1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΑΡΝΑΚΟΧΩΡΙΩΝ
 
Παρουσιάζουμε αποσπάσματα από την εργασία του φιλόλογου Νεοσουλιώτη Αν. Μπέγκου «Το Νέο Σούλι Σερρών».
Οι Νεοσουλιώτες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο χρησιμοποιούν λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ατόφιες ή ελαφρά παραφθαρμένες. Πρέπει να τονίσουμε ότι δέχτηκαν και τουρκικές και σλαβικές επιδράσεις. Η γλώσσα του χωριού επηρεάσθηκε από δουλεία πέντε αιώνων και από δυο βουλγαρικές κατοχές (1917-18 και 1941-44).
Η κοινωνία του Νέου Σουλίου ως τη δεκαετία του ’50 παρέμεινε κλειστή αγροτική. Μικρό είναι το ποσοστό των νέων οι οποίοι άφηναν το χωριό για σπουδές ή για άλλους λόγους. Και γι’ αυτό το λεξιλόγιο του χωριού κατά ένα μεγάλο ποσοστό παρέμεινε βαρύ, δωρικό. Εξαιτίας των μετακινήσεων των νέων από το χωριό προς την πόλη και της ανάμειξης των Μ.Μ.Ε., κυρίως της τηλεόρασης, σιγά – σιγά η παλαιά λεκτική διάλεκτος τείνει να εξαφανιστεί.
Ένα ασυνήθιστο γλωσσικό φαινόμενο στο Νέο Σούλι είναι ότι δεν τηρείται ο νόμος της τρισυλλαβίας στον τονισμό. Δηλαδή γίνεται τονισμός πέραν της προπαραλήγουσας αλλά μόνο στα ρήματα π.χ. ίφιραμι (= φέραμε), ίξιραμι (= ξέραμε), πήγιναμι (=πηγαίναμε), ήθιλαμι (=θέλαμε), κ.λ.π.
Επίσης παρατηρείται ένας άλλος γλωσσικός ιδιωματισμός, η κατάληξη –τσι στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής. Έτσι συχνά ακούγονται οι λέξεις: πλύτσι (=πλύσου), κοιμήτσι (κοιμήσου), πιρπάτσι (=περπάτησε), νίφτσι (=να νιφτείς, να πλυθείς) κ.λ.π.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε την κατάληξη –ουδ’ στα υποκοριστικά. Στο Νέο Σούλι σπάνια θα ακούσουμε: κοριτσάκι, παιδάκι, σπιτάκι, δρομάκι, νεράκι, ψωμάκι, κατηφοράκι. Αντί αυτών ακούμε: κουρτσούδ’, πιδούδ’, σπιτούδ’, δρουμούδ’, νιρούδ’, ψωμούδ’, κατφουρούδ’.
Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η μετάθεση συμφώνων: άσπηρ, μαύηρ, αντί άσπρη, μαύρη, γιομ’ αντί γιος μου κ.λ.π.
Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω).
Εντύπωση μας προκαλεί και η κατάληξη –σκα, -σκι στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων π.χ. καταλάβνισκα, πήγνισκι (=καταλάβαινα, πήγαινε).
Παράξενος είναι και ο σχηματισμός της προστακτικής στην περιοχή των Σερρών. Στο Νέο Σούλι όπως πρωτύτερα αναφέραμε κυριαρχεί η κατάληξη –τσι (πλίτσι), (=νίφτσι), ενώ αλλού ακούγεται η κατάληξη –θους (πλυθούς) ή –θκι (πλύθκι = πλύσου, κοιμήθκι = κοιμήθηκε) π.χ. «παντρευτούς και γκαστρωθούς να δω τη λιβιντιά σ’» (που είναι μια παροιμία όπου αποδεικνύεται η αξιοσύνη της γυναίκας μέσα από τους δυο σταθμούς της ζωής της).
Η λέξη «χρεία» έμεινε αδιάβλητη ως και στις μέρες μας. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε ανάγκη και στο χωριό σήμαινε αποχωρητήριο. Και στις μέρες μας η ερμηνεία της λέξεως «χρεία» αντικαταστάθηκε από τη γαλλική λέξη τουαλέτα. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνικότατη λέξη «χρεία» αποσύρθηκε από τη σημερινή μας ομιλία για τους εξής δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι θεωρήθηκε χωριάτικη και ο δεύτερος λόγος ότι δεν ακουγόταν τόσο «όμορφα». Υπάρχουν και άλλες ελληνικότατες λέξεις που όπως είναι φυσικό μιλιούνται από τους γεροντότερους, αλλά όχι από τους νεότερους γιατί δεν τις θεώρησαν και τόσο εύηχες.
Άλλη μια λέξη η οποία είναι χαρακτηριστική είναι ο «αγός». Χρησιμοποιείται ειδικά για ο αυλάκι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου στα παλιά χρόνια και από κει κυλούσε το νερό που προερχόταν από τις κοινοτικές βρύσες (σουλνάρια). Ανά διαστήματα, ως και την δεκαετία του ’50, βρισκόταν και ένα σουλνάρ 50-100 μέτρα. Η λέξη σουλνάρ προέρχεται (από τη λέξη σωλήν > σωλήνα > σωληνάριο). Τα νερά που κυλούσαν στο αυλάκι ήταν ο λεγόμενος «αγός» και προέρχεται από την ελληνικότατη λέξη «αγωγός». Και όλα αυτά τα νερά ακολουθώντας τον «αγό» κάθε δρόμου ενώνονταν με άλλους μεγαλύτερους που διέσχιζαν το χωριό και χύνονταν στο χείμαρρο για να ποτίσουν τα χωράφια (Παλιοπκάδα, Πλατανούδ’).
Άλλη μια λέξη που καταλαβαίνουμε ότι και αυτή είναι αρχαία ελληνική είναι το ρήμα «απείκασα» = κατάλαβα και χρησιμοποιείται στον αόριστο. Με την παρακάτω πρόταση θα δούμε πως η λέξη αυτή είναι ελληνικότατη: «Γύρσις άκιρα, δεν σ’ απείκασα καθόλου». Κι από εδώ καταλαβαίνουμε ότι η λέξη άκιρα είναι αρχαία και η ερμηνεία της προτάσεως είναι: ότι γύρισες αργά και δεν σε αντιλήφθηκα.
Από το «αράς – άδος» (απ’ όπου η αράδα) έγινε το ρήμα αραδίζω = περπατώ.
Αξιοσημείωτο είναι και το ρήμα «θέκω» - έθηκα. Αυτό το ρήμα το χρησιμοποιούν οι γεωργοί στη φυτεία του καπνού το Μάιο.
Αξιοσημείωτη είναι η λέξη αγγειά. Ακόμη και σήμερα οι γέροντες χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη, όπως π.χ. στη φράση: «Έλα να πλύνς τ’ αγγειά» που σημασία της λέξεως είναι τα πιάτα.
Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «αρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη «καλέ». Η λέξη «αρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο εύχρηστες προτάσεις με το αρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «Τι κάνς, αρή;» και «Για πού το ’βαλες αρή;».
Θα συνεχίσουμε με λέξεις που χρησιμοποιούνται στο χωριό και που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσα:
Αγωνιούμι = σπεύδω, βιάζομαι, από τα αγωνιώ – ώμαι.
