.

Τι εθνικότητας ήταν οι συνεργάτες σας;

Οι συνεργάτες μου ήταν Γερμανοί, Τούρκοι, Αφρικανοί. Με όλους είχα άριστη σχέση. Όταν έφυγα μου έκαναν δώρο ένα σετ από ασημένια κοσμήματα τα οποία φορώ μέχρι σήμερα. Είχα επίσης πολύ καλή σχέση με την Vorarbeiterin (προϊσταμένη), η οποία προέρχονταν από την Κροατία. Το Πάσχα που μας πέρασε στο ταξίδι που κάναμε οικογενειακώς στη Γερμανία δεν παρέλειψα να πάω μια μέρα να τους δω..

Υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ της ζωής στο χωριό στην Ελλάδα και στη Γερμανία;

Υπήρχε διαφορά και μάλιστα πολύ μεγάλη. Έφυγα από ένα χωριό, όπως το Ν. Σούλι και πήγα στο Αμβούργο, μια μεγάλη πόλη της Γερμανίας. Όλα ήταν διαφορετικά. Στο χωριό όμως ήμασταν όλοι μεταξύ μας γνωστοί, ενώ εκεί ήμασταν ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Πολλά μου έκαναν εντύπωση και ιδιαίτερα τα μεγάλα πολυκαταστήματα.

Πότε επιστρέψατε οριστικά στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Το 2006 πουλήσαμε το καφενείο και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε οριστικά στην Ελλάδα. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας έμειναν και εργάζονται εκεί. Τα δύο μικρότερα ήρθαν μαζί και με το φόβο πως, αν μείνουμε περισσότερο, θα μείνουν και αυτά οριστικά εκεί, επιστρέψαμε. Ο Δημήτρης είναι φέτος μαθητής της τρίτης τάξης του Γυμνασίου εδώ στο Ν. Σούλι και θέλει μόλις συμπληρώσει τα 18 του χρόνια να επιστρέψει πίσω στη Γερμανία. Ελπίζουμε ως τότε να αλλάξει γνώμη. Δυσκολεύτηκε στην προσαρμογή του σε ελληνικό πλέον σχολείο. Έως τώρα πήγαινε σε γερμανικό σχολείο (γυμνάσιο), γιατί το ελληνικό ήταν πολύ μακριά από το μέρος που μέναμε και ήταν απογευματινό.

Ο γιος της κ. Αλεξίου Δημήτρης και μαθητής του γυμνασίου μας σε εκδρομή έξω από το δημαρχείο του Αμβούργου.


Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Η οικογένειά μου. Συγκεκριμένα οι γονείς μου και ο αδελφός μου. Εάν ήταν και οι γονείς μου στη Γερμανία θα μέναμε εκεί.

Τι σχέδια έχετε για το μέλλον;

Προς το παρόν προσπαθούμε ακόμη να προσαρμοστούμε και η προσαρμογή- ομολογώ- πως είναι δύσκολη. Κάποιοι γνωστοί μου επέστρεψαν στο χωριό τους τρεις φορές και αναγκάστηκαν πάλι να ξαναγυρίσουν πίσω.

Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά βιώματα για το οποίο δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για την Ελλάδα;

Κατά τη γνώμη μου οι Έλληνες στο εξωτερικό είναι πιο πατριώτες από τους εδώ, πιο δεμένοι μεταξύ τους και περήφανοι για την καταγωγή τους. Το ένα από τα παιδιά μου, που έμεινε στη Γερμανία, υπηρέτησε εδώ στο στρατό, έρχεται για διακοπές, του αρέσει η Ελλάδα και μάλιστα στο σπίτι και στο αυτοκίνητό τους έχουν ελληνικές σημαίες και γενικά ό,τι θυμίζει Ελλάδα. Τα παιδιά μου, εφ΄ όσον γεννήθηκαν στη Γερμανία, έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν και γερμανική ιθαγένεια που τους εξασφαλίζει δικαιώματα και προνόμια που έχει κάθε Γερμανός πολίτης, ωστόσο συνειδητά δεν το έκαναν. Η ελληνική κοινότητα του Αμβούργου είναι πολύ καλά οργανωμένη.

Η ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα (blauweis hellas) στα 2001



Είχαμε ακόμη και ποδοσφαιρική ομάδα (Blauweis Hellas = γαλανόλευκη Ελλάδα), κάναμε εθνικές γιορτές και στο σχολείο και στην κοινότητα, είχαμε διάφορα χορευτικά συγκροτήματα με παραδοσιακές ενδυμασίες. Είχαμε εκκλησία που μας παραχώρησε το γερμανικό κράτος. Σήμερα η ελληνική κοινότητα αγόρασε δικό της οικόπεδο, έφτιαξε δική της εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, η οποία λειτουργεί κανονικά, αν και συνεχώς ολοκληρώνεται.

Μάιος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
Αβραμίδου Χαρίκλεια

Ηλεκτρονική Επεξεργασία:
Μεσάικος Δημήτριος




«………..Μαύρισαν τα μάτια μας από την φτώχεια. Έφευγαν μόνο όσοι δυστυχούσαν ».
Αλεξίου Αικατερίνη

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Αλεξίου Αικατερίνη του Θωμά. Γεννήθηκα το 1930 και είμαι κάτοικος του Ν. Σουλίου.

Ποια είναι η σχολική σας μόρφωση;

Τελείωσα τη Β΄ Δημοτικού στο Ν. Σούλι. Πότε πήγαινα στο σχολείο και πότε όχι. Μετά ήρθε και η κατοχή και σταμάτησα. Μετά την κατοχή μεγάλωσα και δεν αισθανόμουν καλά να ξαναπάω στο σχολείο. Είχαμε επίσης και δουλειές στα χωράφια κι έτσι δεν συνέχισα το σχολείο.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε;

Ήμασταν πέντε γυναίκες από το χωριό που κάναμε συμβόλαιο για Γερμανία. Μετά από αρκετό καιρό μας προσκάλεσαν και η χαρά μας ήταν μεγάλη. Αυτά έγιναν το Φεβρουάριο του 1969. Φύγαμε τελικά μαζί με τη Ζουγράφω Ραμπότη, Αικατερίνη Μπέκα και Βασιλική Στάθη. Η μία τελικά παρέμεινε, γιατί θα έφευγε ο άντρας της και πήγαμε τέσσερις.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Ν. Σούλι ειδικότερα;

Ήρθε μια μέρα η κόρη μου και μου λέει: «Θα μας κάψουν τον καπνό». Ο καπνός μας ήταν πολύ καλός, δεν είχαμε κάποιον μεσίτη και ήθελαν να τον κάψουν. Τότε εγώ είπα «Τώρα πηγαίνω να γραφτώ για εργασία στη Γερμανία, γιατί αλλιώς πώς θα ζήσω τα παιδιά μου;» Έτσι συνεννοηθήκαμε οι πέντε γυναίκες, πήγαμε στο γραφείο στις Σέρρες, γραφτήκαμε και περιμέναμε ειδοποίηση. Μας είπαν πως μόνο ελεύθερες μπορούν να φύγουν στην αρχή και ότι εμείς οι παντρεμένες έπρεπε να περιμένουμε. Ωστόσο μας ειδοποίησαν μετά από 2 μήνες περίπου.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία; Χρειάζονταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του σε ξένη χώρα;

Ήταν να φύγουμε με το καράβι. Μας ειδοποίησαν όμως πως ειδικά για εκείνη την ημέρα θα έπρεπε να φύγουμε με το τρένο. Εμείς χαρήκαμε, γιατί θα ταξιδεύαμε πρώτη φορά με το τρένο. Με το τρένο λοιπόν πήγαμε μέχρι το Μόναχο. Ο σύζυγός μου μαζί με τον σύζυγο της Βασιλικής ήρθαν στο σταθμό στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να μας πείσουν να κατεβούμε, γιατί υπήρχε η φήμη πως αρρωσταίνουν εκεί στη Γερμανία. Στο σύζυγό μου κάτι είχε πει η ανιψιά του που εργάζονταν εκεί κι αυτό τον έκανε να αλλάξει γνώμη.
Εγώ πάλι δεν ήθελα με τίποτε να κατέβω, ήμουν αποφασισμένη. Μαύρισαν τα μάτια μας από τη φτώχεια. Αυτοί που είχαν έστω και λίγα δεν έφευγαν. Έφευγαν μόνο όσοι δυστυχούσαν.
Πριν ξεκινήσουμε ήμασταν για εννιά ημέρες στην Αθήνα για εξετάσεις. Κάθε μέρα κάναμε εξετάσεις (ακτίνες, δόντια κ.τ.λ.). στεκόμασταν όλες στη σειρά γυμνές όπως στο στρατό και μας εξέταζαν οι γιατροί. Μετά έπρεπε να περιμένουμε τα αποτελέσματα. Μας ρωτούσαν: «Εγκαταλείψατε το σύζυγο και τα παιδιά σας;» Εμείς απαντούσαμε πως μετά από ένα χρόνο θα φροντίσουμε να τους πάρουμε κι αυτούς, αν καταφέρουμε να βολευτούμε. Η κόρη μου ήθελε να πάμε στη Γερμανία, γιατί έβλεπε την αδερφή μου που έρχονταν για άδεια το καλοκαίρι με όλα τα καλά. Αντίθετα ο εντεκάχρονος γιος μου δεν ήθελε με τίποτε. Γι’αυτό ακριβώς το λόγο αποφασίσαμε να φύγουμε από το χωριό κρυφά τα χαράματα. Όλο το βράδυ ο γιος μου με κρατούσε από τη νυχτικιά, δεν μ’ άφηνε. Ξύπνησε την ώρα που θα φεύγαμε και δεν μ’ άφηνε. Φώναζε, ώστε ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά στο πόδι. Οι πιο μεγαλύτερες στην ηλικία από τη γειτονιά πιο πριν μας έλεγαν; «Πού θα πάτε; Πού αφήνετε τα παιδιά και τον άντρα σας;» Εμείς ήμασταν αποφασισμένες, γι’ αυτό φεύγαμε έξω από το χωριό για να μην τις ακούμε.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον;

Το πιο βασικό πρόβλημα ήταν αυτό της γλώσσας. Μου λέγανε φέρε τον κουβά, φέρε αυτό ή εκείνο και εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Μόνο το καλημέρα μάθαμε στην αρχή. Σαν τους παπαγάλους. Ευτυχώς υπήρχε μία Ελληνίδα στο εργοστάσιο που είχε πάει παλιότερα και αυτή συνεννοούνταν για μας. Σιγά-σιγά καταφέραμε να συνεννοούμαστε από μόνοι μας χωρίς τη βοήθεια άλλου ατόμου. Βέβαια όχι τόσο καλά, γιατί δεν πήγαμε σχολείο. Με τους ξένους συνεννοούμασταν καλύτερα, γιατί κι αυτοί τα έλεγαν στραβά.


Όταν πήγαμε στο Heim θέλαμε να ψωνίσουμε. Μαζευτήκαμε όλες μαζί και πήγαμε για ψώνια. Εγώ ήμουν προτελευταία. Έδωσα χρήματα αλλά δεν πήρα καθόλου ρέστα. Η ταμίας τα έβαλε ξεχωριστά σε μία υποδοχή αλλά εγώ δεν το ήξερα. Μου λέει η τελευταία εγώ πήρα
ρέστα και μάλιστα πολλά.
Τότε καταλάβαμε τι είχε συμβεί, συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας και τα βρήκαμε.
Ο άντρας μου ήρθε στη Γερμανία σαν τουρίστας και έμεινε. Δούλευε στην αρχή χωρίς χαρτιά όπου έβρισκε αλλά κρυφά με το φόβο μήπως τον αποκαλύψουν και τον στείλουν πίσω στην Ελλάδα. Τα παιδιά μου δεν είχα πού να τ’ αφήσω. Η μητέρα μου ήταν μεγάλη σε ηλικία και άρρωστη. Μου έλεγε «Θα πεθάνω αν φύγεις». Ήταν 78 ετών, εγώ την φρόντιζα. Πράγματι μετά από τρεις μήνες που ήρθε ο άντρας μου στη Γερμανία η μητέρα μου πέθανε. Δεν πρόλαβα να’ ρθω και δεν την είδα.
Πάντα την ονειρευόμουν, της είχα αδυναμία. Τελικά τα παιδιά μου τ’ άφησα στη δεύτερη αδερφή μου που ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερή μου.

Ο σύζυγος Αλεξίου Γεώργιος μαζί με τους συναδέλφους του στο εργοστάσιο όπου εργάζονταν.


Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Στην αρχή πήγαμε στο Αμβούργο σε Heim. Ήμασταν όλες μαζί με τις άλλες γυναίκες από το χωριό και βρήκαμε εκεί κι άλλες από τον Έβρο.
Δουλεύαμε στο εργοστάσιο Friederick που έκανε κονσέρβες ψαριών. Η δουλειά γινόταν με βάρδιες, από 6-2 μ.μ. και 2-11 μ.μ. Απέναντι ακριβώς είχε ένα ξενοδοχείο στο οποίο έμενε ο άντρας μου όταν ήρθε, αλλά δεν είχε φαγητό. Μετά από συνεννόηση τού μαγείρευα εγώ αλλά μέναμε χωριστά. Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε σπίτι. Αλλάξαμε πέντε σπίτια και κανένα καλό δεν βρήκαμε.
Όποιο σπίτι δεν είχε κουρτίνα και έμοιαζε άδειο πηγαίναμε να ρωτήσουμε. Όταν πήραμε τα παιδιά στη Γερμανία βρήκαμε ένα σπίτι (1 δωμάτιο). Εγώ έλειπα στη δουλειά και ξαφνικά έρχεται ο γιος μου στο εργοστάσιο και μου λέει πως οι ιδιοκτήτες έβγαλαν όλα τα πράγματά μας έξω στο δρόμο, τα πάντα, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Εγώ πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα πού να πάμε. Μου πρότειναν κάτι Έλληνες συνάδελφοι αλλά ήταν τα σπίτια τους πολύ μικρά, έφταναν μόνο για τους ίδιους.
Ο σύζυγός μου δούλευε σ’ ένα χυτήριο που κατασκεύαζε προπέλες για πλοία. Εκεί μία συνάδελφός του είχε βρει άλλο σπίτι του εργοστασίου και θα πήγαινε εκεί μετά από ένα μήνα. Έφυγε λοιπόν στο καινούργιο της σπίτι αμέσως για να βολευτούμε εμείς.
Σε καλύβα βέβαια μέναμε. Στο ένα και μοναδικό δωμάτιο που μοιραζόμασταν μαζί με τα παιδιά έρχονταν άλλες τρεις οικογένειες να πλυθούν, να πλύνουν τα πιάτα. Τα παιδιά μάς έλεγαν πως αν δεν βρούμε σπίτι να φύγουμε. Η κατάσταση ήταν δραματική. Ευτυχώς υπήρχε κοινωνικός λειτουργός που μας βοηθούσε. Εκείνος μας βοηθούσε να βρούμε ένα μεγαλύτερο σπίτι. Όταν πήγαμε στη Γερμανία παίρναμε 2 DM την ώρα.
Στο συμβόλαιο έλεγε πως με υπερωρίες θα φτάναμε τα 7 DM. Εμείς πλακωνόμασταν ποιος θα πρωτοκάνει υπερωρία. Τα χρήματα μας έφταναν αλλά με οικονομία. Δεν είχε ακρίβεια κι έτσι τα χρήματα πιάνανε μέρος. Στη συνέχεια παίρναμε καλύτερα χρήματα.
Στην αρχή δεν μας άρεσε η δουλειά αλλά τι να κάναμε. Παίρναμε τα ψάρια (χέλια) ζωντανά, τα σφάζαμε, τα καθαρίζαμε καλά με τα αλάτι και τα ρίχναμε σε κουβάδες.
Στη συνέχεια τα ψήναμε. Ήταν πολύ ανθυγιεινή δουλειά.
Έβγαιναν τα μάτια μας από τον καπνό, γιατί όλα τότε γίνονταν με τη φωτιά. Φορούσαμε μπότες στο χώρο εργασίας, γιατί έπρεπε να υπάρχει κρύο για να συντηρούνται τα ψάρια. Τα πόδια μας ήταν σαν ξύλο και ρίχναμε ζεστό νερό μέσα στις μπότες για να ζεσταθούμε. Μόνο ξένοι εργάζονταν εκεί, κανένας Γερμανός. Οι εργάτες ήταν Γιουγκοσλάβοι, Τούρκοι, Ιταλοί κ.λ.π.
Ακόμη και η προϊσταμένη (Meisterin) ήταν Γιουγκοσλάβα. Στη συνέχεια για λίγο δούλεψα σε πλυντήριο που έπλενε σεντόνια για νοσοκομεία, ξενοδοχεία κ.λ.π. Ήμασταν τις μισές ώρες όρθιες και τις μισές καθιστές. Τα σεντόνια ήταν καυτά και δεν μπορούσαμε να κάνουμε γρήγορα. Κάποια φορά η Γερμανίδα υπεύθυνη μ’ έσπρωξε για να απλώνω τα καυτά σεντόνια πιο γρήγορα ώστε να τα διπλώνει πιο γρήγορα και η επόμενη. Δεν άντεξα άλλο, πήγα και έκανα Κuendigung (αίτηση για παραίτηση). Στη συνέχεια δούλεψα στη Roadring, όπου φτιάχναμε στυλό.
Εκεί δούλεψα 20 χρόνια ως το τέλος που φύγαμε. Ένας μηχανικός σ’ αυτό το εργοστάσιο που έγινε αργότερα Meister μας κράτησε όλους τους Έλληνες στις θέσεις μας. Δεν έγινε όμως το ίδιο και με τους Τούρκους συναδέλφους μας. Αυτοί με ένα ρακί τους καλόπιαναν, γιατί ήθελαν τις πιο καλές δουλειές. Εμείς δεν ήμασταν πονηροί, αθώοι ήμασταν κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο. Είκοσι χρόνια στην ίδια δουλειά παρέμεινα. Ωστόσο η δουλειά ήταν βαριά και ανθυγιεινή. Κατασκευάζαμε μεταλλικά εξαρτήματα για στυλό. Μας έλεγαν να μην βάζουμε τα χέρια στο στόμα, γιατί ήταν επικίνδυνο. Υπήρχε σκόνη και μας έδιναν να πίνουμε γάλα, ωστόσο πολλοί απέκτησαν προβλήματα υγείας.
Βρήκαμε πολλούς από τον Έβρο στο Heim που πήγαμε. Μετά από 6 μήνες έφυγαν σε συγγενείς τους σε άλλες πόλεις στη Γερμανία. Από τον Έβρο είχε πολύ κόσμο. Είχαν μεγάλα δυστυχία, γι’ αυτό πολλοί ξενιτεύτηκαν από εκείνη την περιοχή.

Η κ. Αλεξίου σε αναμνηστική φωτογραφία την ημέρα της συνταξιοδότησής της



Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό;

Είχαμε εκκλησία, κάναμε χορούς. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Στην αρχή π.χ. ο σύζυγος μου δεν είχε άδεια παραμονής. Έπρεπε να εργάζεται κανείς για να πάρει Bescheinigung και αυτό να το καταθέσει στην Arbeitsamt για να πάρει παραμονή.
Ένας κοντοχωριανός μας που ήξερε τη γλώσσα μας είπε: «Θα δείτε αύριο θα σας φέρω το χαρτί». Εγώ δεν τον πίστεψα. Ωστόσο την άλλη μέρα μας έφερε το χαρτί. Εγώ ενθουσιάστηκα και κέρασα μπίρες.
Αυτός ήταν πιο παλιός και με τις γνωριμίες τέλειωσε τη δουλειά. Πληρώσαμε βέβαια 500 DM σ’ αυτόν που μεσολάβησε για να την πάρουμε. Ευτυχώς υπήρχε ελληνικό κλιμάκιο σε κάθε πόλη και βοηθούσε στις ανάγκες μας και στις συναλλαγές μας με τους Γερμανούς. Στο Αμβούργο υπήρχε ελληνικό προξενείο και εκεί ο κ. Τζολοδήμου -πολύ ξακουστός στο Αμβούργο- μας εξυπηρετούσε.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία. Στην αρχή ο γιος μου παρακολουθούσε γερμανικό σχολείο αλλά έφευγε από την τάξη. Μας έστελναν γράμμα από το σχολείο ότι δεν πήγαινε για μάθημα.
Εμείς δουλεύαμε στο εργοστάσιο και τα παιδιά μας κανείς δεν μπορούσε να τα βοηθήσει. Πάντα είχαμε την αγωνία πώς θα τα βρούμε όταν επιστρέψουμε από τη δουλειά.
Η κόρη μου πήγαινε μόνο κάθε Τετάρτη για να μάθει τη γλώσσα. Μάθαινε την τέχνη της μοδίστρας. Τα παιδιά μας μόλις τέλειωσαν το δημοτικό στο Ν. Σούλι τότε ήρθαν στη Γερμανία.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Πήραμε σύνταξη και επιστρέψαμε στην Ελλάδα το 1993. Συνεχίζαμε να πηγαίνουμε στη Γερμανία για 2-3 μήνες διακοπές, γιατί τα παιδιά μας έμειναν εκεί. Τώρα δεν πηγαίνουμε πια. Ο γιος μου παντρεύτηκε και έμεινε εκεί. Η κόρη μου επέστρεψε πριν 7 χρόνια στην Ελλάδα.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Περάσαμε καλά με τους Γερμανούς. Ο Chef (το αφεντικό), ο πιο μεγάλος στο εργοστάσιο έρχονταν κοντά μας, μας καλημέριζε με χειραψία. Μας έλεγε χαρακτηριστικά: «Στα μάτια θα μας κοιτάτε, για να δούμε ότι είστε χαρούμενοι».
Παιδευτήκαμε πολύ, αλλά τα καταφέραμε. Εδώ στην πατρίδα μας δεν μας λογάριαζαν. Εκεί αγράμματοι και ξένοι ήμασταν, αλλά μας εκτιμούσαν.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Πολλοί από εμάς προερχόμασταν από χωριά και κάναμε στην Ελλάδα μπαξέδες. Λαχταρούσαμε να κάνουμε το ίδιο. Τώρα που γεράσαμε τα ξαναφτιάχνουμε.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην πατρίδα θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε ή από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί;

Τη Γερμανία πάντα την ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι συχνά ότι δουλεύω ακόμη. Σήμερα μετά από όσα είπαμε σίγουρα θα ονειρευτώ ξανά. Είχαμε συνηθίσει στη Γερμανία. Οι Γερμανοί ήταν τυπικοί και ακριβείς στα ραντεβού τους. Εδώ οι μαστόροι, οι μαραγκοί δίνουν υποσχέσεις αλλά δεν τις τηρούν. Πηγαίνω να δώσω αίμα με ραντεβού και με παραμαζεύουν.
Θα σας διηγηθώ και ένα περιστατικό που μ’ έχει συγκλονίσει. Ο άντρας μου Αλεξίου Γεώργιος έπρεπε να αντικαταστήσει έναν συνάδελφο στο εργοστάσιο για λίγο. Την τελευταία στιγμή ήρθε ο συνάδελφός του στη θέση του και έτσι δεν χρειάστηκε να πάει ο άντρας μου να τον αντικαταστήσει. Μετά από μία ώρα περίπου συνέβη ένα εργατικό ατύχημα. Στο χυτήριο υπήρχε Band (κορδέλα) η οποία μετέφερε τόνους βάρους. Έπεσε αυτό και καταπλάκωσε τον άτυχο εργάτη. Ούτε που τον είδαν. Έτσι από τύχη γλίτωσε ο άντρας μου και ακόμη και τώρα το λέω και συγκλονίζομαι.


