1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ    ΚΑΤΟΧΗ (1941-44)

Οι Βούλγαροι ξαναήρθαν και πάλι κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μπήκαν στην περιοχή των Σερρών κατακτητές, ως σύμμαχοι των Γερμανών, στις 24 Απριλίου του 1941.

Εφάρμοσαν και πάλι τις ίδιες μεθόδους καταπίεσης, ίσως μάλιστα τώρα με μεγαλύτερο μίσος και πάθος, τρομοκρατία, βία, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς και γενικά χρήση κάθε μέσου, με σκοπό τον αφελληνισμό της περιοχής.

Έτσι, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία κι άνοιξαν βουλγαρικά, επέβαλαν υποχρεωτική ως ε­πίσημη τη βουλγαρική γλώσσα, τρομοκράτησαν τον πληθυσμό να δεχθεί με δήλωση τη βουλγαρική υπηκοότητα, εκβίαζαν δελεαστικά να γραφτούν «Βούλγαροι» δίνοντας τους ζάχαρη, λάδι και σαπούνι, γιατί αλλιώς τους περίμενε θάνατος από πείνα, συνέλαβαν και φυλάκισαν ή εκτόπισαν τους προύχοντες του τόπου, και άλλα πολλά.

Συγκεκριμένα, από την πόλη των Σερρών έπιασαν και φυλάκισαν το Γιατρό Ζαχαρόπουλο Ιωάννη, τον Ηρακλή Πρόβο, το Γεωργιάδη, τον Αναστασίου, κι άλλες προσωπικότητες της πόλης. Τον γιατρό μάλιστα τον Ζαχαρόπουλο Ι., που κατάγονταν από το Ν. Σούλι, τον εκτόπισαν από την πόλη των Σερρών και τον έστειλαν να υπηρετήσει γιατρός σε βουλγάρικα Νοσοκομεία του Ιστίπ και Πέρλεπε, που τότε ανήκαν στη Βουλγαρία.

Αλλά και στο Νέο Σούλι οι Βούλγαροι εφάρμοσαν τις ίδιες μεθόδους σκληρής συμπερι­φοράς προς τους κατοίκους. Αφού εγκατέστησαν Πρόεδρο της Κοινότητας (κμέτ) κάποιον Βοροσίλωφ, (έναν αδίστακτο, σκληρόκαρδο και μισέλληνα, λόγω της δολοφονίας των γονιών του κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στο χωριό Τσιτσιλίκοβο -σημερινό Αναγέννηση- Σερρών) και Αστυνομία στο σημερινό κτίριο του Γυμνασίου, άρχισαν την τρομοκρά­τηση με καθημερινές συλλήψεις «τάχα» υπόπτων ανδρών, με πολύωρες ανακρίσεις και άγρι­ους ξυλοδαρμούς στα υπόγεια της Αστυνομίας, όπου ήταν και τα κρατητήρια.

 

Ξεκλήρισμα   της   οικογένειας   Δεδούση

Το αποκορύφωμα όμως της Βουλγαρικής θηριωδίας πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 1944 με το ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας, της οικογένειας του Δεδούση Θεοφάνη με τον πιο φρικτό τρόπο1 .

«Η υπόθεση αυτή έχει πολύ μεγάλη ιστορία, άρχισε από την εποχή του 1913!» μας είπε, βαριαναστενάζοντας ο γέροντας Κυριακόπουλος Γιώργης («ο Βλάχος») του Θεολόγη, που ζει στο Νέο Σούλι σε ηλικία 77 ετών.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1913 «κυκλοφόρησε» η φήμη ότι ο Θεοφάνης Δεδούσης, γνωστός με το παρατσούκλι «Μπραΐμης», μαζί με τον Δημήτρη Νιζάμη κι έναν με­θυσμένο τον Βασίλη Τζαμπάζη, που αυτός τράβηξε το σχοινί, σκότωσαν (κρέμασαν) κάποιον Μ. Ναούμ. Το θύμα είχε (μαζί με τον αδελφό του Κυριάκο) το Μοναστηριακό νερόμυλο στην τοποθεσία λίγο πιο κάτω από τους νερόμυλους της Δερβέσιανης, και θεωρούνταν «ύποπτος» ότι τροφοδοτούσε με αλεύρι τους Βουλγάρους κομιτατζήδες στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.

