|
ΕΠΙΛΟΓΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
|
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το Νέο Σούλι Σερρών είναι ένα από τα γραφικότερα και παλαιότερα χωριά του
νομού μας, όπως και τα υπόλοιπα Δαρνακοχώρια, Πεντάπολη, Χρυσό, Εμμανουήλ
Παπάς, Άγιο Πνεύμα. Η ιστορία του συνδέεται με την ιστορία της ευρύτερης
περιοχής από τα προϊστορικά χρόνια.
Στην εργασία που ακολουθεί, παρακολουθούμε την πορεία του στο πέρασμα των
αιώνων και προσπαθούμε να καταγράψουμε ό,τι μπορεί να διασωθεί σήμερα: το
τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τα έθιμα του χωριού, την παλιά ενδυμασία και τα
παραδοσιακά σπίτια μακεδονικού τύπου, τα δημοτικά τραγούδια καθώς και
παλαιότερους τρόπους καλλιέργειας και παραγωγής προϊόντων.
Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένα σε θέματα που αφορούν στον
τόπο τους, όπως έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια και από προηγούμενες
περιβαλλοντικές εργασίες.
Η υπεύθυνη
Άννα Ν. Καλαθά
Το Νέο Σούλι είναι ένα από τα πέντε Δαρνακοχώρια του νομού Σερρών (Για την
ονομασία «Δαρνάκας»). Πρόκειται για πέντε χωριά – Νέο Σούλι,
Άγιο Πνεύμα, Εμμανουήλ Παπάς, Πεντάπολη, Χρυσό – χτισμένα σχεδόν στους
πρόποδες του Μενοικίου όρους και ανατολικά της πόλης των Σερρών. Το πιο
κοντινό στην πόλη (8 χλμ.) είναι το Νέο Σούλι αν και σε παλαιότερες εποχές
που δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι χρειαζόταν δυο ώρες ποδαρόδρομος
για να φτάσει κανείς. Οι κάτοικοί του έχουν κοινή καταγωγή, παρόμοιο
γλωσσικό ιδίωμα, ήθη, έθιμα και τραγούδια.
Στο λόφο της Αγριάνστας, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του χωριού δίπλα στο
χείμαρρο «Μπεκιάρη», έχουν βρεθεί θραύσματα αγγείων (όστρακα) που
μαρτυρούν τη ύπαρξη οικισμού από τα προϊστορικά χρόνια. Το τοπωνύμιο «Αγριάνστα»
συγγενεύει με την ονομασία ενός θρακικού φύλου τους «Αγριάνες» που
κατοικούσε Β.Α. του Στρυμόνα και αφομοιώθηκε αργότερα από τους Μακεδόνες.
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής του νομού Σερρών πρέπει να ήταν οι
Παίονες, ένα πρωτοελληνικό φύλο, που αφιέρωνε αγάλματα στην Ολυμπία και
ίδρυε «κοινόν» μόνο με Έλληνες (αποδεικτικά στοιχεία ελληνικής καταγωγής).
Τα ονόματά τους επίσης ήταν ελληνικά και ο Ηρόδοτος τους αναφέρει ως
ελληνικό φύλο (βιβλίο V, 23-24).
Η αρχαία πόλη «Σίρις» δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίσθηκε, αλλά οι
κάτοικοί της και οι κάτοικοι της γύρω υπαίθρου ονομάστηκαν Σιροπαίονες.
Αργότερα εμφανίστηκαν και άλλα πρωτοελληνικά φύλα όπως: Παίοπλοι που
κατοικούσαν σε διάφορους οικισμούς μεταξύ σημερινού Νέου Σουλίου και Νέας
Ζίχνης, Δόβηρες που κατοικούσαν ανάμεσα στην Νέα Ζίχνη και στην Αλιστράτη,
Ηδωνοί ή Ήδωνες, που ήταν από τις αρχαιότερες θρακικές φυλές και
κατοικούσαν γύρω από το Παγγαίο. Όταν οι Σιροπαίονες υποτάχθηκαν στους
Πέρσες το 513 π.Χ. και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην Ασία για 15 χρόνια, την
περιοχή τους την κατέλαβαν οι Οδόμαντες προερχόμενοι από την περιοχή του
Παγγαίου όρους. Από τότε η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής (Σίρις) ονομάστηκε
Σίρις η Οδομαντική. Αρχικά οι Οδόμαντες εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία του
Παγγαίου και ήταν περιορισμένοι σ’ εκείνη την περιοχή. Αργότερα
επεκτάθηκαν σ’ όλη την περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στα βουνά Μενοίκιο,
Λαϊλιά, Άγκιστρο και στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα (Οδομαντική). Τελικά
τους υπέταξε ο Φίλιππος ο Β’ κι έκανε τμήμα του Μακεδονικού κράτους την
Οδομαντική. Μετά την άλωση της Τροίας εμφανίστηκαν οι Αγριάνες, Παίοπλοι,
Οδόμαντες, Βισάλτες, Ηδωνοί, Σιντοί, Μαίδοι, Σάτρες, Δόβηρες, Δέρρωνες,
Ορέσκιοι κ.ά. Όλοι θεωρούνται πως ήταν πρωτοελληνικά φύλα, χωρισμένα σε
αυτόνομα κράτη με δικό τους βασιλιά. Ο Φίλιππος ο Β’ και ο Μέγας
Αλέξανδρος κατάφεραν ν’ αφομοιώσουν τα Πελασγικά, Παιονικά και Θρακικά
φύλα και να κάνουν ισχυρό το μεγάλο Μακεδονικό βασίλειο. Στη συνέχεια
συνένωσαν τα ελληνικά φύλα της υπόλοιπης Ελλάδος σ’ ένα πανελλήνιο έθνος.
Στο «κοινό» Συνέδριο της Κορίνθου συμφώνησαν για ειρήνη και συμμαχία «πλην
Λακεδαιμονίων».
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο λόφο Αγριάνστα χρονολογούνται από τη
Νεολιθική εποχή και κάποια απ’ αυτά από την Κλασσική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή
και Τουρκοκρατία. Τα όστρακα που είναι διακοσμημένα με γραφίτη ανήκουν στη
ύστερη Νεολιθική εποχή (4.000 π.Χ. – 2.800 π.Χ.), ενώ τα μελανόμορφα στην
Κλασσική (480 π.Χ. – 338 π.Χ.).
Η ύπαρξη της Καστρινόστρατας, ενός λιθόστρωτου δρόμοι (Καλντερίμι), που
συνέδεε την πόλη των Σερρών με την Εγνατία οδό και περνούσε από πολλά
χωριά όπως και από το Νέο Σούλι, μαρτυρεί πως το χωριό υπήρξε στην
Ελληνιστική εποχή (338 π.Χ. – 146 π.Χ.) καθώς και στη Ρωμαϊκή (146 π.Χ. –
330 μ.Χ.).
Από την Ρωμαϊκή εποχή υπάρχει και μια μαρμάρινη στήλη- ορόσημο που
καθόριζε τα όρια της περιοχής των Φιλίππων και τα όρια των κτημάτων ενός
Ρωμαίου κτηματία δίπλα στο Νέο Σούλι. Η στήλη βρίσκεται στο αρχαιολογικό
μουσείο Σερρών. Μέχρι το 1997 φυλασσόταν στο ιερό του Αγίου Γεωργίου.
Είναι της εποχής του αυτοκράτορα Τραϊανού Νέρβα (98-117 μ.Χ.). Η περιοχή
και η πόλη των Σερρών υπάγονταν στη Ρωμαϊκή Επαρχία της Αμφίπολης. Νότια
του λόφου Αγριάνστα, βρέθηκαν δυο επιτύμβιες μαρμάρινες πλάκες. Η μία
βρίσκεται εντοιχισμένη σε βρύση στο προαύλιο της εκκλησίας Κοιμήσεως της
Θεοτόκου (Φωτ. 1) και η άλλη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.
Κατά την εκσκαφή (1998) για επανοικοδόμηση του παρεκκλησίου του Αγίου
Δημητρίου βρέθηκε τμήμα γυναικείου αγάλματος Ρωμαϊκής εποχής. Σε προαύλιο
σπιτιού βρέθηκε ένα σπάνιο χάλκινο νόμισμα Ρωμαϊκής εποχής από την εποχή
της «Αλεξανδρολατρείας». Ήταν ένας τρόπος ειρηνικής αντίδρασης των
Μακεδόνων κατά των Ρωμαίων, να κόβουν νομίσματα με το κεφάλι του Μ.
Αλεξάνδρου από τη μια πλευρά και ελληνικές επιγραφές από την άλλη. [Από το
βιβλίο του Γ. Κόκκινου «Νέο Σούλι Σερρών», Σέρρες 1998].
Στη βυζαντινή εποχή υπήρξε οικισμός στη θέση του Νέου Σουλίου, πράγμα που
επιβεβαιώνεται από ευρήματα Βυζαντινού ναού στο παρεκκλήσι του Τ.
Προδρόμου (σημερινά νεκροταφεία) και Βυζαντινών τάφων στην περιοχή
«Τούρκος». Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν πολλά μαρμάρινα
απομεινάρια του Βυζαντινού ναού. Ο ναός ήταν πιθανόν του 5ου ή 6ου μ.Χ.
αιώνα. Ο οικισμός ονομαζόταν στα Βυζαντινά χρόνια «Ουτούση» και ο κάτοικος
«Ουτουσινός» όπως μας πληροφορεί ο ιερομόναχος Γαβριήλ Κουντιάδης
[«Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ χωρίου της περιφέρειας Σερρών», 1925
Θεσσαλονίκη].
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Ανατολική Μακεδονία και στην περιοχή των
Σερρών άρχισε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1383 και τελείωσε τον Οκτώβριο του
1912, ύστερα από 530 χρόνια σκλαβιάς. Ο Δαρνακοχωρίτης Εμμανουήλ Παπάς
υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του Αγώνα κατά των Τούρκων στη Βόρεια Ελλάδα.
Αρκετά χρόνια πριν την απελευθέρωση έφυγαν από το χωριό οι τελευταίες
τουρκικές οικογένειες. Στο χώρο του σημερινού Γυμνασίου μέχρι τα 1914-15
υπήρχε τζαμί και νεκροταφείο. Στο Νέο Σούλι και στα άλλα Δαρνακοχώρια
εγκαταστάθηκαν κατά την εποχή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, Ηπειρώτες. Όπως
και στην υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ίσχυε κι εδώ ο θεσμός των
Κοινοτήτων. Τη διοίκηση ασκούσαν ο προεστός (πρόεδρος) και οι πρόκριτοι
(σύμβουλοι). Εκλέγονταν κάθε χρόνο από τη Γενική Συνέλευση του χωριού,
έπρεπε να είναι πάνω από 30 ετών, τίμιοι και ευκατάστατοι. Τα καθήκοντά
τους ήταν να υπολογίζουν το φόρο που αναλογούσε σε κάθε οικογένεια ανάλογα
με τις δυνατότητές της, να μαζεύουν τους φόρους και να τους παραδίδουν
στον φοροεισπράκτορα, να εκπροσωπούν την κοινότητα στις τουρκικές αρχές.
Εκδίκαζαν επίσης κτηματικές ή κληρονομικές διαφορές και ήταν υπεύθυνοι για
τη λειτουργία του σχολείου. Η παλαιότερη μαρτυρία για τη λειτουργία
δημοτικού σχολείου είναι από το 1852. Ο δάσκαλος πληρωνόταν από το ταμείο
της εκκλησίας, σε τουρκικές λίρες και για την επιβίωσή του βοηθούσαν και
οι μαθητές με ψωμί, αυγά, σταφύλια, ξύλα για τη σόμπα κ.ά.
Ο μακεδονικός αγώνας θεωρείται πως άρχισε το 1903 και ολοκληρώθηκε το
1908. Ουσιαστικά όμως ξεκίνησε το 1872 και τελείωσε το 1912-13, με τη λήξη
των Βαλκανικών πολέμων. Ξεκίνησε ως θρησκευτική αντιδικία μεταξύ των
Βουλγάρων Σχισματικών και των ορθοδόξων Χριστιανών της Μακεδονίας. Ο
πραγματικός σκοπός όμως ήταν ο σλαβικός επεκτατισμός, ιδίως μετά την
ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους. Οι Βούλγαροι προσπάθησαν αρχικά να
επεκταθούν στη Μακεδονία με προπαγάνδα, ίδρυση σχολείων και εκκλησιών της
εξαρχίας και τελικά με προπαγάνδα και άσκηση βίας από τους «κομιτατζήδες».
Από το 1903 έγιναν προσπάθειες να συγκροτηθούν στο νομό Σερρών αντάρτικες
ομάδες κατά των κομιτατζήδων. Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά (1904)
τονώθηκε η εθνική συνείδηση των Ελλήνων και ο αγώνας έγινε
αποτελεσματικότερος. Κέντρο των επιχειρήσεων υπήρξε το Ελληνικό Προξενείο
των Σερρών. Με τη συνεργασία του Προξένου, του Μητροπολίτη και του
Συλλόγου «Ορφεύς», που είχε λόγο ύπαρξης τη διοργάνωση καλλιτεχνικών και
αθλητικών δραστηριοτήτων, οι αντάρτικες ομάδες έδιωξαν τους κομιτατζήδες
από το Παγγαίο μέχρι το Μπέλες. Στο μακεδονικό αγώνα πήραν μέρος και
κάτοικοι των Δρανακοχωρίων και του Νέου Σουλίου όπως: ο Βενέτης Μιχάλης (Μιχαλούσης)
του Βασιλείου (1877-1961), Μπεντούλης Γεώργιος («Κώττας»), Μπομπότης ή
Μπιμπίτσιος Χρυσάφης («Πατραμάνης») και Σιώσιος Σωτήρης («Γιόρτσιος») του
Κωνσταντίνου (1857-1937).
Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, 1908 δίνεται αμνηστία ώστε να
παραδώσουν οι Μακεδονομάχοι και οι κομιτατζήδες τα όπλα τους στις
τουρκικές αρχές. Λέγεται ότι οι Νεοσουλιώτες δεν παρέδωσαν τα όπλα, αλλά
τα κράτησαν σε κρύπτη στο χωριό (βλ. βιβλίο Γ.Δ. Κόκκινου, «Ν. Σούλι
Σερρών»). Στις 4 Οκτωβρίου 1912 κηρύσσεται πόλεμος εναντίον της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) από τους συμμάχους Έλληνες, Σέρβους
και Βουλγάρους. Ενώ οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη και την περιοχή των
Σερρών, στις 24 Οκτωβρίου του 1912 εγκαταστάθηκε εδώ βουλγαρικός στρατός
ως ελευθερωτής αρχικά. Οι πανηγυρισμοί των Μακεδόνων για την απελευθέρωση
από τους Τούρκους δεν κράτησαν πολύ, γιατί φάνηκε πως οι Βούλγαροι ήρθαν
ως κατακτητές και επέβαλαν ένα κλίμα τρομοκρατίας. Αυτό το καθεστώς
κράτησε από τις 24 Οκτωβρίου 1912 μέχρι τις 17 Ιουνίου 1913 (πρώτη
βουλγαρική κατοχή), γιατί μετά την κήρυξη του Ελληνο-βουλγαρικού πολέμου
και τις νίκες του Ελληνικού στρατού στις μάχες του Λαχανά και του Κιλκίς,
οι βουλγαρικές αρχές εγκατέλειψαν την περιοχή των Σερρών. Τις ημέρες της
οπισθοχώρησης των βουλγάρων, κάποιοι κάτοικοι των γειτονικών χωριών που
ήταν πιστοί στην Εξαρχία ήταν έτοιμοι να ορμήσουν στο Σουμπάσκιοϊ (Νέου
Σούλι) για να το λεηλατήσουν. Οι κάτοικοι όμως εγκατέστησαν φρουρές, σε
καίρια σημεία του χωριού και το προστάτεψαν.
Στις 28 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι πυρπόλησαν την πόλη των Σερρών. Μέχρι το
απόγευμα της ίδιας μέρας προχώρησαν προς το Σουμπάσκιοϊ με σκοπό να
συνεχίσουν την υποχώρησή τους προς τα ανατολικά. Οι κάτοικοι του χωριού,
για ν’ αποφύγουν μια πιθανή πυρπόλησή του, έστησαν καπνόπανα πάνω σε
θυμωνιές, στο λόφο του Μπουζιάρου, καθώς και ελληνικές σημαίες. Οι
Βούλγαροι βλέποντας πως γύρισαν μόνο δυο ανιχνευτές στους, οι οποίοι τους
περιέγραψαν την κατάσταση, πίστεψαν πως στρατοπέδευσε ο ελληνικός στρατός
και έφυγαν αμέσως άλλοι προς Βροντού και άλλοι προς Σιδηρόκαστρο. Απ’ αυτό
το περιστατικό ο τότε μητροπολίτης Σερρών Απόστολος, ονόμασε το χωριό Νέο
Σούλι (1913) και η Πολιτεία καθιέρωσε τη νέα ονομασία το 1926.