Μάιος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
Αβραμίδου Χαρίκλεια

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Αγοράκης Μιχάλης





«…………Θέλει να γίνει ο ουρανός χαρτί και η θάλασσα μελάνι για να σας εξιστορήσω με λεπτομέρειες την ιστορία μου».
Αναστασιάδου Αθανασία

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Αναστασιάδου Αθανασία το γένος Γραμμένου, σύζυγος Αναστασιάδη Ιωάννη. Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1936 στο Νέο Σούλι Σερρών. Έχω δυο παιδιά, 44 και 47 ετών. Τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο στο Νέο Σούλι.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε;

Τον Φεβρουάριο του 1969 μετανάστευσα στην Στουτγκάρδη της Γερμανίας.

Τι σας έκανε κυρίως να μεταναστεύσετε;

Η οικονομική κατάσταση μας ήταν καλή σχετικά, αλλά αποφάσισα να φύγω, γιατί ο καπνός δεν πήγαινε καλά. Ο άντρας μου αναγκάζονταν να ξενοδουλεύει σε οικοδομές το χειμώνα. Κρυφά από τους δικούς μου γράφτηκα σε γραφείο στις Σέρρες που αναζητούσαν εργάτες για Γερμανία. Ήταν θυμάμαι υπεύθυνη η δεσποινίδα Κεχαγιά. Το είχαν για προσβολή την εποχή εκείνη να φύγει κανείς από το χωριό. Ο άντρας μου έκανε παράλληλα αίτηση για να πάει στην Αυστραλία. Ήταν το μόνο πράγμα που το έκανε ο καθένας ξεχωριστά και μυστικά από τον άλλο. Εγκρίθηκαν τα χαρτιά και η πρόσκληση από τη Γερμανία, ήρθαν όμως και του άντρα μου από Αυστραλία.
Τότε αναγκαστήκαμε «ν’ ανοίξουμε τα χαρτιά μας» να μιλήσουμε καθαρά μεταξύ μας κι έτσι προτιμήσαμε τελικά τη Γερμανία, λόγω κοντινότερης απόστασης. Πρώτη πήγα εγώ στη Γερμανία και ο άντρας μου έμεινε πίσω με τα παιδιά. Μετά από 9 μήνες έκανα πρόσκληση στον άντρα μου και ήρθε μόνος. Όταν τακτοποιηθήκαμε από σπίτι κατέβηκα στην Ελλάδα και πήρα τα παιδιά.

Τα πρώτα κοινά Χριστούγεννα σε σπίτι που νοίκιασε η οικογένεια Αναστασιάδη στη Γερμανία.


Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Πριν πάμε στη Γερμανία κάναμε ιατρικές εξετάσεις ούρων, αίματος, ακτινογραφία θώρακας. Μας έβαζαν να κάνουμε διάφορες κινήσεις σαν γυμναστική για να διαπιστώσουν αν έχουμε κάποιο πρόβλημα στα χέρια ή στα πόδια. Μας εξέταζαν καλά και τα δόντια. Τέλος μας έδιναν ένα νούμερο. Μόνο οι υγιείς και αρτιμελείς κατόρθωναν να πάνε στη Γερμανία.
Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία;

Πήγα πρώτα με το πλοίο «Κολοκοτρώνης» μέχρι την Ιταλία και στη συνέχεια με το τρένο μέχρι το Μόναχο. Στο Μόναχο μας έδωσαν μια σακούλα φαγητό. Περιείχε κασεράκια, ψωμί, μπανάνα, και έναν καφέ. Μόλις κατεβήκαμε στο Μόναχο ήρθε ένας Γερμανός και πήρε κάποιους με το τρένο για εργάτες.
Εκεί έγινε ένα επεισόδιο και ο Μπακογιάννης (ο σύζυγος της Ντόρας, πολύ καλός άνθρωπος) διαμαρτυρήθηκε. Τελικά κατέβηκαν κάποια άτομα στη Στουτγκάρδη και οι υπόλοιποι στο Buel Baden.
Εμάς μας πήγαν σε Heim μαζί με την Ευφραξία Αλεξίου. Μας πρόσφεραν μια ωραία σούπα και κροκέτες. Μας φέρθηκαν πολύ ωραία. Είχαμε μια διερμηνέα την κ. Πρωτόπαππα η οποία συνεννοούνταν για εμάς.

«Ενθύμιο Γερμανίας από το Heim-οίκημα (29-6-69 )» γράφει η κ. Αναστασιάδου στο πίσω μέρος της φωτογραφίας.



Ποια εργασία κάνατε στη Γερμανία;

Δούλευα στο εργοστάσιο της Boss. Επί 7 χρόνια έφτιαχνα υαλοκαθαριστήρες για αυτοκίνητα και για 13 χρόνια «μοτόρια» Η δουλειά στα «μοτόρια» ήταν βαριά και δύσκολη. Κάναμε ανταλλακτικά.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτή στη Γερμανία και με ποιον τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;

Μας δυσκόλεψε πολύ η γλώσσα. Ευτυχώς βρήκαμε Έλληνες εκεί που ήταν από παλιά και μας βοηθούσαν.

Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις;

Δεν μπορώ να σας πω όλες τις λεπτομέρειες, γιατί «θέλει να γίνει ο ουρανός χαρτί και η θάλασσα μελάνι, για να σας εξιστορήσω όλη την ιστορία μου». Μόλις βρήκαμε σπίτι πήραμε τους άντρες μας και μετά τα παιδιά μας.


Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή όπου εγκατασταθήκατε;

Υπήρχαν Σερραίοι. Ακόμα και σήμερα διατηρούμε σχέσεις με μια φιλενάδα από τις Σέρρες την κ. Βλασάκη Λίτσα με την οποία ήμασταν σαν αδελφές. Είχαμε ακόμη στην περιοχή Έλληνες από την Καβάλα, το Κιλκίς και την Εύβοια.

Η μετανάστευση δεν είναι μόνο προσωπικό θέμα καθώς η οικογένεια είναι εκείνη που πρέπει να την υποστεί και να την αντέξει. Όμως ο ζωτικός οικογενειακός ιστός δεν διαρρηγνύονταν καθώς υπήρχαν ποικίλες προσπάθειες να διατηρηθεί η επαφή .Τα γράμματα συχνά συνοδεύονταν από φωτογραφίες που στο πίσω μέρος αναγράφονταν: «Για δες κορμί δίχως ψυχή και σώμα δίχως αίμα δες και τη φωτογραφία μου για να θυμάσαι εμένα.»



Τι θυμάστε από εκεί απόδημο Ελληνισμό;

Θυμάμαι τα ωραία πάρτι που κάναμε μεταξύ μας, τις γιορτές που έκαναν τα παιδιά μας στο σχολείο κι έλεγαν ποιήματα. Πηγαίναμε εκκλησία ,όχι όμως κάθε Κυριακή αλλά όποτε ερχόταν ιερέας και πάντοτε βέβαια τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Την εκκλησία μάς την έδωσαν οι Γερμανοί κι έτσι όλοι οι Έλληνες μαζευόταν σ αυτήν, γιατί το χωριό όπου μέναμε, το Buhlertal ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα.

Υπήρχαν στην πόλη σας Ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Στη Γερμανία το μέρος όπου ήμουν εγώ υπήρχε μόνο Δημοτικό Ελληνικό σχολείο. Ο δεύτερος γιος μου Πέτρος, όταν τελείωσε το Ελληνικό Δημοτικό σχολείο, πήγε για τρεις τάξεις στο Γερμανικό Hauptschule (σχολείο με τεχνική κατεύθυνση) όπου πήρε βραβείο για τις επιδόσεις του. Και τα δυο μου παιδιά έμειναν στην Γερμανία, παντρεύτηκαν Γερμανίδες και εργάζονται εκεί.

Σχολική γιορτή για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου



Πότε επιστρέψατε οριστικά στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Στην Ελλάδα επέστρεψα το1989, γιατί ο σύζυγος μου έπασχε από καρδιά. Κι εκείνος δούλευε σε Baustelle (εργασίες οδοποιίας) στη Γερμανία. Εγώ συνολικά είχα δουλέψει 20 χρόνια. Ο σύζυγος μου μετά από 4 μήνες από την επιστροφή μας πέθανε.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Μου έλειψε πολύ η πατρίδα μου η Ελλάδα. Όταν ήρθα «φιλούσα» το χώμα της. Όσο ήμουν στη Γερμανία ερχόμουν με τρένο το καλοκαίρι, γιατί είχα παιδιά και δεν μπορούσα συχνότερα. Χάρηκα πολύ όταν πήραν τα παιδιά μου αμάξι και κατεβήκαμε όλοι μαζί μέσω Γιουγκοσλαβίας.

Διάλειμμα μαζί με συναδέλφους στο εργοστάσιο.



Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή σας στην πατρίδα θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε ή από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί;

Όταν κατέβηκα για πάντα στην Ελλάδα σε 4 μήνες πέθανε ο άντρας μου και έπαθα μελαγχολία. Τα δάκρυά μου δε σταματούσαν, γιατί έμεινα μόνη και δεν ήθελα να επιστρέψω στη Γερμανία αλλά αναγκάστηκα να πάω πίσω στα παιδιά μου για 6 μήνες. Οι Γερμανοί με βοήθησαν να πάρω ταμείο ανεργίας, ωστόσο εγώ μετά από 9 μήνες το διέκοψα και επέστρεψα, γιατί είχα μεγάλη αγάπη για την πατρίδα μας. Όταν γύρισα έφτιαξα το σπίτι μου όπως το ήθελα και από τότε μένω εδώ στο χωριό.

Μετά την οριστική επιστροφή σας κάνατε έναν απολογισμό για το « τι χάσατε» και τι « κερδίσατε» από την επιλογή σας να εργαστείτε ως μετανάστες στη Γερμανία;

Θα έλεγα πως βγήκα χαμένη, γιατί συνέβη να χάσω τον άντρα μου και επιπλέον αναγκάστηκα να επιστρέψω πρόωρα στη Ελλάδα. Αν έμεινα άλλα 5 χρόνια στη δουλειά μου θα έπαιρνα έπαινο, χρήματα, δώρα. Έχασα όμως την αποζημίωση, τα πάντα. Όταν κανείς συμπληρώσει 25 χρόνια στην ίδια εργασία γίνεται ειδική εκδήλωση προς τιμήν του με επίσημο γεύμα, τιμητικό δώρο και έπαινο. Εγώ δεν έλειψα σχεδόν ποτέ από την εργασία μου και περίμενα αυτή τη στιγμή σαν επιβράβευση, σαν κάτι το ξεχωριστό. Μετά από 7 χρόνια και συμπληρώνοντας την κατάλληλη ηλικία για τη συνταξιοδότηση πήρα σύνταξη από το γερμανικό κράτος.

Η κ. Αναστασιάδου Αθανασία με τις μαθήτριες Τούρλιαρη Δ., Παλιάτσιου Ελένη και Μπεντούλη Φανή.



Δεκέμβριος -2007
Επιμέλεια συνέντευξης: -
1. Τούρλιαρη Δήμητρα 2. Παλιάτσιου Ελένη 3. Μπεντούλη Φανή

Ηλεκτρονική επεξεργασία: Τούρλιαρη Δήμητρα




«…………Το πιο ευχάριστο γεγονός ήταν όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω».
Καραδημητρίου Ευαγγελία

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης

Λέγομαι Ευαγγελία Καραδημητρίου, είμαι 62 χρονών, παντρεύτηκα το 1968 και έχω τρία παιδιά τα οποία είναι παντρεμένα. Αυτή την στιγμή μένουμε μόνιμα στο Νέο Σούλι.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε;

Μεταναστεύσαμε το 1972 στη Γερμανία.

Ποια ήταν την εποχή εκείνη η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι ειδικότερα;

Η κατάσταση εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ δύσκολη, ήταν επί χούντας. Δεν υπήρχαν δουλειές, υπήρχε φτώχεια, γι’ αυτό ακριβώς αναγκαστήκαμε να πάρουμε δύο παιδιά στην αγκαλιά και να πάμε στη Γερμανία.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γερμανία; Χρειαζόταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Η μεταφορά έγινε με πλοίο από Αθήνα-Ιταλία και από Ιταλία-Γερμανία. Περάσαμε πρώτα από ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα και μετά με αποστολή πήγαμε στην Γερμανία.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ’ όσον γίνατε δεκτή στην Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον;

Η πρώτη δυσκολία ήταν ότι δεν ξέραμε τη γλώσσα. Κατορθώσαμε να μάθουμε τη γλώσσα για να μπορούμε να συνεννοούμαστε και να αυτοεξυπηρετούμαστε.

Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Εγκατασταθήκαμε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Όσον αφορά τις εντυπώσεις μου σκεφτόμουν, αν ήταν δυνατόν, να φύγω από την πρώτη μέρα. Ήταν όλα διαφορετικά από εδώ.

Ποια εργασία κάνατε και ποιες οι εντυπώσεις σας από αυτή;

Στην αρχή δούλεψα σαν καθαρίστρια και μετά σε εργοστάσιο. Το εργοστάσιο κατασκεύαζε τηλεοράσεις. Η εργασία ήταν πολύ διαφορετική από εδώ.


Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, όπου εγκατασταθήκατε;

Ναι, βέβαια υπήρχαν και Έλληνες και Σερραίοι.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό;

Υπήρχαν κοινότητες, εκκλησίες. Τα ήθη και τα έθιμα τα τηρούσαμε όλα, όπως εδώ, και ας ήμασταν σε μια ξένη χώρα.

Υπήρχαν στη Γερμανία ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Βεβαίως υπήρχαν ελληνικά σχολεία. Στην πόλη που ήμασταν εμείς, τη Νυρεμβέργη, είχε πολλούς Έλληνες. Υπήρχαν, παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο.

Η κ. Καραδημητρίου στα γενέθλια της κόρης της



Πότε επιστρέψατε οριστικά στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Επιστρέψαμε στην Ελλάδα το1990 και κάναμε μια καινούρια δουλειά εδώ λόγω των παιδιών, γιατί πήγαιναν σχολείο εδώ.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Το πιο ευχάριστο ήταν όταν πήραμε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία;

Μας είχε λείψει όλη η Ελλάδα, γι’ αυτό ερχόμασταν πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα. Ερχόμασταν πέντε με έξι φορές το χρόνο. Τα παιδιά τα φέρναμε πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα ίσως γι’ αυτό δεν θέλανε να γυρίσουν στη Γερμανία. Γιατί θα πρέπει να προσθέσω πως υπήρχαν πολλοί γονείς που δεν μπορούσαν να φέρουν τα παιδιά τους πίσω στην Ελλάδα και έμειναν εκεί. Έπρεπε να κάνουμε τα παιδιά να καταλάβουν πως και στην Ελλάδα ήταν ωραία, απλώς η Γερμανία μας παρείχε δουλειά.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή σας στην πατρίδα θυμάστε κάτι νοσταλγικά από τη χώρα που σας φιλοξένησε ή από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί;

Δεν νομίζω να θυμάμαι κάτι που να το νοσταλγώ. Επιπλέον και οι φίλοι μου και αυτοί γύρισαν στην Ελλάδα. Από τότε που επιστρέψαμε οριστικά πήγα στη Γερμανία μία φορά, όταν παντρεύτηκε ο ανιψιός μου.

Μετά την οριστική επιστροφή σας, κάνατε έναν απολογισμό για το τι « χάσατε» και τι «κερδίσατε» από την επιλογή σας να εργαστείτε ως μετανάστες στη Γερμανία;

Τα πιο καλά χρόνια τα χάσαμε στη Γερμανία. Μπορεί να υπήρχε δουλειά, μεροκάματο, λεφτά αλλά χάσαμε τα πιο καλά μας χρόνια.

Η κ. Καραδημητρίου Ευαγγελία με τις μαθήτριες Βασιλείου Βασιλική και Αβραμπάκη Αθανασία.




Ο κ. Καραδημητρίου Νικόλαος με την εγγονή του Αθανασία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.



Συμπληρωματικά παραθέτουμε μαρτυρίες από τη ζωή στη Γερμανία του συζύγου της Καραδημητρίου Νικολάου και της κόρης τους Καραδημητρίου - Αβραμπάκη Βίκυς.

Λέγομαι Καραδημητρίου Νικόλαος και είμαι 63 ετών. Μεταναστεύσαμε στη Γερμανία το 1973-1974, γιατί οι ανάγκες μάς έκαναν να πάμε εκεί και έτσι καθίσαμε. Όταν πρωτοπήγα εκεί είχα γνωστούς και έτσι δούλεψα, τακτοποιήθηκα χωρίς χαρτιά και έπειτα ξαναγύρισα στην Ελλάδα, έκανα τα χαρτιά μου, πέρασα από την επιτροπή της Αθήνας, πήρα την οικογένειά μου και ξαναπήγαμε στη Γερμανία. Μετά δούλευα σε οικοδομές με ατομική πρόσκληση δηλαδή με εργασία που θα αναλάμβανα σε σκεπές.



Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού προσφέρουν γεύμα στους εργάτες



Σαν κράτος-οργάνωση της Γερμανίας μας άρεσε π.χ. όταν πας σε κάποιο μέρος όλα είναι καθαρά. Σαν άνθρωποι μας φέρθηκαν καλά. Παρόλο που δούλεψα στα χωριά οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και τίμιοι. Το κράτος τους παρείχε το δικαίωμα να χτίσουν σπίτι χωρίς να πληρώσουν ΙΚΑ. Η Γερμανία έχει καλό κλίμα, αλλά όχι για πολλά χρόνια και είναι βαλτώδες. Τα παιδιά πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο και έκαναν 1-2 ώρες την ημέρα γερμανικά. Μέχρι να φύγω από τη Γερμανία έκανα την ίδια δουλειά, ήταν δύσκολη, γιατί ήταν εξωτερική. Μετά το τέλος της εργασίας στη στέγη του σπιτιού οι ιδιοκτήτες έκαναν τραπέζι στους εργάτες έξω από το σπίτι.

Όλα τα παλιά σπίτια δεν ήταν όπως εδώ, δηλαδή η τουαλέτα ήταν μία και οι οικογένειες που την μοιράζονταν πέντε! Αλλά ευτυχώς δεν έμεινα σε τέτοιο σπίτι. Το πρόβλημα ήταν πώς θα μεγάλωναν τα παιδιά, επειδή έπρεπε να δουλεύουμε και δεν ξέραμε πού να τ’ αφήσουμε. Μετά το σχολείο πήγαιναν σε μια γειτόνισσα μέχρι να σχολάσουμε από τη δουλειά. Αγαπούσα πολύ την οικογένειά μου. Έστειλα την κόρη μου στην Ελλάδα για να σπουδάσει. Σπούδασε Νοσηλευτική ,παντρεύτηκε και εργάζεται τώρα εδώ στην Ελλάδα. Τώρα που είμαστε εδώ στην Ελλάδα με την οικογένειά μου δεν έχω νοσταλγήσει τίποτα από την Γερμανία και όταν χρειάζεται να πάω για κάποιες δουλειές στη Γερμανία δεν θέλω να πάω καθόλου»
(Καραδημητρίου Νικόλαος)



«Με λένε Βίκυ Καραδημητρίου, είμαι 35 χρονών και παιδί μεταναστών. Μεγάλωσα στη Γερμανία, πήγα δύο μηνών και γύρισα όταν τελείωσα το γυμνάσιο. Πήγα σε ελληνικό σχολείο και παράλληλα μάθαινα και γερμανικά. Οι γονείς μου μάς μεγάλωσαν έτσι ώστε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τον τόπο που μας φιλοξενούσε αλλά να μην ξεχνάμε ποτέ την πατρίδα μας και να θέλουμε να γυρίσουμε πίσω ξανά. Τώρα που έκανα οικογένεια εδώ νοσταλγώ πολλές φορές να πάω στη Γερμανία, όχι για να εγκατασταθώ εκεί, αλλά για να δω τη γειτονιά που μεγάλωσα και τις φίλες μου, οι οποίες έμειναν εκεί και έκαναν δικές τους οικογένειες».

(Καραδημητρίου Βίκυ)





Δεκέμβριος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης - Ηλεκτρονική επεξεργασία:
1. Αβραμπάκη Αθανασία
2.Βασιλείου Βασιλική




«……….Μου έλειψε σαν παιδί η ζεστασιά του παππού και της γιαγιάς, τα ζωντανά στην αυλή του χωριού μου».
Μπάρμπας Απόστολος

Θα σας παρακαλούσαμε να αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Μπάρμπας Απόστολος. Είμαι 37 ετών, επαγγελματίας ταξιτζής, οικογενειάρχης με δύο παιδιά και μια πανέμορφη σύζυγο.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνος ή με την οικογένεια σας;

Γεννήθηκα από γονείς μετανάστες στη Γαλλία και αργότερα μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στη Δυτική Γερμανία.

Ο κ. Μπάρμπας Κωνσταντίνος με τα παιδιά του Απόστολο και Θεονίτσα.



Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι ειδικότερα;

Όπως γνωρίζουμε, υπήρχε ένας εμφύλιος του 44-49. Οι πλούσιοι γινόταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Αυτό ώθησε περισσότερο τους νέους – ανάμεσα σ’ αυτούς και τους γονείς μου- να αναζητήσουν καλύτερη τύχη σε μία άλλη χώρα.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στη Γαλλία και αργότερα στη Γερμανία;

Πρώτα στη Γαλλία έγινε με πούλμαν και στη Δυτική Γερμανία πάλι με πούλμαν. Εκεί είχε μεταβεί και ο γνωστός του πατέρα μου ο κ. Σάββας που ήταν κι αυτός Νεοσουλιώτης και είχε δικό του τουριστικό γραφείο στη Γερμανία.

Χρειάζονταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Σε αυτό δεν είμαι απόλυτα σίγουρος. Με συζητήσεις που έχω κάνει με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου τέτοιες απαιτούμενες εξετάσεις γινόταν στις φάμπρικες. Σ’ αυτές είχαν αριθμημένα τα ονόματά τους και τα μητρώα τους.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτός στη Γαλλία και αργότερα στη Γερμανία και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;

Στη Γαλλία είχε φιλοξενηθεί ο πατέρας μου από το θείο μου τον συχωρεμένο, της γιαγιάς μου το γαμπρό. Όποιος ήταν χρόνια εκεί πέρα δεν είχε να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Τα προβλήματα είχαν να κάνουν κυρίως με μαθησιακές δυσκολίες. Εκεί στη Δυτική Γερμανία οι άνθρωποι πήγαιναν συστημένοι. Εμείς ως παιδιά μάθαμε πιο εύκολα τη γερμανική γλώσσα. Δεν είχαμε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Σε κάθε ξένη χώρα ήταν η γλώσσα το πρόβλημα.

