1title1_left.jpg (5370 bytes) 1title1_right.jpg (11103 bytes)
   

  Αρχική
  Γυμνάσιο
  Αξιοθέατα
  Νέο Σούλι
  Κάμερες
  Καιρός
  Κοσμογραφία
  Συζητήσεις
  Αναφορές
  Αναζήτηση
  Επικοινωνία
           




 

ΙΣΤΟΡΙΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ  ΝΕΟΥ  ΣΟΥΛΙΟΥ

(Διατηρήθηκαν οι τίτλοι των κειμένων καθώς και η ορθογραφία και η σύνταξη της εποχής)

Ολίγα χιλιόμετρα ανατολικά των Σερρών και αριστερά της προς Δράμαν Δημοσίας οδού, κείται το χωρίον Νέον Σούλι. Η ιστορία του καλύπτεται υπό πυκνού σκότους αλλ' αναμένει τον ερευνητήν του, διότι ως εκ των κατωτέρω αναφαίνεται, αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον.

Από προφορικάς μόνον παραδόσεις γνωρίζομεν ότι το παλαιότερον όνομα του χωρίου ήτο Νούτσα, προελθόν κατά πάσαν πιθανότητα από την ονομασίαν «Οινόουσα» ή Οινούσα», η οποία δικαιολογείται διότι και σήμερον το χωρίον είναι κατάφυτον από αμπέλους. Νεώτεραι ονομασίαι είναι τα Τουρκικά «Σουμπάσκιοϊ» (Νεροκεφαλοχώρι) ή «Σούμπασίκιόϊ» (χωρίον κεχαγιάδων). Η ονομασία Νέον Σούλι εδόθη το 1913 από τον αείμνηστον Μητροπολίτην Σερρών,  Απόστολον Χριστοδούλου, λόγω του ακμαίου εθνικού φρονήματος των κατοίκων. Και πολύ δικαίως, διότι το Νέον Σούλι επρωτοστάτησεν εις εθνικούς αγώνας. Ο ανηρτημένος εις την εκκλησίαν του χωρίου «Κοίμησις της Θεοτόκου» κατάλογος των 130 κατοίκων, οι όποιοι υπήρξαν θύματα της Βουλγαρικής θηριωδίας της Α' Βουλγαρικής κατοχής (1916-1918) μαρτυρεί τούτο, καθώς και ο δια πυρός μαρτυρικός θάνατος δέκα γυναικόπαιδων και η εκτέλεσις ισαρίθμων ανδρών κατά την δευτέραν βουλγαρικήν κατοχήν (1941-1944). Ακόμη ενθυμούνται οι γεροντότεροι και μίαν άλλην καταστροφήν. Το 1911 θανατηφόρος χολέρα έπληξε το χωρίον και απεδεκάτισε τον πληθυσμόν. Το δε 1916 πρώτον εξ όλων των Ελληνικών κατωκημένων χώρων εδέχθη σφοδρούς εναέριους βομβαρδισμούς. Οι βούλγαροι είχον εντός του χωρίου σημαντικάς στρατιωτικάς εγκαταστάσεις και οι Αγγλογάλλοι εβομβάρδισαν αυτό επανειλημμένως με τα πρωτόγονα αεροπλάνα της εποχής εκείνης. Και σήμερα υπάρχουν οικογένειαι, αι οποίαι θρηνούν θύματα βομβαρδισμού της εποχής εκείνης.

Αυτά τα στοιχεία προσφέρει η προφορική παράδοσις ενώ ή γραπτή ουδέν σημείον της ιστορίας του χωρίου δύναται να διαφώτιση μέχρι τούδε. Πολλά είναι δυνατόν να αναπλήρωση ή αρχαιολογική έρευνα ή οποία όντως ευρίσκει γόνιμον έδαφος εις τα σπλάγχνα της γης του χωρίου.

Συνεχόμενον με τας οικίας του χωρίου υφίσταται ύψωμα, γνωστόν εις τους χωρικούς υπό το όνομα «Αγριάντα» ή «Αγριάνιστα». Τα τοπωνυμία έχουν θαυμαστήν δύναμιν αντιστάσεως εις την ροήν του χρόνου. Είναι βεβαιότατον ότι το «Αγριάνιστα» συγγενεύει ετυμολογικός με την ονομασίαν «Αγριάνες» ενός Θρακικού φύλου περί του οποίου αναφέρει ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης ότι κατώκει πέριξ του Στρυμόνος, δηλαδή εις την ιδίαν περιοχήν. Η φορά την οποίαν έχει το έδαφος εις το μέρος αυτό δεικνύει ότι ή χωματοειδής αυτή έξαρσις δεν είναι φυσική αλλά τεχνητή, προελθούσα από αλλεπάλληλους καταστραφέντας οικισμούς. Έχει σχήμα κολούρου πυραμίδος και το μεν ύψος της είναι 10-15 μέτρα ή δε βάσις της έχει περίμετρον πλέον των 300 μέτρων.

