1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

ΕΘΙΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΙΚΑ

 

 

Στο Νέο Σούλι και στα υπόλοιπα Δαρνακοχώρια

 

Ο Γάμος, ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, ως τελετή διατηρείται, αιώνες τώρα, ίδιος και απαράλλαχτος. Από τα έθιμα όμως γύρω απ' αυτόν, λίγα μόνο διατηρούνται, μερικά κοινά σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι όμως σχεδόν πανομοιότυπα σ' όλα τα λεγόμενα Δαρνακοχώρια του Ν. Σερρών. Ο Γάμος, από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια, ήταν και είναι σταθμός στην ιστορία του ανθρώπου. Δύο άνθρωποι, με τις ευχές των γονιών τους και τις ευλογίες της Εκκλησίας, καλούνται «εις γάμου κοινωνίαν» «εις σάρκα μίαν», να μοιραστούν τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Παράλληλα, ήταν και μία δοκιμασία για όλους, με ταλαιπωρίες και έξοδα. «Αν δεν παντρέψεις κι αν δεν χτίσεις, δεν ξέρεις τι θα πει ταλαιπωρία», λέγεται χαρακτηριστικά μέχρι σήμερα .

Τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τα νεώτερα χριστιανικά χρόνια, μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, τον πρώτο λόγο για το γάμο τον είχαν συνήθως οι γονείς. Στις παλιότερες μάλιστα, καθαρά ανδροκρατούμενες κοινωνίες το λόγο είχε ο πατέρας. Τα παιδιά, εξάλλου, δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες να γνωριστούν, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο νέος γνώριζε τη μέλλουσα σύζυγο του είτε στην εκκλησία είτε σε κανένα πανηγύρι, ή στα νεώτερα χρόνια, μετά τον πόλεμο στο «νυφοπάζαρο», στη βόλτα του χωριού.

Όταν ένας νέος του χωριού θελήσει να ζητήσει σε γάμο μια νέα  του χωριού του, ή από άλλο χωριό, δεν πηγαίνει ο ίδιος στους γονείς της νέας, αλλά στέλνει ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και πάντοτε με τη συγκατάθεση των γονιών του, το δε πρόσωπο αυτό λέγεται προξενητής και διαχειρίζεται την υπόθεση του συνοικεσίου. Σε άλλες περιπτώσεις οι παππούδες αναλάμβαναν το προξενιό, εφ' όσον τους άρεσε το σόι του γαμπρού. Ο προξενητής (συνήθως γυναίκα) πήγαινε στο σπίτι του Κοριτσιού και όταν οι γονείς τον ρωτούσαν «πώς και έτσι ήρθες», αυτός απαντούσε «Ήρθα για προξενιό στο κορίτσι, θέλω να γυρέψω το κορίτσι σας για το τάδε παλικάρι». Στη συνέχεια ο πατέρας έλεγε: «θα ρωτήσω χι την κόρη μου και θα το σκεφτούμε». Ο προξενητής έφευγε, αλλά επαναλάμβανε τις επισκέψεις του και δύο και τρεις και περισσότερες φορές, αν χρειαζόταν, έως ότου πετύχει το στόχο του.

Σε περίπτωση επιτυχίας του συνοικεσίου, ο προξενητής κανόνιζε και το ποσόν και το είδος της προίκας, γιατί η προίκα δεν δίδεται μόνο σε μετρητά, αλλά και σε είδη (κτήματα, ζώα, καρποφόρα δέντρα, κλπ.) και ό,τι υποσχεθούν οι γονείς της νέας κατά την συζήτηση μαζί του, υποχρεωτικά πρέπει να δοθεί στο γαμπρό. Ρωτούσε σχετικά με την προίκα ο προξενητής: «Τι δίνετε στο κορίτσι σας;». Άλλοι πάλι έλεγαν «Ό,τι αγαπά το κορίτσι». Η συμφωνία γινόταν προφορικά στο Ν. Σούλι, ενώ σ' άλλες περιοχές του Ν. Σερρών συντασσόταν σχετικό συμβόλαιο, το προικοσύμφωνο, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω .

Αφού είχαν προηγηθεί οι διαβουλεύσεις από μέρους του προξενητή, για την οικονομική κατάσταση της νύφης, ο προξενητής πήγαινε στο σπίτι των γονιών του γαμπρού και ανέφερε τα σχετικά με τη συζήτηση που έκανε για το τι θα πάρει η νύφη ως προίκα. Δεν ήταν όμως σπάνιο και το «κλέψιμο της νύφης», όταν οι δύο νέοι συναντούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια .

Αν το κορίτσι και οι γονείς του δέχονταν την πρόταση, ο προξενητής την άλλη μέρα έπαιρνε δώρο από το «παλικάρι» (έτσι έλεγαν τον νέο στα Δαρνακοχώρια) και το πήγαινε στο κορίτσι, και δώρο από το κορίτσι και το πήγαινε στο παλικάρι.  

Τα δώρα αυτά τα ονόμαζαν «σ'μάδια», δηλαδή σημάδια, και ήταν η συμφωνία για τον αρραβώνα.Η προίκα του κοριτσιού περιελάμβανε: υφαντά, σεντόνια, παπλώματα, ρούχα, τραπεζομάντιλα, καρέδες, κουβερτόνια κ.α. Επίσης είδη οικιακής χρήσης, π.χ. καζάνια (για το πλύσιμο των ρούχων), ταψιά, σιφουνιέρες (ντουλάπες), φουρκάλια κλπ.  Δεν έλειπαν βέβαια τα κτήματα, χρήματα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονιών του κοριτσιού και ό,τι άλλο μπορούσε να προσφέρει ο πατέρας της νύφης.   Δεν έλειπαν βέβαια τα κτήματα, χρήματα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονιών του κοριτσιού και ό,τι άλλο μπορούσε να προσφέρει ο πατέρας της νύφης. Η κόρη κεντούσε, ύφαινε και έπλεκε μόνη της τα προικιά της. Έπλεκε και κάλτσες, τα γνωστά ως «τσουράπια», 30-40 ζευγάρια. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή - εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις και τον έλεγαν Χαρά, γιατί όλο το χωριό, κατά κάποιο τρόπο, χαιρόταν. Χαιρόταν ο νέος και η νέα που επρόκειτο να παντρευτούν. Χαιρόταν οι γονείς τους, οι συγγενείς τους και όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι χαίρονταν, διότι θα φορούσαν τα καλά τους, θα έτρωγαν εκλεκτά φαγητά - που τα στερούνταν τις άλλες μέρες θα έπιναν ρακί, θα τραγουδούσαν και προπαντός, θα χόρευαν με νταούλια και ζουρνάδες ή με ακορντεόν.

Τα προικιά απλώνονταν στο σπίτι της νύφης από την Παρασκευή. Η νύφη έβγαζε την προίκα από τα σεντούκια: τα κιλίμια, τα σεντόνια, τα μαντήλια, τα τραπεζομάντιλα, τα πλεκτά, τα τσιουράπια, τα κεντήματα. Κορίτσια (συνήθως φίλες και συγγενείς της νύφης) έπλυναν και σιδέρωναν τα προικιά μια βδομάδα πριν το γάμο. Έστηναν ένα κόκκινο βελούδινο πανί στον τοίχο, όπου καρφίτσωναν την προίκα πάνω σ' αυτό ή στο «τσιαρντάκι», ένα σχοινί που έδεναν γύρω - γύρω στο σαλόνι κι έστηναν πάνω σ' αυτό την προίκα. Όλα έμπαιναν με τάξη για να πετυχαίνεται ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα και τελευταίο έμπαινε το νυφοστόλι, μάλλινο σεντόνι που σκεπάζει τον τοίχο. 

Μπροστά σ' αυτό δέχεται αργότερα η νύφη τις ευχές και τα δώρα των συγγενών της, συνήθως χαρτονομίσματα - παλιότερα και λίρες ή ντούμπλες - που τα καρφιτσώνουν μπροστά στο στήθος της, αφού προηγουμένως κάνει τις απαραίτητες «μετάνοιες». Η νύφη ό,τι ήταν να πάρει, το πήρε. Είναι χαρακτηριστική η φράση: «Ό,τι πάρ' η νύφ' στο νυφοστόλ'».Όταν τελείωνε όλη η διαδικασία του στήσιμου της προίκας, όλο το χωριό περνούσε για να θαυμάσει τα εκθέματα. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, οι υπηρέτες - μ' ένα μαντήλι στο βραχίονα, κερνούσαν τον κόσμο λουκούμι ή ρακί. Κατά το μεσημέρι, αντιπροσωπεία του γαμπρού, ερχόταν με όργανα για να παραλάβει την προίκα. Για να παραδοθεί όμως η προίκα, έπρεπε ο γαμπρός να τάξει ένα δώρο που κάποτε ήταν ένας πετεινός, ένα αρνί, ένα τραπέζι (γεύμα), ενώ αργότερα εξελίχθηκε σ' ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Παραθέτουμε δύο τραγούδια που τραγουδούσαν όταν ανέβαζαν στο κάρο την προίκα, και όταν αποχωρούσε η νύφη από το πατρικό της .