O κ. Μπάρμπας Κωνσταντίνος σε εργοστάσιο



Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Όσο αφορά τη Γαλλία μείναμε σε ένα χωριό της Leon. Σε δεύτερη φάση στη Δυτική Γερμανία ήμασταν στο Hern1 που ήταν χωριό του Bochum.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή όπου εγκατασταθήκατε;

Για Δυτική Γερμανία θα σας μιλήσω. Όσον αφορά τη Γαλλία δεν θυμάμαι, γιατί έφυγα από εκεί ως βρέφος. Στη δυτική Γερμανία υπήρχαν πολλοί κοντοχωριανοί και οι περισσότεροι ήταν Σερραίοι.




Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στη Γαλλία και αργότερα στην Γερμανία;

Για τη Γαλλία δεν ρώτησα ποτέ με τι ακριβώς ασχολούνταν. Στη Γερμανία εργάζονταν οι γονείς μου στο εργοστάσιο της OPEL.

Η κ. Μπάρμπα Στυλιανή ράβοντας την εσωτερική επένδυση για τα αυτοκίνητα της Οpel.



Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο; Τι ήταν και είναι κατά τη γνώμη σας αυτό που τους κρατούσε ενωμένους με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρα τους;

Κοινότητες υπήρχαν. Υπήρχαν επίσης σύλλογοι, σωματεία που δραστηριοποιούνταν σε κάθε γιορτή (π.χ. αποκριές). Εκκλησιαζόμασταν κάθε Κυριακή σε καθολική εκκλησία με Έλληνα ιερέα. Είχαμε Έλληνα δάσκαλο τον κ. Γαλάνη, ο οποίος δίδασκε ελληνικά σε γερμανικό σχολείο. Είχαμε πίστη στο Θεό και αγάπη στην πατρίδα.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα; Τι γινόταν με τα παιδιά που παρακολουθούσαν γερμανικά σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Υπήρχαν παιδικοί σταθμοί και γερμανικά σχολεία όπου διδασκόμασταν αρκετές ώρες την εβδομάδα ελληνικά με δάσκαλο τον κύριο Γαλάνη, ο οποίος ήταν από τα Γιάννενα. Δυσκολίες δεν αντιμετωπίσαμε και μαθαίναμε καλά τα γερμανικά.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Στην Ελλάδα επιστρέψαμε το 1980. Σε γενικές γραμμές ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες, αλλά οι γονείς μου, αν και μπορούσαν να παραμείνουν και άλλο στη Γερμανία, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα για χάρη των παιδιών τους. Κι εγώ ο ίδιος ήθελα πολύ να επιστρέψω, γιατί ήμουν συναισθηματικά δεμένος με τους παππούδες. Ήταν οι φίλοι μου στην Ελλάδα και ήταν πιο ωραία. Αποφάσισαν οι γονείς μου να κατέβουμε στην εφηβική ηλικία που είναι και η σπουδαιότερη στον επαγγελματικό προσανατολισμό και το κάναμε τότε που ήμουν 10 ετών. Ήμουν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από τον εκεί παραμονή σας;

Ευχάριστα, το ότι γνωριζόμασταν με άλλα παιδιά από διάφορες οικογένειες Ελλήνων. Έχουμε έρθει αντιμέτωποι πολλές φορές με Τουρκάκια χωρίς να θέλω να φανώ «ρατσιστής». Φυσικά εμείς διατηρούσαμε καλές σχέσεις μαζί τους και τους καλημερίζαμε, ενώ αυτοί ερχόντουσαν και μας έφτυναν τα τζάμια και συμπεριφέρονταν άσχημα. Αντίθετα οι Γερμανοί είναι φιλέλληνες και τους αγαπάμε και μας αγαπούν.

Σας έχει λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά την παραμονή σας στη Γερμανία;

Στη Γερμανία, που ήμουν ως παιδί, μου έχει λείψει η ζεστασιά του παππού και της γιαγιάς, τα ζωντανά που υπήρχαν στην αυλή του χωριού μου (κότες, περιστέρια κτλ). Ξέρετε πως κάθε παιδί μ’ αυτά ασχολείται. Εδώ μπορείς να επικοινωνείς με οποιοδήποτε, ενώ εκεί υπήρχε κάποιος περιορισμός. Δηλαδή συνέβαινε να καθόμαστε μία ώρα στο σπίτι μαζί με την αδερφή μου μόνοι, γιατί γινόταν αλλαγή βάρδιας του πατέρα μου και της μητέρας μου. Αυτό το άγχος έβγαινε και επιθυμούσαμε να έρθει το καλοκαίρι να κάνουμε διακοπές στην Ελλάδα.

Τώρα μετά από τόσα χρόνια και την οριστική επιστροφή στην πατρίδα σας θυμάστε κάτι νοσταλγικά από την χώρα που σας φιλοξένησε, από φιλικούς δεσμούς που συνάψατε εκεί ή κάτι που θα ευχόσασταν να μην το ξαναζήσει όποιος εγκαταλείψει τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μία ξένη χώρα;

Ο πρώτος λόγος για να μεταναστεύσει κάποιος είναι για χρηματική αποζημίωση και μετά σε δεύτερη μοίρα η αποκατάσταση της οικογένειας.

Μετά την οριστική επιστροφή σας κάνατε έναν απολογισμό για το «τι χάσατε» και «τι κερδίσατε» από την επιλογή σας να εργαστείτε ως μετανάστες στη Γερμανία;

Αυτό μπορούν να το κάνουν οι γονείς μου. Κάνοντας ο ίδιος έναν απολογισμό μπορώ να πω πως χαίρομαι που είμαστε πια στην πατρίδα.

Σ’ αυτή την κατάθεση ψυχής και το οδοιπορικό στη Γαλλία και τη Γερμανία μας κάνατε κι εμάς μετόχους και σας ευχαριστούμε πολύ. Σας ευχαριστούμε επίσης για την καλοσύνη και την προθυμία να μοιραστείτε μαζί μας ένα κομμάτι της ζωής σας μακριά από την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα σας το Νέο Σούλι. Η προφορική σας μαρτυρία ως δεύτερη γενιά μεταναστών για τον απόδημο ελληνισμό είναι ιδιαίτερα σημαντική για το μεγάλο κεφάλαιο της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.

Δεκέμβριος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Μπάρμπας Κωνσταντίνος
2. Αγοράκης Μιχάλης.
Ηλεκτρονική Επεξεργασία:
Αγοράκης Μιχάλης.




«…………Οι συνεργάτες μου ήταν όλοι άνθρωποι ξενιτεμένοι από διάφορες χώρες που αναζητούσαν κι αυτοί μια καλύτερη ζωή γι’ αυτό και δέσαμε όλοι μεταξύ μας ».
Λιούσας Παύλος

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Λιούσας Παύλος, είμαι 67 χρονών, παντρεμένος, με τρία αγόρια. Πήγα στη Γερμανία το 1970 και επέστρεψα το 1977.

Ποια σχολική μόρφωση έχετε;

Έχω τελειώσει το δημοτικό σχολείο στο Ν. Σούλι.

Ποια ήταν η κατάστασή σας πριν την αναχώρησή σας για τη Γερμανία;

Πριν φύγω για τη Γερμανία ήμουν αγρότης.

Τι σας έκανε κυρίως να μεταναστεύσετε; Είχατε κάποιους σκοπούς - σχέδια;

Ο λόγος που μετανάστευσα ήταν το ότι εδώ δεν υπήρχαν δουλειές, ούτε λεφτά και πήγαμε στη Γερμανία για να καλυτερέψουμε τη ζωή μας.

Πώς πληροφορηθήκατε ότι μπορούσατε να εργαστείτε στη Γερμανία;(γνωστούς, φίλους, εφημερίδες, από κάπου αλλού);

Το πληροφορήθηκα από άλλους που μετανάστευσαν πριν από εμάς και οι οποίοι μας πληροφόρησαν πως εκεί υπήρχαν δουλειές.

Οι Νεοσουλιώτες (από αριστερά): Γρηγοριάδης Θεολόγης, Αβραμπάκης Αθανάσιος, Λιούσας Παύλος, Κοντός Γεώργιος.


Τι σας προέτρεπε στην απόφασή σας και τι ήταν αυτό που σας απέτρεπε;

Αυτό που με προέτρεπε να φύγω ήταν καθαρά οι οικονομικοί λόγοι και, αν κάτι με απέτρεπε, ήταν ότι θα άφηνα πίσω την οικογένειά μου για λίγα χρόνια.

Με ποιόν τρόπο φτάσατε και τι συνέβη όταν φτάσατε;

Επειδή πήγα με σύμβαση, πήγαμε όλοι μαζί με λεωφορείο στην Πάτρα, από κει με καράβι στην Ιταλία και από κει με τρένο στη Γερμανία. Όταν φτάσαμε μας περίμεναν άτομα του εργοστασίου και όταν μας παρέλαβαν μας πήγαν σε παράγκες (Heim) όπου μέναμε όλοι μαζί.


Ο κ. Λιούσας Παύλος με άλλους Έλληνες μετανάστες. Διακρίνονται οι εγκαταστάσεις όπου έμεναν τα πρώτα χρόνια στη Γερμανία. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο, συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων. Σε στενότητα χώρου, με έλλειψη ανέσεων και άκαμπτους κανονισμούς έζησαν οι μετανάστες τα πρώτα τους χρόνια σε συνθήκες στρατοπέδου.




Ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας από τη Γερμανία; Υπήρξε κάτι που να θαυμάσατε, κάτι που σας απογοήτευσε, βρήκατε κάτι καλό; Βρήκατε κάτι διαφορετικό από ό,τι είχατε φανταστεί;

Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν καλές, διότι υπήρχε δουλειά και καλά λεφτά, κάτι που δεν είχε στην Ελλάδα. Θαύμασα την οργάνωση που είχαν σαν κράτος και με λίγα λόγια τα βρήκα όπως τα περίμενα.

Πώς τακτοποιηθήκατε από κατοικία; (σε ομαδικό κατάλυμα, κανονική κατοικία, μόνος ή μαζί με άλλους;)

Μέναμε σε ομαδικό κατάλυμα (Heim) κοντά στο εργοστάσιο μόνο για άντρες. Μοιραζόμασταν μεταξύ μας τις δουλειές. Εγώ μαγείρευα, άλλος έπλενε τα πιάτα, άλλος ψώνιζε κ.τ.λ. Γι΄ αυτό, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, άνοιξα ψησταριά στις Σέρρες. Όταν ήρθε η οικογένεια, μείναμε σε σπίτι κι αυτό πάλι του εργοστασίου. Μέναμε σ΄ ένα προάστιο της Βόννης το Troisdorf.

Ποια εργασία κάνατε;

Δούλευα σε εργοστάσιο (Muster) που παρήγαγε σίδηρο.
Ήσασταν ευχαριστημένος από την εργασία σας;

Η δουλειά ήταν πολύ ανθυγιεινή και πολύ δύσκολη αλλά είχε καλά λεφτά κι αυτό μας ευχαριστούσε.

Τι ήταν οι συνεργάτες σας και τι έχετε να πείτε γι’ αυτούς;

Οι συνεργάτες ήταν όλοι άνθρωποι ξενιτεμένοι από διάφορες χώρες που αναζητούσαν κι αυτοί, όπως και εγώ, μια καλύτερη ζωή γι’ αυτό και δέσαμε όλοι μεταξύ μας.

Τι έχετε να μας πείτε για τη γλώσσα; Σας δημιούργησε δυσκολίες και αν ναι, ποιες στην εργασία σας και στις σχέσεις σας με τους άλλους;

Στην αρχή η γλώσσα ήταν δύσκολη αλλά πάντα υπήρχε κάποιος να μας εξηγεί και από αυτά τα λίγα που μάθαμε μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε για τα βασικά.

Πώς περνούσατε τον ελεύθερο χρόνο σας τα Σαββατοκύριακα;

Επειδή και τα Σάββατα δουλεύαμε, ο ελεύθερος χρόνος ήταν ελάχιστος και προσπαθούσαμε να τον αξιοποιούμε πηγαίνοντας τις Κυριακές βόλτες στην πόλη.

Τι το διαφορετικό είχε η ζωή σας στη Γερμανία από τη ζωή σας το χωριό (Ν. Σούλι);

Εκείνα τα χρόνια ζωή στο χωριό ήταν πολύ δύσκολη αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Έτσι πηγαίνοντας σε ένα κράτος και σε μια πόλη που όλα λειτουργούσαν διαφορετικά, λογικό ήταν να μας φανούν όλα πιο ωραία.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι και από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή που εγκατασταθήκατε;

Βεβαίως υπήρχαν και πολλοί Σερραίοι και από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και πολλοί χωριανοί μας που έμεναν στην ίδια περιοχή με εμάς αλλά και σε άλλες περιοχές.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό;

Όλοι ήταν δεμένοι μεταξύ τους και υπήρχε ένας χώρος, όπου εκεί μαζεύονταν όλοι οι μετανάστες από διάφορα κράτη, και περνούσαμε όμορφα τον ελεύθερο χρόνο μας.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία αλλά μόνο δημοτικά.

Πότε επιστρέψατε οριστικά στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Αφού προηγήθηκε και η μετανάστευση της οικογένειάς μου, της γυναίκας μου δηλαδή και των παιδιών μου, και αφού συνολικά κάθισα εφτά χρόνια επέστρεψα στην Ελλάδα κάτω από καλές συνθήκες το 1977, πάντοτε γιατί δεν υπήρχε ελληνικό γυμνάσιο για τα παιδιά.

Ο γιος του κ. Λιούσα Παύλου, Αθανάσιος Λιούσας στην τελευταία σειρά δεύτερος από δεξιά. Τα παιδιά των μεταναστών φοιτούν σε ελληνικό σχολείο τουλάχιστον στο δημοτικό κατά τα πρώτα χρόνια.




Δεκέμβριος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
Λιούσα Μαρία

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Μπεντούλη Φανή








« …………..Όποιος δεν έχει δουλέψει AKKORD (δουλειά με το κομμάτι), δεν ξέρει τι θα πει δουλειά. Φτιάχναμε 60 πλυντήρια την ώρα, γρήγορη και κουραστική δουλειά ».
Γρέδη Παναγιώτα

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Ονομάζομαι Παναγιώτα Γρέδη και είμαι 65 ετών. Έχω τρία παιδιά, και τα τρία είναι αγόρια. Στην Γερμανία πήγα τον Απρίλιο του 1970.

Ποια σχολική μόρφωση έχετε;

Οι γνώσεις που διαθέτω είναι ελάχιστες, γιατί τελείωσα μόνο το δημοτικό. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, επικρατούσε φτώχεια και δεν πηγαίναμε σχολείο.

Ποια ήταν η κατάσταση σας πριν την αναχώρησή σας για τη Γερμανία;

Ήμουν παντρεμένη έξι χρόνια και είχα δύο παιδιά πριν πάω στη Γερμανία. Όταν πήγα εκεί το 1973 συγκεκριμένα, έκανα και το τρίτο παιδί μου.


Ο Ζαχαρίας και η Παναγιώτα Γρέδη το 1963.



Τι σας έκανε κυρίως να μεταναστεύσετε;

Φύγαμε από φτώχεια. Σκοπός της μετανάστευσης μας ήταν να βρούμε δουλειά και να βγάλουμε λεφτά. Όταν πήγαμε, θέλαμε να επιστρέψουμε στη χώρα μας, γιατί τα παιδιά μας δεν ήταν μαζί μας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, το 1974, ήρθαν και τα παιδιά μου στη Γερμανία, ενώ πιο πριν έμεναν με τη γιαγιά τους. Αν και θέλαμε να επιστρέψουμε στην πολυαγαπημένη μας πατρίδα, όταν γέννησα και το τρίτο παιδί μου, εγκατασταθήκαμε μόνιμα εκεί.



Πώς πληροφορηθήκατε ότι μπορούσατε να εργαστείτε στην Γερμανία;

Πληροφορήθηκα κυρίως από εφημερίδες, αλλά βλέποντας και άλλους χωριανούς μετανάστες, οι οποίοι ερχόντουσαν για διακοπές στο χωριό και είχανε μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες από ό,τι πριν.

Ποια κατάσταση επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Ελλάδα; Τι σας προέτρεπε στην απόφαση σας και τι ήταν αυτό που σας απέτρεπε;

Το 1970 στην Ελλάδα επικρατούσε πολλή φτώχεια. Ήταν καλύτερα να μείνουμε στην Ελλάδα, αλλά δεν είχαμε δουλειά. Γι’ αυτό και φύγαμε.

Με ποιον τρόπο φτάσατε στη Γερμανία και τι συνέβη, όταν φτάσατε;

Έφυγα πρώτη, γιατί τότε τα αντρόγυνα δεν έφευγαν μαζί. Ήταν πολύ δύσκολα πάρα πολύ. Αν είχα λεφτά θα γύριζα αμέσως.

Ποιες οι πρώτες σας εντυπώσεις από τη Γερμανία; Υπήρξε κάτι που να θαυμάσατε, κάτι που να σας απογοήτευσε, βρήκατε κάτι καλό;

Από το χωριό που έφυγα, πήγα σε πόλη και μου άρεσε. Στη Γερμανία είχαμε χρήματα. Είχε και μαγαζιά και ήταν πολύ ωραία. Καλά ήταν τα γραφεία του δήμου που πήγαινες για να εξυπηρετηθείς. Σε εξυπηρετούσαν αμέσως. Οι γιατροί και όλοι οι Γερμανοί μας φέρθηκαν πολύ καλά. Η χώρα τους ήταν πολύ καθαρή και επικρατούσε η τάξη.

Πώς τακτοποιηθήκατε από κατοικία;

Όταν πρωτοπήγα έμεινα στο Heim πέντε μήνες, μαζί με τέσσερα άλλα κορίτσια. Ήταν ένα κτίριο, όπου έμεναν μόνο γυναίκες. Αργότερα βρήκα σπίτι και ήρθε και ο άντρας μου. Μας βοήθησε κάποιος άλλος και βρήκαμε εύκολα δουλειά.


Η πρώτη δουλειά στο εργοστάσιο της Sell το 1963 και η πρώτη φωτογραφία στη Γερμανία.


Ποια εργασία κάνατε στη Γερμανία;

Δούλευα μοντάζ σε ένα εργοστάσιο βιομηχανίας και συγκεκριμένα κάναμε μπαταρίες τις οποίες χρησιμοποιούσαμε στα πλυντήρια, στις ηλεκτρικές κουζίνες και γενικά στις ηλεκτρικές μηχανές. Όταν πήγα στη Γερμανία, αρχικά πήγα για δουλειά σε ένα εργοστάσιο που λεγόταν Sell και κατασκευάζαμε γραφομηχανές. Εκεί δούλεψα ένα χρόνο.
Κάποια στιγμή ξέσπασε κρίση στο εργοστάσιο, μας έδιωξαν. Μετά πήγα σε άλλο εργοστάσιο, το Triumpf. Εκεί δούλεψα δυο χρόνια και τότε όλο λέγαμε ότι θα φύγουμε. Μετά πήγα στην A.E.G., όπου κατασκευάζαμε πλυντήρια. Και εκεί δούλεψα 26 ολόκληρα χρόνια, μέχρι να πάρω σύνταξη. Ο άντρας μου δούλευε σε τυπογραφείο για 24 χρόνια. Το εργοστάσιο το έλεγαν MALCO. Από τον άντρα μου ξεκινούσε η επεξεργασία του χαρτιού. Ο ίδιος έβγαζε το χαρτί από τον κύλινδρο και το παρέδιδε στους άλλους, οι οποίοι το έκοβαν, το έβαφαν και γενικά το επεξεργάζονταν.


Ο κ. Γρέδης σε τυπογραφείο κατά την ώρα της εργασίας (1980)


Ήσασταν ευχαριστημένη από την εργασία σας;

Δεν είχα πολλές επιλογές, γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Αν την ήξερα θα δούλευα καλύτερα. Όλα τα χρόνια δούλευα Akkord (εργασία με το κομμάτι), δηλαδή γρήγορα και κουραστικά. Σαράντα άτομα, φτιάχναμε 60 πλυντήρια την ώρα. Όποιος δεν έχει δουλέψει Akkord, δεν ξέρει τι θα πει δουλειά. Άμα δεν ήσουν γρήγορος εκείνα τα χρόνια δεν έβρισκες δουλειά.

Τι έχετε να μας πείτε σχετικά με τη γλώσσα; Σας δημιούργησε δυσκολίες και αν ναι, ποιες στην εργασία σας και στις σχέσεις σας με τους άλλους;

Η γλώσσα ήταν πολύ δύσκολη. Τα παιδιά μου έμαθαν αμέσως τα γερμανικά, επειδή πήγαν σχολείο εκεί. Τα μιλάνε πολύ καλά. Εγώ στο εργοστάσιο έμαθα μόνο τα εργαλεία και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσα. Με τους γιατρούς δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Μετά από μία δεκαετία, πολλοί Έλληνες έγιναν γιατροί και εργάζονταν εκεί και έτσι ήταν πιο εύκολα για μας.

Πώς περνούσατε τον ελεύθερο χρόνο σας;

Τα Σαββατοκύριακα βλέπαμε βιντεοκασέτες. Τις νοικιάζαμε και τις βλέπαμε. Ασχολούμασταν και με τα οικιακά. 15 χρόνια μετά την εγκατάσταση μας στη Γερμανία βάλαμε κεραία και πιάναμε ελληνικά προγράμματα. Θυμάμαι, είχε μια εκπομπή κάθε 15 μέρες και όταν την έβλεπα έκλαιγα, γιατί νοσταλγούσα την πατρίδα.