Αθκάνη = δουκάνη. Η λέξη βγαίνει από την αρχαία λέξη τυκάνη. Η αθκάνη ήταν μια επιμήκης πλατιά σανίδα και στην κάτω επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα χαλίκια, στουρναρόπετρες. Τη σανίδα αυτή την έσερναν βόδια ή άλογα στο αλώνισμα.
Αμπλώχνω = βάζω μέσα, φυτεύω. Η ετυμολογία της μας οδηγεί στο εμπολιάζω – εμβολιάζω (έμβολο).
Ανήγατος = αφόρετος, από το νέος + γείνω.
Αστριχιά = η προεξέχουσα στέγη από κεραμίδια. Η ετυμολογία είναι αληθοφανής αν υποθέσουμε ότι όστρακα ή οστρακοειδούς σχήματος κεραμίδια χρησιμοποιούσαν παλιά στη στέγη των σπιτιών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (με επιφύλαξη το σημειώνουμε) η λέξη αστριχιά να σχετίζεται με το τρέχω, γιατί εμπόδιζε να τρέχουν τα νερά της βροχής ή από το στέγω – στεγάζω.
Αφκριούμι = αφουγκράζομαι.
Γκλέφαρους = μέτωπο. Πρόκειται για τη λέξη βλέφαρο.
Γκουντουζί = κοντοζύγι
Δοντάγρα = οι γέροντες του Ν. Σουλίου θα θυμούνται το εργαλείο με το οποίο έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια. Είναι σύνθετη λέξη από το οδούς – οδόντος + ρήμα αγρεύω = κυνηγώ, συλλαμβάνω.
Ζούδια = υποκοριστικό του ζώα, αλλά τη λέξη ως συνήθως τη χρησιμοποιούν μεταφορικά π.χ. δουλεύουν σα ζούδια – κρυφά
Θάμπουσι = νύχτωσε. Από το θάμπος – θαμβώνω – θαμπώνω.
Κηδεύω = φυλάγω
Κλίκ’ = η λέξη αρχαία ελληνική. Είναι το κυκλίσκιον των αρχαίων = μικρή πίτα που προέρχεται από τη λέξη κύκλος + υποκοριστική κατάληξη -ίσκιον. Το κλικ’ είναι το σημερινό τσουρέκι. Το τσουρέκι είναι ξένη λέξη.
Κουνίδια = γονίδια, αβγά από ψείρες.
Κράκωρα = βράχια. Πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη «ακρώρεια» = κορυφή, ράχη του βουνού. Στο Νέο Σούλι υπάρχει και ο Κριάκωρ’ Μαχαλάς δηλαδή είναι η γειτονιά στην οποία υπάρχουν πολλά βράχια.
Λάμωσα = λάσπωσα (τα παπούτσια). Η λέξη πιθανότατα από την «ιλύν» των αρχαίων που σήμαινε λάσπη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα «Λαμώματα» που είναι τοποθεσία στα νότια του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τις φερτές ύλες και τη λάσπη που κατεβάζει ο χείμαρρος.
Λείξα = λιχουδιά. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λείχω – γλείφω εξ’ ου και ο λείξουρος, δηλαδή αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.
Λιχνητήρι = γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα, δηλαδή το χωρισμό του σταριού από το άχυρο. Είναι το αρχαίο «λικμητήριον».
Μάνισε = θύμωσε. Το ρήμα μας οδηγεί στη μήνιν = οργή των αρχαίων.
Μάχνα = φόρα. Από το λατινικό magna = μεγάλη, δυνατή σφοδρή.
Μουλώνω = σωπαίνω. Η λέξη παράγεται από το ομηρικό μύω = κλείνω τα χείλη. Μια φράση που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι «εσύ μούλουνι» δηλαδή εσύ να μη μιλάς.
Μπρουμάχους = πυρίμαχος ή πυρομάχος. Η λέξη διασώθηκε σχεδόν ατόφια από την αρχαιότητα.
Νιάμα = αυτή η λέξη ακούγεται και σήμερα. Η λέξη αυτή είναι αρχαία ελληνική και βγαίνει από το ρήμα νεάω = οργώνω χέρσα γη, ανανεώνω το χωράφι που άφησα για λίγο χρόνο αργό, για να το καλλιεργήσω ξανά.
Νιμίζω = ανακατεύω, κινώ. Μια χαρακτηριστική φράση που ακούγεται στο χωριό «δεν ψόφισι, νιμίζιτι ακόμα». Πιθανότητα είναι το ρήμα αναμειγνύω, μείγνυμι, μίσγω – αναμειγνύω, άρα κινώ, ανακινώ.
Νιτριχιάζουμι = είναι το ρήμα ανατριχιάζω.
Ξιστοχώ = αστοχώ, ξεχνώ.
Όρκος = πύο. Προέρχεται από τη λέξη έλκος = πληγή. Το λ έγινε ρ κατ’ αναλογία όπως το αδελφός έγινε αδερφός.
Ούρια (αβγά) = κλούβια (αυγά). Η λέξη ούρια προέρχεται από το ορρός – το υδατώδες μέρος του γάλακτος εξ’ ου και ο ορρός.
Προμηθεύω = παραινώ, συμβουλεύω.
Προσαψίδια = από το προσάπτω και είναι ξερά χόρτα για προσάναμμα.
Πυρουστιά = εργαλείο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα πάνω στη φωτιά για να βράσουμε κάτι. Είναι δηλαδή «πυρός + εστία». Υπήρχε και ομαδικό παιχνίδι με το ίδιο όνομα.
Ραγάνα = ο συχνά ενοχλητικός. Παράγεται από το ρήγω (ρήγνυμι, ρηγνύω) και είναι δωρικός τύπος αντί του ρηγάνη. Από τη ραγάνα προήλθε και το ρήμα ραγανίζω.
Σκάρα = είναι η γνωστή ηλιάστρα των καπνών που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι σ’ όλα τα Δαρνακοχώρια. Σκάρα ονομάστηκε από το σχήμα της, είναι η αρχαία λέξη εσχάρα.
Σνιουρίζουμι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Από το συνερίζω = συνερίζομαι.
Τσιρβούλ’(ια) = παπούτσια. Τα τσιρβούλια ήταν λαφριά υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα ζώου ιδίως χοίρου. Στο χωριό τα φορούσαν ως τη δεκαετία του ’40 και πιο πολύ στην Βουλγαρική κατοχή, γιατί εκείνη την εποχή τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας.
Φτίνα = βυτίνα, πήλινο αγγείο όπου έβαζαν λάδι ή ελιές – είναι η αρχαία λέξη πυτίνη και έχει υποκοριστικό το βυτίον.
Υπάρχουν και αρκετές λέξεις αντιδάνεια, δηλαδή λέξεις ελληνικής προελεύσεως που πέρασαν από λεξιλόγιο άλλων λαών και επανήλθαν αλλοιωμένες, φαινομενικά τουρκικές αλλά με ελληνικότατη ρίζα.
Κιλίφι = περικάλυμμα προσκέφαλου, που δεν είναι άλλη από την λέξη κέλυφος.
Κλουτ’ς = Ελληνική είναι η ρίζα της θεωρούμενης αυτής σλαβικής λέξης που χρησιμοποιείται στο Νέο Σούλι και πιο πολύ στο παιχνίδι κορόνα – γράμματα, κι όταν το νόμισμα σταθεί όρθιο. Πρόκειται για την αρχαία λέξη κλοιός.
Ναφιλέ = άδικα, άσκοπα. Προέρχεται από την ελληνική λέξη ανώφελο – ανωφελώς. Κι αυτή είναι τούρκικο αντιδάνειο.
Σουλνάρ = βρύση. Το ίδιο συνέβη και με αυτή τη λέξη.
 