Στις 10 Μαρτίου2 του 1944 (ημέρα Παρασκευή) ένα Βουλγάρικο στρατιωτικό απόσπασμα πηγαίνοντας προς το Αγιο Πνεύμα περνούσε από το Ν. Σούλι και μόλις είχε φθάσει στην εί­σοδο του χωριού, στο Δημοτικό σχολείο περίπου, ακούστηκαν πυροβολισμοί από την περιοχή, όπου βρισκόταν το σπίτι του Θεοφάνη Δεδούση και μάλιστα τραυματίστηκε ένας φαντά­ρος της εμπροσθοφυλακής και το τραύμα του το περιποιήθηκε πρόχειρα ένας γιατρός, ο γαμπρός του Βαϊδη. Οι πυροβολισμοί αυτοί, άλλοι «λένε» ότι προήλθαν από Έλληνες αντιστα­σιακούς αντάρτες του βουνού κι άλλοι ότι ήταν βουλγάρικη σκηνοθεσία, («προβοκάτσια») ρίχτηκαν δηλαδή από δικούς τους ανθρώπους «βαλτούς» (πρισέλνικους) γι' αυτή τη δουλειά.

Το σπίτι του Θεοφάνη Δεδούση ήθελαν οι Βούλγαροι να το επιτάξουν από μέρες, όπως είχαν κάνει και το στην απέναντι πλευρά σπίτι του Παράσχου Κώστα, για να επιβλέπουν την είσοδο στο χωριό, αλλά αυτός αρνιόταν, με τη δικαιολογία ότι δεν εύρισκε μέρος να εγκατα­στήσει την πολυμελή οικογένεια του. Ενώ παράλληλα οι Βούλγαροι είχαν και κάποιες υποψί­ες ότι στο σπίτι του ήταν κρυμμένα όπλα και τρόφιμα.

Το επεισόδιο του πυροβολισμού λοιπόν αυτό έγινε αφορμή να συλληφθούν την ίδια μέρα 70 περίπου άτομα (άνδρες), ανάμεσα τους όλοι οι άνδρες της οικογένειας του Θ. Δεδούση, να οδηγηθούν στο Δημοτικό σχολείο και ν'αρχίσουν οι ανακρίσεις με ταυτόχρονο ξυλοδαρμό και μαστιγώματα όλη τη νύχτα. Μεταξύ των κρατουμένων ανταλλάσσονταν και κάποιες σκέψεις στα αγωνιώδη ερωτήματα: «τί θα πούμε στην ανάκριση;» ή «τί θα μας κάνουν;». Φυσικά επικράτησε η άποψη, που διατυπώθηκε από τον Νιζάμη Δημήτρη, που είπε: «Μείς είμαστι ξιγραμμέν', ας θυσιαστούμι αλλά. δεν πρέπ' να πούμι τίποτα στς Βουργάρ' γιατί να ξέρτι τότι του κακό θ' νι μιγαλίτιρου, θα κάψουν όλο του χουργιό!».