Στις 1 Αυγούστου 1914 κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ των
δυνάμεων της «Αντάντ» και των δυνάμεων του «Άξονα». Τον Αύγουστο του 1916
οι Βούλγαροι με τη βοήθεια των συμμάχων τους Γερμανών, κατέλαβαν όλη την
Ανατολική Μακεδονία. Το Σουμπάσκιοϊ βρέθηκε και πάλι υπό Βουλγαρική κατοχή
(Β΄ Βουλγαρική κατοχή 1916-18). Ήταν πρόσφατες οι μνήμες από την
προηγούμενη κατοχή και μερικοί μακεδονομάχοι κατάφεραν να διαφύγουν στη
Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι ανάγκασαν τους κατοίκους να εκκενώσουν το χωριό
με την πρόφαση πως θα γινόταν μάχη με τους αγγλογάλλους. Όλοι εκτός από
τους κατάκοιτους και τους ανήμπορους γέροντες ταλαιπωρήθηκαν για μια
εβδομάδα και έφτασαν ως τον Εμμ. Παπά, στη Ν. Ζίχνη και Αλιστράτη. Όταν
επέστρεψαν, οι Βούλγαροι είχαν ολοκληρώσει το στόχο τους, τη λεηλασία του
χωριού.
Στις 23 Ιουνίου του 1917 οι Βούλγαροι συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες του
χωριού στην πλατεία και επέλεξαν 350 άτομα ηλικίας 17 μέχρι 50 ετών και
τους έστειλαν ομήρους στη Βουλγαρία. Οι συνθήκες διαβίωσης των ομήρων ήταν
άθλιες: έλλειψη καθαριότητας, λιγοστό φαγητό, πολλή δουλειά και ξύλο. Από
τους 350 Νεοσουλιώτες επιβίωσαν οι 180. Όμως κι αυτοί που έμμειναν στο
χωριό υπέφεραν από την καταπίεση των Βουλγάρων, τις αγγαρείες, τους
ξυλοδαρμούς, την πείνα. Ήταν χρονιές με άφθονο σιτάρι, το οποίο κατέληγε
στη Βουλγαρία. Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1918 ο Ελληνικός στρατός
ανακατέλαβε την περιοχή των Σερρών και τον Οκτώβριο άρχισαν να επιστρέφουν
οι όμηροι σε απελπιστική κατάσταση.
Στην εποχή του Μεσοπολέμου (μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) συνέβησαν
γεγονότα που επηρέασαν βαθύτατα τη μετέπειτα ιστορία της Ελλάδας. Η
διαμάχη μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ελευθερίου Βενιζέλου
ξεκίνησε το 1916 και κατέληξε στη διαίρεση του λαού σε «Αντιβενιζελικούς»
και «Βενιζελικούς». Ο «εθνικός διχασμός» κράτησε πάνω από 25 χρόνια και
έφερε συμφορές όπως η Μικρασιατική καταστροφή και διάφορες πολιτικές
αναταραχές. Και στο Νέο Σούλι έγιναν αδικαιολόγητες δολοφονίες, που
συσχετίζονται με την πολιτική κατάσταση της εποχής, όπως η δολοφονία του
Βενιζελικού Κυριακόπουλου Θανάση στα 1929, την ημέρα της γιορτής του.
Κάποιοι λένε πως δεν ήταν πολιτική δολοφονία, αλλά ότι τον σκότωσαν οι
αντίζηλοί του ή οι καπνέμποροι γιατί προσπαθούσε να προστατεύσει τα
συμφέροντα των αγροτών με το «συνεταιριστικό κίνημα». Οι δολοφόνοι του
έμειναν ασύλληπτοι, όπως και οι δολοφόνοι του Τσούκαλου Σωτήρα,
Αντιβενιζελικού, το 1925.
Τον Αύγουστο του 1928 έγινε ένοπλη επίθεση σε πέντε άτομα που επέστρεφαν
στο χωριό μετά από προεκλογική συγκέντρωση του Λαϊκού Κόμματος. Από τους
πυροβολισμούς σκοτώθηκε μια κοπέλα του χωριού που γέμιζε το «μπούκλο» της
με νερό (βλ. βιβλίο Γ.Δ. Κόκκινου, «Νέο Σούλι Σερρών»).
Ως Γ’ Βουλγαρική κατοχή θεωρείται η περίοδος 1941-44. Οι Βούλγαροι
επέστρεψαν στη Μακεδονία κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ως σύμμαχοι των
Γερμανών, στις 24 Απριλίου του 1941. Ο στόχος τους και πάλι ήταν ο
αφελληνισμός της περιοχής με κάθε βίαιο μέσο. Άνοιξαν βουλγαρικά σχολεία,
επέβαλαν ως επίσημη τη βουλγαρική γλώσσα, εκβίαζαν με ανταλλάγματα τους
Έλληνες να «γραφούν» Βούλγαροι (Βουλγαρογραμμένοι). Στο Νέο Σούλι
τοποθέτησαν ως πρόεδρο της κοινότητας Βούλγαρο και Αστυνομία, στο σημερινό
κτήριο του Γυμνασίου. Έκαναν καθημερινά συλλήψεις, «δήθεν» υπόπτων και
βασανιστικές ανακρίσεις στα υπόγεια της Αστυνομίας.
Στις 10 Μαρτίου του 1944 καθώς Βούλγαροι στρατιώτες περνούσαν από το Νέο
Σούλι, ακούστηκαν πυροβολισμοί και τραυματίστηκε ένας στρατιώτης. Οι
πυροβολισμοί, είτε προέρχονταν από έλληνες αντάρτες, είτε από σκηνοθεσία
των Βουλγάρων, προκάλεσαν την οργή τους. Συνέλαβαν 70 άτομα και ανάμεσά
τους όλους τους άνδρες της οικογένειας Δεδούση (γιατί ο Θεοφάνης Δεδούσης
αρνήθηκε να παραδώσει το σπίτι του για επίταξη). Μετά από μια μέρα και
πολλά βασανιστήρια, κράτησαν μόνο 14 (πέντε από την οικογένεια Δεδούση)
και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο «Εμμ. Παπά» έξω από τις Σέρρες. Τρεις
μόνο γλίτωσαν, γιατί τους θεώρησαν πεθαμένους. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν.
Στις 13 Μαρτίου Βούλγαροι στρατιώτες περικύκλωσαν και έβαλαν φωτιά στο
σπίτι του Δεδούση Θεοφάνη. Κάηκαν ζωντανοί 4 γυναίκες και 1 άνδρας, όλοι
της οικογένειας Δεδούση. Σε λίγες μέρες λοιπόν εξοντώθηκαν 10 άτομα της
ίδιας οικογένειας.
Μετά την απελευθέρωση οι κάτοικοι επέστρεψαν στις ειρηνικές τους ασχολίες,
τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να
καλλιεργείται ο καπνός στις λοφώδεις περιοχές. Στον κάμπο φύτευαν βαμβάκι.
Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 ο καπνός ήταν το αποδοτικότερο σε
εισόδημα γεωργικό προϊόν, όπως ήταν παλαιότερα το βαμβάκι. Το 1925 η
ετήσια παραγωγή του καπνού στο Νέο Σούλι ήταν περίπου 180 χιλιάδες οκάδες
και πουλιόταν περίπου μία λίρα η οκά. Μέχρι το 1970 ο νομός Σερρών κατείχε
την πρώτη θέση στην παραγωγή καπνού με 19.129 τόνους ετησίως.
Καλλιεργούσαν επίσης σιτάρι και σε μικρότερες ποσότητες κριθάρι,
καλαμπόκι, σουσάμι, κρεμμύδια, φασόλια για οικιακή χρήση.
Είχαν επίσης λαχανόκηπο στην αυλή τους, που με το άφθονο νερό της περιοχής
έδινε δυο παραγωγές. Οι γεωργικές καλλιέργειες και ιδίως ο καπνός
χρειάζονταν πολλά χέρια. Βοηθούσαν όλοι, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Οι
πολυμελείς οικογένειες ήταν ο κανόνας. Όλα γινόταν με τα χέρια, φύτεμα,
σκάλισμα, συγκομιδή, «σπάσιμο», όργωμα. Οι γυναίκες είχαν επιπλέον τη
φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών. Νερό υπήρχε άφθονο από τα «σουλνάρια»,
τις βρύσες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του χωριού. Το χωριό
ηλεκτροδοτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1956. Από το 1962 και μετά παρουσιάστηκε
μια αρρώστια στα καπνά που οι χωριανοί την ονόμασαν «λουλούδι». Στα σιτηρά
η παραγωγή δεν ήταν άφθονη και μειώθηκαν οι πριμοδοτήσεις. Είναι η εποχή
που αρχίζει η μετανάστευση στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία και λιγότερο
στην Αμερική και Αυστραλία. Επίσης υπάρχει έντονη εσωτερική μετανάστευση
σε αστικά κέντρα. Στο εξωτερικό πήγαιναν συνήθως με συμβάσεις εργασίας.
Στο χωριό έμεναν τα παιδιά με τους γέροντες για αρκετά χρόνια. Δυο φορές
την εβδομάδα υπήρχε πλοίο για Ιταλία και από εκεί συνέχιζαν με τρένο για
τη Γερμανία. Ένας άλλος δρόμος ήταν μέσα από τη Γιουγκοσλαβία με τρένο.
[Πληροφορίες από τον Γκιουζέλη Δημήτριο, κάτοικο του χωριού]. (Φωτ. 2-12).
|
Φωτ. 1. Εντοιχισμένη
επιτύμβια μαρμάρινη πλάκα ρωμαϊκής εποχής, στη βρύση του προαύλιου της
εκκλησίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου
|
|
|
Φωτ. 2. Στρατιώτες
στη δεκαετία του '30 |
|
|
Φωτ. 3. Έφιππος
στρατιώτης |
|
|
Φωτ. 4. Άσκηση με
σκηνάκια και ασυρμάτους |
|
|
Φωτ. 5. Το κούρεμα
του Νεοσύλλεκτου |
|
|
Φωτ. 6. Πλύσιμο με το χέρι σε σκάφη (1949).
|
|
|
Φωτ. 7. Συγκομιδή σουσαμιού. |
|
|
Φωτ. 8. Τσάπισμα σε αμπέλι. |
|
|
Φωτ. 9. Ξεβοτάνισμα. |
|
|
Φωτ. 10. Κτηνοτρόφος των αρχών του 20ου
αιώνα στα υψώματα του Νέου Σουλίου. |
|
|
Φωτ. 11. Ενθύμιο κατοχής (21-5-1944). |
|
|
Φωτ. 12. Αγρότης με τα ζώα του (1976). |
Από την δεκαετία του ’80 άρχισαν να επιστρέφουν οι μετανάστες του
εξωτερικού. Αναπαλαιώνουν τα παλαιά σπίτια ή κτίζουν καινούργια. Στο
χωριό, τα τελευταία χρόνια, χτίζουν πολυτελείς κατοικίες και ετεροδημότες,
γιατί το χωριό τείνει να γίνει προάστιο των Σερρών (Φωτ. 19). Πολλοί
Νεοσουλιώτες έχουν σπουδάσει και άλλοι έχουν γίνει καλοί τεχνίτες ή
έμποροι. Η παραγωγή του καπνού μειώνεται χρόνο με το χρόνο (βλέπε σελ.
84). Η αστυφιλία έχει στερήσει το χωριό από πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό
αλλά τα τελευταία χρόνια, όπως προείπαμε υπάρχει αντίστροφη τάση.
Στο Νέο Σούλι υπάρχει Σχολή Ταπητουργίας από το 1977. Την ίδρυσε ο Εθνικός
Οργανισμός Πρόνοιας (Ε.Ο.Π.), μαζί με άλλες επτά στο νομό Σερρών. Ήταν μια
προσπάθεια να διασωθεί η παραδοσιακή τέχνη της κλωστοϋφαντουργίας. Νέες
κοπέλες μπορούν να διδαχθούν από ειδικευμένο προσωπικό την τέχνη.
Αναπαράγονται κάθε χρόνο αρκετά παραδοσιακά σχέδια από τη Μακεδονία, τα
νησιά, την Ήπειρο, κ.α. μετά από παραγγελία και με μεγάλη επιτυχία (Φωτ.
16).
Στο χωριό επίσης υπάρχει πολιτιστικός σύλλογος, ΚΑΠΗ, χορωδία, χορευτικά
τμήματα, αθλητικές εγκαταστάσεις (γήπεδο ποδοσφαίρου με κερκίδες και
χλοοτάπητα σε άριστη κατάσταση, βοηθητικό γήπεδο με χλοοτάπητα, γήπεδα
μπάσκετ και βόλεϊ). Πάνω από το γήπεδο υπάρχει και θεατράκι υπαίθριο.
Δημοτικό Σχολείο στο χωριό υπήρχε από τα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1915
κτίστηκε καινούργιο Δημοτικό Σχολείο (το σημερινό Γυμνάσιο). Το 1926
λειτούργησε το σημερινό Δημοτικό Σχολείο. Οι μαθητές άρχισαν να μειώνονται
από τη δεκαετία του ’70 εξαιτίας της εσωτερικής και εξωτερικής
μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας. Οι πτωτικές τάσεις στον αριθμό
των μαθητών κορυφώθηκαν τη δεκαετία του ’90. Στα τελευταία 3-4 χρόνια
υπάρχει αύξηση των παιδιών. Το ίδιο αναμένεται και για το Γυμνάσιο στη νέα
σχολική χρονιά. (Πίνακας 1 και 2, από το βιβλίο του Γ. Κόκκινου, σελ.
231-232).
Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και για τον πληθυσμό του
χωριού. Μετά το Β΄ παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός άρχισε ν’ αυξάνεται με
αποκορύφωμα την απογραφή του 1961 οπότε άρχισε να παρουσιάζει πτωτική
πορεία (μετανάστευση). Στη δεκαετία του ’70 αρχίζει να παρουσιάζεται
αυξητική τάση και η απογραφή του 2001 δίνει ευοίωνες υποσχέσεις για το
μέλλον.
Τα πέντε Νταρκακοχώρια και άλλα τρία χωριά ενώνονται για πρώτη φορά σε
επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης το 1999, στο νεοσύστατο Δήμο «Εμμανουήλ
Παπά» με έδρα το Χρυσό. Πρώτος Δήμαρχος εκλέγεται ο Νεοσουλιώτης Δεδούσης
Ευάγγελος του Πασχάλη και επανεκλέγεται στις Δημοτικές Εκλογές του 2002.
Τα Νταρνακοχώρια ενωμένα και διοικητικά πλέον προχωρούν προς τον 21ο
αιώνα. (Φωτ. 13-19)
|
Φωτ. 13. Φωτογράφηση μπροστά
στο κτήριο του σημερινού Γυμνασίου πριν το 1925. |
|
Φωτ. 14. Γυμναστικές επιδείξεις
μετά τις εξετάσεις στο προαύλιο
του τότε Δημοτικού Σχολείου. |
|
|
Φωτ. 15. Το Γυμνάσιο όπως είναι σήμερα. |
|
|
Φωτ. 16. Από την επίσκεψη στη Σχολή Ταπητουργίας του Ε.Ο.Π.
στο Νέο Σούλι Σερρών. |
|
Φωτ. 17. Πετρόκτιστη κρήνη κάτω από την Κοινότητα Νέου Σουλίου και τον
αιωνόβιο πλάτανο. Εδώ υπήρχε και βρύση παλιού τύπου (σουλνάρ). |
|
|
|
Φωτ. 18. Πετρόκτιστη κρήνη σε σταυροδρόμι του χωριού, απ’ όπου περνούσε ο
παλιός «Λάκκος» (χείμαρρος). |
|
|
Φωτ. 19. Νεόχτιστες πολυτελείς κατοικίες στη συνοικία Μπουζάρο. |
Στο βιβλίο του ιερομόναχου Γαβριήλ Κουντιάδη «Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ»,
έκδοση 1925 Θεσ/νίκη, αναφέρεται για πρώτη φορά πως το «αρχαίο» όνομα του
χωριού ήταν «Οινόεσσα – Οινούσσα – Νούτσα». Αυτή η ονομασία είναι απόλυτα
ταιριαστή γιατί μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, όλα τα υψώματα γύρω από το
χωριό ήταν γεμάτα αμπέλια. Κάθε σπίτι είχε το δικό του πατητήρι και
βαρέλια. Το χωριό έβγαζε τόνους κρασί κάθε χρόνο. Τα υψώματα Αηλιάς,
Βαρβάσικο, Κούτρα, Μουσταφά Κούτρα ήταν γεμάτα αμπέλια. Η ονομασία «Οινούσσα»
δόθηκε στα νεότερα χρόνια στο διπλανό χωριό Δερβέσιανη.