 
Λεξιλόγιο

-A-

Αβαρία = ζημιά
Άβγαλτους = απονήρευτος
Αβγατίζου = αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορα
Αβδέλλα = Δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματος
Αβόθστους = αβοήθητος
Άβουλους = χωρίς ανέσεις
Άγαρμπους = άκομψος, αλλόκοτος
Αγγείο = σκεύος μπρούτζινο ή μεταλλικό
Αγέρας = αέρας
Αγίντους = αγίνωτος, άγουρος
Αγκίδα = ακίδα, κομματάκι ξύλου
Άγνουμους = τρελός, άμυαλος
Αγός = αυλάκι
Αγούλα = είδος φαγητού με αλεύρι, πλιγούρι
Αγραπδιά = αγριαχλαδιά
Αγρίδα = αγουρίδα
Αγρικώ = καταλαβαίνω
Αγρουσμπόρισμα = άγριο μίλημα
Αγύρστους = ισχυρογνώμων
Αγωνιούμι = βιάζομαι
Αδερφουπαίδ’ = ανεψιός, -ια
Αδρύς = πυκνός
Αερίσμους = αεράτος, θαρραλέος
Αζύγουτους = απλησίαστος
Αθρουπούδ = ανθρωπάκι, μικροκαμωμένος
Αϊλιάκ’ς = άνεργος
Αίστηση = συναίσθημα, ηθική
Αίτιους = φταίχτης
Ακάματους = χέρσος, μη καλά οργωμένος
Ακαντί = ότι έπρεπε, κατάλληλο
Ακατάρστους = ακατατόπιστος
Ακένουτους = ασερβίριστος
Ακιρίζουμι = αργώ, καθυστερώ
Ακόνμα = ακόνισμα
Αλτσιάκ’ς= φοβιτσιάρης
Αλέτηρ = αλέτρι
Αλίγδουτους = νηστίσιμος, αυτός που δεν λιγδώθηκε
Αλιτρόχειρ = λαβή του αλετριού
Αλμπίζουμι = λιμπίζομαι, επιθυμώ πολύ
Αλόρτα = όρθια
Αλπανάβατους = άνοστος
Αμάκα = δωρεά
Αμιλήτς = αμελής
Ανάβραδα = βραδάκι
Ανήγατους = αφόρητος, κουραστικός
Ανηλώ = λιώνω
Ανιστρουφός = το όργωμα στις άκρες του χωραφιού που είναι κάθετο με το υπόλοιπο οργωμένο
Αντάρα = ομίχλη
Άντουτους = αχτύπητος
Αντρίζ = παριστάνει τον άντρα
Άξεις = άκουσες;
Αξιάκριστους = δεν ξεμοναχιάζεται
Άουκνους = ακούραστος
Απαίνιφτους = ταπεινός
Απαλείφ = αλείφει απαλά
Απαπίς = από πίσω
Απκάζου = καταλαβαίνω, αφουγκράζομαι
Απόειδα = αναγκάστηκα
Αποκριεύου = νηστεύω από κρέας
Απόμνα = έμεινα πίσω, κουράστηκα
Απουδιαλεια = άχρηστα, αδιάλεχτα
Απόχτσα = απόχτησα
Αράδα = σειρά
Αρμούδα = φαγητό πρόχειρο για το χωράφι με νερό, ξύδι, αλάτι και σκόρδο
Αρτυμάς = βήμα
Ασλόιτα = απερίσκεπτα
Αυλιάκ’ς = άνεργος
Αυτνοί = αυτοί
Αφκριούμι = αφουγκράζομαι

 