Η τούμπα αυτή είναι κατάσπαρτη από θραύσματα κεράμων και τεμάχια αγγείων (όστρακα) διαφόρου κατασκευής και συνεπώς χρονολογίας. Συνελέγησαν επί τόπου όστρακα τίνα τα όποια απεστάλησαν εις την διεύθυνσιν  Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Προεδρείας της Κυβερνήσεως δι' επίσταμένην μελέτην και εκτίμησιν. Μερικά τούτων είναι μελαμβαφή ή και μελανόμορφα λεπτής τέχνης, ασφαλώς κατασκευασθέντα εις Αττικά εργαστήρια και κατά την γνώμην μας χρονολογικώς τοποθετούνται εις τον 4ον π.Χ. αιώνα αν όχι εις τον 5ον. Τα ως άνω αρχαιολογικά τεκμήρια πείθουν, ότι το χωρίον κατωκείτο εις πολύ πάλαιαν εποχήν. Μία τομή της τούμπας η οποία δεν θα στοίχιση οικονομικώς και πολύ και εν συνεχεία ή στρωματογραφική εξέτασις αυτής θα απόδειξη τούτο ασφαλώς. Δια της εξετάσεως ταύτης πιθανόν να λυθή και το πρόβλημα πού εκείτο η Σίρις ή Παιονική του Ηροδότου. Η πόλις των Σερρών έως τώρα απέδωσεν σωρείαν αρχαιολογικών ευρημάτων ανηκόντων εις τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους και μόνον κατά το 1957 ενεφάνισε και ελάχιστα δείγματα, ότι κατωκείτο τον 5ον π.Χ. αιώνα1. Όμως το Νέον Σούλι και επί της επιφανείας του φέρει ίχνη κατοικίσεως του εις τον 4ον π.Χ. αιώνα τουλάχιστον.

Καθ' οδόν προς το παρεκκλήσιον του Τιμίου Προδρόμου και εις θέσιν με το τοπωνύμιον «Τούρκος» περιήλθομεν ωρισμένους αγρούς, εις τους οποίους κατά το παρελθόν ευρέθησαν δυο τάφοι κατά την ομολογίαν των κατοίκων Δαμάσκου Κωνσταντίνου του Αθανασίου και Μπαντούλη Γεωργίου του Βασιλείου. Επεδείχθησαν μάλιστα ύπ' αυτών και αι πλάκες, αι οποίαι έφραζον τους τάφους ως και τεμάχια των θραυσθέντων μεγάλων πίθων ύψους το ελάχιστον ενός μέτρου, οι οποίοι ευρέθησαν εντός των τάφων. Εις αγρόν των μνημονευθέντων κατοίκων του Σουλίου υπάρχει και υπόγειον κτίσμα διαστάσεων 3x2x1 μέτρων περίπου κατασκευασμένον εξ οπτοπλίνθων μεγάλων Βυζαντινής εποχής. Το κτίσμα τούτο υποστάν επιδιορθώσεις χρησιμοποιείται σήμερον ως αποθήκη ύδατος και δεν δύναται να αποφανθή τις αν πρόκειται περί φρέατος Βυζαντινού ή περί κτιστού θολωτού τάφου ή περί τμήματος μεγαλυτέρου οικοδομήματος κατακεχωσμένου σήμερον.

Είναι φανερόν ότι όλη αυτή ή τοποθεσία «Τούρκος» αποτελεί παλαιάν νεκρόπολιν. Τούτο ενισχύουν και αι μετά φειδούς παρεχόμενοι πληροφορείαι των κατοίκων περί των ανευρισκομένων ύπ' αυτών κατά καιρούς ευρημάτων.

Εις το παρεκκλήσιον του Τιμίου Προδρόμου η έρευνα απέδωσε αρκετά τεμάχια αρχιτεκτονικής και γλυπτικής Βυζαντινής εποχής. Εντός του ιερού φυλάσσεται κιονόκρανον σχήματος κολούρου ανεστραμμένης πυραμίδας, διαστάσεων μεγίστης επιφανείας 0,50X0,70 του μέτρου και ύψους 0,20 του μέτρου περίπου, φέρον εις τας τεσσάρας πλευράς ανά ένα σταυρόν εν μέσω διακόσμου εκ φύλλων και μία Βυζαντινή κέραμος διαστάσεων 0,70X0,50 του μέτρου. Εις το προαύλιον ανευρέθησαν βάσεις κιόνων, δυο τεθραυσμένοι κιονίσκοι πιθανόν περιστυλίου φιάλης και τεμάχια άλλων αρχιτεκτονικών μερών (επιστυλίων, υπερθύρων κλπ).

Ανεκαλύφθη ωσαύτως πλησίον εις εσκαμμένον δια καλλιέργειαν χώρον τμήμα κίονος μήκους 2,5 μ. και διαμέτρου 0,60 του μέτρου περίπου, το οποίον και εφωτογραφήθη μετ' αφαίρεσιν μέρους των καλυπτόντων τούτο χωμάτων.

Ταύτα αποδεικνύουν ότι εις την θέσιν του σημερινού παρεκκλησίου υπήρχεν λαμπρός Βυζαντινός ναός, αν κρίνη τις εκ των διασωθέντων αρχιτεκτονικών καταλοίπων αύτού. Ανεζητήθησαν τα θεμέλια και ευρέθησαν πολύ πέραν των θεμελίων του σημερινού ναού εις την βορείαν δε πλευράν ταύτα έχουν πάχος 0,75 του μέτρου. Ο δυτικός τοίχος της καταστραφείσης ταύτης εκκλησίας ως φαίνεται εκ της παρακολουθήσεως των θεμελίων δέον να έχει μήκος μεγαλύτερον των 20 μ.

Τέλος σημειούμεν ότι πλησίον της μεγάλης κρήνης του χωρίου υφίσταται επιτύμβια ενεπίγραφος στήλη μη δυναμένη να αναγνωσθή λόγω της φθοράς της.

 

 

1  Γ. Μπακαλάκη. Από τα αλλεπάληλα στρώματα των ερειπίων των Σερρών. Μαχεδονικόν ημερολόγιον έτους 1957 σελίς 253-259

 

Κ. Τρυφερούλη  

Προσαρμογή εργασίας:

Αθανασιάδης Αθανάσιος

athanasiadi@sch.gr