Τι το διαφορετικό είχε η ζωή σας στη Γερμανία από τη ζωή σας στο χωριό (Ν. Σούλι);

Η ζωή μου στη Γερμανία ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στην Ελλάδα, γιατί δούλευα πέντε μέρες, ξεκουραζόμουν και λίγο. Είχε και όμορφα πάρκα, όπου πήγαινες για βόλτα.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή όπου εγκατασταθήκατε;

Στην πόλη που έμενα, στην Nürnberg (Νυρεμβέργη), είχε πολλούς Έλληνες, 12.000 και περισσότερους. Στο εργοστάσιο που δούλευα, δούλευαν και 2.000 Έλληνες. Σαν να ήταν Ελλάδα. Σε μια γειτονιά ζούσαμε όλοι οι Έλληνες, γιατί εκεί υπήρχαν τρία μεγάλα εργοστάσια και οι περισσότεροι από αυτούς δούλευαν εκεί. Υπήρχε και σχολείο εκεί κοντά και έτσι το σπίτι ήταν πολύ βολικό και για μας και για τα παιδιά μας. Το εργοστάσιο που δούλευα είχε πολλούς Σερραίους, τόσους πολλούς που ο εργοστασιάρχης πίστευε ότι οι Σέρρες ήταν τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα. Το εργοστάσιο στο οποίο δούλευα, τώρα πια έχει κλείσει. Πίστευα ότι η Γερμανία είχε πολλή δουλειά. Τώρα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το εργοστάσιο έκλεισε. Οι δρόμοι της Γερμανίας είχαν πάντα πολλή κίνηση, πολλή ζωή, αλλά τώρα όλα έχουν ερημώσει. Τα τελευταία χρόνια ακόμα και οι Γερμανοί έχουν προβλήματα με την εξεύρεση εργασίας.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο Ελληνισμό;

Έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Ο κόσμος εκεί ήταν πολύ καλός. Έχω ακόμα επαφές με τις φίλες μου που δουλεύαμε μαζί. Αυτές έμειναν εκεί, εγώ έφυγα, όμως δεν χαθήκαμε τελείως. Οι Γερμανοί είναι πολύ φιλόξενος και ήσυχος λαός.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία, από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο. Η πόλη παλιά είχε έξι Δημοτικά σχολεία (Ελληνικά). Η πόλη μου Νυρεμβέργη ήταν η μόνη που είχε τόσους πολλούς Έλληνες.

Πότε επιστρέψατε οριστικά στην Ελλάδα και κάτω από ποιες συνθήκες;

Στη Γερμανία δούλεψα μέχρι 56 χρονών. Μετά βγήκε ένας νόμος που έλεγε ότι όποιος περνούσε τα 55 χρόνια μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει, για να δουλέψουν νεότερα άτομα. Στην Ελλάδα επέστρεψα το2003 τον Απρίλιο, γιατί πήρα σύνταξη. Τώρα ζω μόνιμα εδώ στο Νέο Σούλι.

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι ή να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Γλέντια είχε πολλά. Πηγαίναμε κάθε Σάββατο, από τον Οκτώβριο μέχρι το Πάσχα σε γλέντια που τα διοργάνωσαν διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι, π.χ. Κρητικός σύλλογος, νησιωτικοί, Μακεδονικοί κ.α. Στη Γερμανία ζουν πολλοί Έλληνες και θα ζουν για πάντα.

Η οικογένεια της κ. Παναγιώτας, Χριστούγεννα του 1987 στη Γερμανία.


Μετά την οριστική επιστροφή σας κάνατε έναν απολογισμό για το «τι χάσατε» και «τι κερδίσατε» από την επιλογή σας να εργαστείτε ως μετανάστες στη Γερμανία;

Πιστεύω πως κερδίσαμε, γιατί οι δουλειές ήταν πολύ ικανοποιητικές. Η Ελλάδα δεν μας έλειπε πολύ, γιατί υπήρχε ελληνική εκκλησία. Μετά από κάποια χρόνια μάλιστα βάλαμε και δορυφορική κεραία και βλέπαμε ελληνικά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση δεν χάσαμε, γιατί ήταν επιλογή μας.


Η κ. Γρέδη Παναγιώτα με τις μαθήτριες (από αριστερά) Βαΐδου Βασιλική, Μάντσου Ελένη και Μπάρμπα Παναγιώτα. Οι συγκεκριμένες μαθήτριες της Α΄τάξης πήραν προαιρετικά μέρος στην εργασία στα πλαίσια διαθεματικής εργασίας στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με θέμα τη μετανάστευση.


Δεκέμβριος 2007
Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Μάντσου Ελένη
2. Μπάρμπα Κωνσταντίνα
3. Βαΐδου Βασιλική
Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Παλιάτσιου Ελένη




«Κατεβαίναμε 1.100μ. βάθος για το κάρβουνο. Η δουλειά ήταν πολύ ανθυγιεινή, βρώμικη και επικίνδυνη. Κασμάς και φτυάρι καθημερινά ……. »
Δαβίτης Νικόλαος

Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Με λένε Δαβίτη Νικόλαο, κατοικώ στο Νέο Σούλι, έχω δύο παιδιά, δύο κορίτσια. Είμαι 72 ετών, γεννηθείς το 1935. Μετανάστευσα το 1962 στη Γερμανία και γύρισα το 1979.




Σε ποια περιοχή της Γερμανίας μεταναστεύσατε;

Πρώτα πήγα στην περιοχή Έσσεν Μπότροπ στη Γερμανία και μετά από ένα χρόνο έφυγα. Στη συνέχεια πήγα στο Μπόχουμ, γιατί είχαμε πολλούς Έλληνες εκεί πέρα. Ήταν εκεί και ο αδελφός μου και δούλευα εκεί .

Μόνος πήγατε ή με την οικογένεια σας;

Ήμουν ελεύθερος, πήγα μόνος. Ήμουν 24 χρονών.


Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα; Γιατί φύγατε από το χωριό;

Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν δουλειές. Όπου και να πηγαίναμε δουλειά δεν είχε ούτε και μεροκάματο. Εφόσον η Γερμανία μάζευε εργάτες, γραφτήκαμε στο γραφείο ευρέσεως εργασίας, μας έδωσαν και μια κάρτα που λεγόταν το χαρτί. Με εκείνο πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη, πηγαίναμε στους γιατρούς για γενική εξέταση Το παραμικρό πράγμα να είχες, σε γυρνούσαν πίσω, ειδικά στα ανθρακωρυχεία. Λοιπόν, σε δέκα μέρες μας έλεγαν να ξαναπάμε στη Θεσσαλονίκη, παίρναμε τα χαρτιά για το ταξίδι και παραμονή.
Τα διαβατήρια ίσχυαν με παραμονή για ένα χρόνο. Παίρναμε τα χαρτιά και με το τρένο πήγαμε στη Γερμανία, στο Μόναχο. Μας κατέβασαν όλους. Φύγαμε γιατί είχε ανεργία. Καπνοπαραγωγοί ήμασταν, αλλά τα καπνά δεν περνούσαν. Δεν υπήρχαν δουλειές, ούτε χρήματα δεν υπήρχαν, οι πλούσιοι ήταν λίγοι. Αφού άνοιξε η Γερμανία, πήγαμε όλοι πάνω.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στη Γερμανία ποια προβλήματα αντιμετωπίσατε σχετικά με τη γλώσσα;

Όταν φτάσαμε στη Γερμανία εκεί μας περίμεναν από την εταιρία και ήθελαν τα ονόματά μας. Μας κατέβασαν στο σταθμό κάτω. Υπήρχαν εκεί τρόφιμα πάνω σε τραπέζια έτοιμα για να φάμε. Φάγαμε ψωμί με σαλάμι, μπισκότα και ήπιαμε γάλα. Όταν το μεγάφωνο φώναζε το όνομα κάποιου, εκείνος έβγαινε έξω με τα πράγματά του. Και κάθε αντιπρόσωπος της εταιρίας φώναξε τα ονόματα αυτών που ήθελε να πάρει. Όταν ακούσαμε τα ονόματά μας, ειδικά εγώ πήρα την τσάντα μου, βγήκα έξω. Μας μάζεψαν όλους εμάς και πηγαίναμε για το Έσσεν. Ήρθε το τρένο με έναν Γερμανό οδηγό και μας πήγε στο Έσσεν.
Στη συνέχεια μας πήγαν στο Μπότροπ. Εκεί όταν πήγαμε βρήκαμε μια λέσχη σαν ξενοδοχείο (χάιμ). Εκεί ο ιδιοκτήτης έλεγε στην εταιρία ότι εγώ μπορώ να κρατήσω 30 άτομα για τους ανθρακωρύχους.
Μόλις πήγαμε, μας έδωσαν να φάμε και μας ανέβασαν στο πάνω πάτωμα. Καθένας είχε το κρεβάτι του. Σε ένα δωμάτιο δύο άτομα. Στρωμένο κρεβάτι, μαξιλάρια, σεντόνια τα πάντα. Καθίσαμε εκεί για όσο καιρό είχε συμφωνήσει ο καθένας. Πληρώναμε 150 μάρκα το μήνα, κοιμόμασταν και τρώγαμε εκεί. Κανένας αλλοδαπός δεν είχε υποφέρει στη Γερμανία, όπως εδώ στην Ελλάδα οι Αλβανοί. Μετά από ένα χρόνο πήγα σε άλλο χάιμ, όπου ήταν μόνο Έλληνες. Εκεί είχε κουζίνα, (αν ήθελες να φας στην κουζίνα, τα κρατούσε ο σεφ από το μισθό σου και, όσο έτρωγες, τόσο σε κρατούσε). Εμείς όμως μαγειρεύαμε μόνοι μας ελληνικά φαγητά και σ αυτό το χάιμ σε κάθε δωμάτιο ήταν δύο άτομα, ήμασταν γύρω στα 250 άτομα. Δούλεψα ένα χρόνο και μετά πήγα στο Μπότροπ. Πήγα εκεί και δούλεψα πάλι σε ανθρακωρυχείο. Πρώτα δούλεψα με τη σύμβαση που έδιναν και μετά ήμουν ελεύθερος να δουλέψω, όπου ήθελα.

Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας στη Γερμανία;

Όταν πήγαμε στη Γερμανία ούτε η Αθήνα δεν ήταν έτσι. Μπήκαμε στον κόσμο των Γερμανών. Τα φαγητά ήταν τέλεια. Εμένα μου άρεσαν πολύ. Το καλό ήταν που τα πάντα γύρω σου ήταν καθαρά. Δεν θα δεις κανέναν Γερμανό που ν’ αδιαφορεί για την καθαριότητα. Δεν θα δεις χαρτί κάτω στο δρόμο. Όλοι είναι καθαροί. Άμα σε δει κανείς Γερμανός να πετάς κάτι κάτω, θα σου πει γιατί το πέταξες. Αγαπούν την πρασινάδα, όπου κι αν πήγαμε βλέπαμε πρασινάδα, δρόμους και παγκάκια καθαρά, καλά ασφαλτοστρωμένους δρόμους και κάδους. Όποιος δε δούλευε, ξενυχτούσε και μόλυνε, η αστυνομία τον έβαζε χειροπέδες και τον έστελναν πίσω στην πατρίδα του. Γιατί θα πρέπει να πούμε ότι κάποιοι κάνανε φασαρίες στις μπιραρίες και έκαναν τους μάγκες.

Τι είδους προβλήματα αντιμετωπίσατε;

Εγώ δεν δυσκολεύτηκα στη γλώσσα καθόλου. Με τα γράμματα που ξέρω κατάφερα να τα μάθω εύκολα. Με βοήθησε ένα λεξικό που είχα, το οποίο το έχω ακόμη και τώρα. Ήταν τόσο απλό, που μπορούσες να διαβάζεις ελληνικά και γερμανικά με την ίδια ευκολία και, επειδή εγώ δούλευα κυρίως με Γερμανούς και όχι με Έλληνες, το χρησιμοποιούσα . Μου μιλούσαν λες και είχα δάσκαλο από πάνω μου. Σε ένα χρόνο έμαθα να γράφω, να διαβάζω και να τα καταλαβαίνω. Το λεξικό το διαβάζω ακόμα. Δεν βρήκα καμία δυσκολία, συνεννοούμουν πολύ εύκολα

Υπήρχαν στην περιοχή που εγκατασταθήκατε άλλοι Έλληνες;

Στην περιοχή που πήγα στο Μπότροπ πρώτα ήμασταν 150 Έλληνες, Σερραίοι, Θεσσαλονικείς, Ηπειρώτες , πολλά άτομα. Όταν πήγα στον αδελφό μου στο Μπόχουμ, χωριανοί ήμασταν μόνο 25 άτομα. 300 άτομα εκτός Νέου Σουλίου (ξένα), που δουλεύαμε μαζί. Είχε πολλά άτομα. Είχε Πορτογάλους, Τούρκους, Έλληνες και Γιουγκοσλάβους. Μόνο Βουλγάρους δεν είχαμε, γιατί δεν είχαν σύμβαση με τη Γερμανία.

Μπορείτε να μας περιγράψετε τη δουλειά σας στο ανθρακωρυχείο;

Εμείς που ήμασταν ανθρακωρύχοι βγάζαμε μόνο κάρβουνο. Σηκωνόμασταν πρωί - πρωί ετοιμάζαμε τα ψωμιά μας, πηγαίναμε στο εργοστάσιο, στη γαλαρία δηλαδή, εκεί αλλάζαμε, βγάζαμε τα ρούχα μας και βάζαμε τα ρούχα της δουλειάς και κατεβαίναμε κάτω. Έχω κατεβεί 1.100 μέτρα βάθος.
Πάντα κάτω από 900 μέτρα γιατί από 900 μέτρα και κάτω χτυπούσε κάρβουνο εκεί που ήμουν εγώ. Μας δίνανε κασμά, φτυάρι για να ξηλώσουμε τις γραμμές. Υπάρχει τρενάκι με μικρά βαγόνια κάτω. Ξηλώναμε τις ράγες, σκάβαμε το χώμα, ξαναβάζαμε τις ράγες, γιατί το έδαφος φούσκωνε από κάτω προς τα πάνω. Εκεί δούλεψα χειρονακτικά και ήμασταν πολλοί λερωμένοι τόσο, που δεν ξεχωρίζαμε ποιοι ήμασταν. Μια φορά, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ανέβηκα επάνω για να πιω το γάλα μου. Κάθισα στο παγκάκι που καθόταν και ο πατέρας μου που είχε έρθει με άδεια στη Γερμανία και αυτός, έτσι όπως ήμουν μαύρος, δεν με αναγνώρισε. Μετά μας δίνανε ειδικές κρέμες για να καθαριστούμε. Αφού κάθισα εκεί πέντε μήνες, είχα το δίπλωμα από τη Λέρο ως σιδεράς, το μετάφρασαν στα Γερμανικά ως μηχανικός και μετά δούλεψα στα μηχανήματα (κατεβάζαμε μηχανήματα εκεί κάτω για να βγάλουμε τα παλιά, τα βάζαμε μπρος και όταν ερχόταν η βάρδια που θα δούλευε κάρβουνο να ήταν έτοιμα ). Το κάρβουνο στη γαλαρία δουλεύει ανά100 μέτρα.
Έχει 100 μέτρα επάνω μια μεγάλη στοά και μετά από 100 μέτρα ακόμα μία. Το κάρβουνο πάει πάνω και δίπλα. Όμως εκεί που δούλευαν πάνω από 300 μέτρα, πολλά σπίτια είχαν ραγίσει, μια εκκλησία ράγισε και τα πλήρωναν οι Γερμανοί. Αφού μπήκα σε τεχνική δουλειά, εγώ περνούσα καλύτερα. Οι δουλειές ήταν από 1.000 μέτρα και κάτω, έτσι παίρναμε τα ποδήλατά μας με ρόδες σιδερένιες και κατεβαίναμε κάτω. Όπου δε δούλευαν τα μηχανήματα πηγαίναμε και τα επισκευάζαμε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέρρευσε η οροφή από κάποιο πάτωμα, αλλά εγώ είχα πάντα το νου μου και πρόσεχα.




Ατυχήματα έγιναν πολλά;

Ατυχήματα είχαμε πολλά. Όταν πήγαμε από εδώ μας κράτησαν 15 μέρες, δε μας κατέβασαν αμέσως κάτω για να συνηθίσουμε. Ερχόταν βαγόνια από τη γαλαρία με ξύλα και μπάζα και εμείς τα ξεφορτώναμε. Κάποια φορά ανάμεσα στα μπάζα ένας συμπατριώτης μας από τον Πειραιά βρήκε ένα γάντι σε καλή κατάσταση και σκέφτηκε να το κρατήσει. Το τίναξε για να φύγουν οι σκόνες και τότε έπεσε από μέσα ένα κομμένο δάκτυλο ενός άτυχου εργάτη. Ο ίδιος τρόμαξε τόσο πολύ που δεν ήθελε με τίποτε να κατεβεί στη γαλαρία και παρακάλεσε να του βρουν κάπου αλλού δουλειά, όπως και έγινε. Όταν ανεβήκαμε στα 900 μέτρα είχαμε δει έναν Γερμανό πάνω σε φορείο με γάζες μέσα στο αίμα, κατακόκκινες. Ατυχήματα, όπως σπασίματα ακόμα και σκοτωμούς, είδαμε. Αφού ήθελα να φύγω πλέον, πήγα σε εργοστάσιο που έφτιαχνε καλοριφέρ αλλά δεν μου άρεσε. Έτσι πήγα σε σχολή επάνω ξανά στη Γερμανία για συγκολλητές μετάλλων. Κάθισα τρεις μήνες στη σχολή και δώσαμε εξετάσεις. Από τρεις Γερμανούς βγήκα δεύτερος, διότι το κομμάτι που κόβαμε το πήγαν στην πρέσα και το δικό μου 98% δεν ράγισε (γι’ αυτό βγήκα δεύτερος). Μετά εργάστηκα σε εταιρία με καλά λεφτά. Επειδή ήμουν καλός και έμπιστος, ήθελαν να με στείλουν στην Ισπανία. Μου είχαν αναθέσει τη μισθοδοσία των εργατών. Εκεί μου λέει ο Γερμανός στην Ισπανία θα έχει καλό φαΐ, 6.000 μάρκα το μήνα, ύπνο, όλα πληρωμένα. Ήθελα να πάω αλλά τότε είχα ήδη οικογένεια με παιδιά και είπα στο Γερμανό ότι δεν γίνεται. Τότε με έβαλε σε δουλειά στο Μπόχουμ, αλλά έμεινα ευχαριστημένος.

Κάτω από ποιες συνθήκες γυρίσατε;

Χωρίς σύνταξη, γιατί τότε την εξαργυρώναμε. Είχα συμπληρώσει ένσημα εδώ στην Ελλάδα και τώρα έχω σύνταξη του Ι. Κ. Α. Δούλεψα στην Ελλάδα σε φορτηγό ως μεταφορέας, ως οικοδόμος πολλά χρόνια και παράλληλα ασχολούμουν και με το ζωεμπόριο (κατσίκες, αγελάδες, πρόβατα).

Για ποιόν λόγω γυρίσατε στην Ελλάδα;

Εγώ γύρισα, γιατί τα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Έκαναν γερμανικά και η μητρική γλώσσα έμεινε πίσω. Είχαμε Έλληνες δασκάλους αλλά οι περισσότεροι ήταν Γερμανοί. Μόνα τους τα παιδιά δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στο σχολείο, γιατί ήταν μακριά, περνούσαν μεγάλα πάρκα και φοβόμασταν, γιατί υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι.

Σας έλειψε κάτι στη Γερμανία από τη Ελλάδα;

Τίποτα. Η επαφή με τους συγγενείς γινόταν μόνο με αλληλογραφία, γιατί κατέβαινα ανά δύο χρόνια σχεδόν στην Ελλάδα.. Δουλεύαμε, όπως δούλευαν οι Γερμανοί, και μετά αποφασίσαμε να φύγουμε.


Ο κ. Δαβίτης Νικόλαος με τις μαθήτριες Παλιάτσιου Ελένη, Μπεντούλη Φανή και Αβραμπάκη Αθανασία





Μάρτιος 2008
Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Γιαννούλης Νικόλαος
2. Παλιάτσιου Ελένη
3. Μπεντούλη Φανή
4. Αβραμπάκη Αθανασία

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Δήμητρα Τούρλιαρη









«……….. Εκείνη την εποχή οι πιο πολλοί στην Αμερική ήταν ράφτες. Μετά οι Έλληνες ξεκίνησαν δικές τους δουλειές με καντίνες, μαγαζιά, πιτσαρίες, εστιατόρια ».
Τσούκαλος Βασίλειος


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης (ονοματεπώνυμο, ηλικία).

Τσούκαλος Βασίλειος λέγομαι, είμαι 58 χρονών, παντρεμένος με 2 παιδιά, 2 αγόρια.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνος ή με την οικογένειά σας;

Στην Αμερική πήγα με την οικογένειά μου, το 1977. Έφυγα με 2 παιδιά, το ένα ήταν 4,5 χρονών και το άλλο 40 ημερών. Πήγα στη Νέα Υόρκη, από εκεί έφυγα και πήγα στη Φιλαδέλφεια όπου και έμεινα μόνιμα.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα ειδικότερα άλλα και στο χωριό μας το Νέο Σούλι ειδικότερα;

Στο Νέο Σούλι την περίοδο που είχα φύγει δεν είχε τόσες δουλειές. Ήμουν μαραγκός στα έπιπλα, κουφώματα, πόρτες, παράθυρα κ.τ.λ.. Δεν είχε δουλειές και πήγα στην Αθήνα, από την Αθήνα είχα φύγει και πήγα στην Αμερική. Στην Αθήνα πήγαμε για βόλτα, μετά δούλεψα εκεί πάλι σαν μαραγκός και από κει και πέρα είχα φύγει για την Αμερική.

Με ποιο μεταφορικό μέσο πήγατε στην Αμερική;

Στην Αμερική είχα πάει με την Ολυμπιακή Αεροπορία.

Χρειάζονταν να γίνουν ειδικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Στην Αμερική πήγα, γιατί με πήρε ο αδερφός μου. Πρώτα μου έκανε πρόσκληση στην Αθήνα στην αμερικάνικη πρεσβεία. Μας έστειλαν τα χαρτιά, πήγαμε, περάσαμε από εξετάσεις στους γιατρούς στην Αθήνα σε ειδική επιτροπή στην αμερικάνικη πρεσβεία. Μας δώσανε τα χαρτιά, τα πήραμε, ήταν όλα εντάξει και μας κλείσανε μία ημερομηνία για να φύγουμε για την Αμερική. Εξετάσεις κάναμε γενικές, τα πάντα από πάνω μέχρι κάτω, ακτίνες, αίμα, ούρα, τα πάντα.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφ’ όσον γίνατε δεκτός στην Αμερική και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον;

Εκεί στην Αμερική είχα μείνει στον αδερφό μου, το σπίτι ήταν με ενοίκιο .Στον αδερφό μου έμεινα γύρω στους τρεις μήνες. Απέναντι από το σπίτι του αδερφού μου είχε ένα σπίτι και του λέω «δεν το αγοράζεις να το φτιάξω εγώ τα έπιπλα μέσα, όλο το σπίτι από την αρχή μέχρι το τέλος. Εγώ θα το φτιάξω να μπούμε μέσα όλοι». «Εγώ θα καθίσω 1-2 μήνες, επειδή ξέρω τη δουλειά όσο μπορώ και μετά θα αγοράσω δικό μου σπίτι στην Αμερική. Εφόσον δουλεύοντας οικονομάω κάτι χρήματα, μπορώ να πάρω ένα σπίτι, κάτι στην δικιά μου δουλειά απάνω». Έτσι ακριβώς κάναμε, το πήραμε το σπίτι, το φτιάξαμε όλο εντάξει και σταματήσαμε εκεί. Μετά μείναμε σε αυτό το σπίτι όλοι, τριώροφο ήταν και σήμερα ο αδερφός μου το έχει πάρει στο όνομά του.