-B-

Βαγιουνάς = βαρελοποιός
Βακούφκου = έκταση ή κτίσμα που ανήκει σε εκκλησία και προέρχεται από δωρεά
Βάνα = πήλινη κανάτα
Βαρβάτους = δυνατός
Βασταγαριά = διχαλωτό ραβδί που χρησιμοποιείται στο φόρτωμα των ζώων
Βζαράς = κοιλαράς
Βιρέδκα = στραβά
Βιρνικουμένους = γυαλιστερός
Βίτσα = λεπτή βέργα
Βόθμα = βοήθεια
Βότρυδα = σκόρος, σκουλήκι που τρώει τα ρούχα
Βουλεύη = ταιριάζει
Βουλίζουμι = επιθυμώ
Βουνιά = κοπριά αγελάδας
Βρανούδα = λεπτό σκοινί
Βρουχώνου = κρύβομαι, τρυπώνω

 

-Γ-

Γαίμα = αίμα
Γαλατσίδα = αγριόχορτο που ο χυμός του είναι σαν το γάλο
Γανιάζου = σκάβω απ’ το κακό μου
Γέρειν’ = γέρνει
Για ’λα ’δω = έλα εδώ
Γιάλα = έλα
Γιαλαντζής = αυτός που ξεγελά τους άλλους
Γιάμα = κατάληψη, πέταγμα κερμάτων απ’ το νονό στα παιδιά στην αυλή της εκκλησίας κατά τη βάπτιση
Γιανίσκου = υγιαίνω, θεραπεύομαι
Γιαπράκ = σαρμαδάκι
Γιόντζιας ή γιοντζές = το τριφύλλι
Γιουρντάν’ = κολιέ, περιδέραιο
Γιουφκάς = χυλοπίτα
Γιούχα = το κράξιμο, αποδοκιμασία
Γκάζ = πετρέλαιο
Γκιζιρώ = γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαι
Γκινίκης = αδιάφορος
Γκιουλές = μεγάλη πέτρα
Γκλαβανή = καταπακτή
Γκουγκίζου = γογγύζω
Γκουντουζί = κοντοζύγι
Γκουρλώνου = ανοίγω διάπλατα μάτια, αφοσιώνομαι
Γκουσκόδοντο = φρονιμίτης (δόντι)
Γνουστεύου = λογικεύομαι
Γνυκάς = γυναικάς
Γουνιούμι = βιάζομαι
Γουστέρα ή κουσκουντόρκα = σαύρα
Γράδους = μονάδα μέτρησης πυκνότητας υγρών
Γρατσανίτσα = ο χόνδρος

 

-Δ-

Δαίμονας = δραστήριος
Δαμάλ = θηλυκό μοσχάρι
Δάρι = εδώ
Δαχλιά = δαχτυλιά
Διαβασιά = σφιχτήρας που σφίγγει τα χείλη των ζώων ή τα ρουθούνια
Διες = δες
Διξίμ = βαφτιστικό
Διρμόν = κόσκινο με μεγάλες τρύπες
Δόλιους = κακόμοιρος, ταλαίπωρος
Δουκήθκα = μπόρεσα, φαντάστηκα
Δουκράν = διχαλωτό ξύλινο εργαλείο
Δουράκνου = ροδάκινο

 

-Ε-

Έβα! = πω πω!
Έντουκα = χτύπησα
Επαύριο = επομένη
Εύφλου = μαλακό ζυμάρι

 

-Ζ-

Ζνίχ = σβέρκος
Ζαβά = στραβά, ανάποδα
Ζακιάζου = μπερδεύω
Ζαμακώνου = δέρνω, ρίχνω κάτω βίαια
Ζαμάν = μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλη εποχή
Ζαμπόνα = σφυρίχτρα από πράσινο βλαστό σιταριού
Ζαπ = νίκη, κουμάντο
Ζαπώνου = κυριεύω, κλέβω
Ζαρκούτ = τούμπα
Ζευγαρίζου = οργώνω
Ζιβζέκς = ανόητος
Ζίφσει = έσβησε
Ζμαρόπτα = ζυμάρι, μεταφορικά αργοκίνητος
Ζμπουρίζου = συζητώ
Ζογάρ’ = κυνηγετικό σκυλί
Ζούζουλου = πειραχτήρι
Ζουμπάς = σιδερένια σφήνα
Ζουρλός = τρελός
Ζούρσι = σκάσε, στάσου

-Η-

Ήλιου ήβγασμα = ανατολή

 

-Θ-

Θαμάζουμι = σκέφτομαι, βρίσκομαι σε δίλημμα
Θανά = μήπως, τάχα
Θειάκα = θεία
Θειόκας = θείος
Θέκου = φυτεύω
Θλύκ’ = η θηλιά
Θομπά = βραδάκι
Θύρα = πόρτα

 

-Ι-

Ίβα: = πω, πω!
Ιπί τ’ αυτού = επίτηδες
Ίρα = πω πω!
Ίσα = αμέσως
Ιτήρ’ = αρωματικό λουλούδι
Ίτς μίτς = ό,τι να ’ναι

 

-Κ-

Καάκ’ = στραγγιστό γιαούρτι
Κάδα = πατητήρι, ληνός
Καθαυτού = γνήσια
Κακαρώνου = πεθαίνω
Καλτάτας = ο νουνός
Καλιμάνα = νονά
Καλίτσα = κρασοκανάτα
Καλούπ’ = η φόρμα που στοιβάζουν τα καπνά, η μήτρα
Καμαρώνου = παρακαλώ, μεταφορικά: νυστάζω
Καμώνιτει = γίνεται, οργώνεται
Κανάπ’ = σπάγκος
Κάνου ζαπ = επιβάλλομαι, δαμάζω
Καρακλιάνους = πλιγούρι
Καρντακούδα = μικρό κουδούνι που κρέμεται απ’ το λαιμό μικρού ζώου
Κάτα = γάτα
Κάτσιανος = βέργα για τα ζώα
Κάτσιασει = μαράθηκε, μαράζωσε
Καύκαλου = καβούκι, το εξόγκωμα της πληγής όταν ξεραίνεται
Καφελούκι = μπρίκι
Καψίδια = τα άχρηστα φύλλα του καπνού που πετιούνται μετά το παστάλιασμα
Κηδεύου = κρύβω κάτι
Κικιρίκια = φιστίκια
Κινώνου = σερβίρω
Κιούπ’ = πιθάρι
Κλίκ = κουλούρα που πηγαίνουν στη νουνά
Κνώδαλου = τιποτένιος
Κόρμακους = μόνος
Κότσ’ = αστράγαλος, αρσενικό πρόβατο
Κότσαλου = σκουπίδι
Κουί = υπόγειο για αποθήκευση σανταλιών, νίσμπα
Κουκώνα = αρχοντογυναίκα
Κουλιά = τα πισινά
Κουλνώ = κολλώ
Κουνίδια = αυγά ψείρας
Κούπους = σωρός
Κουπρίτς = τεμπέλης
Κουράσ’ = κορίτσι
Κουρβούλ’ = κλήμα, κορμός αμπέλου
Κουρδουκλώ – κατρακυλώ
Κουρκουτιάζω = αποβλακώνομαι
Κουσάς = μεγάλο δρεπάνι για κόψιμο τριφυλλιού
Κουσκουντόρκα = σαύρα
Κουτρώ = κουτουλώ
Κοχ’ = γωνία
Κρασ’ = ιδιοσυγκρασία
Κρατούνα = νεκροκολοκύθα, μεταφορικά κεφάλας
Κριας = κρέας
Κρούου = χτυπώ
Κωθών’ = τιποτένιος, άσχετος