 

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

να ζήσουν να γεράσουν

και να ασπρομαλλιάσουν.

   

Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός

να ζήσει κι ο κουμπάρος

να στεφανώσει κι άλλους.

   

Χαρά στα μάτια του γαμπρού

που διάλεξαν τη νύφη,

το πιο όμορφο κορίτσι.

   

Σήκω γαμπρέ μ' το χέρι σου

και κάμε το σταυρό σου

και παρακάλα το θεό

να ζει το στέφανο σου.

   

Κουμπάρε που στεφάνωσες

τα δυο τα κυπαρίσσια να σ' αξιώσει ο θεός

να κάνς και βαφτίσια.

   

Να τους χαρίσει ο θεός

αγγελικά παιδάκια

μ' ολόσγουρα μαλλάκια.

 

 

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΜΦΗΣ

 

Μάνα μου τα λουλούδια μου

συχνά να τα ποτίζεις 

μάνα μου γλυκεία.

 

Και την αυγούλα με δροσιά

να τα κορφολογίζεις

μάνα μου γλυκεία.

 

Αφήνω γεια στην γειτονιά

σ' όλα τα παλικάρια

μάνα μου γλυκεία.

 

Αφήνω γεια στις έμορφες

σ' όλες τις μαυρομάτες

μάνα μου γλυκεία.

 

Τόνα θα πίνει το πρωί

τ' άλλο το μεσημέρι

μάνα μου γλυκεία.

 

Το τρίτο το φαρμακερό

θα πίνει όταν βραδιάζει

μάνα μου γλυκεία.

 

Φεύγω μανούλα μ' φεύγω

αχ πάγω στην ξενιτιά

μάνα μου γλυκεία.

 

Δώσε μου την ευχήν σου

αχ δεν θα με βλέπεις πιας

μάνα μου γλυκεία.

 

Η μεταφορά της προίκας γινόταν με άλογα, αργότερα με κάρα που τα έσερναν περήφανα άλογα, κατάλληλα στολισμένα με άσπρα μαντίλια στα αυτιά ή στα χαλινάρια. Παλιότερα, στην κλειστή κοινωνία, οι γάμοι ήταν συνήθως καθαρή υπόθεση μεταξύ των νέων του χωριού, σπάνια γινόταν «εξαγωγή» ή «εισαγωγή» γαμπρού ή νύφης. Σήμερα, με την εκμηδένιση των αποστάσεων, τα Δαρνακοχώρια τείνουν να γίνουν ένα μεγάλο χωριό. Το σχέδιο «Καποδίστριας», με την υποχρεωτική ένταξη και ενοποίηση όμορων χωριών σε Δήμους, κινείται και προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

 

ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ

 

Τα προικοσύμφωνα έχουν την αρχή τους στον τόπο μας από το 1830 ίσως. Κι αυτό δημιουργήθηκε από ζητήματα χωρισμού του αντρόγυνου ή θανάτου της γυναίκας, χωρίς ν' αφήσει απογόνους, οπότε η προίκα έπρεπε να επιστραφεί στο πατρικό της σπίτι. Τα προικοσύμφωνα κανένα άλλο σκοπό δεν είχαν. Ο γαμπρός δεν θα' δινε λογαριασμό στον κόσμο για την προίκα, που έπαιρνε.

Το ζήτημα της μεγάλης προίκας σε είδη ρουχισμού, που για τις περισσότερες οικογένειες ήταν μεγάλο πρόβλημα, από το 1733 απασχόλησε σοβαρά και την Εκκλησία, όπως προαναφέραμε, τη μόνη Αρχή, στα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς .

Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος, όπως και στο Ν. Σερρών, εκτός από τη μεγάλη προίκα σε είδη ρουχισμού έδιναν και μετρητά. Έτσι ένα κορίτσι, για να παντρευτεί, δεν ήταν αρκετό να είναι όμορφο και νοικοκυρά, αλλά έπρεπε να διαθέτει και μεγάλη προίκα. Όταν μια οικογένεια είχε ένα μόνο κορίτσι, το πράγμα ήταν υποφερτό. Τον καιρό όμως εκείνο οι άνθρωποι έκαναν πολλά παιδιά, οπότε όταν ένα σπίτι είχε πολλά θηλυκά μπορεί κανείς να φανταστεί το μέγεθος του προβλήματος.

 

 

Καλαθά Άννα (Φιλόλογος)

Αβραμίδου Χαρίκλεια (Φιλόλογος)

Προσαρμογή εργασίας:

Αθανασιάδης Αθανάσιος

athanasiadi@sch.gr