Ο κ.Τσούκαλος φτιάχνοντας χιονάνθρωπο με τα εγγόνια του στην αυλή του σπιτιού.


Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις;

Οι πρώτες εντυπώσεις μου είναι από τη Φιλαδέλφεια που είχα μείνει και είναι πολύ ευχάριστες. Την πρώτη μέρα που πήγα να σας πω την αλήθεια αυτήν που έχω μέσα στην ψυχή μου – είδα ένα κιβώτιο μπανάνες και λέω: «αυτό το κιβώτιο θα το πάρω, γιατί μου αρέσουν οι μπανάνες και ήταν τόσο φτηνές» γι’ αυτό και το πήρα. Μου είχαν κάνει εντύπωση και τα κτίρια και οι δρόμοι. Και ο κόσμος καλός ήτανε, ενώ μου λέγανε θα πας σε μια ζούγκλα με μαύρους. Όλα ήταν πολύ ωραία.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιποι Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή που εγκατασταθήκατε;

Είχε πάρα πολλούς Έλληνες. Από το χωριό μας ήμασταν 8-9 οικογένειες θα σας γελάσω ή 10 δεν θυμάμαι καλά. Τα ονόματα ήταν ο Δασκαλάκης Γεώργιος, Παντούσης Στέργιος, Παντζάρης Κώστας, Μπαδέκας, Γκιουζέλης Γεώργιος.Υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες από Κατερίνη, από Πάτρα, από Κόρινθο, Αθήνα. Είχαμε και μετανάστες από άλλες περιοχές της Ευρώπης, πάρα πολλούς. Δίπλα στο σπίτι μου έμεναν Ινδιάνοι, Ιταλοί, Κορεάτες, Πακιστανοί, υπήρχαν διάφορες φυλές.

Πώς δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στην Αμερική;

Εκείνη την εποχή οι πιο πολλοί, όταν είχαν φύγει από την Ελλάδα ως ράπτες, πήγανε σε ραφεία απάνω σε μεγάλες βιομηχανίες. Μετά ξεκίνησαν δικές τους δουλειές. Δουλεύανε σε καντίνες έξω στους δρόμους, φτιάξανε μαγαζιά, πιτσαρίες, εστιατόρια στην Αμερική. Άλλοι είχαν τρόφιμα, πουλούσαν δεξιά και αριστερά, αυτά τα πράγματα είχανε. Είχε βέβαια και εργοστάσια, στα οποία εργάζονταν πολλοί.

Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο;

Είχαμε μία εκκλησία και κοινότητα και σχολεία. Πάνω ήταν η εκκλησία, κάτω ήταν το σχολείο. Μάθαιναν αρκετά πράγματα στα παιδιά, όπως ξένες γλώσσες π.χ. αγγλικά, ιταλικά. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και στην περιοχή Άμπε Τάμπι.

Ποια ήταν και είναι, κατά την γνώμη σας, αυτό που τους κρατούσε ενωμένους και με τον πόθο να επιστρέψουν κάποτε στην γενέτειρα τους;

Όλοι με έναν σκοπό πάνε στην Αμερική, να δουλέψουν και να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα, αν μπορέσουν να ’ρθουν στην Ελλάδα, να δουν τους δικούς τους μετά από 10-15 χρόνια. Αυτό εδώ ήταν πολύ δύσκολο, γιατί άλλοι δεν μπορούσαν να εξοικονομήσουν τα εισιτήρια να έρθουν. Όταν έχεις 1-2 παιδιά και 2 τα δικά σου εισιτήρια είναι 4, τα 4 αυτά εισιτήρια ήθελαν 5.000 Δολάρια. Δεν είναι μόνο τα 5000$ που θα σου κόστιζε το ταξίδι, ήθελε να φέρεις και ρούχα, δεν θα φέρεις και ένα δωράκι στους φίλους σου, στα αδέρφια σου, σε όλους; Ταξίδι Νέα Υόρκη-Αθήνα είναι 8:30 ώρες με καμία στάση πουθενά, δηλαδή θα έρθεις κατευθείαν από Νέα Υόρκη, θα κατέβεις στην Αθήνα και μετά θα πάρεις πάλι το αεροπλάνο και θα έρθεις από Αθήνα Θεσσαλονίκη.

Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και μέχρι ποια βαθμίδα;

Λοιπόν τα παιδιά μας πήγαιναν στα σχολεία μέχρι Γ΄ Λυκείου. Ο δικός μου ο γιος είχε πάει μέχρι λύκειο και μετά ήρθαμε εδώ. Υπήρχαν όλες οι βαθμίδες από νηπιαγωγείο, πρώτη δημοτικού μέχρι Λύκειο.

Ο γιος του κ. Τσούκαλου Χρήστος με τη λεβέντικη ελληνική φορεσιά του τσολιά.Οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια μακριά από την πατρίδα.


Εγώ τα δικά μου τα παιδιά δεν τα έστειλα κατευθείαν στο ελληνικό σχολείο, διότι ήθελα να μάθουν πρώτα τα αγγλικά. Όταν τα έστειλα και τα δύο 6-7 ετών, όταν μεγάλωσαν, που τα έπαιρναν, πήγαν κατευθείαν σε ιταλικό σχολείο, αμερικάνικο μεν αλλά οι Ιταλοί το είχανε αυτό. Καθολικοί πλήρωναν ας πούμε εκεί πέρα, ιδιωτικά δίδακτρα πλήρωνα μέχρι και τα βιβλία και τα στυλό τα πλήρωνα όλα προσωπικά. Από κει και πέρα μεγάλωσαν τα παιδιά, έβγαλαν όλο το σχολείο και από κει πήγανε σε λύκειο. Επαγγελματικά το ένα παιδί μου κυνήγησε τη δικιά μου δουλειά, επειδή είχα εγώ καντίνα πάνω στην Αμερική και ακόμα αυτή τη στιγμή είναι παντρεμένος, έχει δύο παιδιά και δουλεύει την ίδια μου την καντίνα, όπως την έχω αφήσει. Από το 1977 δουλεύω την καντίνα μπροστά από το δημαρχείο το «city hall » που λένε της Αμερικής, το δικαστήριο της Αμερικής και όλα τα κτίρια δεξιά και αριστερά είναι μπροστά μου. Αυτό το είχα πάρει το 1977- 78. Την καντίνα την αγόρασα από κάποιον Έλληνα και από κει και πέρα ξεκίνησα δουλειά μόνος μου. Πολλές φορές με διώξανε, πήγα σε δικαστήρια, άδεια υπήρχε αλλά σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Εγώ ήθελα σε ένα μέρος σταθερά. Κατόρθωσα τελικά να το κρατήσω με δικαστήρια, με οτιδήποτε σε ένα μέρος και όπως τα κατάφερα. Σήμερα συνεχίζει την ίδια δουλειά ο γιος μου.
Όταν πήγαιναν τα παιδιά μου σ’ αυτό το καθολικό ιταλικό σχολείο, πήγαιναν από το πρωί στις 8:00 και φεύγανε στις 2:00 με 3:00 μ.μ. Μετά είχανε 4 μέρες την εβδομάδα, το απόγευμα απογευματινές ώρες στο ελληνικό σχολείο. Ήταν ένας δάσκαλος από εδώ, ήταν ο Πατραμάνης Γιώργος από το Νέο Σούλι. Ήταν δάσκαλος εκεί και γνώρισε το παιδί μου και του λέει: «Ποιον πατέρα έχεις;» τον «Τσούκαλο» λέει «μήπως έχεις γιαγιά σου την Χαρίκλεια από το Νέο Σούλι;» .Έτσι συναντηθήκαμε. Το παιδί μου έκανε 4 ώρες την ημέρα ελληνικά.

Πότε επιστρέψατε στη Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Εγώ δεν πήρα ούτε σύνταξη ούτε τίποτα. Ήρθα το 1993 λόγω μιας ασθένειας της γυναίκας μου. Δεν ήταν τίποτε σοβαρό. Υπέφερε από τη μέση και οι γιατροί που πήγε εκεί στην Αμερική της είπαν να κάνει εγχείρηση. Έπρεπε να αφαιρεθούν 5 δίσκοι από τη μέση. Εγώ φοβήθηκα και δεν υπέγραψα για να γίνει αυτή η εγχείρηση. Εν τω μεταξύ μου είπαν τι να κάνω, ένας γιατρός Ιταλός, ένας Πακιστανός και ένας Κορεάτης ήτανε το θυμάμαι πολύ καλά, τα ονόματα τους δεν τα θυμάμαι. Ο Ιταλός ήταν πολύ κοντός ούτε 1.10, δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ στη ζωή μου, και μου λέει, αν έχεις 1000 ευρώ να ζήσεις για 6 μήνες όσο μπορείς στην Ελλάδα γιατί είναι φτηνά, φύγε και εσύ και η γυναίκα σου θα είναι μια χαρά. Και όντως αυτό έχω κάνει, τον άκουσα και από εκείνη την ημέρα που ήρθα μέχρι σήμερα δόξα τω Θεώ η γυναίκα μου είναι πολύ καλά και δουλεύει εδώ στο μαγαζί που έχω και στο σπίτι. Έχω καφετέρια στο Νέο Σούλι τα απογεύματα ή και τα βράδια έρχεται, όποτε θέλω για να με βοηθήσει. Εργαζόμασταν στην Αμερική στην καντίνα πολλές ώρες.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από εκεί την παραμονή σας;

Το ευχάριστο ήταν που ήρθα πίσω. Βρήκα τους φίλους μου, τα αδέρφια μου, όλους. Ήθελα να έρθω στην Ελλάδα, γιατί κουράστηκα πλέον στην ξενιτιά. Αλλά κάθε χρόνο μια φορά το χρόνο πηγαίνω πάνω στην Αμερική και γυρνάω. Νοσταλγώ πιο πολύ τους φίλους μου. Είχα πάρα πολλούς φίλους στην καντίνα, όταν είχα 50-100 άτομα πελάτες να περιμένουν στη γραμμή για να φάνε από μένα, αυτό ήταν τιμή για μένα να ταΐζω 100 άτομα.

Η καντίνα έξω από το δημαρχείο της πόλης, όπου ο κ. Τσούκαλος πρόσφερε τις υπηρεσίες του επί 18 χρόνια αλλά και γεύση από Ελλάδα. Την παράδοση ακολουθεί μέχρι και σήμερα ο γιος του.


Είχα κάνει πάρα πολλά, γύρο, σουβλάκι, είχα τζατζίκι. Εγώ τους είχα κάνει ένα «special » με το κρεμμύδι το στιφάδο, όπως κάνουμε εμείς εδώ το στιφάδο με κουνέλι, με πετεινό, αυτό το κρεμμύδι το έβαζα πάνω στα λουκάνικα. Οι πιο πολλοί με προτιμούσαν γι’ αυτό το πράγμα πάρα πολύ αλλά συν αυτό είχα και πολλή καθαριότητα στην καντίνα. Όταν ερχόταν να φάνε στην καντίνα βλέπανε τον κ. Τσούκαλο, που λένε, έλαμπε επάνω του και τα ρούχα του, τα πάντα. Μ’ άρεζε η δουλειά αυτή, γι’ αυτό την έκανα στο πεζοδρόμιο. Είχα κάνει 18 χρόνια στο πεζοδρόμιο, έξω χιόνια, καλοκαίρια, δεν έφυγα από εκεί, γι’ αυτό και με εκτιμούσαν. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, ιδίως τη νύχτα. Το πρωινό έβλεπες μερικούς μπόμπιδες, οι μαύροι, ερχόταν μεθυσμένοι. Τι να τους κάνω; Τους έδινα και λεφτά, μόνο 2 φορές που μου έβγαλαν πιστόλι, δεν με σκότωσαν, να λέω την αλήθεια τους έδωσα τα λεφτά, ήθελαν τα λεφτά. Ήταν οι μπόμπιδες (έτσι τους λένε στην Αμερική) που ήταν για χασίσια κ.τ.λ.. Στο πεζοδρόμιο κοιμόταν άστεγοι από δω και από κει, τους είχα κάνει και φίλους, να λέω την αλήθεια, «ελάτε εδώ ρε λέω, γιατί θέλετε να με σκοτώσετε; Πιάσε εδώ τι θες να φας, τι θες; Λεφτά να σου δώσω και πλέον από κει και πέρα γίναμε και καλύτεροι φίλοι». Όταν δεν είχαν λεφτά, ερχόταν και μου έλεγαν «Billy δώσ’ μου 10 ευρώ». «Πάρτα, πάρε 15». Δεν είχα πρόβλημα από λεφτά, δούλευα, δόξα τω Θεώ, δούλευα καλά.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στην Αμερική;

Μου έλειψε που είχα φύγει από την Ελλάδα και η μητέρα μου. Γι’ αυτό και την πήρα τρεις φορές στην Αμερική, μέχρι που έφυγε από τη ζωή πριν 10-15 χρόνια..

Θέλετε να προσθέσετε κάτι από τα προσωπικά σας βιώματα για το οποίο πιθανόν δεν έγινε λόγος και αφορά τον απόδημο ελληνισμό, που και στις μέρες μας συνεχίζει να ανθεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη και να δίνει μαρτυρία για την Ελλάδα;

Η ομογένεια της Αμερικής ήταν πολύ φιλόξενη, και οι Έλληνες αλλά και οι ξένοι. Για όλη την Αμερική είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που είδα κάτι πράγματα που δεν θα τα έβλεπα στη ζωή μου, πάρα πολλά. Βλέπεις κτίρια μεγάλα, οργάνωση μεγάλη, πολλούς μεγάλους δρόμους, εργοστάσια, γέφυρες, τα πάντα.


Στο μουσείο ποζάροντας με το κέρινο ομοίωμα του Ρόναλντ Ρέηγκαν.


Πρώτον στους δίδυμους Πύργους, πριν πέσουν, είχα ανέβει πάνω, τα είδα όλα. Πολύ ωραία, μόνο το ασανσέρ μέσα που ανέβαινα πάνω έπαιρνε 120 άτομα. Σε ένα λεπτό ανεβαίναμε. Στους ορόφους αυτούς είχε γραφεία, τράπεζες που είχαν τα λεφτά και στον τελευταίο όροφο είχαν όλα τα μαγαζιά. Στο τέρμα επάνω είχαν σήτες και μεγάλα κιάλια με τα οποία μπορούσες να δεις τα πάντα, αν είχε καλή ορατότητα. Οι όροφοι ήτανε αρκετοί, περίπου180. Στην Αμερική είχαμε και παρελάσεις και εκδηλώσεις για εθνικά ζητήματα. Κάναμε παρέλαση, μας είχαν δώσει τον κεντρικό δρόμο. Κλείναμε, κατέβαιναν τα παιδιά μας από διαφορετικά σχολεία, τους νομούς, τα χωριά της Φιλαδέλφειας, του Αμπέ Τάμπι, της Νέας Υόρκης. Όλοι ερχότανε εκεί και θυμάμαι μια χρονιά ήρθανε και οι Εύζωνοι από την Αθήνα και παρελάσανε και αυτοί μαζί μας και όλοι οι Αμερικανοί βγήκαν στους δρόμους να μας χειροκροτήσουν. Ήτανε πολύ ωραία εμπειρία και για τα παιδιά μας αλλά και για μας, για όλους τους Έλληνες, γιατί όλοι μαζευτήκαμε σε ένα μέρος μετά, σε ένα μεγάλο κέντρο, ήπιαμε τον καφέ μας, συζητήσαμε ο ένας με τον άλλο, γνωριστήκαμε. Στην Αστόρια υπάρχει ένας δρόμος με ελληνικά μαγαζιά. Ξεκινά γύρω στα 2-3 χιλιόμετρα μπορεί να είναι, είναι όλα δεξιά και αριστερά, όλα ελληνικά. Δίπλα απ’ αυτά μπορεί να υπάρχει και ένα ιταλικό, αμερικανικό ή ένα κορεάτικο αλλά τα πιο πολλά είναι ελληνικά. Παντού ακούς ελληνική μουσική.

Μετά την οριστική επιστροφή σας κάνατε έναν απολογισμό για το «τι χάσατε» και «τι κερδίσατε» από την επιλογή σας να εργαστείτε ως μετανάστες στη Γερμανία;

Εγώ γύρισα από την Αμερική, διότι μου άρεσε η Ελλάδα και ήθελα να επιστρέψω. Δεν είχα κανένα πρόβλημα ούτε από λεφτά ούτε από υγεία. Το μόνο πρόβλημα ήταν η υγεία της γυναίκας μου και γι’ αυτό γύρισα, αλλά ήθελα να γυρίσω μία μέρα των ημερών στην Ελλάδα, να ’ρθω στο χωριό μου, να χτίσω ένα σπιτάκι, να μείνω σαν άνθρωπος και εγώ, να ξεκουραστώ, γι’ αυτό και γύρισα πίσω το 1993. Δεν μετάνιωσα που γύρισα, γιατί κάθε χρόνο επιστρέφω στην Αμερική. Δεν με στενοχωρεί, γυρνάω και μ’ αρέσει. Ας πούμε, άλλος μπορεί να μην το κάνει, να μην έχει χρήματα να φύγει, να ξαναπάει.
Έχει ανθρώπους που είναι σε άλλο steig και στη Φιλαδέλφεια έχει γηροκομείο αλλά πλήρωναν κάποτε λεφτά, τη σύνταξη που παίρνουν την αφήνουν στο γηροκομείο. Της εκκλησίας είναι και μπαίνουν μερικά γεροντάκια, τους ταΐζουν, τους ποτίζουν, είναι πολύ ωραία και αυτοί δεν ξαναγυρνούν, γιατί ήρθανε εκείνα τα χρόνια, τα παιδιά τους, οι οικογένειες τους ήταν εκεί και έμειναν και αυτοί.. Οι πιο πολλοί μείνανε εκεί, αλλά πάρα πολλοί γυρίσανε.

Ο κ. Τσούκαλος Βασίλειος με τους μαθητές Σάββα Στέργιο και Αβραμπάκη Αθανασία.




Ιανουάριος 2008
Επιμέλεια συνέντευξης:
1. Βασιλείου Βασιλική
2. Αβραμπάκη Αθανασία

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
Σάββας Στέργιος







«…Για εμάς η φυγή από εδώ ήταν μία λύση, πήγαμε σαν νέοι άνθρωποι, το μεγαλύτερο όνειρο για μας ήταν να πάμε στην Αμερική»
Τσούκαλος Στέργιος


Θα σας παρακαλούσαμε να μας αυτοσυστηθείτε για τις ανάγκες της συνέντευξης.

Λέγομαι Στέργιος Τσούκαλος του Χρήστου και της Χαρίκλειας. Η σύζυγός μου λέγεται Ελένη Τσούκαλου του Θωμά, το γένος Σάββα.

Πότε και σε ποια χώρα μεταναστεύσατε; Ήσασταν μόνος ή με την οικογένεια σας;

Μετανάστευσα εγώ με την γυναίκα μου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και συγκεκριμένα στην πόλη της Φιλαδέλφειας 5 Μαΐου 1970. Δεν είχα παιδιά τότε.

Ποια ήταν τότε η κατάσταση στην Ελλάδα γενικότερα αλλά και στο χωριό μας το Νέο Σούλι ειδικότερα;

Στην Ελλάδα η κατάσταση δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχαν τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Το Νέο Σούλι ήταν γεωργικό χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, δεν πήγαιναν και τόσο καλά όπως πάντοτε οι γεωργικές καλλιέργειες. Γι΄ εμάς η φυγή από εδώ ήταν μία λύση. Πήγαμε σαν νέοι άνθρωποι, το μεγαλύτερο όνειρο για μας ήταν να πάμε στην Αμερική. Φύγαμε και για το οικονομικό όφελος, αλλά και σαν νέοι τότε πήγαμε στην Αμερική, στη χώρα που όλοι νοσταλγούν να πάνε, αναζητώντας κάτι καλύτερο από εδώ. Δυστυχώς στην Ελλάδα αυτά που είδαμε εκεί δεν υπήρχαν εδώ τότε, τώρα υπάρχουν και εδώ πολλά.

Με ποιο μεταφορικό μέσο έγινε η μετάβαση στην Αμερική;

Με την Ολυμπιακή Αεροπορία, αεροπορικώς. Από Αθήνα για Νέα Υόρκη και από Νέα Υόρκη για Φιλαδέλφεια. Παλιότερα η μετάβαση γίνονταν με το καράβι, γιατί δεν υπήρχαν τα οικονομικά μέσα και το ταξίδι ήταν πολυήμερο και κοπιαστικό.

Χρειάζονταν να γίνουν ειδικές ιατρικές εξετάσεις ή και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές για να κατορθώσει ο ενδιαφερόμενος να εξασφαλίσει την άδεια παραμονής του στην ξένη χώρα;

Βεβαίως, πάνω από όλα έπρεπε να είσαι νομοταγής πολίτης, να μην έχεις κάποιο κώλυμα με εγκληματικότητα και ούτω καθεξής, έπρεπε να είσαι καθαρός.
Δεύτερον για την υγεία έπρεπε να είσαι υγιέστατος, διότι ήθελαν ανθρώπους για δουλειά, δεν ήθελαν ανθρώπους να πηγαίνουν εκεί πέρα και να πάνε κατευθείαν να τους βάλουν στο νοσοκομείο π.χ. και να έχουν προβλήματα.

Εξετάσεις κάνατε;

Βεβαίως κάναμε στη Θεσσαλονίκη ιατρικές εξετάσεις. Έπρεπε και τα δόντια σου να είναι καλά. Όλες οι εξετάσεις γίνονταν: αίμα, ακτινογραφία θώρακος, οι τυπικές ιατρικές εξετάσεις που χρειάζονται.
Στη συνέχεια όλα γίνονταν με πρόσκληση. Ένα γραφείο, το οποίο ήταν στην Αθήνα, έβρισκε τον εργοδότη, έφτιαχναν τα χαρτιά και περιμέναμε να έρθει η ώρα να ξεκινήσουμε τη διαδικασία για τα δικαιολογητικά που χρειαζόταν, εφόσον ήταν θετική η απάντηση.

Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εφόσον γίνατε δεκτός στην Αμερική και με ποιο τρόπο κατορθώσατε να προσαρμοστείτε στο καινούριο και άγνωστο περιβάλλον; Θα σας παρακαλούσαμε να αναφερθείτε και στο πρόβλημα της ξένης γλώσσας.

Φυσικά το πρώτο πρόβλημα ήταν η γλώσσα, το δεύτερο η δουλειά. Η γλώσσα δε μας μπέρδευε τόσο πολύ, όσο η δουλειά. Για εμένα ειδικά δέκα μέρες δεν είχα δουλειά στο εργοστάσιο που είχα πάει. Τότε δεν ήταν υποχρεωτικό, όπως στη Γερμανία, να σε πάρει ο εργοδότης στη δουλειά. Εμένα δεν με πήραν για δέκα μέρες και δε δούλεψα. Μετά πήγα σε ένα άλλο εργοστάσιο και αφού βρήκα δουλειά από εκεί και πέρα όλα ήτανε καλά. Το οικονομικό ήταν πάντοτε παντού το πιο κύριο, το πιο σημαντικό.