Το επικρατέστερο όνομα του χωριού μέχρι το 1913 ήταν «Σουμπάσκιοϊ».
Προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις: σου = νερό, μπασ = κεφαλή, πρώτο και
κιόϊ = χωριό. Στα ελληνικά μεταφράζεται ως: το χωριό με το πρώτο (το
καλύτερο) νερό, ή Νεροκεφαλοχώρι. Και η τουρκική ονομασία είναι ταιριαστή,
γιατί το χωριό πάντοτε είχε πολύ καθαρό και χωνευτικό νερό. Οι δυο βασικές
πηγές, «βρύσες», βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από τον Αη-Γιώργη. Με πήλινους
υδροσωλήνες τα πηγαία νερά σκορπίζονταν σ’ όλο το χωριό σε κοινοτικές
βρύσες, που είχαν την μορφή τρίκρουνης κρήνης, τα «σουλνάρια». Τα
σουλνάρια κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων σε πόσιμο νερό. Από κάτω
υπήρχαν οι γούρνες για να ποτίζονται τα ζώα. Υπήρχαν πολλοί λαχανόκηποι
και αιωνόβια πλατάνια. Το χωριό διασχίζονταν από ένα μεγάλο χείμαρρο τον
«Λάκκο» που συγκέντρωνε τα νερά της βροχής και τα νερά από τις δυο πηγές
του Αη-Γιώργη. Μερικές φορές γέμιζε επικίνδυνα. Είχε τρεις γέφυρες και η
μεγαλύτερη βρισκόταν μπροστά στο Γυμνάσιο. Απ’ το «Λάκκο» ποτίζονταν οι
λαχανόκηποι και λειτουργούσε νερόμυλος μ’ ένα μέρος των νερών του.
Βρίσκονταν λίγο πιο κάτω απ’ το σημερινό Δημοτικό Σχολείο, ο νερόμυλος της
Αγίας Μαρίνας, όπου άλεθαν τα σιτηρά.
Όπως είδαμε (βλ. Α. Ιστορικά στοιχεία του χωριού σελ. 7) αρκετοί κάτοικοι
σκοτώθηκαν κατά το Μακεδονικό Αγώνα και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον
Ιούνιο του 1913 έπραξαν κάτι ευρηματικό και ηρωικό. Κατά την υποχώρησή
τους οι Βούλγαροι, μετά τη μάχη Κιλκίς – Λαχανά, αφού έκαψαν την πόλη των
Σερρών, προσπάθησαν να διαφύγουν ανατολικά (κάποιοι απ’ αυτούς). Πιθανόν
στο πέρασμά τους να έκαιγαν και το Νέο Σούλι και άλλα χωριά. Οι χωριανοί
έστησαν καπνόπανα στο λόγο του Μπουζιάρου έτσι ώστε να μοιάζουν με σκηνές.
Οι Βούλγαροι τρόμαξαν γιατί νόμισαν πως είχε στρατοπεδεύσει ο ελληνικός
στρατός και προσπάθησαν να διαφύγουν για Βουλγαρία από άλλους δρόμους.
Τότε ο Μητροπολίτης Σερρών Απόστολος κατά την επίσκεψή του στο χωριό
παραλλήλισε το χωριό και τους αγώνες του με το ηρωικό Σούλι της Ηπείρου
και το αποκάλεσε «Νέο Σούλι». Η μετονομασία έγινε επίσημα από το ελληνικό
κράτος χρόνια αργότερα, στις 28-12-1926, με Διάταγμα.
Η προσωνυμία «Δαρνάκας»
Οι περισσότεροι που έχουν ασχοληθεί με την προσωνυμία «Δαρνάκας» συμφωνούν
με την ετυμολογική ερμηνεία του πατήρ Γαβριήλ Κουντιάδη στο βιβλίο του
«Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ». Η λέξη δαρνάκας λοιπόν προέρχεται από τη λέξη
δάρη = τώρα και τη λέξη εδωνάκα = εδώ να. Από τη συγχώνευση των δυο λέξεων
προήλθε η προσωνυμία «Δάρνακας». Το «δάρη» προέρχεται από το «ήδη ώρα»,
κατά συγκοπή «δήρα» και σύμφωνα με τη δωρική διάλεκτο έγινε «δάρη».
Άλλη εκδοχή είναι ότι συνδέεται η λέξη με την αρχαία φυλή των Δερρώνων (Σαμσάρης
Δ. και Κάρτσιος Β.).
Άλλη εκδοχή είναι ότι συνδέεται με το μυθικό ήρωα «Δάρνακα» που ήταν
γενάρχης μιας αρχαίας ελληνικής φυλής δωρικής καταγωγής (Κακριδής Ι.,
Κάρτσιος Β.)
Μια άλλη εκδοχή είναι πως προέκυψε η λέξη από τη λέξη «Δάρδανος» που
σημαίνει ψηλός και εύσωμος. Οι Δάρδανοι ήταν φυλή που κατοίκησε στην
περιοχή πριν 30 αιώνες (Κοταμανίδης Στ.).
Πάντως όλοι όσοι μελέτησαν την προέλευση της προσωνυμίας «Δαρνάκας»
συμφωνούν πως δεν έχει καμιά σχέση με το βασιλιά της Περσίας Δαρείο
Σήμερα στο όνομα της τεχνολογίας, της προόδου και της «μόδας», ήθη και
έθιμα, παλιές παραδόσεις παραμερίζονται μπροστά στην πρόοδο. Οι δυο
προηγούμενες γενιές, κράτησαν αρκετά παραδοσιακά στοιχεία. Η σύγχρονη
τείνει να τα ξεχάσει. Ίσως κρατήσει κάποια έθιμα, όπως το πανηγύρι του
Αγίου Γεωργίου με την περιφορά των εικόνων και το γλέντι που γίνεται ή τα
κάλαντα γιατί συνδέονται με το χρήμα. Παρακάτω αναφέρονται κάποια έθιμα.
Τα τρία πρώτα τείνουν να εκλείψουν.
α) Το τζιτζιρόκλικο. Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας)
και το κλίκι ( = τσουρέκι, το κυκλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν τον
Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού.
Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση,
όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο
«σουλνάρ» και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, από το «λουλά»
έκοβαν βιαστικά μικροί – μεγάλοι από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και
η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’». Ότι απέμενε το
άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.
β) Το φίλεμα του νονού (καλτάτα). Την παραμονή των Θεοφανίων, μετά τον
εσπερινό, όλοι οι νονοί συνήθιζαν να προσφέρουν στα αναδεξίμια τους από
ένα πορτοκάλι, ένα κερί και πέντε-έξι σύκα. Το άναβαν το κερί ανήμερα των
Φώτων πριν το Μέγα Αγιασμό. Στο γεύμα, μετά το ρίξιμο του Σταυρού στις
βρύσες, την ημέρα των Φώτων, προσκαλούσαν τον ίδιο το νονό ή κάποιον
συγγενή του για να τον «φιλέψουν». Στο τέλος τον φιλοδωρούσαν με χρήματα ή
με αγαθά.
γ) Το θύμιασμα. Γινόταν την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς
και των Φώτων. Όλοι μαζεύονταν νωρίς το βράδυ στο σπίτι. Γύρω στις 9-10 το
βράδυ γύρω από το γιορτινό τραπέζι και έκαναν όρθιοι την προσευχή τους. Οι
οικογένειες ήταν πατριαρχικές. Τρεις γενιές ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Ο
μεγαλύτερος της οικογένειας έκοβε το χριστόψωμο, αφού το «σταύρωνε» με το
μαχαίρι. Πάνω του εξείχαν μικρές μπουκιές. Σε μια από αυτές που τις έλεγαν
«λουκουμούδια», υπήρχε το φλουρί, μια δραχμή. Τα βουτούσαν ύστερα σε κρασί
κι έπαιρνε καθένας από ένα. Μετά ο γηραιότερος, με το θυμιατό «θυμιάτιζε»
έναν έναν χωριστά. Κατόπιν με το θυμιατό και με ένα κερί περνούσε και
θυτιάτιζε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, το στάβλο, τις αποθήκες με το κρασί
και τα τρόφιμα.
Το τραπέζι ήταν χαμηλό και στρογγυλό (σοφράς), κάθονταν γύρω του
σταυροπόδι, χωρίς καρέκλες. Για πετσέτα αυτές τις μέρες είχαν ένα μακρύ
σάλι για να απλώνεται σε όλους γύρω από το τραπέζι. Αυτό δήλωνε τους
δεσμούς της αγάπης και της οικογενειακής ενότητας.
Όποιος τύχαινε το φλουρί, όλη νύχτα φύλαγε το τζάκι, να μη σβήσει η φωτιά.
Το τραπέζι δεν το ξέστρωναν. Ένα πιάτο περίμενε το Χριστό να κατεβεί να
δειπνήσει. Το φαγητό τους τα Χριστούγεννα ήταν συνήθως χοιρινό.
δ) Ο γάμος. Τον ονόμαζαν παλαιότερα «χαρά». Ήταν χαρά για όλο το χωριό,
όλοι συμμετείχαν. Η νύφη από την Παρασκευή άπλωνε τα προικιά της. Οι
προσκλήσεις δεν ήταν γραπτές. Κάποια παιδιά χτυπούσαν τις πόρτες και
έδιναν ένα μήλο λέγοντας: «Νάστει καλισμέν’ στου … (τάδε) το γάμο». Οι
οικογένειες καλούσαν τον κόσμο περίπου δυο εβδομάδες πριν το γάμο. Τον
κουμπάρο τον καλούσε ο ίδιος ο γαμπρός και δυο συγγενείς του, προσφέροντάς
του κοτόπουλο, ψάρι και γλυκά. Ο κουμπάρος τους υποδεχόταν με κέρασμα και
μια ευχή.
Από το Σάββατο ετοιμάζονταν από γυναίκες του χωριού τα καζάνια με τα
φαγητά για το γλέντι που κρατούσε ως το βράδυ της Κυριακής. Η μάνα του
γαμπρού έστελνε μαγειρεμένο γριβάδι και γλυκά στη νύφη με νέους από το σόι
του γαμπρού. Η νύφη τους καλωσόριζε με ευχές και γινόταν γλέντι στο σπίτι
της.
Από το σπίτι του γαμπρού την Κυριακή το πρωί ξεκινούσαν με ζουρνάδες,
ακορντεόν, κλαρίνο και πήγαιναν το νυφικό με όλα τα αξεσουάρ σε πανέρια
στο σπίτι της νύφης. Η νύφη τα δεχόταν με μετάνοιες. Την ίδια ώρα σήκωναν
και την προίκα, τη φόρτωναν σε κάρα με στολισμένα άλογα και την παράδιδαν
στο γαμπρό. Οι μελλόνυμφοι και ο κόσμος με τα πόδια πήγαιναν και γύριζαν
από την εκκλησία. Η νύφη φτάνοντας στην είσοδο του νέου της σπιτικού,
έριχνε ένα μήλο μπρος, ένα πίσω, ένα δεξιά και ένα αριστερά (σχήμα
σταυρού). Όποιοι έπιαναν μήλο το έβαζαν το βράδυ στο προσκέφαλο για να
ονειρευτούν ποιον ή ποια θα πάρουν.
Το νυφοστόλι ήταν ένα ύφασμα φτιαγμένο στον αργαλειό. Το κάρφωναν σ’ ένα
τοίχο από την Παρασκευή. Μπροστά στο νυφοστόλι η νύφη αποχαιρετούσε την
Κυριακή τους δικούς της κι αυτοί της κρεμούσαν στο στήθος τα δώρα τους
(λίρες, χαρτονομίσματα). Απ’ αυτή τη συνήθεια προέρχεται η παροιμία «Ότι
πάρ’ η νύφ’ στο νυφοστόλ’». Μετά έριχναν το νυφοστόλι κάτω αφού εύχονταν
πρώτα τρεις φορές «να ζήστι». (Φωτ. 20-25).
|
Φωτ. 20. Το μυστήριο της Βάπτισης πριν 50 χρόνια. |
|
|
Φωτ. 21. Η μεταφορά της προίκας της νύφης στην δεκαετία του ’50. |
|
|
|
Φωτ. 22. Μεταφορά προίκας. |
|
|
Φωτ. 23. Νύφη με παραδοσιακή ενδυμασία το 1952. |
|
|
Φωτ. 24. Νύφη και γαμπρός της δεκαετίας του ’50. |
|
|
Φωτ. 25. Γάμος στα τέλη του ’60. |
ε) Οι στάβες (=φωτιές). Συνηθίζεται στο Νέο Σούλι και στα γύρω χωριά.
Γίνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, της Τυροφάγου. Εβδομάδες πριν,
τα αγόρια συνήθως κάθε γειτονιάς (μαχαλά) μάζευαν από τα γύρω υψώματα
πουρνάρια, βατσινιές, ξύλα, ακόμη και λάστιχα αυτοκινήτων (αντιοικολογικό)
για τη στάβα. Τα έκρυβαν και τα πρόσεχαν για να μη τους τα κλέψουν. Την
Κυριακή της Αποκριάς, συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι κάθε γειτονιάς σε
συγκεκριμένο σημείο για να ανάψουν τη στάβα τους. Χόρευαν, διασκέδαζαν και
θαύμαζαν τις τεράστιες φλόγες ως αργά τη νύχτα. Όταν χαμήλωναν οι φλόγες,
οι τολμηροί πηδούσαν από πάνω λέγοντας: «Να καούν ψύλλ’ και κοριοί». Οι
στάβες έχουν εξαγνιστικό χαρακτήρα. Η φωτιά, σύμφωνα με πανάρχαιες
αντιλήψεις, καθαρίζει ανθρώπους και σπίτια από αρρώστιες και κακά
πνεύματα.
στ) Καθαρή Δευτέρα. Μετά το πέταγμα του χαρταετού, κατά το μεσημέρι,
αναπαριστούν έναν παραδοσιακό γάμο. Το γλέντι γίνεται στο Δημοτικό
Σχολείο. Ο γαμπρός και η νύφη φοράνε παραδοσιακές στολές. Η νύφη πετάει τα
τέσσερα μήλα στο σχήμα του σταυρού, τρώει λουκούμι και σέρνει το χορό. Οι
κάτοικοι τρώνε αυτά που έχει ετοιμάσει ο σύλλογος των γυναικών του χωριού,
φασολάδα, λαγάνες, λουκούμια, ταραμοσαλάτες, χαλβά, ελιές. Χορεύουν
παραδοσιακούς χορούς. Μοιράζονται και λαχεία που κληρώνονται την ίδια
μέρα.
ζ) Το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου. Οι ρίζες του βρίσκονται στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας. Ήταν μια ευκαιρία να συγκεντρωθεί ο κόσμος και από τα γύρω
χωριά να γιορτάσουν, να ενισχυθούν οι δεσμοί, αλλά και το εθνικό φρόνημα,
αφού απαγορεύονταν άλλου είδους συγκεντρώσεις. Σύμφωνα με την παράδοση,
στο χωριό κάποτε είχε κοπεί το νερό από τις βρύσες. Το εμπόδιζε ένα
στοιχείο (ο δράκος) και έπρεπε να θυσιάσουν την κόρη του βασιλιά, τη
βασιλοπούλα, για να αφήσει το νερό ελεύθερο να πιει το χωριό. Παρακάλεσαν
τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώσει το δράκο και να ελευθερωθούν τα νερά, γιατί
οι δυο βασικές πηγές του χωριού πήγαζαν κάτω από τα μνήματα του Αγίου
Γεωργίου.
Κάθε χρόνο στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου γίνεται πανηγύρι. Το πανηγύρι
ξεκινάει από το βράδυ της προηγούμενης μέρας, αρχίζοντας με τον Εσπερινό.
Έπειτα ακολουθεί ένα γλέντι, που περιέχει χορό, φαγητό, ποτό και
συνεχίζεται ως αργά το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί γίνεται ξανά
εκκλησιασμός και αφού τελειώσει η λειτουργία μοιράζονται λουκούμια,
φρυγανιές και γάλα. Αμέσως μετά αρχίζει πρόγραμμα με παραδοσιακούς χορούς
από το χορευτικό σύλλογο. Στη διάρκεια του προγράμματος μια κοπέλα που
έχει εκλεγεί από πριν, ντύνεται βασιλοπούλα και ένα αγόρι Αη-Γιώργης, κατά
την παράδοση. Αφού τελειώσει το πρόγραμμα ο κόσμος συγκεντρώνεται στο
δρόμο έξω από το παρεκκλήσι και ο ιερέας ψέλνει. Στη συνέχεια ακολουθεί η
αφήγηση του παρακάτω ποιήματος:
1. Στη χώρα μας βγαίνει θεριό
σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
Νερό σταλιά δεν άφηνε
η χώρα για να πάρει.
|
7. «Τι έχεις κόρ’ μ’ κι όλου κλαις
και βαριαναστενάζεις;»
«Εμένα η χώρα μ’ έστειλε
θηρίο να με φάει». |
2. Κάθε φορά διέταζε
έν’ άνθρωπο να φάει.