Την άλλη μέρα (Σάββατο) πάλι τους έδωσαν «ένα καλό μάθημα ξυλοδαρμού» και στη συ­νέχεια άφησαν ελεύθερους τους περισσότερους και κράτησαν μερικούς «για περαιτέρω ανάκριση» στην πόλη των Σερρών. Οι κρατούμενοι αυτοί ήταν: (Από την οικογένεια Δεδούση)

1)    Δεδούσης Θεοφάνης του Αναστασίου

2)    Δεδούσης Βασίλειος του Θεοφάνη (γιος)

3)    Δεδούσης Δημήτριος          «            «

4)    Δεδούσης Ιωάννης            «            «

5)    Δεδούσης Κωνσταντίνος     «            «         και μαζί μ' αυτούς οι συγχωριανοί τους:

6)    Νιζάμης Δημήτριος του Αντωνίου

7)    Γρηγοριάδης Αθανάσιος του Στεργίου

8)    Γκόγκας Αθανάσιος του Δημητρίου

9)    Γκόγκας Γεώργιος του Αθανασίου

10)  Κωνσταντινίδης Θεόδωρος

11)  Παλιάτσος Δημήτριος

12)  Παπαντωνίου Δημήτριος του Αντωνίου

13)  Μούτσιος Αθανάσιος του Κων/νου

14)  Παράτας Αθανάσιος του Ιωάννη (οι 3 τελευταίοι καταγόταν από το Αγιο Πνεύμα που κατά λάθος τους συνέλαβαν οι Βούλγαροι, γιατί απλώς βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στο χωριό).

Αντί όμως να τους πάνε στην πόλη, τους οδήγησαν στους στρατώνες των «Ιππικών» (σημερινό στρατόπεδο «Εμμανουήλ Παπάς») έξω από την πόλη των Σερρών. Εκεί άφησαν (πέταξαν) τρεις μισοπεθαμένους στο δρόμο γιατί τους νόμισαν νεκρούς, τους περιμάζεψαν και τους περιποιήθηκαν περαστικοί, με αποτέλεσμα να είναι και οι μόνοι που σώθηκαν. Οι «τυχεροί» που γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο ήταν ο Παλιάτσος Δημήτριος, ο Κωνσταντινίδης Θεόδωρος και ο Γκόγκας Γεώργιος του Αθανασίου.

Τους υπόλοιπους όλους, αφού συνέχισαν να τους δέρνουν αλύπητα και να τους ανακρίνουν και με άλλα βασανιστήρια όλη τη μέρα, το βράδυ της Κυριακής τους εκτέλεσαν και τους έθαψαν σε ομαδικό τάφο κοντά στο ποτάμι του Αϊγιάννη, σ' ένα αυλάκι ενός νερόμυλου του Γενή-Δερμέν.

Μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 τους βρήκαν οι συγγενείς τους και τους μετέφεραν για να τους θάψουν χριστιανικά στα κοιμητήρια του χωριού.

Το απόγευμα της Κυριακής ο Βούλγαρος πρόεδρος της Κοινότητας συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους στην πλατεία και τους μίλησε για τα γεγονότα, λέγοντας τα εξής: «Ο,τι έγινε-έγινε ως τώρα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικό,, θα σας παρακαλέσω όμως από δω και πέρα να καθίστε φρόνιμα, γιατί έχουμε να κάνουμε με το Στρατό!».

Το φρικτότερο όμως έγκλημα σχεδιάστηκε3 την επόμενη μέρα και ήταν 13 Μαρτίου 1944.

Πράγματι το πρωί της Δευτέρας ξεκίνησαν όλοι για τις δουλειές τους, όταν ξαφνικά ακούστηκαν ριπές όπλων από το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου (Προδρομούδ') και είδαν με έκπληξη να έρχεται Βουλγαρικός στρατός προς το χωριό. Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι του Δεδούση Θεοφάνη, το περικύκλωσαν κι αμέσως έβαλαν φωτιά ρίχνοντας εμπρηστικές χειρο­βομβίδες και τότε μέσα σε λίγα λεπτά τα πάντα έγιναν κόλαση φωτιάς και στάχτη. Δυστυχώς μαζί με το σπίτι κι όλα τα υπάρχοντα κάηκαν ζωντανοί τέσσερις (4) γυναίκες κι ένας (1) άνδρας. Όλοι ήταν από την οικογένεια Δεδούση:

1)     Δεδούση Παναγιώτα (Παναγή) σύζυγος του Θεοφάνη.