Σε ποια πόλη εγκατασταθήκατε και ποιες οι πρώτες εντυπώσεις σας;

Στη Φιλαδέλφεια. Οι εντυπώσεις μου ήταν πραγματικά απερίγραπτες θα έλεγα. Είναι πραγματικά η λέξη που χρησιμοποιώ η σωστή. Εκείνο που είδαμε, οι δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα, εδώ στην Ελλάδα δεν υπήρχαν. Υπήρχαν δέκα αυτοκίνητα είκοσι παράδειγμα στις Σέρρες, εκατό εκεί δεξιά αριστερά, όπως τώρα δε βρίσκουν πάρκιν, έτσι ήταν. Οι ουρανοξύστες, οι δρόμοι, η ρυμοτομία δεν είναι, όπως εδώ, εκεί όλα είναι μπροστά. Όσο για τις δημόσιες υπηρεσίες πραγματικά εκεί οι άνθρωποι δουλεύουνε, όπως δουλεύουμε εμείς στον ιδιωτικό τομέα και ας δουλεύουν για το κράτος. Τη δεύτερη μέρα πήγα να βρω ένα φίλο μου συγχωριανό μου από εδώ από τους πρώτους που πήγε. Είχε ένα ατύχημα και ήταν στο νοσοκομείο. Περπάτησα από εδώ μέχρι τις Σέρρες περίπου για να τον βρω. Όπου και αν ρωτούσα σηκωνόταν οι άνθρωποι και με βοηθούσαν. Είναι άνθρωποι ευγενείς, γιατί έχουν ταυτίσει τους Αμερικανούς με τα έργα που βλέπουμε, με τη μαφία. Δεν είναι αυτό, οι Αμερικανοί είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Δουλειά, σπίτι. Υπάρχουν κι όλα αυτά που είπαμε, έτσι; Για μια χώρα των 300.000.000 υπάρχουν και τέτοια, αλλά δεν είναι σε αυτό το βαθμό που εμείς φανταζόμαστε. Εκεί πέρα δεν είναι σαν κι εμάς, εκεί πάνε με το ζόρι να ψηφίσουν. Δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν, γιατί θέλουνε να βγάλουνε ας πούμε τη Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Εκεί οι περισσότεροι πηγαίνουν, γιατί τους λέει ο ένας κι ο άλλος «Άντε πήγαινε να ψηφίσεις εσύ, γιατί είναι φίλος μου» δε τους ενδιαφέρει, αυτοί κοιτάζουν τη δουλειά τους. Αυτοί εκεί θέλουνε να έχουν τη δουλειά τους, το Σαββατοκύριακο, να πληρώνουν τις δόσεις τους, το σπίτι τους, το αυτοκίνητό τους, να ζούνε καλά, τις διακοπές τους, όλα αυτά. Δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική.

Υπήρχαν άλλοι συμπατριώτες μας Σερραίοι ή από την υπόλοιπη Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή όπου εγκατασταθήκατε;

Βεβαίως, στην τριπολιτειακή περιοχή PΕΝSILVANIA NEW ZORTSI και DELAWARE, εκεί ζούσανε περίπου στις 150.000 Έλληνες απ΄ όλη την Ελλάδα. Είχε οργανωμένη ομογένεια. Εφτά εκκλησίες, σαράντα πέντε σωματεία. Είχαμε και σχολεία σε κάθε εκκλησία, από δύο ώρες κάθε Σάββατο, το οποίο βοηθούσε, και κατηχητικό σχολείο. Η ομογένεια ήτανε όλη γύρω από την εκκλησία και από τους συλλόγους. Τόπος συναντήσεως ήταν η εκκλησία και οι σύλλογοι. Διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι, αθλητικοί, όλοι μαζί ήταν ενωμένοι γύρω από την ενορία, χοροί, πανηγύρια, φεστιβάλ.


Ελληνόπουλα της Αμερικής με λάβαρα, έτοιμα για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου


Οι συμπατριώτες μου, και ειδικά από το Νέο Σούλι, υπήρχαν γύρω στις είκοσι οικογένειες. Μεταξύ αυτών πρώτος που πήγε ήτανε η οικογένεια Στέργιου Βαγενά, ο Γκιουζέλης Γεώργιος που ήταν ελεύθερος, τρίτος ήμουν εγώ ο Στέργιος Τσούκαλος, μετά ήτανε ο Μπεντούλης Γεώργιος, ο Πατραμάνης Μιχαήλ, ο Καρακίτσιος Σωτήριος, ο Παντζάρης Κωνσταντίνος, ο Παντούσης Στέργιος, ο Μπεντούλης Νικόλαος, ο Καρακίτσιος Γεώργιος, μετά ο Τσούκαλος Βασίλειος, ο Χαλέμης Ευάγγελος, ο Παπαστεργίου Στέργιος, ο Πατραμάνης Γιώργος (φοιτητής), ο Νικόλαος Λιόλιος ο οποίος είναι ακόμα εκεί, ο Μπαξεβανίδης, η Φρειδερίκη Πατραμάνη, ο Δασκαλάκης Γεώργιος, τα παιδιά τους τώρα είναι εκεί, ο Μπαδέκας Δημήτριος, μπορεί να ξεχνάω κανέναν αυτή τη στιγμή, σχεδόν αυτοί ήτανε. Από Σέρρες υπήρχαν γύρω στις εκατό οικογένειες στη γύρω περιοχή που ήταν στο σύλλογο, όλοι αυτοί κατά 90% από χωριά των Σερρών, οι περισσότεροι1 στους 2 ήταν από Σέρρες. Ο σύλλογος Σερραίων ιδρύθηκε το 1977 εδώ και τριάντα ένα χρόνια με την επωνυμία «Εμμανουήλ Παπάς».

Το Διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου Εμμανουήλ Παπάς. Πρώτος από δεξιά ο κ. Τσούκαλος Στέργιος.


Ήταν ο πρώτος σύλλογος που ιδρύθηκε στο εξωτερικό, γενικά όχι μόνο στη Φιλαδέλφεια, στην Αμερική γενικότερα ο Εμμανουήλ Παπάς. Εγώ ξεκίνησα την ενέργεια να ιδρύσουμε το σύλλογο, έκανα οχτώ χρόνια πρόεδρος, μετά σχεδόν όλοι πέρασαν οι συγχωριανοί μου.

Πώς δραστηριοποιούνταν (τι δουλειές έκαναν) οι Έλληνες μετανάστες την εποχή εκείνη στην Αμερική;

Σαν και εμάς τους νέους, την εποχή του 1970 που πήγαμε εμείς, ζητούσανε επαγγελματίες: ραφτάδες, τσαγκάρηδες, μαραγκούς, αυτοί ήτανε. Εκεί στα εργοστάσια πήγαν όλοι. Στην αρχή μια τέχνη, άλλοι ξεκινούσαν σε πιτσαρία, πιατάδες στα εστιατόρια, πλένανε πιάτα, δουλεύανε στα εργοστάσια ραφτικής και όλα αυτά που είπα, στα σφαγεία μερικοί. Από το χωριό μας οι περισσότεροι δουλεύανε στις τέχνες που τους πήρανε στα εργοστάσια αυτά. Οι παλιοί, που βρήκαμε εκεί πέρα, όλοι έτσι ξεκινήσανε και πιο δύσκολα από μας. Εμείς βρήκαμε οργανωμένη ομογένεια σαν να πήγαμε στο σπίτι μας, απλά δεν ξέραμε τη γλώσσα. Κατευθείαν πήγαμε στη δουλειά, ήμασταν πιο τυχεροί από τους άλλους. Από τα παιδιά αυτών έγιναν όλοι επιχειρηματίες, καθηγητές, γιατροί, επιστήμονες παντός τύπου, μέχρι ανθρώπους που έχουμε από την Ελλάδα οι οποίοι είναι σχεδιαστές των πυραύλων που πάνε στο φεγγάρι. Κωστούλας Σταύρος ήταν ένας από το Λέχο Κοζάνης, δούλευε στη NASA. Αυτός ήταν σχεδιαστής της NASA. Όπως σας είπα, γιατροί, ο γιατρός δόκτωρ Κιμπίρης, ο οποίος κατάγεται από την Αλιστράτη.
Αυτός είχε φύγει το 1938, μοιράζανε τότε κάτι φεϊγβολάν. Όπως προανέφερα προηγουμένως, ο γιατρός Κιμπίρης Δημήτριος έφυγε από την Αλιστράτη κυνηγημένος από τους Βουλγάρους, διότι έκαναν προπαγάνδα υπέρ της Ελληνικής Μακεδονίας και το βράδυ που γράφανε διάφορα συνθήματα, φυλλάδια που μοίρασαν, πήγαν να τον συλλάβουν, πήραν το μήνυμα και έφυγαν την επόμενη νύχτα. Περάσανε το Στρυμόνα, τη Θεσσαλονίκη και από εκεί έφυγε Αθήνα. Όπως μου διηγήθηκε πήρανε κι ένα τσουβάλι ψωμιά μαζί στην πλάτη, για να έχουν να τρώνε στο δρόμο. Από εκεί έφτασε στην Αθήνα, όπως σας είπα, και στη συνέχεια στην Αμερική. Σπούδασε γιατρός, είναι ένας από τους διασημότερους γιατρούς Έλληνες στον κόσμο, διευθυντής του νοσοκομείου Hanimal της Φιλαδέλφειας και γνωστός στην Αμερική, όπως είπα και στον κόσμο για την εφεύρεση που έκανε.

Με το διακεκριμένο γιατρό από την Αλιστράτη κ.Κιμπίρη Δημήτριο


Πρόκειται για το μπαλονάκι το οποίο τρυπάνε από τη φλέβα του ποδιού και ανεβαίνει και ανοίγει τις αρτηρίες της καρδιάς. Πρόκειται για ένα πολύ σεμνό οικογενειάρχη και επιστήμονα. Όταν τον βλέπεις, λες ένας απλός άνθρωπος και όμως είναι διάσημος. Πολύ καλή οικογένεια, δυο παιδιά έβγαλε γιατρούς, ένας στο επάγγελμά του και για τον άλλο δεν γνωρίζω. Έχουμε συχνή επαφή παρ’ όλο που πέρασαν είκοσι χρόνια. Έρχεται στην Ελλάδα, αγαπάει την Ελλάδα, τον τόπο του. Βοηθάει πάρα πολύ την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες αυτοί, αλλά αυτοί που έχουνε κάποια θέση, βοήθησαν περισσότερο από τους απλούς, όλοι οι Έλληνες βοηθάνε καθένας με τον τρόπο του.


Ομογενείς Νεοσουλιώτες της Αμερικής έξω από το παρεκκλήσι του παλιού νοσοκομείου μαζί με το νοσηλευτικό προσωπικό. Προηγήθηκε αγιασμός του ασθενοφόρου – δωρεά της Παμμακεδονικής Ένωσης.



Τι θυμάστε από τον εκεί απόδημο Ελληνισμό; Ήταν και πώς οργανωμένος; Διέθετε Ελληνική π.χ. κοινότητα, εκκλησία ή κάτι άλλο;

Η Ελληνική παροικία είναι οργανωμένη καλύτερα από όλες τις παροικίες ανά τον κόσμο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Είχαμε εκκλησίες, σχολεία, συλλόγους, πολιτιστικούς, αθλητικούς, ομοσπονδίες. Κάθε περιοχή, όπως εμείς οι Μακεδόνες έχουμε την Μακεδονική ένωση Αμερικής και Καναδά στη Φιλαδέλφεια. Τώρα θα πω και για τον εαυτό μου. Τυγχάνει να είμαι εγώ ο οποίος ήμουνα κυβερνήτης για τρία χρόνια στην Παμμακεδονική, δηλαδή στην κεντρική εξουσία είχα θέση κι εγώ, δουλέψαμε πάρα πολύ.
Η Παμμακεδονική δεν φτιάχνει νοσοκομεία, δε φτιάχνει σχολεία, είναι μόνο για να διαφυλάττει τα σύνορα της χώρας από τον κίνδυνο, ο οποίος προέρχεται από το βορρά και το γνωρίζουμε, τα Σκόπια. Το 1976, όταν συμπλήρωσα έξι χρόνια στην Αμερική, έγινα Αμερικανός πολίτης. Δίνεις κάποιες τυπικές εξετάσεις, θα έλεγα εγώ, αλλά είναι όμως σοβαρές εξετάσεις: γλώσσα, γραφή, αλλά πάνω από όλα πρέπει να είσαι άμεμπτος και όταν λέμε άμεμπτος ούτε μία κλήση για το αυτοκίνητο δεν πρέπει να πάρεις. Το ξέρω αυτό επειδή έναν μάγειρα που είχα εγώ στο μαγαζί, ενώ είχε Αμερικανίδα γυναίκα, όταν πήγε να γίνει Αμερικανός πολίτης του λένε «εδώ έχεις κάτι, έχεις μία κλήση», λέει «την πλήρωσα», λένε «δεν έχει σημασία, δεν έπρεπε να πάρεις κλήση», και σε αυτό πάνω τον καθυστέρησαν ένα εξάμηνο, ενώ ήταν καθαρός ο άνθρωπος, πολύ καλός. Πρέπει να μην μαλώνεις, θέλουν καθαρούς ανθρώπους, σωστούς ανθρώπους, γιατί σου λέει «σαβούρα» έχουμε εμείς, δε θέλουμε να αποκτήσουμε κι άλλη. Λοιπόν, εγώ και όποιος γίνεται Αμερικανός πολίτης έχει όλα τα δικαιώματα, να ψηφίζει και να ψηφίζεται, δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένας που δε γεννήθηκε εκεί πέρα μπορεί να γίνει μέχρι υπουργός των Εξωτερικών. Για παράδειγμα θα φέρω, όπως ήταν ο Κίσιγκερ γεννημένος στη Γερμανία, αυτός δεν μπορούσε να γίνει πρόεδρος. Τα παιδιά μας έχουν το δικαίωμα αυτομάτως να γίνουν πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών, προεδρίνες, όπως είναι η Χίλαρι Κλίντον. Όπου και να ζήσεις, δεν χάνεις τίποτα.


Σύσσωμη η Παμμακεδονική Ένωση Β. Αμερικής και Καναδά με τον Κυβερνήτη και τα μέλη του.




Εγώ τώρα μπορώ να ψηφίσω σ΄ αυτές τις εκλογές, αν είχα εγγραφεί πιο μπροστά, δηλαδή λες ότι εγώ θέλω να ψηφίσω, ενώ είμαι στο Δημοκρατικό Αμερικανικό κόμμα, το αλλάζεις, όπως θέλεις. Έχω όλα τα δικαιώματα, και τα παιδιά μου το ίδιο. Τώρα άμα πάρω εγώ το διαβατήριο, δε θα μου πει ο άλλος πού πας; Θα περάσω άνετα, με την υπόδειξη του ότι αυτός είμαι, εγώ μπαίνω μέσα, ενώ οι υπόλοιποι θα μπουν στη σειρά να τους ελέγξουν, θα τους κάνουν έλεγχο. Φυσικά θα μου κάνουν έλεγχο για τα υπόλοιπα, μήπως έχω/κουβαλάω τίποτα. Τώρα η ομογένεια, αυτό που λένε Αμερικανικό λόμπι, δουλεύει ως εξής: όλοι έχουνε θέσεις κλειδιά και επιχειρηματίες μεγάλοι είναι στην Αμερική. Ο πιο φτωχός θα έλεγα, δηλαδή αν ήταν σωστός άνθρωπος 99% οι Έλληνες ήταν σωστοί μπορούσε να επηρεάσει έναν Αμερικανό πολίτη και να του πει «σε παρακαλώ κάνε ένα τηλέφωνο και πες να βοηθήσουμε σ΄ αυτό», για παράδειγμα την Ελλάδα τώρα με την Τουρκία που έχουμε εμείς το 7 προς 10 στη βοήθεια, δηλαδή δικαίωμα η Τουρκία έπρεπε να πάρει δέκα, σύμφωνα με τον πληθυσμό, εμείς έπρεπε να πάρουμε εφτά, αλλά κάθε φορά η Τουρκία πίεζε να πάρει περισσότερη βοήθεια, δηλαδή άμα έπαιρνε 10.000.000 δολάρια η Τουρκία εμείς παίρναμε 7.000.000. Αυτή ήθελε να πάρει 27.000.000, εμείς αυτό το σταματούσαμε. Για την Κύπρο π. χ. τα ψηφίσματα που γινότανε εκεί, πάντοτε επενέβαινε το Αμερικανό λόμπυ και με τα τηλέφωνα και τις γνωριμίες σταματούσε. Δεν περνούσε εύκολα υπέρ της Τουρκίας, όταν ήθελαν να περάσουν κάτι. Και για τη Μακεδονία τώρα, η Αμερικανική πολιτική πάντοτε βλέπει τα συμφέροντά της. Αν καμιά φορά κάνει τα στραβά μάτια και θέλει, δεν μπορεί. Για παράδειγμα εμείς κάποτε βοηθήσαμε έναν ο οποίος ήταν υπεύθυνος βουλευτής της περιφέρειάς μας, όταν έχουν εκλογές θέλουν και λεφτά. Και ψήφους και λεφτά, έχεις το δικαίωμα να δώσεις έως εκατόν πενήντα δολάρια με check και δεν έχεις το δικαίωμα να δώσεις χίλια. Κατόπιν εκατόν πενήντα μπορούν να δώσουν πολλοί, να δώσω εγώ εσένα λεφτά, αν εσύ δεν έχεις παράδειγμα. Και αυτός μας λέει, μαζευτήκαμε λίγοι καμιά δεκαπενταριά άτομα, λέει σας αγαπώ, γι’ αυτό θα ψηφίσω υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδας, γι’ αυτό που ήθελαν να περάσουν υπέρ της Τουρκίας και άμα πει όχι αυτός δεν περνάει. Όταν ψηφίζεται όχι/ναι και λέει ότι οι Τούρκοι μου δίνουν παραπάνω λεφτά αλλά εγώ σας αγαπώ και θα ψηφίσω υπέρ σας. Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο, όσο για την ομογένεια, όταν μιλάγανε για οικογένεια, έδειχναν με το δάχτυλο ότι να η οικογένεια, οι Έλληνες. Ήταν πραγματικά, ήταν υπόδειγμά, δηλαδή δε θα έβρισκες εύκολα Έλληνα, ας πούμε, στραβό, μαφιόζο. Αν είχε, ήτανε εξαίρεση, ήταν ένα τοις χιλίοις. Δεν είχε. Όλοι ήταν άνθρωποι, οι οποίοι έβλεπαν τα σπίτια τους, τη δουλειά τους και ήταν σωστοί άνθρωποι.

Ποιο ήταν και είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτό που τους κρατούσε ενωμένους με τον πόθο να επιστέψουνε κάποτε στη γενέτειρα τους;

Εκεί πέρα τους κρατούσαν ενωμένους κοντά η θρησκεία, η γλώσσα, η αγάπη για την Ελλάδα. Όλοι που φεύγουνε από τα χωριά τους και από τις πόλεις και από τη χώρα τους είναι το όνειρό τους να πάνε να κάνουν βήματα και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Πολλοί όμως δεν τα καταφέρνουν για διάφορους λόγους, είναι τα παιδιά, είναι το οικονομικό, είναι που βρίσκουν καλύτερες συνθήκες ζωής, γιατί πολλοί που έφυγαν από χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, την Πελοπόννησο και νησιά δεν είναι σαν τα δικά μας τα χωριά. Εκεί υπήρχε μεγάλη φτώχεια και τα χωριά τους σήμερα έχουν ερημώσει, ενώ το χωριό μας για παράδειγμα είναι ένα από τα αναπτυσσόμενα χωριά. Και οι Σέρρες και η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, όσοι ήταν από μεγάλες πόλεις επιστρέφουν πιο εύκολα. Εμείς οι Μακεδόνες και η Ανατολική Μακεδονία περισσότερο, είμαστε πιο πολύ δεμένοι με τον τόπο μας. Όχι πως οι άλλοι δεν είναι, αλλά πιο πολύ θέλουμε να γυρίσουμε, ενώ οι Πελοποννήσιοι και οι νησιώτες δεν είναι ότι δεν αγαπάν τη χώρα τους, προς Θεού, τον τόπο τους αλλά αυτοί πιο πολύ προσαρμόζονται εκεί και δε θέλουν να επιστρέψουν. Αυτοί είναι πραγματικά πιο υπομονετικοί από εμάς.

Υπήρχαν Ελληνικά σχολεία και μέχρι πια βαθμίδα; Τι γινότανε με τα παιδιά που παρακολουθούσανε Αμερικάνικα σχολεία σχετικά με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας;

Σε διάφορες περιοχές της Αμερικής είχαν ολοήμερα εξατάξια, όπως για παράδειγμα στη Ν. Υόρκη, στο Μπρούκλιν, στη Αστόρια αλλά σε περιοχές, όπου ήμασταν εμείς, είχε ένα δίωρο κάθε Σάββατο και είχε και το κατηχητικό, που ήταν κάθε Κυριακή. Με την Παμμακεδονική αντιμετωπίζαμε πολλά προβλήματα, τα οποία προκαλούνταν από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν πολύ στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία. Εμείς είχαμε αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα με την εγκυκλοπαίδεια του Χάρβαρντ, όπου αυτοί έβαλαν την ιστορία τους και επί τέσσερα χρόνια αγωνιστήκαμε για να την βγάλουμε. Αφού αντιπαραθέσαμε τα δικά μας στοιχεία και επιχειρήματα, αυτοί την έβγαλαν. Ακόμη, προσπάθησαν να βάλουν τη γλώσσα και την ιστορία τους στα σχολεία και φυσικά απέτυχαν. Δυστυχώς εδώ στην Ελλάδα δεν κάνουμε σωστή εξωτερική πολιτική. Δεν βοηθάμε τόσο πολύ τους ομογενείς, τους συλλόγους, γιατί υστερούμε οικονομικά σαν κράτος. Παρόλα αυτά, μας βοήθησαν κάπως στέλνοντάς μας βιβλία, τα οποία μοιράσαμε στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, όμως θα ήθελα μεγαλύτερη βοήθεια από την ελληνική πολιτεία.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα οριστικά και κάτω από ποιες συνθήκες;

Επέστρεψα στην Ελλάδα το 1988 και η επιστροφή μου ήταν γρήγορη και απρόβλεπτη. Είχα κάνει εκεί 18,5 χρόνια και εδώ έκανα μια αγορά, το σπίτι που μένω. Τον προηγούμενο χρόνο είχε φύγει ο «κολλητός» μας οικογενειακός φίλος και αυτό μας επηρέασε πολύ. Όμως περισσότερο θέλαμε να φύγουμε, επειδή η πρώτη κόρη μου, που ήταν 17ετών, θα πήγαινε τελευταία χρονιά στο λύκειο και έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, ή να μείνουμε ή να φύγουμε. Τελικά αποφασίσαμε να φύγουμε, να πουλήσουμε το μαγαζί και να εκπληρώσουμε το όνειρο της επιστροφής. Αν δε τα βρίσκαμε καλά, θα γυρίζαμε πίσω στην Αμερική, γι’ αυτό και δεν είχα πουλήσει το σπίτι αλλά το είχα κλειδώσει και τελικά, αφού τα βρήκαμε καλά, το πούλησα μετά από έξι χρόνια, όταν αποφασίσαμε να μείνουμε μόνιμα. Η μεγάλη κόρη μου και η μικρή τελείωσαν το πανεπιστήμιο οικονομικών και οι δύο για extra χαρτζιλίκι έκαναν φροντιστήρια αγγλικής γλώσσας και γι΄ αυτό είμαι υπερήφανος. Ο γιος μου είναι επιχειρηματίας επιτυχημένος, κατά τη γνώμη μου, και είναι συνέταιρος σε μια καφετέρια στις Σέρρες. Δεν έχω παράπονο που επέστρεψα, παρόλο που αγάπησα πολύ την Αμερική. Εκεί στην Αμερική σε σέβονται, όταν είσαι σωστός και σε βοηθούν.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό από την εκεί παραμονή σας;

Παρόλο που υπήρχαν δυσκολίες, δεν θυμάμαι κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Οι δυσκολίες ήταν μέχρι να βρούμε δουλειά. Αφότου βρήκαμε δουλειά, είπα στη γυναίκα μου «Τα βάσανα τελείωσαν». Δούλεψα σε εργοστάσιο, ύστερα αγόρασα μια καντίνα και αργότερα αγόρασα μια έτοιμη πιτσαρία με προσωπικό μέχρι και 11 ατόμων. Ακόμη είχαμε και delivery και δουλεύαμε πολύ σκληρά και πολλές ώρες.