 

-Λ-

Λαγήνα = στάμνα
Λαγουνίκα = θηλυκό κυνηγετικό σκυλί
Λαλώ = οδηγώ τα ζώα
Λαμώνου =λερώνω
Λάου λάου = σιγά - σιγά
Λαφιάτς = φίδι μήκους 1,5 μ. χωρίς δηλητήριο
Λείξα = λιχουδιά
Λειχούσα = λεχώνα
Ληνός = πατητήρι που πατάνε τα σταφύλια
Λιάγκουβους = μικροκαμωμένος
Λιάλβα = βλακεία
Λιάσκει = λιάστηκε
Λιέτσιους = απεριποίητος, ασουλούπωτος
Λίμα = μεγάλη πείνα, εργαλείο
Λιμόρια = νεκροταφείο
Λιμπούδα ή λίμπα = σοκολατιέρα
Λιουγκούρς = μεγαλόσωμος άντρας και αφελής
Λιούτας = αλλόκοτος
Λουξ = δυνατή λάμπα που ανάβει με βενζίνη
Λόυρα = γύρω – γύρω
Λούσκι = έκανε μπάνιο, λούστηκε
Λούτσα = μουσκίδι, μούσκεμα
Λυκάνσου = γλυκάνισο

 

-Μ-

Μαγλαράς = μαγουλάς
Μαγουρίζω = λερώνω
Μαθέ = βέβαια
Μάιντε = άιντε, πούντο
Μακιδουνίσ’ = μαϊντανός
Μαλαγάνα = καταφερτζής, κόλακας
Μαλάς = μυστρί
Μαλιουκάτ’ = κακός άνθρωπος
Μαμαλίγκα = πηχτός χυλός (αλεύρι και λίπος)
Μανάκα = η γιαγιά
Μάνι – μάνι = γρήγορα
Μανιά = γιαγιά
Μανίζου = θυμώνω
Μάνταλους = σύρτης
Μαξούς = επίτηδες
Μαργώνου = μουδιάζω
Μαρί! = καλέ!
Μασάλ’ = παραμύθι, αστείο
Μασιά = πιάστρα που μαζεύουν, πιάνουν τα κάρβουνα
Μαστραπάς = σοφράς (χαμηλό τραπέζι)
Ματσαλώ = μασώ
Μάχνα = κουράγιο
Μαχούδα = λεπτή σανίδα
Μηλιαδέρφ’ = αδερφός μετά από υιοθεσία
Μιντέρ’ = καναπές
Μισάντρα = χωνευτή ντουλάπα
Μισιριά = καλαμποκιά
Μισμπόζ’ = υπόγειο
Μόκο = ησυχία
Μουκαϊτιά = όρεξη για δουλειά
Μουλώνω = σταματώ να μιλώ
Μουρντάρς = ακάθαρτος
Μούτιψει = έχασε το ηθικό του
Μούτσκα = μούρη, μύτη
Μπαΐρ’ = βουνό
Μπακράτσ’ = μικρό χάλκινο δοχείο
Μπάμπου = γιαγιά
Μπανίσκι = έκανε μπάνιο
Μπασκί = φυτευτήρι
Μπέγκους = λόφος
Μπιμπλιά = στραγάλια
Μπισίκ’ = κούνια παιδική
Μπιτσιακούδ’ = μικρός σουγιάς
Μπλιάκακας ή μπάκακας = ο βάτραχος
Μπλουνσκώνω = κολακεύω
Μπόμπα = χωμάτινος βωμός
Μπόσκους = χαλαρός
Μπουζνάρα = τσέπη (παντελονιού ή πουκάμισου)
Μπούκλος = παγούρι ξύλινο
Μπουλαντίζου = αναγουλιάζω
Μπουμπουτίζου = ανανεώνω τη φωτιά
Μπουνέλου = πιρούνι
Μπουρλιάζω = περνώ φύλλα καπνού σε κλωστή
Μπουρμάς = κάνουλα
Μπρούμτσι = έπεσε, γονάτισε
Μπρουσνέλα = το ζώο που οδηγεί το κοπάδι
Μυστήρας ή μουστερής = υποψήφιος

 

-Ν-

Ναβάλ’ς = χαζός
Νάκους = χαζός
Νενέ = η μεγάλη γιαγιά
Νεροστρόφος = μπουρίνι
Νηπαμένους = ξεκούραστος, αναπαυμένος
Νησκάδα = πείνα
Νίβουμι = πλένομαι
Νιγλιάζου = αναγουλιάζω
Νινιό = μυαλό
Νιρουκάηκα = δίψασα πολύ
Νιρουφιούμι = κλαίω ηχηρά, με αναφιλητά
Νίσμπα = υπόγειο (κρεμούσαν τα σανδάλια να μαλακώσουν)
Νιτριχιάζουμι = ανατριχιάζω
Νίφτσι = πλύσου
Νιχιός = μεγάλο ταψί
Νότ’ = υγρασία
Νουμάς = ο μεγαλύτερος από τους βώλους (παιχνίδι)
Νταβάς = ρηχή κατσαρόλα
Νταβραντίζου = ζωηρεύω, δυναμώνω
Νταγιαντίζου = παίρνω θάρρος
Ντάλ’ =κλαδί
Ντάλα = ακριβώς
Νταμώνου = ενώνω
Νταρλιάζω = θολώνω
Νταρντανιάσκα = κουνήθηκα
Ντέγκ’ = ζύγι
Ντιβανές = βλάκας
Ντίλους = κάνουλα βαρελιού
Ντος = χτύπα
Ντουλαμάς = γιλέκο
Ντουρντουβάκ’ = εργάτης για καταναγκαστικά έργα επί βουλγαρικής κατοχής
Ντρουβάνα = βαρέλι σε σχήμα κώνου όπου το γάλα γίνεται βούτυρο
Νυφουστόλ’ = σεντόνι στον τοίχο στολισμένο με κισσό (όσα πάρ’ η νύφ’ στο νυφουστόλ’)