2)    Δεδούση Βαΐα του Θεοφάνη (θυγατέρα).

3)    Δεδούση Στεργιανή (Στέλλα) σύζυγος του Κων/νου (νύφη).

4)    Δεδούση Βασιλική του Αναστασίου (εγγονή από το γιο του τον Ανάσταση).

5)    Δεδούσης Αναστάσιος του Θεοφάνη (γιος).

Το τί προηγήθηκε μέσα στο σπίτι κανένας δεν ξέρει, εκείνο πάντως που είναι βέβαιο είναι ότι ή τους είχαν δεμένους ή οπωσδήποτε τους εμπόδισαν έτσι, ώστε να μη μπορούν βγουν έξω, για να σωθούν, με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί οι άτυχες γυναίκες και ένας από τους γιους του Θεοφάνη, τον οποίο είχαν αφήσει οι Βούλγαροι από τους κρατούμενους στο Σχολείο επίτηδες και τον είχαν σε συνεχή παρακολούθηση κι αυτός πήγε να προστατεύσει τις γυ­ναίκες στο πατρικό του σπίτι.

Απ' όλα αυτά όμως τα τραγικά γεγονότα, ίσως με επέμβαση της Θείας Πρόνοιας, επέζη­σαν από την οικογένεια του Θ. Δεδούση ένας γιος του, ο Νικόλαος (παππούς του υδρονομέα Θεοφάνη Δεδούση) και μία κόρη του, η Χρυσούλα (συζ. αργότερα  Κωνσταντινίδη Θεόδωρου), γιατί έτυχε τη στιγμή εκείνη να βρίσκονται σε γειτονικό σπίτι για κάποια δουλειά !!

 

1 Τις πληροφορίες σχετικά με το φρικιαστικό έγκλημα της οικογένειας Δεδούση μας έδωσαν οι 1) Γκιουζέλης Αριστοτέλης του Δημητρίου ετών 90 κάτοικος Ν. Σουλίου 2) Γεώργιος Κυριακόπουλος του Θεολόγη (ο Βλάχος) ετών 77 κάτοικος Ν. Σουλίου 3) Πατραμάνης Χρηστάκος του Δούκα συνταξιούχος ΑΤΕ ετών 67 κάτοικος Σερρών και 4) Δεδούσης Θεοφάνης του Νικολάου ετών 62, ο υδρονομέας του χωριού, κάτοικος Ν. Σουλίου, εγγονός του θύματος, όπως άκουσε την ιστορία από τον πατέρα του, τον μόνο επιζήσαντα της οικογένειας.

2 Γύρω από το θέμα της ημερομηνίας τον γεγονότων αυτών υπάρχει κάποια σύγχυση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έγιναν το 1943 κι άλλοι το 1944. Ο Κυριακόπουλος Γεώργιος «ο Βλάχος» όμως θυμάται πολύ καλά και είναι, βέβαιος ότι έγιναν στις 10-13 Μαρτίου του 1944, γιατί α) το 1942 και μέχρι τα Χριστούγεννα του 1943 ήταν όμηρος «ντουρντουβάκι» στη Βουλγαρία και β) ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.

3 «Λέγεται» ότι μία από τις αιτίες για το ξεκλήρισμα της οικογένειας Δεδούση ήταν μια «ταμπακέρα». Η ταμπακέρα αυτή ήταν του δολοφονημένου Ναούμ στο νερόμυλο κι ότι βρέθηκε στα χέρια του Δεδούση Θεοφάνη. Η εκδοχή αυτή είναι πολύ απίθανη και παράλογη, γιατί δεν πιστεύουμε ότι κάποιος που έχει διαπράξει ένα έγκλημα θα «κουβαλάει μαζί του ενοχοποιητικά στοιχεία», όπως ήταν η περίπτωση της ταμπακέρας!

 

Γ.  Κόκκινος