Πιάνουν και ρίχνουν μπίλιτο
να δουν σε ποιον θα πέσει. |
8. «Στάσου κόρ’ μ’ να κοιμηθώ
στου γόνατού σου απάνω
και σαν θα έρθει το θεριό
πες μου σήκου απάνω».
|
3. Κι ο μπίλιτός μας έπεσε
στου βασιλιά την κόρη.
Σαν τ’ άκουσε ο βασιλιάς
πολύ του κακοφάνει. |
9. Φεγγοβολούσαν τα βουνά
και το θηρίο βγαίνει.
Κι η κόρη απ’ τα δάκρυα
ξυπνάει τον Αι-Γιώργη. |
4. «Όλου του βιος μου πάρτε με
την κόρη μ’ να μ’ αφήστει».
«Σαν δεν δίνεις την κόρη σου
μεις πέρνουμει κι σένα». |
10. Γυρίζει προς ανατολάς
και κάνει το σταυρό του.
Δυο κουνταριές του βρόντηξε
απάνου στου κεφάλι. |
5. «Πάρτε την και στολίστε την
στολίστε την σα νύφη».
Την πήραν και την πήγαιναν
ίσια εις το πηγάδι. |
11. Και το θηρίο εβόγγηξε
βαριά ψυχομαχούσε.
Κι όλη η χώρα δόξασε
τον Αι-Γιώργη αφέντη. |
6. Κι η κόρη απ’ τα μακριά
βλέπ’ ένα καβαλάρη.
Τον Αι-Γιώργη με το σπαθί
και μ’ αργυρό κοντάρι. |
|
Η βασιλοπούλα συνοδεύεται στην εκκλησία από δυο κοπέλες που είναι ντυμένες
παραδοσιακά και στέκονται δίπλα από τον ιερέα. Έπειτα έρχονται κάποια
αγόρια κρατώντας δυο σπαλέτα, πέντε πασχαλιές, εικονίσματα και το τάνταλο
που το χτυπούν ρυθμικά. Γίνεται η περιφορά των εικονισμάτων σε πομπή, γύρω
από το χωριό, σταματώντας σε τέσσερα σημεία. Εκεί διαβάζονται ευχές για να
πάει καλά η σοδειά και τοποθετούν αντίδωρο μέσα σε τρύπα που ανοίγουν σε
δέντρο (ύψωμα). Στη συνέχεια ένα αγόρι ντυμένο Άγιος Γιώργης, έρχεται με
ένα άσπρο άλογο και κρατώντας ένα κοντάρι καρφώνει δυο φορές το κεφάλι του
πάνινου, τοποθετημένου μπροστά από τη βασιλοπούλα, «δράκου». Μόλις τον
σκοτώσει οι δυο κοπέλες λύνουν τα δεμένα χέρια της. Με βάση το έθιμο
ελευθερώνονται τα νερά που εμπόδιζε ο δράκος. Μετά από αυτό η βασιλοπούλα
πιάνει πρώτη το χορό και με τον υπόλοιπο κόσμο γιορτάζουν την απελευθέρωσή
της (συμβόλιζε και την απελευθέρωση ολόκληρης της χώρας).
Επίσης γίνονται και διάφοροι αγώνες, όπως τρέξιμο, αγώνες με άλογα,
ποδηλατοδρομίες, αγώνες πάλης και ποδοσφαιρικός αγώνας.
Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που ένας επίτροπος της εκκλησίας
φωνάζει: «Κάηκαν τ’ αρνούδια, ψήθκι τσιπούδα». Έτσι διαλύεται το πανηγύρι
και πάνε στα σπίτια τους για να φάνε αρνί και τσιπούδα (ένα γλυκό που το
φτιάχνουν μόνο σ’ αυτό το πανηγύρι, από γάλα, αυγά, ρύζι, ζάχαρη, βούτυρο
και από πάνω τη τσίπα του αρνιού). (Φωτ. 26-30).
|
Φωτ. 26. Αγώνες δρόμου στο Πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου έτος 1957. |
|
|
Φωτ. 27. Από τα πλέον παλαιότερα
αγωνίσματα, δρώνται εις το αγαπημένομας χωριό Νέο Σούλι ή Σουμπάσκιοϊ (1957). |
|
|
|
Φωτ. 28. Στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου
σηκώνουν σπαλέτα (λάβαρα). |
|
|
Φωτ. 29. Ντυμένος Άγιος Γεώργιος
ο Σάββας Μιχάλης. |
|
|
Φωτ. 30. Η αναπαράσταση της Δρακοκτονίας στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου. |
Πριν το 1919 όλοι οι άνδρες του Σουμπάσκιοϊ φορούσαν τις σαλβάρες, ή
σαλβάρια αντί για παντελόνια. Στη μέση έδεναν φαρδιά ζνάρια, (ζωνάρια),
πλάτους 20-30 εκ., κόκκινα ή μαύρα. Το πανωφόρι τους ήταν το κουπαράν,
μαύρο και μάλλινο. Από κάτω φορούσαν τον αλατζένιο ντουλαμά (γιλέκο) και
τη φαρδομάνικη πουκαμίσα. Τα πουτούρια (τσουράπια, κάλτσες χοντρές) τους
κάλυπταν ως το γόνατο το πόδι. Τα παπούτσια τους ήταν τα τσιρβούλια για
κάθε μέρα και οι τουλούμπες για τις γιορτές.
Αντίθετα με τους άνδρες οι γυναίκες σε όλα τα Δαρνακοχώρια δεν
εγκατέλειψαν τόσο νωρίς την παραδοσιακή ενδυμασία, χάρη της ευρωπαϊκής.
Και σήμερα όσες είναι πάνω από 70 ετών περίπου την διατηρούν. Σε λίγα
χρόνια δυστυχώς κι αυτό το παραδοσιακό στοιχείο θα αποτελεί παρελθόν. Το
φουστάν’ (φουστάνι) που φορούσαν κανονικά ήταν αλατζένιο ή μεταξωτό.
Σήμερα έχει απλουστευθεί κατά πολύ η στολή. Κάτω απ’ το φουστάνι
συνηθιζόταν φούστα μάλλινη και πκάμσο (μακριά πουκαμίσα), κάτω από τη
φούστα. Πάνω από το φουστάνι φορούσαν ποδιές κεντημένες με ζωηρόχρωμα
νήματα, ενώ η στολή σε γενικές γραμμές ήταν σκουρόχρωμη. Στη μέση έδεναν
το σιάλι (ζώνη). Στις γιορτές όλες οι γυναίκες και οι νύφες στο γάμο τους
φορούσαν φλουριά στο λαιμό και σκαλιστές ζώνες μεταλλικές. Το πανωφόρι, ο
τζιουμπές, λεγόταν κάπα το καθημερινό και τσόχα το επίσημο. Το
κεφαλομάντηλο, το τσιμπέρι, ονομαζόταν σιαμί το καθημερινό και ταβλούδα το
επίσημο. Καθημερινά φορούσαν παντόφλες και σκαρπίνια στις γιορτές. (Φωτ.
27-29).
|
Φωτ. 27.
Διακρίνεται το φουστάνι (μπλε αλατζένιο), με ποδιά κεντημένη και
πολύχρωμη. Αριστερά ένα ζευγάρι πουτούρια (τσουράπια). Πάνω στο
καναπούδ’ (καναπέ) είναι στρωμένο ένα υφαντό και βρίσκονται ένα
καλάθι, ένα πανέρι κι ένα ζευγάρι σκαρπίνια. (Φωτογραφία από το
Λαογραφικό Μουσείο Χρυσού Σερρών).
|
|
|
|
Φωτ. 28. Γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία. Διακρίνονται κούνιες για μωρά,
αργιλές, κανάτι, Νταμιτζάνα (για κρασί). (Φωτογραφία από το Λαογραφικό Μουσείο Χρυσού Σερρών).
|
|
|
|
Φωτ. 29. Στο βάθος διακρίνονται δυο στολές, κανάτια και δοχεία. Στο
τραπέζι βρίσκονται τρία σίδερα που γέμιζαν με κάρβουνο και τρίποδας με
πήλινη γαβάθα. Σε πρώτο πλάνο ο σοφράς και πάνω του το γουδί, γυάλινη
κανάτα και ποτήρια. Δίπλα πήλινη στάμνα για νερό και νταμιτζάνα για κρασί.
(Φωτογραφία από το Λαογραφικό Μουσείο Χρυσού Σερρών). |
|
Όλα τα σπίτια ήτανε διώροφα ή τριώροφα γιατί μία οικογένεια αποτελούνταν
από πολλά άτομα. Τα παλαιότερα σπίτια είχαν τα θεμέλια και τον πρώτο όροφο
πέτρινα. Ο δεύτερος όροφος ήταν φτιαγμένος με μπαλταντί (μείγμα από
καλάμια, ξύλα και λάσπη), και σοβατισμένος με ασβέστη και είχαν μεγάλα
σκεπαστά μπαλκόνια με ξύλινα κάγκελα. Οι εξωτερικοί τοίχοι είχανε φάρδος
50-70 εκ. για να είναι τα σπίτια πιο ζεστά το χειμώνα και πιο δροσερά το
καλοκαίρι. Ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι είχανε φάρδος όσο έχουνε οι σημερινοί
τοίχοι.
Αργότερα έχτιζαν τα πέτρινα διώροφα ή τριώροφα. Έχουν νεοκλασικό διάκοσμο
πάνω από τα κουφώματα κι ένα μικρό μπαλκόνι με κάγκελα σιδερένια στο
δεύτερο ή τρίτο όροφο. Παρόμοιας τεχνοτροπίας είναι και μεταγενέστερα, που
χτίζονται με τούβλα. Όλα τα είδη κατοικιών έχουν ξύλινα κουφώματα, δοκάρια
και οροφές και χαρακτηριστικά Μακεδονικής αρχιτεκτονικής.
Ο τρίτος όροφος αποτελούνταν από πολλά και μεγάλα δωμάτια που τα ονόμαζαν
ουντάδες. Μικρά δωμάτια είχαν λίγα και τα ονόμαζαν ουντούδια και τα πολύ
πιο μικρά τα ονόμαζαν κιλάρια και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμα.
Το κάθε δωμάτιο (ουντάς) είχε την ονομασία του και έλεγαν στον ακάτ ουντά,
στον απάν, στο μισιό (μεσαίο), στο τρανό (μεγάλο) και στον ουντά με τις
μουσάντρες δηλαδή με τα ντουλάπια. Τα ονόμαζαν τα δωμάτια έτσι για να
καταλαβαίνουν σε ποιο δωμάτιο ήθελαν να πάνε.
Την κουζίνα την ονόμαζαν μαγειριό και το σαλόνι χαγιάτα. Το μπαλκόνι ήταν
μεγάλο ξύλινο (τσαρντάκι). Γύρω γύρω από το τσαρντάκι υπήρχαν παρμάκια
δηλαδή κάγκελα. Αυτοί οι χώροι βρισκόταν στον δεύτερο όροφο.
Ακόμη σε κάθε δωμάτιο υπήρχε και από ένα χουτζιάκ’ δηλαδή τζάκι. Το κάτω
πάτωμα το ονόμαζαν κατώι και εκεί υπήρχε το αχούρ (στάβλος) που ήταν τα
ζώα.
Στο κατώι έβαζαν τα βαρέλια για το κρασί, τα κάρβουνα, το αλεύρι και παστά
ή αποξηραμένα τρόφιμα.
Το πάτωμα στο κατώι ήταν όλο από πέτρα που την ονόμαζαν καλντρίμ’, όπως
και στους δρόμους.
Τέρμα πάνω στο σπίτι, στα ταβάνια, στις σημερινές σοφίτες, έβαζαν τα
σαντάλια του καπνού.
Ακόμη υπήρχε και το κουί, το υπόγειο, που έβαζαν κι εκεί το καπνό. Οι
αυλές ήταν μεγάλες και στρωμένες με καλντρίμ’ (πέτρες). Στην αυλή υπήρχαν
οι φούρνοι που έψηναν το ψωμί. Το αλεύρι το ζύμωναν στο σκαφίδ’ με νερό
και μαγιά. Μετά έβαζαν το ζμάρ’ στην πινακωτή, που ήταν χωρισμένη σε πέντε
μέρη για να φουσκώσει. Το ζμάρ’ ήταν σκεπασμένο με ύφασμα (το μεσάλι). Με
το ψωμόφκιαρο έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά. Με δυο ξύλα τα καμπρούλια,
ανακάτευαν τα ξύλα για να καούν καλύτερα. Με το μπελίγκρι έβγαζαν τη
στάχτη μέσα από τον φούρνο, και με τη σφούγγια (σφουγγάρι) καθάριζαν
καλύτερα το εσωτερικό του φούρνου. Ακόμη υπήρχαν και τα καζάνια που
έβραζαν το νερό και έπλεναν οι μεγάλες γιαγιές τα ρούχα με «πλο», που ήταν
χώμα γκρι σας άμμος. Έξω στην αυλή υπήρχε και η χρεία που ήταν η σημερινή
τουαλέτα και δίπλα από τη χρεία υπήρχε ένα μέρος που έριχναν την κοπριά
από τα ζώα. Ακόμη έξω στην αυλή έστηναν και τις σκάρες που έβαζαν μέσα τα
καπνά για να στεγνώσουν. (Φωτ. 30-37).
|
Φωτ. 30. Οικία
Καρύδα Νικολάου. Παλιά οικία όπου οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από
μπαλτατί, ένα μείγμα από καλάμια, ξύλα και λάσπη. Είναι διώροφα
συνήθως με μεγάλα σκεπαστά μπαλκόνια και ξύλίνα κάγκελα. Ξύλινα είναι
και τα πατώματα, κουφώματα και οροφές. |
|
|
Φωτ. 31. Οικία Δαμάσκου Θεοχάρη. |
|
|
Φωτ. 32. Αναπαλαιωμένο τριώροφο στο προαύλιο της Εκκλησίας. |
|
|
|
Φωτ. 33. Αναπαλαιωμένο σπίτι,
παλιά καπναποθήκη του
Ζαχαρόπουλου Γιώργη,
του «Γιουργούσ’ το μαγαζί»
όπως λέει το Δημοτικό τραγούδι
«Παναγή». |
|
|
Φωτ. 34. Λεπτομέρεια από το σπίτι
του Ζαχαρόπουλου Γιώργη.
Κυκλικό μπαλκόνι στη Β.Δ. γωνία του. |
|
|
|
Φωτ. 35. Τριώροφο αρχοντικό φτιαγμένο από πέτρα. Τα κουφώματα είναι ξύλινα
με νεοκλασική λεπτομέρεια από πάνω. Το σπίτι έχει πολλούς οντάδες, τζάκια
και κελάρια. Ο τρίτος όροφος χρησίμευε ως αποθήκη για τα σαντάλια. (Οικία
Στεργιούδα Βασίλη). |
|
|
Φωτ. 36. Οικία Ράντου. |
|
|
Φωτ. 37. Χουτζιάκ’ (τζάκι) από την οικία του Ζαχαρόπουλου Γιώργη. |
|
Εικόνες του τέμπλου της κεντρικής Εκκλησίας
Στο τέμπλο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου όλες οι εικόνες του
χρονολογούνται περίπου από τότε που χτίστηκε η εκκλησία το 1836. Το τέμπλο
είναι ζωγραφισμένο από το 1887. Ας πάρουμε με τη σειρά τις εικόνες του
τέμπλου, από δεξιά πρώτα και ύστερα από δεξιά.
Δεξιά: Είναι η εικόνα του Δεσπότη και Μεγάλου Αρχιερέα ο οποίος κάθεται
στο θρόνο του (μια άλλη εικόνα με την ίδια παράσταση βρίσκεται στην πλάτη
του επισκοπικού θρόνου). Δίπλα σ’ αυτήν είναι η εικόνα του Τιμίου
Προδρόμου ο οποίος είναι όρθιος. Ακολουθεί του Αγίου Δημητρίου πάνω σε
ερυθρό άλογο, και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στη νότια πύλη υπάρχουν δυο
εικόνες, είναι του Προφήτη Ηλία πάνω στο πύρινο άρμα και ακριβώς από κάτω
είναι η εικόνα του αγίου Μοδέστου.
Αριστερά. Είναι η εικόνα της Παναγίας καθισμένης στο θρόνο με το Χριστό
στην αγκαλιά της. Έπειτα είναι η εικόνα της κοίμησης της Θεοτόκου, επόμενη
είναι η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, δίπλα είναι η εικόνα των
Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Δίπλα η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής,
στη βόρεια πύλη υπάρχει η εικόνα του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ και τελευταία
εικόνα του τέμπλου είναι του Αγίου Γεωργίου πάνω σε λευκό άλογο (1765).