Σας είχε λείψει κάτι από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στην Αμερική;

Βεβαίως. Μου είχε λείψει η Ελλάδα, η οικογένεια, το χωριό μου, οι φίλοι μου, και ήθελα πολύ να επιστρέψω, γιατί αυτή είναι η μεγάλη νοσταλγία του ξενιτεμένου, η επιστροφή.

Με την οριστική επιστροφή σας κάνατε κανέναν απολογισμό για το τι χάσατε και τι κερδίσατε με το να εργαστείτε ως μετανάστης στην Αμερική;

Δεν έχασα τίποτα. Έκανα μερικά λεφτά, έκανα οικογένεια και όταν προσπαθείς μπαίνεις στο σύστημα και συνεχίζεις να δουλεύεις. Ακόμη κέρδισα πάρα πολλές εμπειρίες από το εξωτερικό. Γνώρισα πολλά άτομα και είχα την τύχη να ασχοληθώ με τα κοινά και να γνωρίσω σπουδαίους και γνωστούς ανθρώπους.


Ο δήμαρχος της πόλης επιτρέπει στην ελληνική ομογένεια τη διενέργεια παρέλασης για την εθνική επέτειο.


Η Αμερική δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ο κόσμος είναι καλός. Για παράδειγμα, αν πεθαίνουν 100.000 άνθρωποι στον τρίτο κόσμο, αν δεν ήταν η Αμερική, θα πέθαιναν 1.000.000 άνθρωποι, επειδή βοηθούν οικονομικά με τις οργανώσεις που έχουν. Ακόμη κι εγώ συντηρούσα ένα κοριτσάκι δίνοντας 200 δολάρια το χρόνο.


Ο κ. Τσούκαλος Στέργιος με τους μαθητές (από αριστερά) Πατραμάνη Στέφανο, Γιαννούλη Νίκο, Κηπουρό Σωτήρη και τη φιλόλογο Αβραμίδου Χαρά.



Ιανουάριος 2008
Επιμέλεια συνέντευξης:
Κηπουρός Σωτήρης

Ηλεκτρονική επεξεργασία:
1. Κηπουρός Σωτήρης
2. Πατραμάνης Στέφανος.





ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60

Παρατίθενται επιστολές προς τη Διακυβερνητική Επιτροπή από υποψήφιους μετανάστες από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Στοιχεία για τη δεκαετία του 60» καθώς και ποιήματα Ελλήνων ποιητών της Νυρεμβέργης από το βιβλίο «Οι Έλληνες στη Νυρεμβέργη 1960-2006» της ελληνικής κοινότητας Νυρεμβέργης.




Κορυφάσιον:21.10.1963

Αγαπητέ αλλά άγνωστε άνθρωπε για μένα, προς εσέ πού θα διαβάσεις το γράμμα μου, μη με παρεξηγήσεις, θέλω να μου πεις αν μπορώ να μεταναστεύσω μέσω της ΔΕ ΜΕ . Προς τα πού, πότε και αν. Δηλαδή προς ποιο κράτος, παραδείγματος χάριν Γερμανία, Αφρική, Αυστραλία, Καναδά. Θέλω να φύγω από την αγροτική ζωή. Όπου είναι δυνατόν. Περιμένω με αγωνία απάντησή σου. Να μου τα γράψεις ό,τι χρειάζονται. Είμαι 19 ετών.

Παρασκευή Κανέλλου



Κύριοι,

Επιθυμώ να μεταναστεύσω εις Αυστραλίαν οικογενειακώς δια μια δεκαετία. Δια τούτο παρακαλώ όπως με καλέσατε ευαρεστούμενοι δια εξέτασιν. Ονομάζομαι Καλλίστρατος Καραγεωγίου του Χαραλάμπους, κάτοικος της Λαρίσης, οδός Λεωφόρος Θεσσαλονίκης 49. Τυγχάνω έγγαμος. Η σύζυγος μου ονομάζεται Παναγιώτα Καλλιστράτου - Καραγεωργίου, το γένος Κων/νου Δατσίου. Τέκνον αβάπτιστον, θήλυ. Παρακαλώ ενημερώστε με αρτίως ως προς την εργασίαν που μπορώ να ακολουθήσω εκεί και τον σχετικόν υπολογισμό του μισθού μου.

Ευπειθέστατος
Ο ενδιαφερόμενος
Καλλίστρατος Καραγεωργίου




Αγαπητοί μας φίλοι

Παρακαλώ, όπως μας αποστείλει το γραφείο σας τα σχετικά χαρτιά για να μεταναστέψουμε προς Αυστραλία. Τυγχάνω να είμαι χήρα με ένα παιδί άρρεν ενός έτους. Ευρίσκομαι και κατοικώ στο χωριό Αξώ Μυλοποτάμου, Ρέθυμνο Κρήτης.

Ονοματεπώνυμο
Μαρία χήρα Στεργίου Ζαγκαλάκη


14 Ιουνίου 1965
Προς ΔΕΜΕ

Αγαπητοί κύριοι, χαίρετε.

Έλαβα τα τελευταία χαρτιά μου δια ιατρικάς εξετάσεις στις 18 Αυγούστου εις Πάτρας. Είχα τη μεγάλη ευχαρίστηση να μεταναστεύσω με εσάς. Θέλω να ξέρετε ότι στερούμαι οικονομικώς. Κατά πρώτον θα φύγω μόνος. Μια πρόσκληση έχω από την αδερφή μου, η οποία ζει και εργάζεται από εξαετίας στη Μελβούρνη. Η οικογένειά μου αποτελείται από τη σύζυγό μου Δημητρούλα, το γένος Παπασιαχάμη, και δύο παιδάκια ηλικίας τεσσάρων και τριών ετών. Η Αγγελικούλα είναι τεσσάρων και η Νεκταρία τριών.
Σας παρακαλώ, όπως μου απαντήσετε αμέσως και με πληροφορήσετε. Και σας ερωτώ και πάλι: Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θα τα πάρω μαζί δια τους ιατρούς; Διότι αυτοί θα φύγουν μετά από εμένα. Επάγγελμα κορδελιάστες και οι δύο.

Κωσταντίνος Μανθόπουλος



Αγρίνιον: 9 Σεπτεμβρίου 1967

Προς τη ΔΕΜΕ
Χαίρετε


Θα σας παρακαλέσω να με ενημερώσετε για το ζήτημα της μεταναστεύσεως. Πρόκειται να μεταναστεύσω αλλά δεν γνωρίζω τι πρέπει να κάνω και τι προσόντα να έχω.
Η επιθυμία μου είναι ο Καναδάς και η Γερμανία και θέλω να ξέρω για τις δύο αυτές χώρες το κάθε τι λεπτομερώς. Αν θέλετε να μάθετε για μένα, είμαι ο Νικολαΐδης Πλαστήρας, κάτοικος χωριού Παναγίτσα Εδέσσης, Νομού Πέλλης, ετών 23, γεννηθείς το 1945. Τη θητεία μου την υπηρέτησα. Εξασκώ επάγγελμα οικοδόμου με δίπλωμα. Εφοίτησα στην Τεχνική Σχολή Πύργου Βασιλίσσης, Άγιοι Ανάργυροι – Αθήναι , το 1961. Τωρα εργάζομαι στο Υδροηλεκτρικό εργοστάσιο Καστρακίου ως βοηθός προωθητήρος γαιών – μπουλντόζα. Γραμματικές γνώσεις, τελειόφοιτος δημοτικού, λόγω που δεν γνώρισα γονείς, έχουν σκοτωθεί υπέρ της πατρίδος το 1947 και αγωνίστηκα πολύ στη ζωή μου με τη φτώχεια. Γι’ αυτό θέλω να σας εμπιστευτώ και να με συμβουλέψετε σ΄ αυτή την περίσταση, σαν παιδί σας, τι να κάνω. Αν είναι καλύτερα να μείνω εδώ ή να πάω στο εξωτερικό, και σε ποια χώρα θα είναι προτιμότερο από πλευράς χρηματικής και πολιτισμού. Τώρα σας γράφω μόνο την επιστολή μου, γιατί δεν γνωρίζω αν χρειάζονται χρήματα.
Αν χρειάζονται, να το σημειώστε στο πρόγραμμα που θα μου στείλετε, για να ξέρω. Όσο μπορείτε να μου απαντήστε το ταχύτερον.

Σας χαιρετώ
Πλαστήρας





Εν Καστρίω τη 21η Ιανουαρίου 1965

Αγαπημένε μου άντρα Νικόλα


Είμαστε καλά. Και τα παιδιά καλά είναι. Εγώ πολεμάω να τα γυρίσω, μέχρι τώρα τα καταφέρνω. Μόνο το χωράφι στη Χούνη, είναι ο τέταρτος χρόνος, που το έχουμε αφήσει χέρσο και είναι κρίμα. Έχει αγριέψει, που ήτανε τι πράμα, όσο το περιποιόσουνα, και όλοι το ζήλευαν. Αν δεν έρθεις να το σκάψεις ως τη Λαμπρή θα βάλω εργάτες, να μπουν μέσα και ο κόσμος ας πει ότι θέλει. Δεν έχω άλλα να σου γράψω και
λάβε το υπόψη σου.

Η γυναίκα σου
Χρυσάνθη



Χρυσάνθη


Εγώ το γράμμα σου το κατάλαβα αλλά εσύ που το έγραψες κατάλαβες τι έγραψες; Ή νομίζεις ότι εγώ ήρθα εδώ να διασκεδάσω και να περάσω τον καιρό μου; Στις πέντε το πρωί ξυπνάω και έξω είναι πίσσα, και το βράδυ που σχολάω πάλι πίσσα είναι. Για να μη σου πω που μ’ έπιασαν και με φοβέρισαν, γιατί χαλάω την πιάτσα με τις υπερωρίες που δέχομαι να κάνω. Εγώ δουλεύω, Χρυσάνθη. Σε παρακαλώ να το σκεφτείς αυτό, άσε που κοντεύω να χάσω και την υγεία μου. Και να κάνεις υπομονή, όπως κάνω κι εγώ, γιατί, αν γυρίσω και δεν βρω το σπίτι μου, θα είναι δικό σου το κρίμα. Άλλο δεν έχω να σου γράψω, σας φιλώ γλυκά εσένα και τα παιδιά μας.

Με αγάπη
Νικόλας




Εν Καστρίω τη 16.3.1965


Νικόλα, Νικόλα.

Να το σκεφτώ που σκοτώνεσαι στη δουλειά αλλά εγώ δεν σε θέλω να μου γυρίσεις σακάτης. Ούτε θέλω να καταντήσω σα τη θεία σου που τη στέγνωσε η μοναξιά, τριάντα δυο χρόνια περιμένει. Θυμήσου μονάχα τι μου έλεγες, όταν παντρευτήκαμε , ότι δεν θα με αφήσεις μοναχή. Και τι να το κάνω που μου στέλνεις και έχω τώρα να πάρω παπούτσια και τσάντα και κοιμάμαι στο διπλό κρεβάτι μας σαν το κούτσουρο;
Αν ως τη Λαμπρή δεν έρθεις, εγώ το τρίτο το παιδί θα το κάνω Νικόλα, δεν ξέρω με ποιον, αλλά εσύ να το ξέρεις.
Τα παιδιά σε χαιρετάνε και σε φιλάνε και εγώ η γυναίκα σου.

Χρυσάνθη





Πέτρα, 14.3.1966

Προς την αρμόδια Επιτροπή Μεταναστεύσεως


Κύριοι. Έλαβα την επιστολή σας από 8/11 εις την οποίαν εκφράζετε τη λύπη σας δια την απόρριψη της αιτήσεώς μου από την κυβέρνηση της Αυστραλίας. Κι εγώ απορώ, γιατί με απέρριψαν, αφού αυτοί δεν γνωρίζουν ποιος είμαι και τι δουλειά κάνω. Ψεύτης, κλέφτης ούτε εγκληματίας είμαι. Εσείς μου γράψατε πέρυσι ότι δεν εκπληρώ τους όρους για τις αυστραλιανές αρχές και αυτοί μου απάντησαν ότι εσείς με απορρίψατε. Ποιόν να πιστέψω; Και σε ποιόν να απευθυνθώ για να βρω μια λύση για στο πρόβλημά μου; Έστειλα επιστολή στον υπουργό και αυτή πήγε αλλού. Δεν γνωρίζω, μήπως εγώ ευθύνομαι και υπάρχει καμιά κατηγορία πολιτικής φύσεως εναντίον μου. Αλλά εγώ ούτε πολιτεύομαι ούτε αντιπολιτεύομαι κανέναν. Εάν υπάρχει τέτοιο θέμα, κύριοι, θα σας παρακαλέσω να μου το γνωρίσετε για να τακτοποιηθώ. Η εθνική μου συνείδηση είναι καθαρή. Πολέμησα το έτος 1947 μέχρι 1949 κατά των συμμοριτών και ετιμήθην με δύο μετάλλια ανδρείας και έναν πολεμικό σταυρό Γ’ Τάξεως. Εάν υπάρχει σφάλμα δικό μου, τα σφάλματα είναι ανθρώπινα και ο Χριστός είπε ουδείς αναμάρτητος. Θα σας παρακαλέσω να με βοηθήσετε να μεταναστεύσω. Σας έγραψα τους λόγους για τους οποίους θέλω να φύγω μερικά χρόνια. Δεν ζητώ ούτε χρήματα ούτε πράγματα που δεν γίνονται. Ζητώ να πάω να δουλέψω με την οικογένειά μου και όχι να απασχολήσω τις αυστραλιανές αρχές. Σε σας εναπόκειται να αποφασίσετε για την τύχη μου. Εάν εξαρτάται από εμένα γράφτε μου να έλθω στα γραφεία σας. Είμαι άνθρωπος λογικός και θα πράξω κάθε τι που θα μου υποδείξετε.

Μετά τιμής
Παναγιώτης Μανωλόπουλος



Γιοχάνεσμπουργκ 31.3.1969

Αγαπημένε μου Λουκά


Για εμένα τώρα εδώ ένα γράμμα είναι μεγάλη υπόθεσις και ιδίως από δικά μου πρόσωπα. Παρόλο που στην αρχή ερχόνταν στιγμές που νόμιζα ότι δεν θα μπορέσω να ζήσω σ’ αυτή τη χώρα, τώρα έχω βρει κάποιο ρυθμό και είμαι καλύτερα. Πρέπει πάντως να συνεχίσω τα χάπια που μου έδωσε ο γιατρός για τα νεύρα. Με στενοχωρεί το σχολείο των παιδιών, θα ξεχάσουν τα ελληνικά, κάνουν μόνο μια ώρα την ημέρα και εκείνη όχι κανονικά. Στα αγγλικά πηγαίνουν καλά. Γράψε μου τη γνώμη σου. Η Μαρία λέει ότι φτάνει να μορφωθούν και δεν έχει σημασία σε ποια γλώσσα. Στείλε μου κανένα βιβλίο κατάλληλο για μένα, όχι βαρύ, τους Πανθέους τους τέλειωσα. Της Αννας της αρέσει επίσης να διαβάζει, της πήρα κάτι από εδώ, αλλά δεν έχουν βέβαια και σπουδαία πράγματα. Η Κωσταντίνα δεν έμαθε ακόμη να γράφει. Τα είπε πάντως της Άννας να σου γράψει αυτό που θέλει. Ο Γεράσιμος είναι καλά. Πολλές ευθύνες μέχρι να οργανωθεί το γραφείο και συχνά έχω την εντύπωση ότι του φορτώσαμε κι εμείς παραπανίσιες σκοτούρες έως όπου τακτοποιηθούμε. Στην Καλλιόπη χαιρετισμούς, αν την βλέπεις ακόμη.

Από όλους πολλά φιλιά
Χαρά
Θείε Λουκά


Σήμερα διάβασα το γράμμα σου. Εμένα μου αρέσει η Ν. Αφρική, και να σου πω γιατί μου αρέσει. Πρώτον το Σάββατο δεν έχουμε σχολείο. Διάβασα ένα βιβλίο «Στα χρόνια της σκλαβιάς» του Αλέξη Δαφνομήλη, και μου άρεσε πολύ .Θέλω να μου στείλεις ένα βιβλίο, «στα χρόνια μου», από τους βυζαντινούς χρόνους. «Τα κάστρα του Μοριά» το έχω διαβάσει. Η Κωνσταντίνα θέλει να της στείλεις ένα βιβλίο με παραμύθια και εικόνες.

Σε φιλούμε και οι δύο


2 Οκτωβρίου 1963


Ενδιαφέρομαι για μετανάστευση στην Αυστραλία. Είμαι παντρεμένος και με παιδί τριών μηνών. Είμαι πρακτικός ηλεκτρολόγος και απόφοιτος με γραμματικές γνώσεις δημοτικού και άλλες τεχνικές δουλειές αλλά πάλι χωρίς άδεια. Σας παρακαλώ στείλτε μου οδηγίες τι πρέπει να κάνω. Η συντομία με ενδιαφέρει. Ξένη γλώσσα δεν γνωρίζω.

Νικόλαος Ασημής
Κυπαρισσία




Εν Πρεβέζη 2 Μαΐου 1965

Αγαπητοί επίτροποι γεια σας.


Εγώ έκανα εγχείρηση στομάχι αλλά είμαι πλήρως καλά τώρα, καθώς σας στέλνω και το χαρτί της κλινικής που το λέει. Διαβάστε το και, αν περνάω, απαντήστε μου να ετοιμάσω ό,τι χρειάζεται, για να μην ξοδεύομαι αδίκως.

Δαλάκας




Εν Κατερίνη τη 7η Ιουλίου 1968


Αγαπητή δεσποινίς,

Σήμερα έλαβα το γράμμα σας στο οποίον μου γνωρίζετε ότι στις 16/12 δεόντως να παρουσιαστώ στα γραφεία σας προς εξέτασιν ιατρών εκ νέου, δια μετανάστευσιν εις Αυστραλίαν. Μάθετε ότι ο νέος μετανόησε και το ταξίδι μου αναβάλλεται δι΄ αυτόν τον λόγον. Ο νέος που μου είχε κάνει την πρόσκληση. Και μη με καλείτε άλλο.
Μετά τιμής
Δέσποινα Γρηγοριάδου

Αγία Γαλήνη Κρήτης 18 Ιουνίου 1964

Προς την ΔΕΜΕ

Αθήνα

Πέμπω τα απαιτούμενα χαρτιά και γνωρίζω υμίν ότι η σύζυγός μου Βασιλική δεν τυγχάνει έγκυος. Προς στιγμήν όχι, όχι.

Σήφης Καλημεράκης




25.5.1962

Προς
τον κύριον Προϊστάμενον Μεταναστεύσεως εξ Ελλάδος



Παρακαλούμεν ευσεβάστως όπως μας αποστείλετε καταστάσεις εγγραφής δια αποδημίαν εις Καναδάν ή όπου.

Οικογένεια Κωνσταντίνου Κοτρώνη. Άτομα 4.
Οικογένεια Ευαγγέλου Τίγκα. Άτομα 8.
Οικογένεια Δημητρίου Δαμασκηνού. Άτομα 2. Άτεκνοι.
Οικογένεια Λεωκράτη Δαμασκηνού. Άτομα 7.
Οικογένεια Διονυσίου Μπράτσου. Άτομα 6.

Χωρίον Κεραμίδι Τρικάλων
ευχαριστούμε




Ορεστιάς, 24 Απριλίου 1967

Α ί τ η σ ι ς

Προς ΔΕΜΕ
Λαμβάνω την τιμήν να παρακαλέσω υμάς, όπως ευαρεστούμενοι μου αποστείλετε τους κανονισμούς με τους οποίους θα μπορέσω να απουσιάσω από την Ελλάδα.

Παρατηρήσεις:
α) Με ποίον τρόπο, αν φύγω παντρεμένος.
β) Με ποίον τρόπο, αν φύγω ελεύτερος.
Ο αιτών
Δημοσθένης Μυλωνάς

7 Μαρτίου 1962

Προς την εταιρία ΔΕΜΕ


Δουλεύω είκοσι χρόνια ράφτης. Ξέρω καλή δουλειά και ψαλίδι. Είμαι παντρεμένος με τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Η γυναίκα μου είναι 38 ετών, εγώ είμαι 39. Τα παιδιά μας είναι, 17 το ένα κορίτσι, 15 το αγόρι, έξι το άλλο κορίτσι, το τελευταίο μας. Σας παρακαλώ να μου απαντήσετε αν τα χαρτιά μας έχουν σταλεί στα γραφεία σας, διότι τα έδωσα στον γραμματέα της κοινότητας και αυτός είπε ότι τα συμπλήρωσε και τα έστειλε. Αλλά απάντηση από εσάς δεν έχω λάβει και ίσως ο γραμματέας να τα έχει κρατήσει. Ή μπορεί να έχουν χαθεί. Σας παρακαλώ, αν τα χαρτιά μας δεν υπάρχουν στα γραφεία σας, να με ενημερώσετε το πού, πώς και τι, ώστε να ετοιμάσω ο ίδιος τα της αναχωρήσεώς μας.