 

-Ξ-

Ξανάστρουφα = ανάποδα
Ξηρουσούλνιαρου = βρύση που στέρεψε
Ξιαλλάζου = ξεντύνομαι
Ξιαπουλνώ = αφήνω κάτι ελεύθερο
Ξιγκουρλώνω = χαζεύω, παρατηρώ
Ξιθέκου = τελειώνω τη φυτεία
Ξικαστρίζου = κόβω τα κλαδιά δέντρου
Ξικόβουμι = κουράζομαι πολύ
Ξιναχώνου = ξεθάβω
Ξιπανιλώ = λιώνω
Ξιπαραλιούμι = ξηλώνομαι
Ξιπατώνου = ξεριζώνω, καταστρέφω
Ξιπουβγάζου = αποχαιρετώ, ξεπροβοδώ
Ξιπουτλίγου = ξετυλίγω
Ξισκουρνίζου = τρομάζω (τις κότες)
Ξιστουχώ = ξεχνώ
Ξυλουγαδάρα = ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει για το καθάρισμα του χωραφιού από τις πέτρες
Ξυστρί = μεταλλική χτένα για ζώα

 

-Ο-

Όκνα = η πέτρα που κλείνει την πόρτα του φούρνου
Όρκους = πύον
Ό,τι φτάσ’ = ό,τι να ’ναι
Ουμώνου = ορκίζομαι
Ουντάς = κάμαρα
Ούρα = ζήτω
Ούργιου (αυγό) = κλούβιο (αυγό)
Ούρδα = μυζήθρα
Ουρουμίδα = το στενό χώρισμα μεταξύ δυο σπιτιών
Όχιντρα = οχιά
Όχτας = χωμάτινος τοίχος

 

-Π-

Παίδημα = ταλαιπωρία
Παμπόρ = χαρταετός
Παντζιάκα = η χοντρή μάλλινη κάπα του βοσκού
Πάπδεις = οι παππούδες
Παπλιάκ’ς = ο παππούς
Παπούδα = φαγητό από αρνίσια εντόσθια και ρύζι
Παραβλώ = τεμπελιάζω
Παραμαζώνου = παρασύρω μαζί μου ή κατσαδιάζω
Παράνουμα = παρατσούκλι, παρανόμι
Παραντίδα = ο κρόταφος
Παραξηλώνου = ξηλώνω πολύ αλλά και το παρακάνω
Παραπόρτ’ = κρυφή πόρτα
Παρασκύφτου = σκύβω και βλέπω
Παρασόλ’ = ομπρέλα
Παραστατό = κατώφλι
Παραχώνου = θάβω
Παρμάκια = ξύλινα κάγκελα
Παρούλα = χειραψία
Παστάλ’ = ματσάκι από φύλλα καπνού
Πασταλιάζου = στάδιο της επεξεργασίας του καπνού
Πατλάκ’ = βαρελότο
Πατόγκεις = πολλά ψέματα
Πατούνα = η πατούσα
Πατσάς = το κεφάλι
Πάψεις = διακοπές
Πες = παραδίνομαι
Πηλικότσ’ = ο αστράγαλος
Πηρέτς = σερβιτόρος σε γάμο
Πιδημός = κούραση
Πιλέκα = κομμάτι τυριού ή ξύλου
Πινακωτή = ξύλινη κατασκευή που έβαζαν τη ζύμη για το ψωμί για να ψηθεί
Πινιούμι = παινεύομαι
Πισκέφαλου = μαξιλάρι
Πισταίνουμι = κουράζομαι
Πιστρίζου = καθαρίζω το σώμα του ζώου
Πιστρουφίκια = δώρα που δίνει η νύφη στους συγγενείς της μάνας της
Πιτνός = κόκορας
Πιτσκάρσει =ξέφυγε κάτι απ’ το καλούπι του
Πιχαλιάνου = ξεκουράζομαι
Πλαϊτό = το τρέξιμο
Πλάλι = τρέχα
Πλαλώ = τρέχω
Πλάρ = μικρό άλογο
Πλασταριά = στρογγυλό ξύλο που πλάθουν ψωμί
Πλαστήρ’ = κυλινδρικό ξύλο για άνοιγμα φύλλου
Πλατέα = πλατεία
Πληβρίτουσι = κρύωσε
Πλιγούρ’ = φαγητό από χοντρό αλεσμένο σιτάρι
Πλιθί = μικρό άψητο τούβλο
Πλώχουρους = ευρύχωρος
Πνακουτή = φόρμα του ψωμιού
Πουιάτα = αποθήκη
Πουρδουκλώνουμι = σκοντάφτω
Πουτσναρούδ’ = στενό χωνί από τενεκέ για το φύτεμα του καπνού
Πούφλιους = μαλθακός
Πόφκα = ψέμα
Προσαψίδια = προσανάμματα
Προσόψι = πετσέτα προσώπου
Πσκέφαλου = μαξιλάρι

 

-Ρ-

Ρέχα = φλέμα
Ριτζιέλια = γλυκό από κολοκύθι και μούστο
Ριφινές = ίση συμμετοχή στα έξοδα
Ρουφούζ’ = δεύτερης ποιότητας καπνός

 