Στο πάνω μέρος του τέμπλου υπάρχουν μια σειρά από εικόνες από διάφορες
παραστάσεις με το Χριστό π.χ. Γένεση, Υπαπαντή κλπ. Πάνω από αυτή τη σειρά
εικόνων υπάρχει μια δεύτερη σειρά εικόνων που απεικονίζουν διάφορους
αγίους αλλά και τους 12 Αποστόλους. Ακριβώς πάνω υπάρχει ο σταυρός με το
Χριστό, δεξιά ο Ιωάννης και αριστερά η Παναγία.
Το κωδωνοστάσιο είναι φτιαγμένο από το 1926. Έχει επισκευαστεί δυο φορές,
μία το 1974 και μια το 1995.
Υπάρχει όμως και ένα πανί του επιταφίου που πιστεύεται ότι είναι ρωσικό
και χρονολογείται και αυτό περίπου το 1836. Αυτό δεν τοποθετείται κάθε
χρόνο στον επιτάφιο αλλά ένα άλλο καινούργιο. Το παλιό φυλάσσεται σε ένα
κάδρο που είναι κρεμασμένο στον τοίχο δίπλα στο τέμπλο από την αριστερή
πλευρά.
Βιβλία της Εκκλησίας
Παλαιά εκκλησιαστικά βιβλία υπάρχουν μόνο δυο, ένα τυπικό της εκκλησίας
και ένα ευαγγέλιο, τα οποία χρονολογούνται από το 1838 και τα δυο και
φυλάσσονται στην κεντρική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Υπάρχει ένα φιρμάνι με μονόγραμμα του Σουλτάνου σχετικό με την επέκταση
της Εκκλησίας γύρω το 1835.
Υπάρχουν επίσης δυο κατάλογοι ομήρων από το 1917-18 ο ένας από το
Καρναμπάτ και ο άλλος από το Κίτσοβο.
Εικόνες που φυλάσσονται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης
Σερρών
Τρεις εικόνες για λόγους ασφαλείας στάλθηκαν στο Μητροπολιτικό Μουσείο
Σερρών. Αυτό έγινε και για τη μεγάλη και απεριόριστη αξία τους. Οι εικόνες
είναι του Αγίου Σπυρίδωνα, του Αγίου Χαραλάμπους και του Προφήτη Ηλία. Και
οι τρεις χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα.
Χειροποίητο ρολόι που βρισκόταν στο καμπαναριό της εκκλησίας
Το πρώτο ρολόι της τότε καινούργιας εκκλησίας ήταν ένα χειροποίητο ρολόι
που το έφτιαξε ένας κάτοικος του χωριού με την δική του φροντίδα αλλά
δυστυχώς καταστράφηκε από την πολυκαιρία και τις διάφορες καιρικές
συνθήκες. Τώρα στη θέση του τοποθετήθηκε ένα καινούργιο και το παλιό
φυλάγεται στο σπίτι του μάστορά του.
Ιερείς
Από την εκκλησία πέρασαν πολλοί ιερείς, όπως ο Πατήρ Στέργιος Παπαστεργίου,
ο Πατήρ Γεώργιος Οικονόμου, ο Πατήρ Νικόλαος Καρύδας, ο Πατήρ Κων/νος
Παπακωνσταντίνου, ο Πατήρ Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου και ο Πατήρ Δημήτριος
Πατραμάνης.
Από το 1978 μέχρι σήμερα ο Πατήρ Χρήστος Παντούσης.
Παρεκκλήσια
Σήμερα υπάρχουν τέσσερα εξωκλήσια: Της Αγίας Μαρίνας, του Τιμίου
Προδρόμου, του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Γεωργίου. Ανοίγουν μόνο στις
γιορτές τους και όταν μία οικογένεια θέλει, με πληρωμή. Τα ξωκλήσια αυτά
χρονολογούνται όλα γύρω στο 1900.
Όταν γινόταν ανασκαφές για να χτιστεί το εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου
βρέθηκαν από κάτω τα θεμέλια μιας παλιάς εκκλησίας Βυζαντινού ρυθμού που
πυρπολήθηκε, με πλάκα στρωμένη στη γη με μαρμάρινους χοντρούς στύλους.
Έπειτα με έρανο έγινε η εκκλησία αλλά τον χειμώνα του 1916 το έκαψαν οι
Τούρκου στρατιώτες που ήταν σύμμαχοι των Γερμανών και των Βουλγάρων. (Φωτ.
38-39).
|
Φωτ. 38. Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. |
|
|
Φωτ. 39. Το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. |
Τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι δημιούργημα ενός ξεχωριστού ατόμου. Η
αρχική σύλληψη γίνεται βέβαια από ένα άτομο, αλλά στη συνέχεια πλάθονται
ώστε να εκφράζουν τους πόθους και τα ιδανικά ενός λαού. Συνδέονται στενά
με τη μουσική και το χορό. Όπως λέει και ο Φ. Κόντογλου: «Το γένος το δικό
μας είναι πονεμένο, πιο πονεμένο απ’ όλα τα έθνη της οικουμένης. Για
τούτο, ότι κι αν κάνουμε, έχει μέσα του κάποια μεγάλη σφραγίδα, γιατί με
τον πόνο ξεσκεπάζονται στον άνθρωπο τα μεγάλα μυστήρια του κόσμου, αν
εκείνος που πονά έχει ανθρωπιά και πίστη. Τα τραγούδια του λαού μας είναι
αγνά αγριολούλουδα που φυτρώσανε απάνω στις καθαρές και βασανισμένες
βραχόπετρες, όπου τις δέρνει ο πόνος, μα που φεγγοβολάνε σαν διαμάντια από
τον ήλιο και που ξεπλένονται από καθαρή βροχούλα».
Οι Νεοσουλιώτες έχουν πολλά και πολύ παλιά δημοτικά τραγούδια. Τα
τραγουδούσαν με την συνοδεία μουσικών οργάνων, σε γάμους, πανηγύρια,
οικογενειακές συγκεντρώσεις κ.ά. Είναι παραλλαγές ή αναφέρονται σε
διάφορες εκδηλώσεις της ζωής (του γάμου, τη αγάπης, νανουρίσματα, κάλαντα,
μοιρολόγια). Η έλλειψη πολιτιστικών επιμειξιών, η φυλετική και γλωσσική
καθαρότητα των Δαρνακοχωριτών, καθώς και η οικονομική άνεση των κατοίκων,
οδήγησαν στη δημιουργία δημοτικών τραγουδιών που αναφέρονται σε
περιστατικά της ζωής τους, μέχρι και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τραγουδούσαν και άλλα που συναντώνται και στην υπόλοιπη Ελλάδα και
θεωρούνται Νεοσουλιώτικες παραλλαγές.
Τα τραγούδια Νο 1-8 τα τραγούδησε η γερόντισσα Δεδούση Καλλιόπη.
1. Όνειρο είδα μάνα μου
«Όνειρο είδα μάνα μου πικροφαρμακωμένο
πως ήρθε τ’ αδερφάκι μου με σπαθί ξεγυμνωμένο».
«Όνειρο ήταν Σούσα μου άστο κι ας περάσει,
εσένα τ’ αδερφάκι σου στα ξένα θα γεράσει».
Μα κατά τα μεσάνυχτα, κοντά στο μεσονύχτι,
ακούει την πόρτα να χτυπά, άγρια κορκυλίζει.
«Ποιος είναι αυτός που χτυπά τώρα αυτήν την ώρα;»
«Έλα Σουσάνα μ’ κι άνοιξε έλα για να μ’ ανοίξεις.
Γιατί απ’ το δρόμο τον πολύ είμαι και κουρασμένος».
Το μαστραπάτι άρπαξε στο κρυονέρι πηγαίνει.
«Μαρή τρελή, μαρή ζουρλή, μαρή ξεμυαλισμένη,
εγώ νερό δεν ζήτησα, νερό πας να μου φέρεις;»
Σαν βγάζει το μαχαίρι του απ’ τ’ αργυρό θηκάρι
στον ουρανό το ξάμπωσε και στην καρδιά το βάζει.
Ψιλή φωνίτσα έβγαλε, τη μάνα της φωνάζει.
Κι η μάνα του τού έλεγε κι η μάνα του τού λέει:
«Άιντε Σαριμπαγλάκη μου, άιντε Σαριμπαγλή μου».
Στην αγκαλιά τη σήκωσε και στο γιατρό την πάει:
«Γιατρέ που γιάνεις τις πληγές του κόσμου δεν έχει άλλη».
Κι η μάνα του τον έλεγε κι η μάνα του τού λέει:
«Άιντε Σαριμπαγλάκη μου άιντε Σαριμπαγλή μου.
Να κάνεις το μνημείο της, να’χει κρύα βρύση,
όποιος περνά να νίβεται κι όποιος διψά να πίνει.
Ποιος έχει αγάπη στην καρδιά να πίνει και να σβήνει».
2. Μια παπαδιά μια καλογριά
Μια παπαδιά μια καλογριά ρασοφορεμένη
παίρνει υγιό, υγιό για την ψυχή της.
Τον τράνεψε, τον σπούδασε τον κάνει παλικάρι.
Τον ζούλεψαν όλους κόσμους κι όλα τα παλικάρια.
«Άιντε υγιέ μ’ να φεύγουμε να πάμε σ’ άλλη χώρα
να πάμε σ’ άλλον τόπο εκεί που δεν μας ξέρουν.
Αν σε ρωτήσουν ’σένα υγιέ μ’ θα πεις πως μ’ έχεις γυναίκα.
Κι αν με ρωτήσουν ’μένα υγιέ μ’ θα πω πως σ’ έχω άντρα».
«Σώπα μάνα μ’ μην το λες και μη το δευτερώνεις.
Θα μας ακούσει ο Θεός, τρία χρόνια δεν θα βρέξει».
«Θα κάνω μάγια στο Θεό τρία χρόνια για να βρέχει.
Να πλέξ’ το ψάρι στην αυλή, γριβάδι στο κατέφλιο.
Να πλέξ’ και τ’ αχιλόψαρο τριγύρω στη γωνιά μου».
3. Μια συννεφιασμένη μέρα
Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά
βάρκα γυρίζει άνω-κάτω και χαθήκαν δυο παιδιά.
Ένας ήτανε ο Νίκος τ’ Αθηνόδωρου ο γιος.
Σαν το έμαθε ο μπαμπάς του τάζει λίρες εκατό:
«Ή το Νίκο να μου φέρτε ή και γω θα σκοτωθώ».
Θάλασσα δεν θέλει γρόσια, θάλασσα δεν θέλ’ φλουριά,
θέλει το Νίκο συντροφιά.
Τ’ Αθηνόδωρου το σπίτι ήταν ξακουστό,
σαν εχάθηκε ο Νίκος έμεινε έρμο, σκοτεινό.
4. Ο Δήμος ο πραματευτής
Ο Δήμος ο πραματευτής, ο Δήμος ο τζανιώτης,
σέρνει μουλάρια δώδεκα, μουλίτσες δεκαπέντε,
σέρνει και μια χρυσή μούλα για να την καβαλήσει.
Στο δρόμο όπου πήγαινε, στο δρόμο όπου πηγαίνει,
αρχίνισε να τραγουδά τα κλέφτικα τραγούδια:
«Ε ρ’ και τι ντιρβέ – ντιρβένια είν’ αυτά, ντιρβένια δίχως κλέφτες»;
Τον λόγου του δεν τέλειωσε τον λόγου τ’ δεν τελειώνει.
Βγήκαν οι κλέφτες απού μπροστά κι αρχίνσαν να ξεφορτώνουν.
«Για σταθείτε ρε παιδιά και μην τα ξεφορτώντε.
Είμαι ατζαμής στο φόρτωμα και δεν μπορώ να φορτώσω».
Αρχίσανε να τον ρωτούν και να τον εξετάζουν.
«Από πού είναι Δήμο η μάνα σου, από πού είναι κι ο μπαμπάς σου;»
«Μάνα μου είναι απ’ τα Γιάννενα, ο μπαμπάς μου απ’ την Πόλη».
5. Όλες οι μάνες ζύμωναν
Όλες οι μάνες ζύμωναν, ζυμώνουν και τραγουδάνε.
Του Γιάννη η μάνα ζύμωνε, ζυμώνει και βλαστημάει.
«Να πας Γιάννη μου πολύ μακριά, πολύ μακριά στα ξένα,
εκεί που δεν γυρίζουν».
«Σώπα μάνα μ’ και μην το λες και μην το δευτερώνεις.
Να πας μάνα μ’ στην εκκλησιά να κάνεις το σταυρό σου,
να διεις και το στασίδι μου σαν έρημο να στέκει.
Τότε θα σ’ έρθει το παράπονο και το βαρύ το κρίμα.
Αλλά τότε μάνα μ’ θα είναι αργά, αργά και για τους δυο μας».
6. Μια μάνα
Μια μάνα είχ’ ένα παιδί μικρό και χαϊδεμένο.
Στο δάσκαλο το έστειλε να μάθει να διαβάζει.
Και το χαρτί λησμόνησε και γύρσε να το πάρει.
Βρήκε τη μάνα του αγκαλιά, μ’ άλλον αγκαλιασμένη.
«Ας είναι μάνα μου κι δεν του πω γω του μπαμπά μου
κι δεν το μαρτυρήσω». «Τι είδες γιε μ’ και τι θα πεις;»
«Ό,τι είδαν τα ματούδια μου κείνο θα μαρτυρήσω».
«Έλα γιε μ’ τι θα σου πω, τι θα σου μαρτυρήσω,
τίποτα δεν θα ειπείς, μπιμπλιά για να σου δώσω».
Σαν βγάζει το μαχαίρι της και στην καρδιά το βάζει.
Βγάζει τα τζιγέρια του στο μάγειρα τα πάει.
«Να μάγειρα μαγείρεψ’ τα απ’ αρνικίσιο τζιέρι.
Εννιά νερά τα έπλυνα, το αίμα δεν τελειώνει».
Να κι ο Χατζής απού περνά. «Κάτσε Χατζή να φας να πιεις
απ’ αρνικίσιο τζιέρι».
Μια πιρουνιά δεν έφαγε και το παιδί πλογιέται:
«Μην τρως μπαμπά μου και μην πιεις απ’ του παιδιού σ’ το τζιέρι».
Βιτσιά κρούει τ’ άλογο στο σπίτι του πηγαίνει.
«Που είναι γυναίκα μ’ Γιαννακός; Που είναι το χρυσοπαίδι μ’»;
«Στο δάσκαλο το έστειλα να μάθει να διαβάζει».
Βιτσιά κρούει τ’ άλογο, βιτσιά το δευτερώνει.
«Που είναι δάσκαλε μ’ Γιαννακός, που είναι το χρυσοπαίδι μ’»;
«Το χαρτί τ’ λησμόνησε, γύρσε να το πάρει και πλια δεν ξαναφάνκει».
7. Το Χαριστού
Ο Χαριστός αρρώστησε βαριά για ν’ αποθάνει.
Μικρούς, τρανούς αράδιασε συγχώρεση να δώσουν.
Δεν κοίταζαν το Χαριστό που κρούει για να πεθάνει,
μόν’ κοίταζαν ντ’ Καλούδα που στέκει στολισμένη.
Από φλουρί δεν φαίνεται κι από μαργαριτάρι.
Κι ο Χαριστός τη φώναξε απ’ κει που δε μπορούσε:
«Έλα Καλούδα μ’ κάτι να σε πω, κάτι να σου μιλήσω.
Καλούδα κι αν πεθάνω ’γω ποιον άντρα θα πάρεις;»
«Τ’ Αυγέρη το γιο θα πάρω ’γω, τ’ Αυγέρη το παληκάρι.
Από κορίτσ’ τον αγαπώ κι χήρα θα το πάρω».
Κι ο Χαριστός την φώναξε και βγάζει το μαχαίρι και στην
καρδιά το βάζει.
«Εσύ θα πας το πρωί και γω θα ’ρθώ το γιόμα».
8. Ακούσατε τι έγινε αυτή την εβδομάδα
Ακούσατε τι έγινε αυτή την εβδομάδα;
Μας πήρε λύκος το παιδί, μας πήρε το λιχούδ’ μας.
Χίλνιοι νομάτοι τον κνυγούν, τετρακόσιοι αρματωμένοι».
Μον’ μάνα του τον ζύγωσε μόν’ μάνα τ’ τον ζυγώνει.
«Άφσει μου λύκε το παιδί, άσε το λιχούδι μ’».
Και του παιδί πλουγήθηκε και του παιδί πλογιέται.
«Θυμάσει όταν βλαστήμησες την Πασχαλιά τη μέρα»;
«Ας έκανα ένα παιδί κι ας το πάρει ο λύκος».
Κι εκείνη η βλαστήμια έφτασε κι εκείνη η αμαρτία.
Γύρσε μάνα μ’ στο σπίτι σου και πάνε στο καλό».