Μετά τιμής
Παρασκευάς Καπερνάρος




Εν Ληξουρίω τη 10η Δεκεμβρίου 1961


Προς τα γραφεία της ΔΕΜΕ

Καλημέρα σας.

Πρώτον θέλω να με πληροφορήσετε εάν μπορώ να μεταναστεύσω αεροπορικώς, με την οικογένεια μου. Με το καράβι όχι, διότι φοβούμαι και είναι μακρύ το ταξίδι στη θάλασσα. Εάν υπάρχει τρόπος με το αεροπλάνο, έχει καλώς. Έχω και δύο μικρά κάτω των επτά ετών. Παρακαλώ να με πληροφορήσετε πόσα χρήματα θα χρειαστώ για όλα τα έξοδα, στεριάς και αέρος. Έχω και αδελφόν στην Αυστραλία, έχει εκεί πέντε χρόνια, είχε πάει μέσω ΔΕΜΕ και μου γράφει πολύ καλά λόγια. Έτερον ουδέν και μένω έως απαντήσεώς σας.

Παναγής Πυλαρινός Κωνσταντελάτος του Γερασίμου

Με στενοχωρεί πολύ πού παρέλειψα να σας πω ότι είμαι υποδηματοποιός.



Προς την Επιτροπή Μεταναστεύσεως

Σας γράφω επανειλημμένως και δεν απαντήσατε. Ονομάζομαι Βελισάριος Ντόκος, γεννηθείς το 1952 και είμαι από την Λάρισα. Εργάζομαι σε καροσέρι αυτοκινήτων ως οξυγονοκολλητής και βαφέας. Θέλω να μεταναστεύσω εις την Αυστραλία. Γράψτε μου τι πρέπει να κάνω για να μη με πιάσει η επιλογή. Απαντήστε μου γρήγορα.

Εν τη Λαρίση τη 27.10.1969


Εν τη Λαρίση τη 19η Μαρτίου 1960

Σεβαστέ κύριε αντιπροσωπάρχα,



Έμαθα πως παίρνετε ανθρώπους για την Αυστραλία από μια κοπέλα που φεύγει και αυτή είναι παντελονού. Σας παρακαλώ, αν παίρνετε ακόμα να μου γράψετε τι χαρτιά να φτιάξω. Είμαι 36 ετών, ορφανή γονέων. Η δουλειά μου είναι υφάντρια και νοσηλεία, ως αδελφή νοσοκόμα. Δεκατέσσερα χρόνια στο εργοστάσιο Καλαμοχέρα όπου σταμάτησα λόγω ανικανοποίητου μισθού και τέσσερα χρόνια σε κλινική.
Περιμένω απάντησή σας με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προς εγγραφή στους καταλόγους σας και αν είναι δυνατόν το γράμμα συστημένο, για να μη χαθεί. Διότι επείγομαι να μεταναστεύσω.

Μετά τιμής
Δεσποινίς Μαρία Θωμά Καραγεωργίου




13.5.1960
Κύριοι,

Παρακαλώ όπως με πληροφορήσατε αν ημπορώ να μεταναστεύσω για την Αυστραλία. Είμαι γεννηθείς το 1943 και καταφέρνω να μιλώ λίγα εγγλέζικα. Εργάζομαι τρία χρόνια στο Ξενία Ναυπλίου. Είμαι τελειόφοιτος του δημοτικού. Έχω δύο αδελφές στο Σίντνεϋ της Αυστραλίας. Έχουν πάει και οι δύο με την εταιρία σας. Είναι δίδυμες και πήγαιναν στη σχολή Κηφισιάς, Λεβίδου 40, και έμαθαν μερικές ξένες λέξεις και ό,τι άλλο δίδασκαν εκεί, και τώρα βρίσκονται στο Σίντνεϋ από 5 μήνες. Εγώ είμαι στο Ξενία βοηθός σερβιτόρου, αλλά καταφέρνω καλά τη δουλειά μου στο εστιατόριο. Δεν ξέρω αν έχετε έρθει καμιά φορά αλλά ελπίζω να γνωρίζετε από σερβίς πολυτελείας. Έχω γονείς και υπογράφουν να φύγω. Περιμένω απάντηση.

Μίμης







ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ


Το τρένο Γερμανίας – Αθηνών

Μέσα στο τρένο Γερμανίας – Αθηνών
στην Τρίτη θέση σε μιαν άκρη καθισμένος.
Αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν
και φεύγω στο άγνωστο φτωχός κι αδικημένος.

Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά,
στην ξενιτιά κλαίω τη μοίρα μου
χωρίς παρηγοριά.

Αφήνω μάνα και αγάπη ορφανές
κι ό,τι αγάπησα στον τόπο μου εδώ πέρα.
Αφήνω όμως και στιγμές πολύ πικρές
με την ελπίδα πως θα δω μια άσπρη μέρα.

Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά,
στην ξενιτιά κλαίω τη μοίρα μου
χωρίς παρηγοριά.

Φεύγει το τρένο και σφυρίζει συνεχώς
σαν μοιρολόι σαν τραγούδι πονεμένο,
γιατί μανούλα μου με γέννησες φτωχό,
γιατί να ζήσω μακριά σε τόπο ξένο.




Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι

Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι,
μια καρέκλα πάντα αδειανή.
Σε προσμένουν πότε θα γυρίσεις
απ΄ τα ξένα, δόλιο μας παιδί;

Δηλητήριο στο στόμα
είναι η κάθε μας μπουκιά,
μέχρι που να΄ ρθεις παιδί μας
απ΄ τη μαύρη ξενιτιά.

Η μανούλα πάντοτε κλαμένη,
ο πατέρας όλο σκεφτικός,
και τα΄ αδέλφια σου και η καλή σου
σκέφτονται εσένα συνεχώς.

Πότε θα ΄ρθεις, πότε θα ΄ρθεις
απ΄ τη μαύρη ξενιτιά
να χαρεί το σπιτικό μας
και η μαύρη μας καρδιά.



Γερμανία 1975 (Γιώργος Παπούλιας)

Σειρήνα της βάρδιας,
της απεργίας τεντωμένη ανάσα,
πόρτες βαριές,
ψυχές από καυτό σίδερο,
εδώ ξεμπαρκάρισαν οι γυναίκες της Θράκης
με άδειες βαλίτσες,
με μια λίστα ονείρων.

Μάτια θολά, μάτια πικρά,
μνήμη βαμμένη κόκκινη,
γυναίκες του νοτιά
και του Ολύμπου αυγούλες
γύρω σε γοτθικούς ρυθμούς
και στο απόσκιο της βροχής,
ξοδέψατε
νωρίς τα βήματά σας.

Της Βέροιας πράσινες μηλιές,
ροδακινιές της Κατερίνης.
Σοφία, Αντιγόνη και Μαρία,
Φεγγάρια μου παλιά
που ολονυχτίς με σφάζετε,
ακόμη μια Κυριακή
στις Φραγκονίας το πάρκο,
ακόμη ένας σακάτης ήλιος
μπροστά στο παραθύρι σας.





Πώς να θυμηθείς (Κώστας Γιαννακάκος)

Πώς να θυμηθείς
πόσα ημερολόγια κρέμασες
στον τοίχο έως τώρα

Και η αίσθηση του χρόνου
χαμένο καλοκαίρι

δεν έμεινε τίποτα
από τα όνειρα και τη λαχτάρα
να αποφασίζεις εσύ για την τύχη σου

κι όλες οι αποφάσεις
μετατίθενται για να παρθούν
μονομιάς με τη σύνταξη.




Ένας κήπος το χαρτί…

Θερίζω
Σπέρνω
Λέξεις
Κάθε τόσο νικώντας το χωρισμό

Σήμερα
Σου γράφω ένα γράμμα

Η μέρα μου κυλάει αθόρυβα
Ρωγμή στο μάγουλο το δάκρυ
Δες λοιπόν τα χαιρετίσματά μου

Σου γράφω ένα γράμμα
Σήμερα έτσι κι αύριο το ίδιο
Ανάμεσα στις λέξεις στις σειρές
Κρύβω τις αποστάσεις
(Καλοκαίρι 1982 – Νυρεμβέργη)






Μετρήσαμε τα χρόνια
Τις διαστάσεις της φωνής μας
Μέσα στο χιόνι και στην παγωνιά
Μετρήσαμε και τα χαμόγελα
Που δεν ανθίσανε ποτέ

Μετρήσαμε τα μάρκα
Κορώνες τα δολάρια συνάλλαγμα
Που συγκεντρώσαμε στον έρανο της Κυριακής
Για την μεταφορά του κυρ-Θανάση
Στα πάτρια εδάφη

Μετρήσαμε και τη χαρά
Που πάντα χάνεται στα χείλη μας
Σαν τα πουλιά στα μοιρολόγια στα τραγούδια
Όπου σιροπιαστά ο νόστος στάζει
Μελαγχολία και νωχέλεια

Μετρήσαμε τις αποταμιεύσεις
Τις περιουσίες μας και τα πουκάμισα
Και την οικοσκευή
Φεγγάρια που ονειρευτήκαμε
Συνθήματα που ξεγελάσαμε

Κι όμως
Τις αποστάσεις
Που μας χωρίζουν
Απ΄ την πατρίδα λόγου χάριν
Ποτέ τοις μετρητοίς
Δεν πήραμε.
(Νυρεμβέργη, Νοέμβρης 1985)





ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



















ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ


Με λίγα λόγια θα ήθελα να περιγράψω τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες μου από την εργασία για τη Μετανάστευση. Αρχικά η κ. Αβραμίδου μας έκανε την πρόταση γι΄ αυτή την εργασία και εμείς πρόθυμα σε συνεργασία με την κυρία αρχίσαμε να δουλεύουμε. Έπειτα πήραμε αρκετές συνεντεύξεις από συγχωριανούς μας, που είχαν ξενιτευτεί και επέστρεψαν. Ξαναβίωσαν μαζί μας καλές ή άσχημες στιγμές της εκεί παραμονής τους και εμείς νιώσαμε τις δυσκολίες της μετανάστευσης, τη νοσταλγία τους για τη πατρίδα, την ευγνωμοσύνη σε όσους τους βοήθησαν και την έντονη επιθυμία να επιστρέψουν. Μέσα από αυτή την εργασία αποκομίσαμε πολλά, μαθαίνοντας πράγματα που πρωτύτερα ήταν άγνωστα σε μας για τη μετανάστευση, τα αίτια, τον τρόπο ζωής στην ξενιτιά. Με λίγη καλή θέληση και τη βοήθεια της καθηγήτριάς μας και των συγχωριανών μας συγκεντρώσαμε φωτογραφίες και διαμορφώσαμε μια δική μας εικόνα για τη ζωή στην ξενιτιά μέσα από όσα μας διηγήθηκαν .
Κλείνοντας, χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να πάρω μέρος στην εργασία και να γνωρίσω καλύτερα το μεγάλο αυτό κομμάτι της νεότερης ιστορίας του τόπου μας, τη Μετανάστευση. Ευχαριστώ τους καθηγητές μας κ. Αβραμίδου και κ. Μεσάικο που μας έδωσαν αυτή την ευκαιρία για πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες.

Παλιάτσιου Ελένη



Η εργασία για τη μετανάστευση ξεκίνησε την προηγούμενη χρονιά . Τη φετινή χρονιά, η υπεύθυνη καθηγήτρια κ. Αβραμίδου ζήτησε να τη συνεχίσουμε με σκοπό να την ολοκληρώσουμε. Κάναμε ευχάριστα πράγματα, όπως συνεντεύξεις που πήραμε από μετανάστες. Πιστεύω πως ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, γιατί μάθαμε πολλά για τα παλαιότερα χρόνια, για τη ζωή στο χωριό μας και για τις χώρες στις οποίες έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και τις οικογένειες τους. Ήταν μια ωραία εμπειρία που θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό ακόμη.

Μπεντούλη Φανή



Μόλις μάθαμε γι’ αυτή την εργασία δεχθήκαμε αμέσως. Μέσα από αυτήν αποκομίσαμε πολλά θετικά στοιχεία. Μέσα από τις πολλές συνεντεύξεις που πήραμε, γνωρίσαμε πολλά άγνωστα στοιχεία για τους πολλούς σχετικά με τον απόδημο ελληνισμό. Μάθαμε για τις δύσκολες συνθήκες εργασίας τους προσπαθώντας να βγάλουν χρήματα για να ζήσουν την οικογένεια τους και άλλα πολλά .Όλα αυτά όμως δεν θα τα καταφέρναμε χωρίς τη βοήθεια της φιλολόγου μας κ. Αβραμίδου που αφιέρωσε αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο της.

Αβραμπάκη Αθανασία



Φέτος συνεχίσαμε και ολοκληρώσαμε την περσινή εργασία στην τοπική ιστορία με την κ. Αβραμίδου. Πήγαμε σε πολλούς συγχωριανούς μας να πάρουμε συνέντευξη για τη μετανάστευση. Μάθαμε πολλά απ’ αυτήν την εργασία και μας άρεσε πολύ. Γνωρίσαμε κόσμο που μας άνοιξε την καρδιά του. Ήταν όλοι πολλοί φιλικοί και καλοί άνθρωποι. Αυτή την εμπειρία δεν θα την ξεχάσουμε ούτε εμείς που πήραμε συνεντεύξεις ούτε και οι ίδιοι οι άνθρωποι που μας μίλησαν.

Βασιλείου Βασιλική



Η εργασία της τοπικής ιστορίας με θέμα «Οι Νεοσουλιώτες στη Διασπορά» μου άρεσε πάρα πολύ. Μου άρεσε πολύ, γιατί μέσα απ’ αυτή πήρα γνώσεις που ίσως η καθημερινή σχολική τάξη δεν μου προσφέρει. Μέσα από τις συνεντεύξεις ακούσαμε αληθινές ιστορίες των συγχωριανών μας, που μερικές απ’ αυτές ήταν συγκινητικές και πολύ ενδιαφέρουσες. Η συμμετοχή μου στην εργασία μου άρεσε πραγματικά και θα ήθελα να ευχαριστήσω την καθηγήτριά μας που αφιέρωσε τον ελεύθερο χρόνο της για να την πραγματοποιήσουμε .

Τούρλιαρη Δήμητρα



Το να πάρεις συνέντευξη από κάποιον που έζησε χρόνια στο εξωτερικό, σου προσφέρει πολλά πράγματα. Μαθαίνεις για το πώς ζούσαν τότε στη Ελλάδα και πώς σε μια άλλη χώρα και να τα συγκρίνεις. Μαθαίνεις για άλλους πολιτισμούς και λαούς και, αν το άτομο που σου δίνει συνέντευξη ανοιχτεί και σου τα πει όλα όπως ακριβώς έγιναν, είναι σαν να έχεις επισκεφτεί και εσύ τη συγκεκριμένη χώρα.

Βαΐδου Άννα



Το να ρωτάμε και να μαθαίνουμε πληροφορίες από ανθρώπους που ζούσαν σε άλλες χώρες είναι κάτι πολύ χρήσιμο. Παίρνοντας πληροφορίες από τέτοιους ανθρώπους (μετανάστες) έχουμε τη δυνατότητα να μαθαίνουμε για τον τρόπο ζωής τους, το πώς ζούσαν τα παλιά χρόνια, καθώς και τις αιτίες ή τις συνθήκες που τους οδήγησαν μακριά από τον τόπο τους στο δρόμο της ξενιτιάς.

Νάνου Πασχαλία



Το να πάρω μέρος σε μία συνέντευξη ήταν για μένα κάτι ξεχωριστό και καινούργιο. Πιστεύω πως επωφελήθηκα από αυτό. Έμαθα πώς ζούσαν οι άνθρωποι μακριά από τις πατρίδες τους, ποια ήταν τα συναισθήματά τους και ποια ήταν τα αρνητικά και θετικά της μετανάστευσης. Έμαθα πώς λειτουργούσαν άλλες χώρες και γνώρισα άλλους πολιτισμούς.

Βαΐδου Βίκη



Αυτά που κέρδισα από αυτή τη συνέντευξη ήταν πολλά. Γνώρισα καλύτερα το θείο μου Τσούκαλο Στέργιο και έμαθα πολλά για τη ζωή του στην Αμερική. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία που θα τη θυμάμαι για πάντα.

Κηπουρός Σωτήρης



Μέσα από αυτή την εμπειρία έμαθα σημαντικά γεγονότα της ζωής του συγχωριανού μου Δαβίτη Νικολάου, τη ζωή του στα ορυχεία της Γερμανίας και την κατάσταση που επικρατούσε τότε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εμπειρία.

Γιαννούλης Νίκος



Παίρνοντας μέρος σ΄ αυτή τη συνέντευξη με τις συμμαθήτριές μου απέκτησα μια σημαντική εμπειρία για τη μετανάστευση. Έμαθα τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά της, καθώς και τις συνέπειές της. Επίσης έμαθα το σκοπό της μετανάστευσης που συνήθως ήταν οικονομικά προβλήματα, τα οποία αντιμετώπιζε κάθε οικογένεια. Ακόμα πληροφορήθηκα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος με την άφιξή του σε μια ξένη και άγνωστη χώρα, με πρώτη αυτή της γλώσσας. Γνώρισα από κοντά για τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Ελλαδικό χώρο και πολλά άλλα

Μπάρμπα Κωνσταντίνα



Συμμετέχοντας σ΄ αυτή την εργασία έμαθα τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τα χρόνια εκείνα, τα θετικά και τα αρνητικά της μετανάστευσης και τα συναισθήματα την ώρα του αποχωρισμού από την οικογένεια. Είμαι ενθουσιασμένη που συμμετείχα σ΄ αυτήν τη δραστηριότητα, γιατί γνώρισα πόσο δύσκολα πέρασαν οι δικοί μου άνθρωποι, όταν μετανάστευσαν για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Λιούσα Μαρία



Η εμπειρία της συνέντευξης από μετανάστες μου πρόσφερε πολλά πράγματα. Πρώτα απ΄ όλα μου πρόσφερε γνώσεις για την εποχή της μετανάστευσης και για τις δυσκολίες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα. Ακόμη έμαθα να συνεργάζομαι με τους συμμαθητές μου. Ήρθα πιο κοντά με τους μετανάστες και ήταν σαν να ξαναέζησα μαζί τους εκείνες τις δύσκολες αλλά και τις ευχάριστες στιγμές της ζωής τους. Ελπίζω κάποτε στο μέλλον να ξανακάνω κάτι παρόμοιο.

Μάντσου Ελένη



ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους Νεοσουλιώτες που με την ιδιότητα του μετανάστη παρήλασαν μέσα από τις σελίδες της εργασίας μας, γιατί μας άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια και την καρδιά τους. Τη φιλοτιμία, την εντιμότητα, την εργατικότητα κατά γενική ομολογία ήταν που αναγνώρισαν οι ξένοι στις χώρες υποδοχής τους. Έδωσαν καλή μαρτυρία ως Έλληνες κάτω από ομολογουμένως ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και πέτυχαν να είναι οι καλύτεροι και πιο αξιόπιστοι πρεσβευτές της χώρας μας. Τους ευχαριστούμε λοιπόν για την κατάθεση ψυχής που έκρυβε πόνο και πικρία αλλά και όμορφες, γλυκές αναμνήσεις. Πιστεύω πως προσωπικά ωφελήθηκα διπλά, γιατί, κοντά στις ωφέλειες που ομολογούν πως αποκόμισαν οι μαθητές μου, απέκτησα και αρκετούς καλούς φίλους.
Ευχαριστώ τους μαθητές μου που πίστεψαν πως μπορούμε μαζί να κάνουμε κάτι αξιόλογο, που δεν είδαν την εργασία μας σαν μια ακόμη σχολική δραστηριότητα αγγαρεία αλλά σαν μια ευκαιρία για δημιουργική έρευνα, προσωπικό βίωμα, νέες γνωριμίες, για ένα θέμα τόσο κοντινό και συνάμα τόσο απόμακρο και ξένο .Η από κοινού έρευνα μάς έφερε πιο κοντά εκτός σχολικής τάξης και έδωσε στους μαθητές την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους, κάτι για το οποίο αποτελεί πρόσφορο έδαφος η μελέτη της τοπικής ιστορίας.
Ευχαριστώ θερμά το συνεργάτη μου στην παρούσα εργασία και Διευθυντή του Γυμνασίου μας κ. Μεσάικο Δημήτριο με τον οποίο μοιραστήκαμε όλο αυτό το διάστημα τις ανησυχίες και τις όποιες δυσκολίες προέκυπταν. Η συνεργασία του μαζί του με τιμά για δεύτερη φορά μια που στο παρελθόν συνεργαστήκαμε και πάλι σε εργασία με θέμα Λαϊκός πολιτισμός: «Αφιέρωμα στην παραδοσιακή ενδυμασία των κατοίκων του Ν. Σουλίου». Ανταποκρίθηκε, όπως πάντα, πρόθυμα, με ζήλο και με ξεχωριστή αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Ν. Σούλι.
Εδώ θα πρέπει να ευχαριστήσω πολύ τον προϊστάμενο των Γ.Α.Κ. (Γενικών Αρχείων του Κράτους) κ. Τσαρούχα Γιάννη και τους συνεργάτες του που έδειξαν προθυμία να μας εξυπηρετήσουν.
Τελειώνοντας αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω το σύζυγό μου Ελευθεριάδη Κωνσταντίνο που καθ’ όλη την πορεία της εργασίας πρόσφερε την ηθική του συμπαράσταση αλλά και ουσιαστική βοήθεια με τη γνώση και την εμπειρία του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Αβραμίδου Χαρά







ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60, Θανάσης Βαλτινός, Αθήνα 1989.
2. Οι Έλληνες στη Νυρεμβέργη 1960-2006, Ελληνική Κοινότητα Νυρεμβέργης υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, Νυρεμβέργη 2006.
3. Η μετανάστευσις (ως ψυχολογικό και κοινωνικό – οικονομικό πρόβλημα), Ν. Παπαδόπουλος, Θεσ/νίκη 1971.
4. Εφημερίδα «Καθημερινή» 24-25 Μαρτίου 2007.
5. Εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» 15 Σεπτεμβρίου 2007.
6. Έκθεση Φωτογραφίας για την ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία 1960-80 που διοργάνωσε το Goethe Institut Θεσ/νίκης στα πλαίσια των 42ων Δημητρίων από 14/9 – 28/10/2007.
7. Γ.Α.Κ., Αρχεία Νομού Σερρών.
8. Συλλογή πρωτότυπου φωτογραφικού υλικού και προσωπικών εγγράφων από τα ιδιωτικά αρχεία των μεταναστών.
9. Προσωπικές συνεντεύξεις μεταναστών από το Ν. Σούλι.




Χορηγοί:
1. Σύλλογος Γυναικών Ν. Σουλίου
2. Ποτοκίνηση Σερρών



Καταγραφή - Προσαρμαγή εργασίας στο διαδίκτυο
Αθανασιάδης Αθανάσιος