-Σ-

Σαβουρντώ = πετώ
Σάλιακας = σαλιγκάρι
Σαλίστρα = ελαφρύ φόρεμα
Σαλτίζου = κάνω άλμα, πηδώ
Σάμπους = μήπως, σαν
Σαντάλ’ = συσκευασία από έξι ξερές βέργες καπνού σε σπάγκο, που πιάνονται σε ένα τσιγκέλι
Σαντέδκους = ο γνήσιος καθαρός καπνός
Σαουχτίζω ή σουχτίζω = τελειώνω γρήγορα μια δουλειά
Σάρα = το πρώτο γάλα μετά τη γέννα
Σαράπα = κατώτερης ποιότητας καπνός
Σαρίκ’ = μεγάλη βέργα (2,5μ.) απ’ όπου κρέμονται φύλλα καπνού σε σπάγκο για στέγνωμα
Σασίρτσα = σάστισα
Σβάρνα = γεωργικό εργαλείο που διαλύει τους βωμούς χώματος
Σιαμί = μαύρη μαντίλα
Σιασιρμάς = αναστάτωση, χαμός
Σιασιρντίζου = τα χάνω
Σινί = μεγάλο ταψί ειδικό για ψήσιμο πίτας
Σιόλ = φλιτζάνι
Σιτζίμ = λεπτό, γερό σκοινί που δένουν τα δέματα του καπνού
Σκαλήνα = χοιρομέρι
Σκαμνούδ = σκαμνάκι
Σκανιάζου = στενοχωριέμαι
Σκαρίδ’ = ξύλινη λεκάνη για ζύμωμα
Σκλίδα = κομματάκι
Σκύβαλου = ότι μένει μετά από κοσκίνισμα σιταριού
Σμάδια = σημάδια ή βέρες
Σνι = ταψί
Σνιουρίζουμι = συνερίζομαι, συναγωνίζομαι
Σνουρίζουμι = συναγωνίζομαι
Σουλνάρ’ = βρύση με τρεχούμενο νερό
Σούντσει = έσκασε, αγανάκτησε
Σουπιέρα = βαθιά πιατέλα
Σούρβα = κάλαντα ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, το ποδαρικό
Σουφράς = κοντό στρογγυλό τραπέζι
Σπαθόλαδου = ξερό αγριολούλουδο για πληγές
Σπαργουμέν’ = γεμάτο (στήθος) με γάλα
Σπίρτου = οινόπνευμα
Στάβα = η φωτιά που ανάβουν σε κάθε γειτονιά του χωριού την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς
Σταλαχίζουμι = θέλω κάτι πολύ
Σταλιβριά = μουσταλευριά
Στάμα = το 1/4 του στρέμματος
Σταυρώνου = συναντώ
Στέκα = σταμάτα
Στιμάρου = υπολογίζω
Στραπουκάφτ’ = αστράφτει
Στραχώθκει = έσφιξε το χώμα
Στρέχου = συμφωνώ
Στρίζου = παροτρύνω
Στριχιά = η άκρη της στέγης
Στυλιάρ’ = χειρολαβή ξύλινη γεωργικών εργαλείων
Στυλώνω = αντιστέκομαι
Σύρε = πήγαινε
Σφάλακας = τυφλοπόντικας
Σφουκστήρ’= πετσέτα
Σφούνι = κάλτσα
Τάβλα = πετσέτα

 

-Τ-

Ταΐ = φαγητό
Ταϊφάς = οικογένεια
Ταμάχ’ = η πλεονεξία
Τανίζου = τεντώνω
Ταπέδιρα = τα έριξα
Ταπουτώρα = προηγουμένως
Τάτας = πατέρας
Τατσίνα = θεία
Ταχιά = αύριο το πρωί
Τέκα ή στέκα = στάσου
Τέλ’ = το σύρμα
Τζάτζα = ακαταστασία
Τζιαμάλας = βαθύς γκρεμός
Τζιάχτ’ = κουράγιο
Τζιμπές = μακρύ μαύρο πανωφόρι
Τιζάρου = τεντώνω και μεταφορικά πεθαίνω
Τιρδίκ’ = κοντή πλεχτή κάλτσα ως το αστράγαλο
Τλιγαδιάζου = τυλίγω το νήμα στη ρόκα
Τμαρεύου = συγυρίζω το σπίτι
Τν’ άλλ’ = μεθαύριο
Τόι = το ζώο
Τουξουπίσ’ = από πίσω
Τούπκα = κατακόμβη
Τούρνα = είδος ψαριού και ο κουτός άνθρωπος
Τράφους = ακαλλιέργητη άκρη του χωραφιού
Τραχλιά = το κούμπωμα ενός ρούχου πίσω
Τριβόλ’ = αγκάθι
Τριχάχαλου = εργαλείο με τρία «δόντια για το πέταγμα της κοπριάς
Τρουβάς = σάκος
Τρουχαλιά = σωρός από πέτρες
Τσαγκαρώνου = σκαρφαλώνω
Τσακίρσ’ = γαλανομάτης
Τσακίτσι, χαντακώτσι = φύγε, χάσου
Τσακμακίζου = σπινθιρίζω
Τσάκνου = κομμάτι ξύλου για προσάναμμα
Τσαντήλα = άσπρο ύφασμα για το στράγγισμα του γάλακτος
Τσιανάκα = μεγάλο βαθύ πιάτο
Τσιαπάν = επάνω
Τσιαρντάκ = ανοιχτό σαλόνι
Τσιατάλ’ = διχάλα
Τσιατμάς = λεπτός τοίχος από ξύλινα δοκάρια
Τσιβδός = αυτός που ψευδίζει
Τσιβρές = μεγάλη άσπρη μαντήλα για τον ήλιο
Τσιμπέρ’ = μαντήλα
Τσιούλ’ = σακί που τυλίγουν τα δέματα του καπνού
Τσιπούδα = πίτα
Τσιρβούλια = τσαρούχια
Τσιτίν’ς = γρήγορος
Τσκίθι = πέρα
Τσόλ’ = χοντρός μουσαμάς για τη βροχή
Τσουράπια = κάλτσες
Τσούρλους = απόστημα του σώματος, σπυρί με πύο
Τυράνσμα = μαρτύριο
Τυχώντας = τυχαίος

 

-Υ-

Ύψουμα = αντίδωρο

 

-Φ-

Φαράσ’ = φτυαράκι
Φεύγα = φύγε
Φιγγούδα = μικρό τζάκι για μαγείρεμα το καλοκαίρι (στην αποθήκη)
Φιλί = φέτα ψωμιού και φιλί
Φκέλ’ = η δικέλλα
Φκιά = κουκιά
Φκυάρα = φτυάρι
Φλικ = η θηλιά
Φλικώνου = κουμπώνω
Φνίκ = ο λοβός του αρακά ή της φασολιάς
Φουρκάλ’ = η σκούπα
Φουρλαντίζω = ρίχνω κάποιον κάτω
Φριξ’ = φόβος, τρομάρα
Φτουρώ = τελειώνω γρήγορα
Φτω = φτύνω