Το Νο 9 τραγούδι είναι του ιερομόναχου Γ. Κουντιάδη «Λεύκωμα του
Σουμπάσκιοϊ», 23-8-1918.
9. Από τη Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας στα χρόνια της ομηρίας
«Τι κακό μας ήλθε μάνα μ’ τι κακό μας βρήκε;
Τι κακό μας βρήκεν όλους μανούλα μ’ τι κακή μας τύχη;
Τι κακή μας τύχη μάνα μ’ να τραβούμε τόσα;
Να τραβούμε τόσα πάθια μανούλα μ’ στα δικά μας χρόνια;
Κι στα δικά μας χρόνια μάνα μ’ να δουλεύω σκλάβος.
Να δουλεύω σκλάβος πάντα μανούλα μ’ μέσα στους Βουλγάρους.
Μέσα στους Βουλγάρους μάνα μ’ πώς να μη σκανιάζω;
Πώς να μη σκανιάζω μόνος μανούλα μ’ απ’ την τυραννία;
Απ’ την τυραννία μάνα μ’ κι απ’ τα βάσανά μου.
Κι απ’ τα βάσανά μου πώχου μανούλα μ’ ύπνος δε μοι πιάνει.
Ύπνος δεν μοι πιάνει μάνα μ’ όταν σε θυμούμαι.
Όταν σε θυμούμαι κλαίγω μανούλα μ’ μαύρα δάκρυα χύνω».
«Μην πολυλυπείσαι, γιε μου, μη βαροσκανιάζεις.
Μη βαροσκανιάζεις τόσον για μένα, έχε πάντα θάρρος.
Έχε πάντα θάρρος γυιέ μου, έχε στον Θεόν μας.
Έχε στον Θεόν μας πίστιν κι ελπίδα πως θα μας γλυτώσει».
Τα παρακάτω τραγούδια Νο 10-12 είναι από το βιβλίο του Θ. Χαλέμη
«Τραγούδια του Νέου Σουλίου».
10. Του Σουμπάσκιοϊ τα παληκάρια
Σημαίνουν καμπάνες για ’σπερινό,
καμπάνες του Σουμπάσκιοϊ
τότε αρχίζ’ ο πόλεμος,
τε αρχίζ’ η μάχη.
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή
κι οβίδες σαν χαλάζι
μον’ του Σουμπάσκιοϊ τα παιδιά
θωριά τους δεν αλλάζει.
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
«Αρμάτωμένοι ήμαστε
φυσίγγια και κουμπούρια
και τα τουφέκια π’ έσκαζαν
μας φαίνονται τραγούδια».
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
Μπεντούλης Γιώργης φώναξε
τον Σιόσιο τον Σωτήρα.
«Ρίξτε τα βόλια βρε παιδιά
στα Τούρκικα τσαντήρια».
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
«Τι κάθεσαι βρε ήλιε μου
δεν πας να βασιλέψεις,
εδώ ν’ αφήσεις σκοτεινά,
κι αλλού να πας να φέξεις;
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
«Μη μας πεθαίνεις Παναγιά
και μη μας κάνεις χώμα
ούτε στεφάνι είδαμε
ούτε και αρραβώνα».
Του Σουμπάσκιοϊ τα παλκάρια
πολεμούνε σα λιοντάρια.
11. Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Σούρβα Σούρνα πολλά πλούδια,
πολλά μισιρκούδια, πολλήν εσοδίαν.
Καλή χρονιά, χρόνια πολλά
και του χρόνου πάντα με υγεία.
12. Χελιδονίσματα
Χελιδόνια έρχεται απ’ τη Μαύρη θάλασσα
θάλασσα κι αν πέρασε, έκατσε κι ελάλησε.
Έμαθε τα γράμματα, γράμματα σπουδάματα
γράμματα Ελληνικά που μαθαίνουν τα παιδιά
τα παιδιά απ’ το δάσκαλο.
«Δάσκαλος μας έστειλε να μας δώστε πέντε αυγά.
Κι αν δεν δίντε πέντε αυγά παίρνουμε την κλωσσαριά.
Να γεννά και να κλωσσά και να σέρνει τα πουλιά».
Τα παιδιά κρατώντας στα χέρια τους ένα χελιδόνι τραγουδούσαν:
Χελιδόνα έρχεται
από τη Μαύρη Θάλασσα.
Θάλασσα κι αν πέρασε
στη στεριά επάτησε.
Έκαστε κι λάλησε
και βαριά ανάσανε:
Κι όταν τελείωναν οι νοικοκύρηδες τους έδιναν φρούτα, λεφτά, γλυκά, αυγά
κ.ά.
Το παρακάτω τραγούδι Νο 13 είναι από το «Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ», Γ.
Κουντιάδη. Στο πρώτο τραγούδι του πανηγυριού του Αγίου Γεωργίου, τραβούν
τον χορό με το τρίχρονο βάδισμά τους. Χορεύουν μόνο κορίτσια εκτός μιας
παντρεμένης, η οποία σέρνει το χορό και οδηγεί τις άλλες.
13. Τραγούδι του πανηγυριού του Αγίου Γεωργίου
Το πρώτο τραγούδι
(Η πρώτη σειρά οκτασύλλαβη, η δεύτερη επτασύλλαβη)
Το πανηγύρι γίνεται κάτω στον Άγιο Γιώργη.
Το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος.
Αράδα κάθοντ’ οι αρχόντ’ αράδα κι οι παπάδες.
Κρατεί ο δράκος το νερό διψά το πανηγύρι.
Διψούν οι μάνες για νερό κι τα παιδιά για γάλα.
Παρακαλούν οι άρχοντες παρακαλούν κι λέγουν:
Απόλνα δράκο μ’ το νερό να πιει το πανηγύρι.
Να πιουν οι μάνες το νερό κι τα παιδιά το γάλα.
Αφού τελειώσουν το πρώτο τραγούδι αρχίζουν το δεύτερο και χορεύουν με
ελαφριά κίνηση των χεριών. Ο χορός μοιάζει σαν το Μεγαρίτικο.
Το δεύτερο τραγούδι
Το πανηγύρι μάνα μ’ γίνεται (δις).
Το πανηγύρι γίνεται – εδώ στον Άγιο Γιώργη.
Το πανηγύρι μάνα μ’ ήταν πολύ (δις).
Το πανηγύρι ήταν πολύ – κι ο τόπος ήταν λίγος.
Πλάκωσ’ αντάρα μάνα μ’ κι βροχή (δις).
Πλάκωσ’ αντάρα κι η βροχή – και το βαρύ σκοτάδι.
Έχασ’ μάνα μ’ το γεράκι μου (δις).
Έχασα το γεράκι μου – το χρυσογερακάκι μ’.
Δεν τούδες μάνα μ’ δεν το λόγιασες; (δις).
Δεν τούδες δεν το λόγιασες – το χρυσογερακάκι μ’.
Γω τούδα μάνα μ’ γω το λόγιασα (δις).
Γω τούδα γω το λόγιασα – σε δάφνης το κλωνάρι.
Σαράντα τάσια μάνα μ’ ξέσυρα (δις).
Σαράντα τάσια ξέσυρα – δεν μπορώ να τ’ αποδείρω.
Κι άλλα σαράντα μάνα μ’ τέσσερα (δις).
Κι άλλα σαράντα τέσσερα – κάθεται και μου λέει.
Έπειτα έρχεται στη σειρά του το τρίτο και τελευταίο τραγούδι ζωηρό, με
ταχύτερο βηματισμό όπως τον καλαματιανό.
Το τρίτο τραγούδι
Δάφνη κι δάφνη κι μήλι μαλώνανε (δις)
μεσ’ εις ξε, μεσ’ εις ξένο περιβόλι.
Η μηλιά με τα κόκκινα τα μήλα (δις)
κι άλλη με κι άλλη με χρυσά τα φύλλα (δις).
Ποιο ’ναι τα, ποιο ’ναι τ’ άξιο παληκάρι (δις)
για ν’ ανε’, για ν’ανέβ’ να την τρυγήσει
και να τη και να την κορφολογήσει.
Γω ’μαι τα, ’γω ’μαι τάξιο παλικάρι (δις)
για ν’ ανέ, για ν’ανέβ’ να την τρυγήσω
και να τη, και να την κορφολογήσω.
Πιν’ ο γε, πίν’ ο γέρος το φαρμάκι (δις)
για τη δό, για τη δόλια την αγάπη (δις).
Τα τραγούδια Νο 14-17 από το βιβλίο του Γ. Κόκκινου «Νέο Σούλι Σερρών».
14. Όλοι αγαπούν απ’ τα ξένα
Όλοι αγαπούν απ’ τα ξένα κι απ’ τα μακρινά (δις)
αγαπώ και γω καημένος απ’ τη γειτονιά (δις).
Όταν άλλαζες Μαρία μ’ να’ρχουμα κοντά σ’
ξεθλυκώθκαν τα κουμπούδια σ’, φάνκαν τ’αργυρά σ’ (δις).
Σαν τα είδα γω λιβέντης αντραλιάστηκα
δε μι τα χαρίζ’ Μαρία μ’ δε μι τα πουλάς (δις).
Δε σι τα χαρίζω λεβέντη μ’ δε σι τα πουλώ
μέσ’ στουν κόρφου μ’ τά’χω λιβέντη μ’ να σι τυρρανώ (δις).
Να σι τυρρανώ λιβέντη μ’ να ζουρλιένισι
να ζουρλιένισι λιβέντη μ’ να παλαβώνισι (δις).
15. Κατιρινιώ
Ερ’ σαν κίνησι το Κατιρινιώ βρε μάνα μ’ (δις)
στ’ αμπέλι να πηγαίνει (δις).
Ερ’ τη σταύρωσε Γιώργης ου καλός βρε μάνα μ’ (δις)
στη μέσ’ στου στραυροδρόμ’ (δις).
Ερ’ τη ζήτησε ένα σταφυλούδ’ βρε μάνα μ’ (δις)
κι αυτή του δίνει πέντι (δις).
Ερ’ δεν θέλω ’γω τα σταφύλια σ’ βρε μάνα μ’ (δις)
τα τσαλαπατημένα (δις ).
Ερ’ μόν’ θέλω γω απ’ τουν κόρφου σ’ βρε μάνα μ’ (δις)
τα μοσχομυρισμένα (δις).
Ερ’ σαν κίνησι το Κατερινιώ βρε μάνα μ’ (δις)
στ’ αμπέλι να πηγαίνει (δις).
16. Στέργιους
Σαν τουν αρραβώνιασαν τουν Στέργιου πλιά δε γέλασι,
πλια δε γέλασι ου Στέργιους, πλια δε τραγούδισι.
Κρουν’ τα νταούλια μπρε Στέργιου κι η νύφ’ χουρεύ’
δω τουν Στέργιου κει τουν Στέργιου, Στέργιους δεν είν’ ιδώ.
Πάισι Καλούδα στουν μπαχτσέ να κόψ’ ντουρλίβανου
βρίσκ’ τουν Στέργιου κάθνταν απάν’ στν ριβενιά.
Άιντε Στέργιου μ’ άιντε μπρε γιε μ’ πάτσε τουν διάβολου
τρεις λιρίτσες πουτούρια μπρε Στέργιου πάππους σ’ αγόρασει.
Και μια λίρα κουντούρια μπρε Στέργιου πάππους σι τα ’φιρι,
άιντε Στέργιου για ’λα γιε μ’ να σι παντρέψουμι.
Για’λα μπρε Στέργιου για’λα αγόρι μ’ να σι παντρέψουμι,
άιντε Στέργιου μ’, άιντε μπρε γιε μ’ για’λα να γιενς γαμπρός.
Δεν κατεβαίνου, δεν αλλάζου γαμπρός δε γίνουμι
τα σημάδια πίσου να πάτι Στέργιους πισμάνιψι.
Βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, με τον πρωταγωνιστή τον κάτοικο του
χωριού Στέργιο Καμπούρη (1859-1903).
17. Η Παναγή
Παναγή μας πάει για να πασταλιάσ’ (δις)
στου Γιουργούσ’ του μαγαζί (δις).
Τι γυρεύς δω αρή Παναγή (δις)
τι σμπουρίιζ με τς’ Ντουβισνοί (δις).
Γω δεν ήρτα τάτα μ’ για τς Ντουβισνοί (δις)
μόν ήρτα να βρω δουλειά (δις).
Σαν αρπάχνει Γκόγκλιαρς τ’ βασταγαριά (δις)
δέκα κρούει και μια μετρά
κι απ’ τν σκάλα τ’ γκουρδουκλά. (δις).
Μην του κρους βρε Γκόγκλιαρε μ’ του κουρτσούδ’ (δις)
του κουρτσούδ’ είνι μικρό καμιά σαρανταριά χρουνό.
Τα παραπάνω διαδραματίζονται σε μια καπναποθήκη του Νέου Σουλίου. «Παναγή»
ήταν η Παναγιώτα Γκόγκα του Αθανασίου, 22 ετών.
|
Φωτ. 40. Η περιβαλλοντική ομάδα. |
|
|
Φωτ. 41. Από την συνέντευξη με τη γερόντισσα Ελένη Πανταζή |
|
|
|
Φωτ. 42. Από την συνέντευξη με τη γερόντισσα Καραγκιόζη Βαΐα. |
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας, στην πεδιάδα των Σερρών, καλλιεργούνται
βαμβάκι, δημητριακά, όσπρια, σταφύλια, λαχανικά, σουσάμι. Οι γεωργοί
προτιμούσαν την καλλιέργεια του βαμβακιού, γιατί δεν είχε πολύ κόπο και
πουλιόταν σε καλή τιμή. Στο Νέο Σούλι υπήρχε και μηχανή εκκοκκισμού που
λειτουργούσε με τα νερά του μύλου της Αγίας Μαρίνας. Στις αρχές του 20ου
αιώνα στους λόφους και στους πρόποδες των βουνών επικράτησε η καλλιέργεια
του καπνού. Η ποικιλία «μπασμάς» έφθασε να πουλιέται γύρω στα 1925, 1 λίρα
η οκά. Μέχρι το 1970 ο νομός Σερρών κατείχε την πρώτη θέση στην παραγωγή
καπνού. Στα 1914 ιδρύθηκε στο Νέο Σούλι ο πρώτος Γεωργικός Συνεταιρισμός
στη Μακεδονία, από το γεωπόνο Θ. Αργυριάδη. (Γ. Καφταντζή «Οι Σέρρες
άλλοτε και τώρα», έκδοση ομ. Ορφέα). Έτσι προστατεύονταν οι παραγωγοί από
την εκμετάλλευση των εμπόρων, έπαιρναν καλλιεργητικά δάνεια και σπόρους
και είχαν μια σωστή αντιπροσώπευση στις κρατικές υπηρεσίες καπνού.
Αργότερα ο Συνεταιρισμός τους βοήθησε να παίρνουν και στεγαστικά δάνεια
και ανέλαβε να προσλαμβάνει γιατρό, γι’ αυτό ο Συνεταιρισμός ονομάστηκε
Γεωργικός Πιστωτικός και Υγειονομικός.
Σήμερα η παραγωγή καπνού είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από ποτέ. Τα χωριά
αδειάζουν, οι νέοι στρέφονται σε ευκολότερα και αποδοτικότερα επαγγέλματα,
η ΕΟΚ δεν δίνει επιδοτήσεις. Τους τελευταίους μήνες του 2002 η Κομισιόν
εισηγείται πως όσοι παραγωγοί σταματήσουν την παραγωγή καπνού για 5-7
χρόνια θα παίρνουν επιδοτήσεις ίσης αξίας μ’ αυτές που θα έπαιρναν αν
καλλιεργούσαν τα χωράφια τους! Στη συνέχεια προτείνεται η συνέχιση της
επιδότησης με την προϋπόθεση τα καπνά που θα παράγονται στο εξής θα είναι
ανώτερης ποιότητας, με λιγότερα βλαβερά χαρακτηριστικά για την υγεία (με
λιγότερη πίσσα, νικοτίνη και βαρέα μέταλλα). Η ΕΟΚ εξετάζει και το
σταμάτημα της καλλιέργειας του καπνού, είτε με στροφή σε άλλες
καλλιέργειες, είτε με πρόωρη συνταξιοδότηση, είτε με δάσωση αγροκτημάτων
(Εφημερίδα Σερραϊκό Θάρρος, Δεκ. 2002).
Στον παρακάτω πίνακα γίνεται μια σύγκριση της παραγωγής του 1987 και του
1999. Τα στοιχεία προέρχονται από το Δελτίο Στατιστικής του 1987 και 1999.
Τα ενδιάμεσα Δελτία δείχνουν επίσης καθαρά την πτωτική τάση στα καπνά και
προέρχονται από την Κοινότητα Νέου Σουλίου. Μείωση παρατηρείται και στο
μαλακό σιτάρι, ενώ αύξηση στην παραγωγή σταφυλιών.
Καλλιέργειες 1987 1999
Σιτάρι μαλακό 1.500.000 κ. 60.000 κ.
Σιτάρι σκληρό 1.320.000 κ. 2.800.000 κ.
Καπνά ανατολικού τύπου 271.255 κ. 130.000 κ.
Σταφύλια για οινοπαραγωγή 54.000 κ. 60.000 κ.
Σταφύλια επιτραπέζια 6.000 κ. 45.000 κ.
Παρακάτω περιγράφουμε τις διαδικασίες παραγωγής και επεξεργασίας προϊόντων
του Νέου Σουλίου: α. ο καπνός β. τα δημητριακά γ. τα αμπέλια
α. Καπνός
Φυτό ποώδες της οικογένειας σολανίδες. Προέρχεται από την Αμερική (πιθανά
από τις Αντίλλες) και μεταφέρθηκε στην Ευρώπη το 16ο αιώνα από τους
Ισπανούς. Ο καπνός έχει φύλλα πλατιά με άνθη κόκκινα, κίτρινα ή λευκά κατά
βότρυς ή φόβες. Με επεξεργασία των φύλλων του σε ειδικές μονάδες
(καπνοβιομηχανίες) παρασκευάζονται τα τσιγάρα, τα πούρα και εξευγενισμένος
καπνός για πίπες κλπ. Καλλιεργείται στις ΗΠΑ, την Ινδία, τη Βραζιλία, στις
χώρες της Βαλκανικής. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται μεγάλες και άριστες
ποικιλίες καπνού. Η νικοτίνη, ουσία που περιέχει ο καπνός, θεωρείται
ιδιαίτερα βλαβερή για τον ανθρώπινο οργανισμός. Είναι μια δύσκολη
καλλιέργεια, με ακόμη δυσκολότερη επεξεργασία που γίνεται ως εξής:
Τα σανίδια, (χασλαμάς): Πριν σπείρουν τον καπνόσπορο στο χωράφι, το
φύτευαν μέσα σε «σανίδια». Το λεγόμενο «σανίδι» είναι ειδικά διαμορφωμένος
χώρος φτιαγμένος από σανίδι και χώμα. Το μήκος του είναι περίπου 3 μ. Στο
εσωτερικό του έχει ειδικούς χώρους όπου έσπερναν τους σπόρους του καπνού.
Και στις δυο πλευρές του, σχηματίζουν αυλάκια, τα οποία διευκολύνουν
περισσότερο στο πότισμα. Όταν ερχόταν ο καιρός για τη σπορά, έριχναν τον
σπόρο του καπνού με στάχτη (ανακατεμένα), στη συνέχεια το γέμιζαν με
κοπριά ζώων ώσπου να καλυφθεί η επιφάνεια. Πριν όμως ρίξουν την κοπριά,
έμπαιναν μέσα στο σανίδι και πατούσαν με τα πόδια τους γερά τον σπόρο, και
έπειτα έριχναν την κοπριά.
Ξεβοτάνισμα: Όταν στο χασλαμά εμφανιζόταν κάποια άγρια χόρτα, τότε οι
άνθρωποι αναγκαζόταν να τα βγάλουν με το χέρι δηλαδή να τα ξεβοτανίσουν,
για να μην επηρεάσουν την ανάπτυξη του καπνού.
Φυτεία: Μετά από καιρό (15-20 Μαΐου), όταν έβλεπαν πως το φυτό πλέον του
καπνού γινόταν περίπου 20 εκ. (ύψος) ερχόταν η ώρα για την φυτεία στο
χωράφι. Διάλεγαν λοιπόν τα καλύτερα φυτά που ήταν κατάλληλα να φυτευτούν
στο χωράφι. Τα έβγαζαν έτσι από τα σανίδια τα φυτά αυτά και τα φύτευαν στο
χωράφι. Το φύτεμα παλιά γινόταν με το χέρι και αργότερα με το τρακτέρ και
φυτευτική μηχανή. Πριν φυτεύσουν όμως στο χωράφι τα φυτά, έπρεπε να το
οργώσουν. Έτσι όργωναν με δυο βόδια ζεμένα και πίσω τους δεμένο ένα
αλέτρι, με το οποίο όργωνε το χώμα ο ζευγολάτης.
Λίπασμα: Το λίπασμα είναι «φάρμακο» ειδικό το οποίο το ρίχνανε στα φυτά
για να αναπτυχθούν καλύτερα.
Σπάσιμο: Ήταν η διαδικασία στην οποία μάζευαν τα φύλλα καπνού από το πλέον
αναπτυγμένο φυτό. Τον Ιούνιο συγκεκριμένα «έσπαζαν» δηλαδή μάζευαν τα
φύλλα από τον κορμό του φυτού.
Βελόνιασμα: Τα φύλλα του καπνού, τα συγκέντρωναν στο σπίτι μέσα στα
κοφίνια, μαζευόταν όλοι μαζί, και τα περνούσαν σε μεγάλες βελόνες δηλαδή
γινόταν το «βελόνιασμα» ή «πέρασμα». Έπειτα αφού συγκεντρωνόταν ορισμένος
αριθμός βελονιών, τις «άδειαζαν» δηλαδή τις έβαζαν στα «σαρίκια» (μακριά
ξύλα με σπάγκο που χωρούσαν πολλές βελόνες καπνού) και αυτά, τα «σαρίκια»
τα έβαζαν στις «λιάστρες» για να ξεραθούν. Η λιάστρα ήταν ένα είδος σκάρας
την οποία την έβλεπε ο ήλιος και πάνω της έβαζαν τα «σαρίκια». Στη
συνέχεια όταν ξεραινόταν τα φύλλα καπνού στα σαρίκια, πάνω στις λιάστρες
ερχόταν η ώρα να δημιουργηθούν τα «σαντάλια». Έξι σαρίκια μαζί, τα έβγαζαν
τα ξύλα, και τα ένωναν σε ένα τσιγκέλι σαν τσαμπί και τα τοποθετούσαν στο
κουί για να μαλακώσουν.
Παστάλιασμα: Το φθινόπωρο έφτιαχναν τα «παστάλια». Τα παστάλια για ένα
χρονικό διάστημα τα έβαζαν μέσα σε αποθήκη (κουί) η οποία ήταν κάπως
δροσερή για να μαλακώσουν πάλι τα φύλλα καπνού. Έπειτα, το «σεντούκι» ήταν
ένα είδος καλουπιού στο οποίο έβαζαν τα φύλλα και αυτό το σεντούκι έβγαζε
το καπνό σε μορφή δέματος. Τέλος τον Απρίλιο ήταν έτοιμο να πουληθεί στους
εμπόρους που τα βαθμολογούσαν για να γίνουν τσιγάρα.
Όταν τέλειωνε όλη η διαδικασία του καπνού οι νοικοκυρές έφτιαχναν ένα
γλυκό τον «καρτσμά» (σιμιγδάλι, λάδι, ζάχαρη και νερό).
|
Φωτ.43. Γλίζντρος. Πέτρινος κύλινδρος για να πατάνε το χώμα στα σανίδια,
μετά τη σπορά. |
|
|
Φωτ. 44. Βγάζουν το «χασλαμά», τα νεαρά φυτά του καπνού, από τα σανίδια,
για να τα φυτέψουν στο χωράφι (1979). |
|
|
Φωτ. 45. Μεταφέρουν το «χασλαμά» με κοφίνια για φύτεμα. |
|
|
Φωτ. 46. Φύτεμα «χασλαμά» με τρακτέρ και φυτευτική μηχανή στο χωράφι. |
|
|
Φωτ. 47. «Σπάσιμο», μάζεμα των ώριμων φύλλων του καπνού. |
|
|
Φωτ. 48. «Βελόνιασμα». Το πέρασμα των καπνόφυλλων σε βελόνες. |
|
|
Φωτ. 49. Σαρίκια, βελόνες, σπάγκος, εξαρτήματα για το βελόνιασμα του
καπνού. |
|
|
|
Φωτ. 50. Λιάστρα. Τα σαρίκια τα κρεμάνε οριζόντια στις λιάστρες για να
ξεραθούν τα καπνά από τον ήλιο. |
|
|
Φωτ. 51. Τα σαντάλια. Μετά τις «λιάστρες» βγάζουν από τα σαρίκια του
σπάγκους με τα φύλλα καπνού και ανά έξι σαρίκια κάνουν τα σαντάλια και τα
κρεμούν στις αποθήκες (Κουί) για να μαλακώσουν. |
|
|
Φωτ. 52. Σεντούκι. Από τον Οκτώβριο αρχίζει το «παστάλιασμα».
Ξεκρεμούν τα
σαντάλια, τα ξεχωρίζουν σε μπουρλιές ένα ένα φύλλο τα πασταλιάσουν τα
κάνουν ματσάκια και τα βάζουν στο «καλούπι» ή «σεντούκι». Πίσω διακρίνεται
η μηχανή με την οποία περνάν σήμερα τον καπνό σε σπάγκο και το απλώνουν
στις «σκάρες» ή «λιάστρες». |
|
|
Φωτ. 53. Δέματα. Τα παστάλια τα φτιάχνουν δέματα τα οποία ελέγχουν οι
έμποροι και τα αγοράζουν. |
β. Δημητριακά
Σιτάρι
Η σπορά γίνεται Οκτώβριο με Νοέμβριο με ξύλινο άροτρο το λεγόμενο αλέτρι ή
βεργούλα. Η ποικιλίες ήταν διάφορες: η μεντάνα, η «μαλιτάμπα», «τζένα ρόζα»
και «μαλακό Λήμνου». Το ξεβοτάνισμα γινόταν με τα χέρια προτού να βγουν τα
φάρμακα. Και μετά που βγήκαν τα φάρμακα ραντιζόταν με ζιζανιοκτόνο. Τα
λιπάσματα έπεφταν στην σπορά το λεγόμενο βασικό λίπασμα. Και μετά δεύτερο
λίπασμα το έριχναν όταν φύτρωνε το σιτάρι και το έριχναν με το χέρι. Το
έβαζαν στον τενεκέ που τον είχαν δεμένο στην πλάτη.
Τον Ιούνιο ωρίμαζαν τα σιτάρια και πήγαινε όλη η οικογένεια με τα
δρεπάνια, το έκοβαν και το δεματοποιούσαν. Μαζευότανε τα δεμάτια όλα και
γινόταν θημωνιά, «στάβα» που λένε. Και όταν τελείωναν όλο το θέρισμα από
όλα τα χωράφια άρχιζαν να κουβαλούν το σιτάρι με τα γαϊδουράκια και το
μετέφεραν στο ονομαζόμενο αλώνι. Εκεί μαζευότανε σε θημωνιά όλα τα σπαρτά
και τα ετοιμάζανε να τα σκορπίσουν. Μετά έβαζαν τα ζώα, τα βόδια και τα
άλογα και τραβούσανε τη λεγόμενη «αφκάνη». Αφού γυρνούσαν δυο με τρεις
ώρες γύρω-γύρω κόβονταν το σιτάρι και έβγαινε ο καρπός. Μάζευαν το κομμένο
άχυρο με το σιτάρι μαζί και περίμεναν το απόγευμα να σηκωθεί ο νοτιάς και
να το λυχνίσουν με τα ξύλινα δουκράνια. Γινόταν γιορτές στ ’αλώνια και
γλέντια και στην αρχή και στο τέλος του θερισμού. Μάζευαν τον καρπό στα
ξύλινα αμπάρια. Μετά φορτωμένο στο γαϊδουράκι το πήγαιναν στον νερόμυλο.
Καλαμπόκι
Το καλαμπόκι γινόταν «γιαρμάς» για να ταΐζουν τα ζώα, τα βόδια, τα
γουρούνια και τις κότες. Όργωναν όλο τον καιρό το χωράφι και σπέρνονταν τα
πρώιμα τον Απρίλιο μήνα και τα όψιμα μέσα στον Ιούνιο μέχρι αρχές Ιουλίου.
Τα πρώιμα τα μάζευαν τον Αύγουστο και τα όψιμα τον Οκτώβριο. Στο
ξεφλούδισμα καθόταν όλη η οικογένεια και το ξεφλούδιζαν. Αφού στέγνωσε, το
πήγαιναν όποτε χρειαζόταν για να το κάνουν γιαρμά.
Κριθάρι
Σπέρνεται και θερίζεται όμοια με το σιτάρι, τα ίδια φάρμακα και τα ίδια
εργαλεία. Με το κριθάρι τάιζαν τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια.(Φωτ.
54-58).
|
Φωτ. 54. Από αριστερά, κρεατομηχανή, μπουκλούδ’ (μικρό ξύλινο παγούρι),
από κάτω πριόνι, αλέτρι φράγκο (είδος αλετριού), ντουρβάνα (δοχείο για την
παρασκευή βουτύρου), καδί (βαρελάκι), γκαζιέρα, μαγκάλι. |
|
|
Φωτ. 55. Από αριστ. δερμόνι (κοσκίνιζαν φασόλια, ρεβίθια), τσικρίκ’
(εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού), κόπανος (για το πλύσιμο υφαντών),
μπούκλος (ξύλινο παγούρι), αλέτρι βεργούλα, αφκάνη (ξύλινη επιφάνεια με
κοφτερές πέτρες για το αλώνισμα του σιταριού), δίχαλο (για το λίχνισμα του
σιταριού), φτυάρι, ζυγός (για το ζέψιμο των ζώων στο κάρο), ντιμπέκ’
(γουδί μαρμάρινο), καντάρ’ (ζυγαριά), σίδερο. |
|
|
Φωτ. 56. Αργαλειός (στο βάθος), φουρνόφτυαρα, σοφράς (αριστερά), τυλιχτάρι
(στο κέντρο), ανέμη, πινακωτή (δεξιά). |
|
|
Φωτ. 57. Πινακωτές (ξύλινα καλούπια για το ψήσιμο του ψωμιού), μακαράς
(για άντληση νερού από μαγκανοπήγαδο), μπαούλο, φανάρια, ξύλινη λεκάνη,
ανέμη. |
|
|
Φωτ. 58. Κάρο (στον τοίχο αριστερά), σαμάρι (στο κέντρο), αλέτρι, δίχαλο
(δεξιά), αφκάνη. Όλες οι παραπάνω φωτογραφίες είναι από το Λαογραφικό
Μουσείο Χρυσού Σερρών. |
γ. Αμπέλια
Μεγάλος αριθμός αμπελιών υπήρχε γύρω στο 1900-1960. Μετά όμως από το 1960
περίπου ο αριθμός αμπελιών μειώθηκε κατά μεγάλο ποσοστό, λόγω της
μετανάστευσης σε ξένης χώρες.
Στο χωριό υπήρχαν τέσσερις κυρίως τοποθεσίες όπου υπήρχαν αμπέλια:
Προφήτης Ηλιάς, Μπουζιάρο, Αλγαράς και Κούτρα.
Στα τότε χρόνια υπήρχαν πολλών ειδών σταφύλια. Οι καλύτερες ποιότητες
είναι οι εξής: παμίδια (πολύ λεπτόφλουδα απ’ τα οποία έβγαινε άφθονο άσπρο
κρασί), γαλλικά (μαύρα σταφύλια), μπατίκια (ήταν τα ωραιότερα και
ακριβότερα σταφύλια), μοσχάτα (τα έλεγαν έτσι γιατί ήταν μυρωδάτα), ροζακί
(ροζ εξίσου ωραία σταφύλια), κρασοστάφυλα (ήταν μικρά κι έβγαζαν καλό
κόκκινο κρασί), τα σέφκα, τα σενζώ, τα κρανουάρ.
Η λίπανση των αμπελιών γίνεται κάθε χειμώνα. Οι αμπελουργοί ρίχνουν το
λίπασμα με το χέρι. Μετά από λίγους μήνες, κατά τις αρχές του Μαρτίου
γίνεται το κλάδεμα, με το ψαλίδι. Μετά από λίγο καιρό γίνεται το σκάψιμο.
Το σκάψιμο μπορεί να γίνει με δυο τρόπους με φτυάρι ή θκέλι (αποτελείται
από ένα μακρύ ξύλο που στην άκρη του έχει δυο μυτερά σιδεράκια). Μετά το
σκάψιμο ακολουθεί το ράντισμα (από 1η Μαΐου) που γίνεται με ανθρακόλ’ ή με
γαλαζάδα (ειδικά υγρά υλικά για την περίπτωση). Μετά από λίγο καιρό (μέχρι
τις 20 Μαΐου) αφού το κλήμα έχει βγάλει βλαστούς, γίνεται το βλαστολόγημα,
αφαιρούνται δηλαδή ορισμένα βλαστάρια, για να μπορέσει να αναπτυχθεί το
κλήμα (κουρβούλι). Αφού έχει αναπτυχθεί αρκετά το φυτό (5-10 εκατοστά)
γίνεται το ξεκόρφιασμα (κορφολόγημα), κόβουν δηλαδή τις κορυφές για να
αναπτυχθεί κι άλλο κι έτσι να είναι έτοιμο για τον τρύγο. Τα πρώιμα
σταφύλια γίνονταν στις αρχές του Αυγούστου του Σωτήρος.