 

 

-Χ-

Χαβάν’ = γουδί
Χαϊάτα = διάδρομος κλειστός
Χαϊνταμάκ’ς = μάγκας
Χαλάλ’ = ευχαρίστως
Χαλεύου = θέλω
Χαλνιέμι = αδιαθετώ, ψυχραίνομαι με κάποιον
Χαμουτζίδκου = μαγαζί για εξαρτήματα ζώων
Χάνω = χασμουριέμαι
Χαρά = ο γάμος
Χαρέλ’ = μεγάλο σακί για σιτάρι
Χαρχάλεμα = σιγανός θόρυβος
Χασές = βαμβακερό ύφασμα
Χασίλ’ = το πράσινο βλαστάρι του σιταριού ή κριθαριού
Χασουμέρσα = καθυστέρησα
Χερ-χερ = βιαστικά
Χιλιντζές = η νοθεία, ψευτιά
Χλιάρ = κουτάλι
Χλιάρα = κουτάλα, ή πολυλογού
Χλιαρουθήκ’ = κουταλοθήκη
Χμαζ’ = χιονίζει
Χουγιάζου = φωνάζω
Χούι = συνήθεια
Χουλιώ = πικραίνομαι
Χουνί = μπουρί (σωλήνας σόμπας)
Χουντζιάκ’ = καπνοδόχος
Χουχτίζου = ζεσταίνω τα χέρια με την αναπνοή
Χράμ = μάλλινο σεντόνι
Χρεία = ανάγκη αλλά και αποχωρητήριο
Χτάζου = βλέπω
Χτηματάρ’ = κτηματίας
Χτικιάζου = αδυνατίζω, παθαίνω φυματίωση

 

-Ψ-

Ψαρής = γκρίζο άλογο
Ψάρι = γκρίζο χρώμα
Ψιακί = δηλητήριο
Ψιακώνου = δηλητηριάζω
Ψυχουχάρτ’ = ψυχοχάρτι

 

-Ω-

Ω λε λε = ωχ! Αχ! κλάμα
 
 
Παροιμίες
 
- Άλλα λέει παπάς, άλλα ακούν τ’ αυτιά σ’.
-  Άλλνοι σκάβουν κι κλαδεύουν κι άλλνοι πίνουν του κρασί.
- Ανάφιρεις του σκύλου, πάρει κι του ξύλου.
- Γλυκός ύπνους του προυί, παλιά ρούχα τ’ Λαμπρή (Δούλευε για να έχεις).
- Η πρώτ’ νύφ’ δούλα, η δεύτερη κυρά, η τρίτ’ αφέντρα.
- Η όρνιθα σκαλίζουντας ήβγαλει του μάτι τ’ς.
- Καλύτερα να συ ζλεύουν παρά να σ’αλπούντει (λυπούνται).
- Κάτα, όταν δε φτάν’ τα ψάρια, τα φτα. (Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια).
- Λάτριβει σκύλου να συ γαβγίζ’. (Κάνεις καλό και βρίσκεις κακό).
- Μην αλπάσει άνθρωπου που τραβίζ’ απ’ του κεφάλι τ’. (Ο ξεροκέφαλος).
- Μι μια τσκουριά δεν κόβιτει του δέντρου. (Χρειάζεται πολλή προσπάθεια).
- Όλνοι τρων μι του δισπότ’. (Όλοι κατορθώνουν κάτι όταν έχουν τα μέσα).
- Όλνοι γιλούσαν μι μένα, κόβουμαν κι γω στα γέλια.
- Τ’ απίδ’ κατ’ απ’ τ’ν απιδιά θα πέσ’. (Κληρονομικότητα).
- Νταντάντσει γρια στα σύκα (Συνήθισε στην παρανομία).
- Του βόδ’ τ’ν κουπριά τ’ , σ’ ράχη τ’ τ’ν ρίχν’.
- Του γαδούρ’ φταίει του σαμάρ’ κρουν.
- Χορτάτους του νησκό δεν τουν αλπάτει. (Περί αναισθησίας).
- Τ’ Αη-Κούκ’. (Του αγίου κούκου, δηλαδή ποτέ).
- Το’χει κούτρα τ’ να κατιβάζ ψείρεις (Έτσι είναι φτιαγμένος).
- Πάρει νύφ’ απού σειρά κι σκύλα απού κουπάδ’.
- Στήλουσει σα χιανέτκου βόδ’.
- Στραβός γάδαρος μι του φιγγάρ’ βόσκ’.
 
 
Διάφορες εκφράσεις
 
- Έ βα !!! Σιάχτσια α!!
- Έ βα !! φριξ’ πήρα!!
- Που λαμώθκεις πάλι βρε παλιόπιδου;
- Μαρή τι καλό κουρτσούδ’, τόβαλαν κι φλιόγκου!
- Ντάρλιασαν τα μάτια μ’.
- Αρνούτκου κιφάλ’ (ισχυρογνώμονας).
- Κούπους είνει ψ’χή μ’. (Φοβάμαι πολύ).
- Τσιάμ-τσιάμ-τσιρντάκ (Ό,τι νάναι).
 
 
Κατάρες
 
- Κακό ψόφου νάχ’ς.
- Να κατσ’ μίγα στ’ άντιρους. (Με αποτέλεσμα να πεθάνεις).
- Να πιθάνς Μάη μήνα κι νάνει κι Τρίτ’. (Τρίτη που είναι παζάρι με αποτέλεσμα να μην έχει καθόλου κόσμο στην κηδεία του).
- Του χαμπέρ’ να σε φέρουν. (Να φέρουν την είδηση ότι πέθανες).
- Να πέισ’ κι να μη σκουθείς.
- Στου σπίτσ’ να μην πιθάνσ’.
 
 
Όρκοι
 
- Σ’ ουρκίζουμι στα παιδιά μ’.

 

Καλαθά Άννα (Φιλόλογος)

 

Προσαρμογή εργασίας

Αθανασιάδης Αθανάσιος

athanasiadi@sch.gr