Ο τρύγος γινόταν με πολλά άτομα, κυρίως κοπέλες και νέους. Έκοβαν τα
σταφύλια από το κοτσάνι του κάθε τσαμπιού, τα έβαζαν στα καλάθια, ύστερα
στα κοφίνια, φόρτωναν τα κοφίνια στα γαϊδούρια και τα πήγαιναν στο σπίτι.
Εκεί τα έριχναν στην κάδα (πολύ μεγάλο βαρέλι) και ο σπιτονοικοκύρης
(πολλές φορές και κοπέλες) τα πατούσε με τα πόδια. Αφού άφηναν τα πατημένα
σταφύλια μέσα στην κάδα για μία μέρα, μπορούσε όποιος ήθελε να πάρει
μούστο όπως και αργότερα το κρασί, τον έβγαζαν από το ντίλο. Ο ντίλος
ήταν κάτι σαν βρυσούλα στην κάδα. Εκεί λοιπόν, στον ντίλο έβαζαν ένα κλαδί
(πουρνάρι), ώστε όταν τον άνοιγαν να μην πέφτουν οι φλούδες (τσίπουρα). Το
κρασί έβγαινε, αφού το άφηναν 20 περίπου μέρες. Αφού βγει όλο το κρασί,
μένουν τα τσίπουρα (στέμφυλα).
Αυτά τα τσίπουρα τα έπαιρναν και τα πήγαιναν στα καζάνια. Για να τα
μεταφέρουν εκεί, τα έβαζαν μέσα σε κάδους (σαν μικρά βαρέλια, φτιαγμένα
από λαμαρίνα). Τα παλιά χρόνια φόρτωναν τους κάδους στα γαϊδουράκια. Έτσι
λοιπόν τα μετέφεραν στα καζάνια. Στο χωριό υπήρχαν πολλά καζάνια: του
Κυριακόπουλου Θεολόγη, του Σπανουδάκη, του Κατρακάζη, του Παπακωνσταντίνου,
του Αναστασιάδη και του Κυριακόπουλου. Τα έπαιρναν λοιπόν τα τσίπουρα και
τα έβραζαν. Έτσι γινόταν το τσίπουρο. Για να γίνει όμως ωραίο πρόσθεταν
κάποια υλικά: γλυκάνισο (ειδικό χόρτο για αυτήν την περίπτωση), μαστίχα
Χίου (μυρωδάτη), ζάχαρη … Όλα μαζί τα έβραζαν και έβγαινε το καλύτερο
τσίπουρο.
Πως γίνεται το τσίπουρο
Αρχικά πατάμε τα σταφύλια και το υλικό που παίρνουμε το τοποθετούμε σε
βαρέλια για 1 μήνα περίπου για να πάρουν μια βράση (βράζουν μόνα τους). Τα
τελευταία χρόνια τα τσαπιά τα πετάμε και κρατάμε μόνο το υπόλοιπο υλικό.
Τα παλαιότερα χρόνια τα έβραζαν μαζί με αυτά, τώρα όμως οι επιστήμονες
βρήκαν κάποιες ουσίες μέσα τους, βλαβερές για τον οργανισμός μας. Αυτό το
υλικό τώρα το τοποθετούμε σε ένα μεγάλο μπρούτζινο σκεύος το καζάνι, όπου
στο κάτω μέρος του καζανιού ανάβουμε δυνατή φωτιά. Όταν το υλικό βράσει,
οι υδρατμοί του αναγκαστικά περνούν από έναν ενσωματωμένο στο πάνω μέρος
του καζανιού, σωλήνα. Μετά αυτός ο σωλήνας με τους υδρατμούς, περνά από
μια μεγάλη δεξαμενή γεμάτη κρύο νερό, το οποίο νερό ανακυκλώνεται συνεχώς.
Δηλαδή πάνω από την δεξαμενή υπάρχει μια βρύση που είναι ανοιχτή 24 ώρες
το 24ωρο, που ανακαινίζει το νερό. Και αφού ο σωλήνας με τους υδρατμούς
περνά μέσα από κρύο νερό είναι φυσικό οι υδρατμοί να γίνονται υγρό
(υγροποίηση). Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται 3 και 4 φορές έως το υλικό
του παραγωγού να τελειώσει. Αφού συγκεντρώσουμε την «γράπα» (έτσι λέγεται
σε αυτό το σημείο) σε βαρέλια, το ξανατοποθετούμε στο καζάνι για
μετάβρασμα. Στο μετάβρασμα προσθέτουμε άλλα πρόσθετα υλικά για να
νοστιμέψουμε το τσίπουρο. Τα κυριότερα πρόσθετα υλικά είναι η μαστίχα και
ο γλυκάνισος. Ο παραγωγός μπορεί να βάλει και άλλα όπως μέλι, κυδώνι κ.ά.
Και τώρα μπορούμε να ξανακάνουμε την γνωστή διαδικασία βρασμού. Μόλις όμως
το τσίπουρο βγει, το ποσοστό αλκοόλ του είναι πάρα πολύ μεγάλο, περίπου
78% και δεν πίνεται γιατί είναι επικίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου. Για
να το κάνουμε σύμφωνα με τις προτιμήσεις του παραγωγού μετράμε το αλκοόλ
του τσίπουρου με το γραδόμετρο και προσθέτουμε νερό (απλό βρύσης) για να
μειώσουμε το ποσοστό του αλκοόλ. Το πιο συνηθισμένο ποσοστό αλκοόλ είναι
40% με 45%. Στην διάρκεια παρασκευής του τσίπουρου, η παρέα του παραγωγού
μαζεύεται στο χώρο όπου γίνεται ο βρασμός και κάνουν ένα μικρό γλέντι με
κρασί και ψητά.
Όπως προαναφέραμε την ημέρα του τρύγου μαζεύονταν μεγάλος αριθμός νέων,
κυρίως κοριτσιών. Εκεί με χαρά και κέφι τρυγούσαν τραγουδώντας και
χορεύοντας. Ένα τραγούδι που έλεγαν:
Βάλε νιους και σκάψε με
και νιους να με βλαστολογήσουν.
Βάλε κορίτσια ανύπαντρα
να με κορφολογήσουν.
Βάλε και νύφες και γαμπρούς
ναρθούν για να με τρυγήσουν.
(Υποτίθεται ότι μιλάει το αμπέλι).
Συνταγές
Ρετσέλια
Παίρνουμε μια ορισμένη ποσότητα μούστου και τον βράζουμε μέσα σε
μπακιρένιο καζάνι (ειδικό καζάνι για την περίπτωση). Αφού βράσει, μέχρι να
πήξει, ρίχνουμε καθαρισμένο λεπτοκομμένο κυδώνι, αφού όμως τα έχουμε βάλει
από το προηγούμενο βράδυ σε ασβεστόνερο. Τα αφήνουμε να βράσουν όλα μαζί,
ώσπου να δημιουργηθεί ένα πηχτό υλικό και έτσι να είναι έτοιμο να το φάμε,
αφού πρώτα κρυώσει.
Πετιμέζι
Απλώς βράζουμε το μούστο για πολύ ώρα μέχρι να πήξει σαν το μέλι (Από ένα
καζάνι 60 κιλών έμεναν 10 κιλά). Αυτό το άπλωναν πάνω στο ψωμί και το
έτρωγαν.
Μουσταλευριά
Βράζουμε το μούστο μέχρι να πήξει. Αφού πήξει προσθέτουμε λίγο, λίγο
αλεύρι καθώς βράζει. Στο τέλος αφού πήξει με το αλεύρι πολύ, το βάζουμε
στα πιάτα.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Εκεί που στα τότε
χρόνια όπου κι αν γύριζες έβλεπες αμπέλια και χέρια που με όρεξη και κέφι
τα φρόντιζαν, στις μέρες μας ο αριθμός των αμπελιών έχει μειωθεί κατά
μεγάλο ποσοστό. Η φροντίδα των αμπελιών γινόταν με γλέντια και τηρούνταν
κάποια έθιμα. Στο σκάψιμο οι παππούδες έλεγαν: «Βάλτε μας καλή τροφή,
κασέρι, τυρί, ρέγκες». Μάζευαν κληματόβεργες και έψηναν τις ρέγκες και τα
λουκάνικα. Είχαν και βάζες με κρασί και τσίπουρο κι έτσι είχαν δύναμη και
όρεξη για δουλειά. Στο σπίτι τους περίμενε καλό φαΐ και πίτες.
Στο τρύγο εκτός από τα τραγούδια που προαναφέραμε οι κοπέλες έτριβαν
κόκκινα σταφύλια στα μάγουλα και γελώντας έλεγαν «Καλός τρύγος και με
’γεια να το πιούμε».
Μετά τον τρύγο και το εικοσαήμερο βράσιμο του κρασιού, η νοικοκυρά έβγαζε
από το βαρέλι το πρώτο κρασί και το μοίραζε στη γειτονιά. Οι γυναίκες
έλεγαν «με ’γεια να το πιείτε, ωραίο κρασί και του χρόνου περισσότερο να
βγάλετε».
|
Φωτ. 59. Πάτημα σταφυλιών μέσα σε καζάνι. |
|
|
Φωτ. 60. Ρίχνουμε τα καινούρια «στέφλα» στο καζάνι για να βράσουν και να
γίνει το τσίπουρο. |
|
|
Φωτ. 61. Το «ξεκαζάνιασμα». Τα «στέφλα» ότι ήταν να δώσουν σε τσίπουρο το
έδωσαν. Τώρα θα πεταχτούν και θα μπουν καινούργια «στέφλα». |
|
|
Φωτ. 62. Όλη η εγκατάσταση για τη δημιουργία τσίπουρου. Η δεξαμενή με το
κρύο νερό που ανανεώνεται συνεχώς για να είναι κρύο, ώστε να υγροποιείται
ο ατμός από τα «στέφλα». Ο σωλήνας που ξεκινά από το καζάνι και οδηγεί στη
δεξαμενή με το κρύο νερό. Το καπάκι του καζανιού, πάνω στο οποίο υπάρχει
και το θερμόμετρο για να δείχνει τη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του
βρασμού. Εδώ μέσα το οινόπνευμα που υπάρχει στα «στέφλα» μετατρέπεται σε
ατμό και στη συνέχεια μέσα στο νερό υγροποιείται και μετατρέπεται σε
τσίπουρο. Η εστία της φωτιάς (δεξιά). |
Σύγκριση κώδικα 12ου αιώνα με αρχαϊκή υδρία
|
Φωτ. 63. Κώδικας της Αποκάλυψης του 12ου αιώνα, εικονογραφημένος με
γεωργικές σκηνές. |
|
|
Φωτ. 64. Αρχαϊκή υδρία
του 6ου π.Χ. αιώνα. |
Κώδικάς της Αποκάλυψης του 12ου αιώνα, εικονογραφημένος με γεωργικές
σκηνές, αποτελεί εντυπωσιακό έργο τέχνης και πολύτιμη πηγή τεχνικών
πληροφοριών ( από την εφημερίδα «Καθημερινή».
Στη μικρογραφία βλέπουμε ότι έχουν κοπεί από τον κορμό του κλήματος οι
χαμηλές κληματίδες και έχει κρατηθεί μια καρπερή, που λυγίστηκε και
στερεώθηκε στη διχάλα ενός κομμένου κλαδιού δέντρου, έτσι ώστε τα σταφύλια
να είναι στο ύψος των τρυγητάδων και να συλλέγονται εύκολα.
Πράγματι, όταν δεν υπήρχαν «ζωντανά» δέντρα για να στηρίξουν τις
κληματίδες, χρησιμοποιούσαν για υποστηρίγματα κομμένα κλαδιά δέντρων. Η
τεχνική αυτή ήταν πολύ παλιά. Μια σύγκριση με την αγγειογραφία τρύγου πάνω
σ’ αρχαϊκή υδρία του 6ου π.Χ. αιώνα αρκεί για να μας πείσει. Παριστάνει
και αυτή κληματίδες – δηλαδή αμπέλινους βλαστούς – τεχνητά υποστηλωμένες
πάνω σε κομμένα διχαλωτά κλαδιά δέντρων, και λυγισμένες στο ύψος ανθρώπου
για εύκολο τρύγημα των σταφυλιών.
Χίλια εφτακόσια περίπου χρόνια χωρίζουν τις δυο εικόνες, απόδειξη ότι στη
γεωργία ο χρόνος μετριέται σε αιώνες, γιατί τον πρώτο λόγο τον έχει το
ίδιο το φυτό. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να το φυτέψει όπου θέλει και να το
διαμορφώσει όπως θέλει.
Δεξιά, στο κάτω μέρος της μικρογραφίας, σώζεται ο τρόπος με τον οποίο
γλευκοποιούσαν τα σταφύλια, δηλαδή έπαιρναν το χυμό τους – το γλεύκος –
για να κάνουν κρασί: ο ληνοβάτης πατάει τα σταφύλια σε μια δεξαμενή που
είναι υπερυψωμένη, ώστε ο χυμός να χύνεται σ’ ένα διπλανό κάδο. Όπως η
δύναμη του ανθρώπου δεν είναι αρκετή για να βγάλει από τα σταφύλια όλο το
χυμό τους. Γι’ αυτό, όταν δεν έτρεχε πια από ληνό άλλο γλεύκος, μεταφέρανε
τα πατημένα σταφύλια με φτυάρια, κοφίνια ή άλλα μέσα, σε μια δεύτερη
δεξαμενή ή κάδο, όπου ασκούσαν πολύ μεγαλύτερη πίεση με διάφορους
μηχανισμούς, όπως αυτός που απεικονίζεται πολύ παραστατικά στη μικρογραφία
και ο οποίος φαίνεται πως ήταν διαδεδομένος στο μεσαίωνα, γιατί τον
βρίσκουμε και σε άλλα έργα τέχνης.
Είναι, λοιπόν άλλο το «πατητήρι» - ληνός – όπου γίνεται το πάτημα, δηλαδή
η έκθλιψη ή το σπάσιμο των σταφυλιών και άλλο το «πιεστήριο» όπου η
εκχύμωση των σταφυλιών γίνεται με άσκηση μηχανικής πίεσης. Όμως τόσο το
πάτημα όσο και η πίεση των σταφυλιών με χειροκίνητα πιεστήρια, ήταν
εργασία πολύ κουραστική, η οποία απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη.
Στα σημερινά οινοποιία το «πατητήρι» έχει αντικατασταθεί με μηχανήματα που
σπάνε τα σταφύλια, γι’ αυτό λέγονται «θλιπτήρια», ή «σπαστήρες» τα δε
πιεστήρια λειτουργούν αυτόματα.
1. Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ, Γαβριήλ Κουντιάδης, Ιερομόναχος, Θεσ/νίκη 1925
2. Νέο Σούλι Σερρών (Σουμπάσκιοϊ) Ιστορία – λαογραφία, Γ. Κόκκινος,
Σέρρες, 1998.
3. Ιστορία της πόλης των Σερρών και περιχώρων, τόμος Β’ Β. Τζανακάρη,
Σέρρες.
4. Ιστορία της πόλεως των Σερρών, Γ. Καφταντζή, Σέρρες 1972.
5. Το Νέο Σούλι Σερρών, Αναστ. Ι. Μπέγκος, Αθήνα 1994.
6. Το γλωσσικό ιδίωμα του Νέου Σουλίου Σερρών, Αναστ. Ι. Μπέγκος.
7. Τραγούδια Νέου Σουλίου, επαρχίας και νομού Σερρών, Θεοφάνη Ζαχ. Χαλέμη,
Θεσ/νίκη 1996.
8. Δαρνακικό γλωσσάρι, Ζαχ. Ι. Σπίντιος.
9. Αρχείο της Κοινότητας Νέου Σουλίου.
10. Συνεντεύξεις σε ηλικιωμένους κατοίκους του χωριού.
11. Φωτογραφικό υλικό από οικογενειακές συλλογές.
12. Άρθρο της εφημερίδας «Καθημερινή», 1998.
13. Άρθρο της εφημερίδας «Σερραϊκό θάρρος», 2002.
Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ: ΚΑΛΑΘΑ ΑΝΝΑ
Αναστασιάδου Ιωάννα
Βασιλείου Παναγιώτης
Γκίζης Θωμάς
Γκόγκα Ελευθερία
Δαμάσκος Νίκος
Καλαθά Φωτεινή
Καλοκύρη Βαϊα
Κούντιος Χρήστος
Κούντιου Βαϊα
Κωνσταντινίδης Γεώργιος
Λιούσας Χρήστος
Παρζιάλη Τασούλα
Σάββα Τάνια
Σάββας Γιώργος
Σάββας Κων/νος
Σάββας Χάρης
Προσαρμογή εργασίας:
Αθανασιάδης Αθανάσιος
athanasiadi@sch.gr
|